Ελλάδα: Καλώς ήλθε ο… στόλος των προτεσταντών

Ελλάδα: Καλώς ήλθε ο … στόλος των προτεσταντών – Η καλή και η κακή Αμερική: ΕΝΑ ΚΡΑΤΟΣ – ΔΥΟ ΠΡΟΣΩΠΑ

 

Του Βαγγέλη Γρηγόρη*

 

 

Το νεαρό και αδύναμο ακόμη κράτος των ΗΠΑ στα μέσα της δεκαετίας του 1700 είχε ένα μέλημα: πώς να επεκταθεί και να κυριαρχήσει στην ίδια του την ήπειρο. Και ένα δόγμα, που επίσημα διακηρύχθηκε το 1823: να μην μπλέξει με τις περίπλοκες έριδες των ευρωπαϊκών κρατών, τα οποία – στο όνομα της ισορροπίας των δυνάμεων – βρίσκονταν σε διαρκείς πολέμους και ανταγωνισμούς. Με συμφωνίες, εκβιασμούς, ακόμη και με τη βία, πέτυχε το πρώτο με το περίφημο δόγμα Μονρόε, χάρη στο οποίο η εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ ήταν η μη εξωτερική πολιτική, το δεύτερο.

Με ελάχιστο στρατό, περιχαρακωμένη ανάμεσα στις δύο ωκεάνιες τάφρους που τη χώριζαν από τον υπόλοιπο κόσμο και με τη ρητορική της ελευθερίας, της δημοκρατίας και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η Αμερική έμοιαζε μ' έναν φίλο που εξήγαγε όχι μόνο εμπορεύματα, αλλά και συμβουλές στους απανταχού καταπιεσμένους. Την «καλή» Αμερική την περιέγραψε με σαφήνεια το 1821 ο τότε υπουργός των Εξωτερικών της Τζον Κουίνσι Ανταμς: «Όπου έχει ή πρόκειται να ξεδιπλωθεί το λάβαρο της ανεξαρτησίας και της ελευθερίας, εκεί θα βρίσκονται η καρδιά, οι ευλογίες και οι προσευχές της Αμερικής. Αλλά δεν εκστρατεύει στο εξωτερικό επιζητώντας να εξολοθρεύσει τα θηρία. Επιθυμεί την ελευθερία και την ανεξαρτησία για όλους. Όμως είναι ο πρωταθλητής και ο τιμητής της δικής της ελευθερίας».

Η κοσμοπολίτικη και πολυφυλετική Σμύρνη ήταν για τους πρώτους αμερικανούς προτεστάντες μισιονάριους του 19ου αιώνα ένας από τους ιδανικούς τόπους δράσης, καθώς πίστευαν ότι τα μεσσιανικά τους οράματα θα μπορούσαν να την έχουν ως εφαλτήριο για την κατάκτηση της Ανατολής. Ο πραγματισμός, όμως, των αμερικανικών κυβερνήσεων την παρέδωσε τελικά στο μένος των κεμαλιστών.

Αυτό που δεν έκανε τότε το ιππικό της Αμερικής, το έκαναν οι προτεστάντες μισιονάριοί της, οι οποίοι ονειρεύονταν μια παγκόσμια ένωση χωρίς σύνορα, ανταγωνισμούς και συγκρούσεις, όπου θα βασίλευαν η ειρήνη, η αρμονία, η Βίβλος και οι… μπίζνες. Μια Αμερική η οποία, κατά το όραμα του ποιητή Philip Freneau, θα ήταν η «νέα Ιερουσαλήμ, που είχε τον θεϊκό προορισμό να γίνει το παγκόσμιο πρότυπο».

Πώς ήταν, όμως, ο κόσμος της εποχής που «έπρεπε να κατακτηθεί» από τους μισιονάριους; Ενα πεδίο μάχης, ανάμεσα στα αδυσώπητα αποικιακά συμφέροντα του παλιού κόσμου. Και οι προτεστάντες της Αμερικής δεν θα περίμεναν την εποχή των κανονιοφόρων για να δράσουν. Δεκάδες ιεραποστολικές προτεσταντικές εταιρείες, με αποφασισμένα μέλη-εθελοντές, συστάθηκαν από τα τέλη του 18ου αιώνα με σκοπό την εξάπλωση του μεσσιανικού τους σχεδίου. Το πνεύμα της Γαλλικής Επανάστασης είχε ανοίξει ένα μεγάλο παράθυρο για την έξοδό τους στον κόσμο, αφού οι ιδέες τους για την κατάργηση της δουλείας, την ελευθερία, τη δημοκρατία, την μέσω της εκπαίδευσης πνευματική και κοινωνική βελτίωση των ανθρώπων συναντούσαν εκείνες του Διαφωτισμού. Για τους προτεστάντες ο μέσος άνθρωπος είχε κάθε δικαίωμα και όλες τις δυνατότητες να βελτιώσει τη ζωή του ακολουθώντας τις βασικές αρχές της Βίβλου και, απερίσπαστος από συγκρούσεις και εθνικούς ανταγωνισμούς, να ριχτεί στην εργασία, την παραγωγικότητα, για τη δόξα του Θεού του και της Αμερικής, αφού αυτή ήταν η εκλεκτή χώρα του Θεού, που είχε την αποστολή να ηγηθεί ενός παγκοσμιοποιημένου κόσμου.

 

ΕΛΛΑΔΑ: ΚΑΛΩΣ ΗΡΘΕ Ο… ΣΤΟΛΟΣ ΤΩΝ ΠΡΟΤΕΣΤΑΝΤΩΝ

 

Από πού θα μπορούσαν να αρχίσουν; Ο εκπολιτισμός της οικουμένης θα έπρεπε να αρχίσει όχι βάσει των γεωγραφικών συνόρων, αλλά βάσει των θρησκευτικών. Το Ισλάμ κρίθηκε ανεπίδεκτο, αφού στηριζόταν σε ακλόνητες θρησκευτικές παραδόσεις. Η Γηραιά Ηπειρος βρισκόταν υπό την επιρροή του παπισμού, καθώς και ισχυρών πολιτικών εξουσιών. Η Ανατολή, όμως; Εκεί υπήρχαν οι «παρηκμασμένες Εκκλησίες» της παραπαίουσας οθωμανικής αυτοκρατορίας (Ορθόδοξοι, Αρμένιοι, Κόπτες, Νεστοριανοί, Μαρωνίτες), οι οποίες είχαν διαβρωθεί από τη δεισιδαιμονία και την αμορφωσιά. Εκεί στόχευσαν πρώτα.

Τους βομβαρδισμούς της Γάζας από το ισραηλινό πυροβολικό και την αεροπορία τούς προσυπογράφει και η Αμερική. Η ρητορεία της περί ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ελευθερίας και δημοκρατίας υποχωρεί κατά κράτος – όχι μόνο λόγω των γεωπολιτικών συμφερόντων της, αλλά και λόγω της πεποίθησης των αμερικανικών προτεσταντικών λόμπι για τα βιβλικά δικαιώματα του Ισραήλ στην Παλαιστίνη.

Οι αμερικανοί προτεστάντες, συγκινημένοι από την πολιτιστική κληρονομιά του αρχαιοελληνικού κόσμου, αλλά και από την Επανάσταση κατά των οθωμανών, που έμοιαζε μ' εκείνην της αμερικανικής ανεξαρτησίας, είδαν την Ελλάδα ως έναν προνομιακό τόπο για τη δράση τους. Με ναυαρχίδα την ιεραποστολική εταιρεία ABCFM (Αμερικανικό Συμβούλιο Εντολοδόχων Επιτετραμμένων για τις Αποστολές του Εξωτερικού), ξεκινούν το 1828 τη σταυροφορία τους σε μια χώρα που διψούσε για εκπαίδευση, κυρίως μέσω της ίδρυσης σχολείων, οικοτροφείων και ενός εξαιρετικά προχωρημένου για την εποχή εκπαιδευτικού προγράμματος – μέσω του οποίου θα διδάσκονταν όχι μόνο θρησκευτικά μαθήματα, αλλά και θετικές επιστήμες και -φυσικά- αγγλικά, γλώσσα τότε του εμπορίου. Πιστεύοντας ότι ο κάθε χριστιανός πρέπει να μάθει να διαβάζει, γιατί μόνο έτσι μπορεί να έρθει κοντά στην αληθινή πίστη, ενθάρρυναν την εκπαίδευση των κοριτσιών, θεωρώντας τα ως τον δούρειο ίππο που θα μετέφερε αργότερα το πνεύμα του προτεσταντισμού στις οικογένειες και στα παιδιά τους.

Ιδρυσαν τα πρώτα κατηχητικά σχολεία της Κυριακής, καθώς και τυπογραφεία, τροφοδοτώντας τα σχολεία τους με βιβλία και περιοδικά και οργάνωσαν βιβλιοθήκες – ανύπαρκτες ώς τότε στο νεοσύστατο κράτος. Παράλληλα, οι πιο αξιόλογοι μαθητές σπούδαζαν, με έξοδα του σωματείου Φίλοι του Αμερικανικού Συμβουλίου, στα προτεσταντικά πανεπιστήμια Γέιλ και Αμχερστ – αποτελώντας στη συνέχεια μια ντόπια ιθύνουσα τάξη, φιλικά διακείμενη στην προτεσταντική Αμερική και στο μεσσιανικό όραμα της «παγκόσμιας αποστολής» της.

Σχολεία σε Αθήνα, Αργος, Μάνη, Τήνο, Σύρο υποδέχονται χιλιάδες αγόρια και κορίτσια απ' όλη την ελληνική επικράτεια. Τα μακροβιότερα από αυτά είναι στην Αθήνα η Σχολή Χιλλ και στη Σύρο το «Φιλελληνικό Παιδαγωγείο» και το «Ελληνικό Λύκειο» – μαθητές του οποίου υπήρξαν ο Δ. Βικέλας, ο Α. Συγγρός, ο Ε. Βενιζέλος και ο Ε. Ροΐδης. Ο τελευταίος αφήνει το προτεσταντικό αποτύπωμα της εκπαίδευσής του στο μυθιστόρημα «Η Πάπισσα Ιωάννα», διακωμωδώντας σ' αυτό την τελετουργία, τα έθιμα και τα δόγματα της Παπικής Εκκλησίας, αλλά και τις δεισιδαιμονίες της Ορθόδοξης.

Τελικά, όμως, παρά τον άφθονο χρόνο και το χρήμα που ξόδεψαν οι αμερικανοί μισιονάριοι στον ελλαδικό χώρο, το σχέδιό τους απέτυχε – προσκρούοντας τόσο στην αντίσταση της Ορθόδοξης Εκκλησίας όσο και στο πνεύμα της εποχής. Εχοντας μόλις βγει από τον ζυγό της οθωμανικής αυτοκρατορίας, η Ελλάδα της Μεγάλης Ιδέας τότε συγκινούνταν περισσότερο από το όνειρο της εθνικής της ολοκλήρωσης, προαπαιτούμενο του οποίου ήταν η εθνικο-θρησκευτική καθαρότητα και ομοιογένεια, παρά από τα παγκοσμιοποιημένα οράματα των αμερικανών προτεσταντών. Ισως δεν είναι τυχαίο ότι σήμερα μόνο η Σχολή Χιλλ επιβίωσε και λειτουργεί ακόμη, προφανώς διότι ο ιδρυτής της, ο Ιωάννης Χιλλ, σύντομα συνειδητοποίησε τη δυσκολία του εγχειρήματος του προσηλυτισμού στον προτεσταντισμό, αρκούμενος στην παροχή παιδείας, με  την ελπίδα μιας υπόγειας μάλλον επιρροής.

Η σχολή του, τελικά, κυριολεκτικά απορροφήθηκε από την ελληνική κοινωνία τόσο, ώστε οι ζηλωτές συνάδελφοί του να τον κατηγορούν για επικίνδυνο συμβιβασμό με την «παράδοξη γοητεία» της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Σε αντίθεση με τον Χιλλ, ο Ιωνάς Κινγκ, ένας δογματικός προτεστάντης μισιονάριος, επονομαζόμενος και «Λούθηρος της Ανατολής», που επιχείρησε να έρθει σε ευθεία αντιπαράθεση με την Ορθόδοξη Εκκλησία (αφού υπέστη μύριες όσες διώξεις, αφορισμούς και μηνύσεις), υποχώρησε κατά κράτος, κλείνοντας όλα τα σχολεία του στην Ελλάδα.

Η ανεπίσημη βοήθεια που πρόσφερε στους Έλληνες της Σμύρνης το '22 ο τότε αμερικανός πρόξενος Τζορτζ Χόρτον ήταν η εξαίρεση. Ο κανόνας για τα πολεμικά πλοία της Δύσης – συμπεριλαμβανομένων και των αμερικανικών – ήταν να παραμένουν αμέτοχα. Κάτω, οι άμαχοι ήταν τα περισσότερα θύματα στον πρώτο πόλεμο του Κόλπου, παράπλευρες απώλειες της «καταιγίδας της ερήμου».

Οι προτεστάντες μισιονάριοι, πάντως, δοκίμασαν την τύχη τους και στη Σμύρνη – θεωρώντας τον κοσμοπολίτικο, πολυφυλετικό, αλλά και ευρωπαϊκό χαρακτήρα του «μικρού Παρισιού» (που τότε ήταν το σημαντικότερο λιμάνι της ανατολικής Μεσογείου, απαραίτητο για την αμερικανική διείσδυση στην Ανατολή) ως ιδανικό αμάλγαμα για την εφαρμογή του ιερού σχεδίου τους, τη δημιουργία της «Πόλης του Θεού». Συνεπείς με τη μεθοδολογία τους, οι αμερικανοί μισιονάριοι θα ιδρύσουν ώς τα μέσα του 19ου αιώνα δεκάδες σχολεία και κολέγια για κορίτσια και αγόρια. Το 1832 λειτουργούν ήδη τρία σχολεία ελληνικά και 30 άλλα στην ευρύτερη περιοχή της Κωνσταντινούπολης, με 2.000 μαθητές. Η «χρήσιμη γνώση» που προκρίνει η προτεσταντική εκπαίδευση είναι τόσο ελκυστική για τους πλούσιους έλληνες εμπόρους, που προτιμούν να στέλνουν τους γόνους τους στα σχολεία αυτά, παρά τη στεναχώρια των εκκλησιαστικών τους αρχών.

Τα πράγματα, όμως, δεν κυλούν ανέφελα για τους μισιονάριους προτεστάντες. Σύντομα θα έρθουν αντιμέτωποι με το αντικληρικό αίσθημα της φιλελεύθερης ελίτ που είναι επηρεασμένη από τον Διαφωτισμό, με την Ορθόδοξη Εκκλησία, καθώς και με την Καθολική, που έχει στείλει πολύ νωρίτερα τους δικούς της μισιονάριους – ενώ δεν λείπουν και οι ανταγωνισμοί με τις άλλες προτεσταντικές ιεραποστολές, ιδίως εκείνες που προέρχονται από την Αγγλία. Καθόλου τυχαία, αφού οι αμερικανοί μισιονάριοι δεν υπηρετούν μόνο τον Θεό, αλλά και τη χώρα τους. Στο τέλος, έρχονται αντιμέτωποι και με τις τουρκικές αρχές, οι οποίες θεωρούν υπονομευτική την υποστήριξη που παρέχουν στην υπόθεση της ανεξαρτησίας των Αρμενίων.

Θεωρώντας τα ισχυρά κρατικά μορφώματα εμπόδιο στην εξάπλωση του προτεσταντισμού και του κράτους του Θεού, της Αμερικής, οι μισιονάριοι υποστήριζαν τις καταπιε- σμένες μειονότητες βοηθώντας στη διατήρηση και ανάπτυξη των γλωσσών τους και εκπαιδεύοντας τοπικές ελίτ, που στη συνέχεια θα αποτελούσαν τις φιλικά διακείμενες ηγέτιδες τάξεις, που θα στήριζαν το μέγα σχέδιο της αμερικανο-προτεσταντικής εξάπλωσης. Ενώ, όμως, ευαγγελίζονταν την κατάργηση του έθνους-κράτους θεωρώντας το εμπόδιο στην «παγκόσμια αποστολή» τους, την ίδια στιγμή ανέπτυξαν και συντήρησαν τοπικούς εθνικισμούς, προαλείφοντας το τέλος του αμερικανικού απομονωτισμού. Σύμφωνα με πολλούς ιστορικούς, στους προτεστάντες μισιονάριους οφείλεται σε μεγάλο βαθμό η ανάπτυξη τόσο του αλβανικού όσο και του βουλγαρικού εθνικισμού. Μάλιστα, από το επιφανές κολέγιο του αγγλοσαξωνικού προτεσταντισμού στην Ανατολή, το Robert College, αποφοίτησαν στα μέσα του 19ου αιώνα δεκάδες στελέχη που επάνδρωσαν το νεότευκτο κράτος της Βουλγαρίας.

 

ΤΟΥΡΚΙΑ: Ο ΕΚΛΕΚΤΟΣ ΤΟΥ «ΕΚΛΕΚΤΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΥ»

 

Στη λογική αυτή, η καλή Αμερική θεωρούσε τη δημιουργία ενός αρμένικου κράτους ως μία ακόμη ευκαιρία για την παγίωση των συμφερόντων της στην Ανατολή. Οι μισιονάριοί της είχαν προλειάνει το έδαφος, ιδρύοντας το 1843 την πρώτη Ευαγγελική Εκκλησία της Αρμενίας, και ο πρόεδρος Ουίλσον είχε αναλάβει να σχεδιάσει τα σύνορά της κατά τη Συνθήκη των Σεβρών, με αποτέλεσμα το νεαρό κράτος να αποκληθεί και «Ουιλσονική Αρμενία». Ομως, ο Κεμάλ Ατατούρκ όχι μόνο ανέτρεψε το σχέδιο, αλλά έδειξε στην Αμερική σε ποιον έπρεπε στο εξής να ποντάρει. Εως και πρόσφατα, η αρμενική γενοκτονία του 1915 δεν αναγνωρίστηκε από τους Αμερικανούς, οι οποίοι στήριξαν την τουρκική προπαγάνδα – ότι η γενοκτονία δεν συνέβη ποτέ. Η βίαιη μετακίνηση αρμενικών πληθυσμών προς τη Συρία, κατά τη διάρκεια της οποίας πέθαναν ή δολοφονήθηκαν 1,5 εκατ. άνθρωποι, ήταν για τον τότε εκπρόσωπο των ΗΠΑ στην Κωνσταντινούπολη, ναύαρχο Μαρκ Μπρίστολ, μία μεταφορά, «που έγινε με κόπο και μεγάλες οικονομικές θυσίες, στα ωραιότερα και ευφορότερα μέρη της Συρίας – όπου το κλίμα είναι ανάλογο με της Φλώριδας»!

Το ίδιο κακή ήταν η Αμερική με την Ελλάδα κατά τη Μικρασιατική Εκστρατεία, την οποία θεωρούσε καταστροφική για το μακρόπνοο σχέδιο του ιδρυτή της προτεσταντικής ιεραποστολικής εταιρείας ABCFM, Μπάρτον, το οποίο προέβλεπε την ίδρυση μιας ομοσπονδιακής οθωμανικής αυτοκρατορίας υπό την καθοδήγηση των ΗΠΑ. Αδιάφορη στάθηκε και στην καταστροφή της Σμύρνης το 1922, αφού κατά τον ναύαρχο Μπρίστολ «Η Τουρκία αποτελεί παρθένο έδαφος για τις αμερικανικές μπίζνες και την αμερικανική οικονομική εκμετάλλευση». Αλλά κακές ήταν οι ΗΠΑ και για τους Βουλγάρους – με την απόλυτα ουδέτερη στάση τους κατά τον βουλγαρο-τουρκικό πόλεμο.

Ανθρωπιστική βοήθεια στους Αρμενίους το 1920 και στους Ιρακινούς το 1993. Στους πρώτους η Αμερική υποσχέθηκε ένα ανεξάρτητο κράτος. Στους δεύτερους, ελευθερία και δημοκρατία. Ωστόσο, και οι δύο έγιναν τελικά πιόνια των ΗΠΑ στη μεγάλη παρτίδα της γεωπολιτικής σκακιέρας.

Η Αμερική (που είχε αναλάβει τον εκδυτικισμό της ανερχόμενης τουρκικής αστικής τάξης του κεμαλικού κράτους μέσω της συστηματικής εκπαίδευσής της στα σχολεία που ίδρυσαν οι μισιονάριοι – το Robert College, σύμφωνα με τον ρώσο πρέσβη στην Ουάσινγκτον ασκούσε μεγαλύτερη επιρροή στην Τουρκία απ' ότι στην Αγγλία και  την Γαλλία -, αλλά και στα πανεπιστήμια της Αμερικής) είχε επενδύσει πολλά από τα επεκτατικά της όνειρα στην Τουρκία, ώστε να επιτρέψει να διαλυθούν στο όνομά τους τα επί μέρους «μικρά» εθνικά όνειρα της περιοχής, που ναι μεν τα υποστήριζε, όχι όμως τόσο, ώστε να έρθει σε ασυμφωνία με τον πραγματισμό της και τα συμφέροντά της.

 

Η «ΚΑΛΗ» ΑΜΕΡΙΚΗ ΕΚΣΤΡΑΤΕΥΕΙ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ

 

Αλλωστε, αυτά τα συμφέροντα ήταν που στις αρχές του 20ού αιώνα τής έδειξαν τον δρόμο προς τον υπόλοιπο κόσμο. Η Αμερική είχε πλέον μεγάλη δύναμη και κανέναν λόγο να παραμένει κλεισμένη στην ήπειρό της. Δύο πρόεδροι, ο Θίοντορ Ρούσβελτ και ο Γούντροου Γουίλσον, ανέλαβαν να την οδηγήσουν σ' αυτό που οι προτεστάντες μισιονάριοι θα θεωρούσαν «θεϊκό πεπρωμένο της».

Άραγε, θα έπαιζε κι αυτή στο κλασικό παιχνίδι της ισορροπίας των δυνάμεων, κερδίζοντας πλεονεκτήματα όπως το αντιλαμβανόταν ο Ρούσβελτ; Ή θα αναλάμβανε έναν παράδοξο – έως και ύποπτο για τους υπόλοιπους παίκτες της διεθνούς σκακιέρας – μεσσιανικό ρόλο, διαδίδοντας τις βασικές αρχές της σε όλο τον κόσμο: ότι, δηλαδή, η ισορροπία εξασφαλίζεται από τη δημοκρατία που φέρνει την ειρήνη ότι τα κράτη θα πρέπει να κρίνονται με τα ίδια ηθικά κριτήρια που κρίνονται τα άτομα ότι κανένα κράτος δεν μπορεί να είναι υπεράνω αυτών και ότι το εθνικό συμφέρον ταυτίζεται με την επιδίωξη για ένα οικουμενικό σύστημα δικαίου; Τελικά, έως σήμερα επικράτησε η ουιλσονική λογική, και η μεγάλη χώρα των λευκών προτεσταντών ανέλαβε σειρά επεμβάσεων σε όλο τον πλανήτη, αναζητώντας κάθε φορά την ηθική τους θεμελίωση, έναν «δίκαιο σκοπό», πριν στρωθούν οι δρόμοι απ' όπου επελαύνει ο στρατός της με πτώματα. Στο τέλος όλοι τη μισούν και την καταριούνται. Αλλά, όπως είχε πει και ο Μπέρναρ Σο, «Υπάρχουν δύο τραγωδίες στη ζωή. Η μία είναι το ναυάγιο του ονείρου σου. Η άλλη, η πραγματοποίησή του».

 

* vangong@enet.gr

 

ΠΗΓΗ: Έντυπη Έκδοση Έψιλον, Κυριακή 29 Νοεμβρίου 2009,  http://www.enet.gr/?i=news.el.article&id=106442

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.