Κρίση, δημοσιονομική κρίση και κοινωνικός μισθός στην Ελλάδα
Του Θανάση Μανιάτη[1]
Οποιοσδήποτε είναι οπαδός της αντικαπιταλιστικής κατεύθυνσης, του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού της οικονομίας και της κοινωνίας δεν μπορεί παρά να υποστηρίζει την έξοδο της χώρας από την ευρωζώνη και την αποδέσμευση από την ΕΕ επειδή ρήξη με το κεφάλαιο και τον αστισμό δεν μπορεί να γίνει με επιτυχία χωρίς τα ελάχιστα απαιτούμενα εργαλεία της αυτόνομης βιομηχανικής πολιτικής, αγροτικής πολιτικής, πολιτικής διεθνούς εμπορίου, συναλλαγματικής πολιτικής, με την ΕΚΤ να είναι υπεύθυνη για τη νομισματική πολιτική και το Σύμφωνο Δημοσιονομικής Σταθερότητας να εκμηδενίζει ουσιαστικά την άσκηση δημοσιονομικής πολιτικής.
Όμως είναι άλλο αυτό το ζήτημα και άλλο η ανίχνευση και η αποτίμηση της διαδικασίας ή των διαδικασιών που μας έφεραν μέχρι εδώ, στη χειρότερη κρίση της ιστορίας του ελληνικού καπιταλισμού. Με άλλα λόγια δεν ταυτίζονται απαραίτητα το ζήτημα των αιτιών της τρέχουσας κρίσης γύρω από τις οποίες οφείλει να περιστραφεί η ιδεολογική διαπάλη με τις δυνάμεις του αστισμού για όσο διάστημα διαρκεί η κρίση, και το ζήτημα της τοποθέτησης μας για τη συμμετοχή της χώρας στην ευρωζώνη. Η απάντηση στο τελευταίο ερώτημα μπορεί να προκύψει αβίαστα από τα προαπαιτούμενα για μια αντικαπιταλιστική διέξοδο από την κρίση χωρίς απαραίτητα να είναι το ευρώ και η αρχιτεκτονική της ευρωζώνης η κύρια αιτία της κρίσης που βιώνει η ελληνική κοινωνία. Σε κάθε περίπτωση για να αλλάξουμε πορεία και να πάμε κάπου αλλού, σε μια ριζικά διαφορετική κατεύθυνση πρέπει να ξέρουμε όσο το δυνατόν καλύτερα πως φτάσαμε, τι μας οδήγησε ως εδώ.
Και για να γίνει αυτό, είναι απαραίτητο ένα σαφές θεωρητικό πλαίσιο εντελώς διακριτό και διαφορετικό από τα αστικά συμβατικά οικονομικά, που στην περίπτωση μας δεν μπορεί να είναι άλλο από αυτό της μαρξιστικής πολιτικής οικονομίας συνδέοντας έτσι την ελληνική κρίση με την κατάσταση της παγκόσμιας καπιταλιστικής οικονομίας και την τρέχουσα θεωρητική και εμπειρική συζήτηση που διεξάγεται γύρω από αυτήν στη μαρξιστική βιβλιογραφία.
Η τρέχουσα κρίση λοιπόν είναι έκφραση των νόμων κίνησης του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, μια δομική κρίση του καπιταλιστικού συστήματος συνολικά, και δη του πυρήνα του, της διαδικασίας συσσώρευσης και κερδοφορίας του κεφαλαίου, έχοντας τρεις κύριες διαστάσεις που αλληλοτροφοδοτούνται στην περίπτωση της ελληνικής οικονομίας. Η πρώτη, που εκδηλώθηκε το 2007 έχει να κάνει με την κρίση υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου και ανεπαρκούς κερδοφορίας στον πυρήνα της παγκόσμιας καπιταλιστικής οικονομίας (ΗΠΑ, ΕΕ, Ιαπωνία) μέσω του μηχανισμού του νόμου της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους και που έχει φέρει την παγκόσμια ανάπτυξη σχεδόν σε μηδενικό σημείο,
Διάγραμμα 1: Μειούμενοι ρυθμοί ανάπτυξης σε ΗΠΑ, ΕΕ, Ιαπωνία 1960-2011 (Από το Monthly Review Vol 64, No 1)
Source: Data for U.S. from Bureau of Economic Analysis, National Income and Product Accounts, Table 1.1.1. Percent Change from Preceding Period in Real Gross Domestic Product, http://bea.gov/national/nipaweb/SelectTable.asp; Data for Japan and the European Union from World Bank, WDI database, http://databank.worldbank.org.
η δεύτερη με την κρίση υπερσυσσώρευσης και κερδοφορίας του κεφαλαίου της ελληνικής οικονομίας που οφείλεται στον ίδιο μηχανισμό, και η τρίτη με τη δημοσιονομική κρίση του ελληνικού κράτους που οξύνθηκε ιδιαίτερα από τις δύο προηγούμενες πτυχές της κρίσης.
Αντίθετα, η κρίση δεν είναι δεν οφείλεται ή δεν οφείλεται κυρίως στις παρακάτω διαδεδομένες και στο εσωτερικό της αριστεράς αντιλήψεις για τα αίτια της:
α) Χρηματοπιστωτική/τραπεζική κρίση προερχόμενη από την απληστία και αβλεψία των τραπεζιτών λόγω και της έλλειψης κατάλληλης ρύθμισης, δηλαδή του φαινομένου της χρηματιστικοποίησης (financialization) της οικονομίας κατά την τελευταία περίοδο,
β) Δημοσιονομική κρίση με τη μορφή της συσσώρευσης ενός υπέρογκου δημοσίου χρέους σε σχέση με το ΑΕΠ κυρίως λόγω της υπερεπέκτασης του «σπάταλου κράτους»,
γ) Κρίση που οφείλεται στη συμμετοχή στην ευρωζώνη και απορρέει από τη δομή της ευρωζώνης με κοινό νόμισμα, χωρίς κοινή δημοσιονομική δομή που ευνοεί τις πιο ανταγωνιστικές οικονομίες της ζώνης και επιτείνει τα ανταγωνιστικά τους πλεονεκτήματα απέναντι στις χώρες του ευρωπαϊκού νότου,
δ) κρίση δυσαναλογιών (disproportionality) που εμφανίζονται αναπόφευκτα σε μια άναρχη ασυντόνιστη καπιταλιστική οικονομία όταν κάποιος τομέας (στην περίπτωση μας ο χρηματοπιστωτικός) επεκτείνεται αδικαιολόγητα σε σχέση με τους υπόλοιπους, παραβιάζοντας τις απαιτούμενες συνθήκες/αναλογίες αναπαραγωγής του συστήματος,
ε) Κρίση του Νεοφιλελευθερισμού που έχοντας σαν βασικό συστατικό στοιχείο την επίθεση στους μισθούς και τις κοινωνικές παροχές της εργατικής τάξης καθήλωσε την αγοραστική δύναμη της πλειοψηφίας του πληθυσμού δημιουργώντας προβλήματα υποκατανάλωσης ή έλλειψης επαρκούς ενεργού ζήτησης, μια προσέγγιση εστιασμένη στη σφαίρα της κυκλοφορίας και της διανομής. Βέβαια το νεοφιλελεύθερο υπόδειγμα κατασκευάστηκε σαν απάντηση του συστήματος στην προτελευταία κρίση, αυτή των δεκαετιών 1960-70. Έτσι, η τρέχουσα κρίση μπορεί να χαρακτηρισθεί ως κρίση του νεοφιλελευθερισμού μόνο με την έννοια ότι αποδεικνύεται η οριστική αδυναμία του να λύσει τα προβλήματα της προηγούμενης κρίσης συσσώρευσης κεφαλαίου.
Συνεπάγεται ότι η έξοδος από την κρίση δεν μπορεί να προκύψει αποκλειστικά από τις συνταγές που προτείνονται, δηλαδή
α) την κατάλληλη ρύθμιση ή προσαρμογή του μεγέθους του χρηματοπιστωτικού συστήματος,
β) τη μείωση του δημόσιου τομέα και των ελλειμμάτων του
γ) μια «νέα Ευρώπη» ή ευρωζώνη της αλληλεγγύης, της δημοσιονομικής ενοποίησης, κλπ.,
δ) την εγκατάλειψη της «νεοφιλελεύθερης λιτότητας» για χάρη ενός νέου σοσιαλδημοκρατικού συμβολαίου, απασχόλησης ανάπτυξης και κοινωνικής συνοχής με άμεσα μέτρα την αύξηση μισθών και κοινωνικών δαπανών ε) περιορισμού της χρηματιστικοποίησης του συστήματος με στροφή στον «παραγωγικό προσανατολισμό».
Στο εσωτερικό λοιπόν της Ελλάδας η κρίση είναι το συνδυασμένο αποτέλεσμα της κρίσης υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου και της δημοσιονομικής κρίσης δηλαδή μιας (για μια ακόμη φορά) συστημικής αποτυχίας και μιας (αστικής) ταξικής επιτυχίας στη μετα-δημοσιονομική διανομή του εισοδήματος. Η τελευταία αποτελεί την πιο ορατή πλευρά της κρίσης και την αιχμή του δόρατος της επίθεσης κράτους και κεφαλαίου στην εργατική τάξη (στο σύνολό της και όχι μόνο στους μισθωτούς του δημόσιου τομέα όπως θα περίμενε κανείς αν το πρόβλημα ήταν κυρίως δημοσιονομικό) και γι' αυτό χρήζει λεπτομερειακής διερεύνησης και αποσαφήνισης.
Τι είναι λοιπόν αυτό το τεράστιο δημόσιο χρέος και πως δημιουργήθηκε; Η εξέταση του κρατικού προϋπολογισμού από ταξική σκοπιά υποδηλώνει κατ' αρχήν ότι συστηματικά δημόσια ελλείμματα και συσσώρευση χρέους μπορούν να προκύψουν από ένα ή περισσότερα από τα παρακάτω ενδεχόμενα: α) μεγάλες παροχές στην εργατική τάξη β) μεγάλες παροχές στο κεφάλαιο και τα ανώτερα εισοδηματικά στρώματα ή/και μεγάλες δαπάνες για στρατό-αστυνομία-γραφειοκρατία γ) χαμηλή φορολόγηση της εργατικής τάξης και δ) χαμηλή φορολόγηση του κεφαλαίου και των ανώτερων εισοδηματικά στρωμάτων.
Για την πιο πρόσφατη περίοδο 1995-2011 το ελληνικό κράτος κάθε άλλο παρά σπάταλο μπορεί να χαρακτηρισθεί γενικά, καθώς οι δημόσιες δαπάνες ως ποσοστό του ΑΕΠ ήταν 46.6% έναντι 48.0% του μέσου όρου των χωρών της ΕΕ-15. Οι μισθοί των ΔΥ ως ποσοστό του ΑΕΠ ήταν σχεδόν ίσοι με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο του 11%, ενώ οι δαπάνες στα παραδοσιακά πεδία του κράτους πρόνοιας υστερούσαν του ευρωπαϊκού μέσου όρου κατά 1.7% του ΑΕΠ στην εκπαίδευση, 1.2% στην υγεία και 2.7% στην κοινωνική πρόνοια και προστασία. Αντίθετα, οι δαπάνες για τόκους δημοσίου χρέους στην Ελλάδα ήταν 6.7% του ΑΕΠ δηλαδή κατά 3.2% υψηλότερες του ευρωπαϊκού μέσου όρου ενώ οι στρατιωτικές δαπάνες ήταν 1.2% του ΑΕΠ μεγαλύτερες αντίστοιχα. Να σημειωθεί εδώ ότι οι τόκοι δημοσίου χρέους είναι σχεδόν ίσοι με το δημόσιο έλλειμμα της περιόδου (6.9% του ΑΕΠ) υποδηλώνοντας ότι ο πρωτογενής προϋπολογισμός ήταν ισοσκελισμένος για τα τελευταία δεκαέξι χρόνια.
Αντίθετα, είναι στην πλευρά των φορολογικών εσόδων όπου εντοπίζεται η μεγάλη διαφορά της ελληνικής δημοσιονομικής δομής από την αντίστοιχη ευρωπαϊκή καθώς το σύνολο φόρων και εισφορών στην κοινωνική ασφάλιση στην Ελλάδα υστερεί σημαντικά, κατά 7.2% του ΑΕΠ του ευρωπαϊκού μέσου όρου. Η διαφορά αυτή οφείλεται κυρίως (5.8 ποσοστιαίες μονάδες από τις 7.2 συνολικά) στην εντυπωσιακά χαμηλή φορολόγηση εισοδήματος και πλούτου των μη μισθωτών δηλαδή εκείνου του συνασπισμού κοινωνικών στρωμάτων που στήριξε και στηρίζει το κυρίαρχο πολιτικό μπλοκ εξουσίας σε όλη σχεδόν την περίοδο της μεταπολίτευσης. Καθώς οι έμμεσοι φόροι στην Ελλάδα είναι ίσοι με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο και οι εισφορές στην κοινωνική ασφάλιση υστερούν μόνο κατά 1.5% του ΑΕΠ του ευρωπαϊκού μέσου όρου είναι σαφές ότι η σημαντική απόκλιση προς τα πάνω του δημοσίου χρέους στην Ελλάδα σε σχέση με την Ευρώπη οφείλεται στην επιτυχία των κυρίαρχων τάξεων να αποποιηθούν τα φορολογικά βάρη που τους αντιστοιχούν. Σημαντικό ρόλο σε αυτήν την καθαρά ταξική επιτυχία έχει παίξει η εμπέδωση και κυριαρχία της νεοφιλελεύθερης ιδεολογίας με την αποστροφή της για τους φόρους αλλά και οτιδήποτε συλλογικό, με τη διαφορά βέβαια ότι η ιδιαίτερα χαμηλή φορολόγηση αφορούσε μόνο συγκεκριμένες κοινωνικές κατηγορίες ισχυρών και σε καμία περίπτωση την εργατική τάξη. Το αποκορύφωμα αυτής της συνεχιζόμενης επίθεσης και ενδεικτικό του βαθμού της ιδεολογικής υπεροχής του αστισμού ακόμη και στο χειρότερο σημείο της κρίσης είναι τα τρέχοντα σχέδια για περαιτέρω μείωση της φορολογίας των επιχειρήσεων και των εισοδημάτων άνω των 100.000 ευρώ με παράλληλη αύξηση της φορολογίας ολόκληρου σχεδόν του υπόλοιπου πληθυσμού.. Με βάση τα παραπάνω θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι μια «δημοσιονομική προσαρμογή» που και κοινωνικά δίκαιη θα ήταν και θα αναγνώριζε τα αίτια της δημιουργίας του υπέρογκου δημόσιου χρέους θα μείωνε τις στρατιωτικές δαπάνες τουλάχιστον κατά 1% του ΑΕΠ, θα αύξανε τη φορολογία εισοδήματος και πλούτου των μη μισθωτών καθώς και τους φόρους κερδών των Α.Ε. κατά 4-5% του ΑΕΠ και ή θα προχωρούσε σε παύση πληρωμών για τόκους και χρεολύσια (6-7% του ΑΕΠ) ή θα τα μείωνε στον ευρωπαϊκό μέσο όρο του 3%.
Εξετάζοντας το ταξικό πρόσημο του κρατικού προϋπολογισμού από μια άλλη σκοπιά βρίσκουμε ότι ο καθαρός κοινωνικός μισθός δηλαδή η διαφορά ανάμεσα στις κάθε είδους κρατικές μεταβιβάσεις και παροχές σε είδος προς την εργατική τάξη (δαπάνες για υγεία, παιδεία, πολιτισμό, αναψυχή, στέγαση, συντάξεις μισθωτών, επιδόματα ανεργίας, προνοιακά επιδόματα, και όλες οι άλλες δαπάνες που αποτελούν οφέλη της εργατικής τάξης) και τους φόρους που πληρώνει σε ετήσια βάση (φόροι προσωπικού εισοδήματος, εισφορές στην κοινωνική ασφάλιση, έμμεσοι φόροι, φόροι ακίνητης περιουσίας, για άδειες, κλπ) ήταν συστηματικά αρνητικός για ολόκληρη τη μεταπολεμική περίοδο και εδικά για τα έτη 1995-2011ήταν κατά μέσο όρο 5.3% του ΑΕΠ. Η εργατική τάξη επιδοτεί το κράτος και πιθανά και το κεφάλαιο. Το δημόσιο χρέος δεν έχει σε τίποτα να κάνει με καθαρά οφέλη της εργατικής τάξης από το κράτος, αντίθετα έχει προκύψει κυρίως από τη χαμηλή φορολόγηση κεφαλαίου και πλούσιων στρωμάτων παρά τη «φορολογική εκμετάλλευση» των μισθωτών. Το πρωτογενές έλλειμμα του προϋπολογισμού για την περίοδο αυτή είναι μηδενικό μόνο χάρη στην καθαρή επιδότηση του κρατικού προϋπολογισμού από την εργατική τάξη.
Το πολιτικό παρεπόμενο όλων των παραπάνω για μια κυβέρνηση που εκφράζει τα λαϊκά συμφέροντα είναι είτε η ολική άρνηση του χρέους και η παύση πληρωμών, είτε η προσπάθεια να εξυπηρετηθεί αποκλειστικά από τα εισοδήματα και κυρίως τον πλούτο εκείνων των κοινωνικών στρωμάτων και τάξεων που είναι υπεύθυνα για τη δημιουργία του.
Στην πράξη βέβαια η ιδεολογική υπεροχή του αστισμού, η κατάσταση του εργατικού κινήματος και οι θεωρητικές αδυναμίες της αριστεράς που είχαν οδηγήσει σε υπερεκτίμηση των δυνατοτήτων του συστήματος έστρωσαν το δρόμο για την επανάληψη του σκηνικού μέσω του οποίου επιχειρήθηκε η έξοδος από την κρίση της δεκαετίας του 1970. Όπως τότε που οι ψηλοί μισθοί και οι μεγάλες κοινωνικές παροχές ενοχοποιήθηκαν ως οι βασικές αιτίες της κρίσης έτσι και τώρα έπειτα από την αρχική αμηχανία και τις κατηγορίες εναντίον του «άπληστου» και αναποτελεσματικού χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου και των εκπροσώπων του, η αντεπίθεση του συστήματος χωρίς ισχυρή αντίσταση πήρε πάλι τη μορφή της μείωσης μισθών και κοινωνικών παροχών, της μεγάλης αύξησης της ανεργίας έτσι ώστε η αύξηση του ποσοστού υπεραξίας να είναι όσο το δυνατόν μεγαλύτερη. Η δραματική μείωση της ζήτησης που προέκυψε μαζί με την εκμηδένιση των επενδύσεων λόγω της χαμηλής κερδοφορίας δημιούργησε συνθήκες «Μεγάλης Ύφεσης» βάζοντας σε κίνδυνο την ίδια την αναπαραγωγή του ελληνικού καπιταλισμού. Έτσι, η κρίση χρέους έγινε η αφορμή και το όπλο για το επιχείρημα της ριζικής καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης. η προσπάθεια για μείωση των δημόσιων ελλειμμάτων και του χρέους σε συνθήκες διεθνούς ύφεσης και κρίσης πήρε τη μορφή επίθεσης ενάντια κύρια στο εισόδημα και τις εργασιακές συνθήκες της εργατικής τάξης αλλά και στις πιο αδύναμες μερίδες του ελληνικού κεφαλαίου με σκοπό να ενεργοποιηθούν οι «εκκαθαριστικές λειτουργίες» της κρίσης σε όφελος κυρίως του ξένου ευρωπαϊκού κεφαλαίου το οποίο με τη θεσμοθέτηση και την εγκατάσταση των ειδικών οικονομικών ζωνών σχεδιάζει να μετατρέψει την Ελλάδα και ολόκληρο το Μεσογειακό Νότο σε αποθήκη εφεδρικού στρατού εργασίας, υπερεκμετάλλευσης και παραδειγματισμού και εκφοβισμού για την εργατική τάξη των χωρών του ευρωπαϊκού κέντρου.
Το ότι η συνταγή του διεθνούς κεφαλαίου και των εγχώριων συμμάχων του για τη μείωση του χρέους προφανώς και δεν το μειώνει, το αντίθετο μάλιστα, δεν έχει να κάνει ούτε με λαθεμένες πολιτικές ούτε με νεοφιλελεύθερες ιδεοληψίες αλλά με το βασικό σχέδιο των κυρίαρχων κύκλων που προσπαθεί να ανιχνεύσει την έξοδο από την κρίση με την εγκαθίδρυση ενός καθεστώτος συσσώρευσης ακόμη πιο βάρβαρου από την εκδοχή του νεοφιλελευθερισμού που έχουμε γνωρίσει.
Η Αριστερά και το εργατικό κίνημα οφείλουν να αναγνωρίσουν το βάθος, την έκταση αλλά και την ακριβή φύση της τρέχουσας κρίσης. Οι όποιες πρόχειρες εκκλήσεις και υποσχέσεις για «ανάπτυξη» εκστομίζονται από τους πολιτικούς εκπροσώπους των κυρίαρχων τάξεων αποσκοπούν απλώς στο να κερδηθεί χρόνος, παραγνωρίζοντας τη σοβαρότητα της δομικής κρίσης και τις δυσκολίες αναπαραγωγής του ελληνικού καπιταλισμού αλλά και της παγκόσμιας καπιταλιστικής οικονομίας που βάζει έτσι κι αλλιώς σοβαρούς περιορισμούς στην όποια ελληνική προσπάθεια εξόδου από την κρίση στο πλαίσιο του συστήματος. Η απάντηση της ριζοσπαστικής και αντικαπιταλιστικής αριστεράς πρέπει να βασίζεται στη δική της ξεχωριστή ανάγνωση της ιστορικής συγκυρίας. Ξεχωρίζοντας τις μορφές εκδήλωσης της κρίσης στη χρηματοπιστωτική/τραπεζική που απαιτεί την εθνικοποίηση του χρηματοπιστωτικού συστήματος, στη δημοσιονομική, που νομιμοποιεί την άρνηση του χρέους από μια εργατική κυβέρνηση, και στη δομική κρίση υπερσυσσώρευσης του κεφαλαίου που έχει δείξει για μια ακόμη φορά την αναποτελεσματικότητα και τον ανορθολογισμό της υφιστάμενης κοινωνικοοικονομικής οργάνωσης πρέπει να προχωρήσει στην αμφισβήτησή της και στη ρήξη ιδεολογικά, κοινωνικά και πολιτικά με το σύστημα που έχει αρχίσει να δείχνει τα ιστορικά του όρια.
Σημείωση: Στηρίζεται στην εισήγηση στην εκδήλωση του Μετώπου Αλληλεγγύης και Ανατροπής για το Σχέδιο Β.
[1] Διδάσκει στο Τμήμα Οικονομικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Αθηνών
ΠΗΓΗ: Mon, 2012-11-05, http://aristeroblog.gr/node/1130