Εκλογολογία – καιροσκοπισμός

Εκλογολογία, η νομιμοποίηση του καιροσκοπισμού*

 

Του Γιάννης Στρούμπα

 

Η εκλογολογία είναι ένα απ' τα αγαπημένα θέματα των δημοσιογράφων. Πολλές εφημερίδες την καλλιεργούν συστηματικά ανεξαρτήτως εποχής και πολιτικών συνθηκών, παρουσιάζοντας σενάρια αναφορικά με τον χρόνο των εκάστοτε επόμενων πρόωρων εκλογών και τους λόγους που τις «επιβάλλουν». Οι παρούσες συνθήκες, ύστερα από τις πρόωρες εκλογές που προκήρυξε ο πρωθυπουργός κ. Κώστας Καραμανλής για τις 4 Οκτωβρίου, προσφέρονται για νέα εκλογικά σενάρια, σχετικά με τα οποία ήδη ξεκίνησε η παραφιλολογία, προτού καν διεξαχθούν οι επικείμενες εκλογές!


* α΄ δημοσίευση: εφημ. «Αντιφωνητής», αρ. φύλλου 279, 16/9/2009.

Οι «αναλύσεις» μάς πληροφορούν πως αν στις ερχόμενες εκλογές το ΠΑ.ΣΟ.Κ. δεν εξασφαλίσει αυτοδυναμία, θα προκαλέσει δεύτερες εκλογές, με το νέο εκλογικό σύστημα, το οποίο θα του παράσχει την αυτοδυναμία. Σύμφωνα με τις ίδιες «πηγές», θ' ακολουθήσουν και τρίτες εκλογές τον Μάρτιο του 2010, με αφορμή την εκλογή προέδρου της Δημοκρατίας, επειδή το κλίμα πόλωσης που θα 'χει δημιουργηθεί δεν θα επιτρέψει καμία συναίνεση. Κι αν ο κ. Καραμανλής δήλωσε στο μεταξύ ότι θα συναινέσει στην επανεκλογή του κ. Κάρολου Παπούλια ως προέδρου της Δημοκρατίας, οι ευφάνταστοι «αναλυτές» αρνούνται να εγκαταλείψουν τα σενάριά τους, υποδεικνύοντας ακόμη και τον νυν πρωθυπουργό ως πιθανό υποψήφιο για την προεδρία της Δημοκρατίας.

Μια αναδρομή σε φύλλα παρελθόντων ετών των εφημερίδων αποκαλύπτει ότι τα εκλογικά σενάρια τις περισσότερες φορές διαψεύδονται παρά επαληθεύονται. Όσοι τα αναπαράγουν δεν νιώθουν την ανάγκη να απολογηθούν για τις άστοχες «αναλύσεις» τους, καθώς η ηθική τους ασυνέπεια και η ωφελιμιστική – κερδοσκοπική αντίληψη για το «λειτούργημά» τους τούς προικίζει με την ευελιξία να ανασκευάζουν διαρκώς τις «προβλέψεις» τους. Έτσι, ανασκευή στην ανασκευή, κάποτε, και μετά από διαδοχικές διαψεύσεις, επαληθεύονται, οπότε «δικαιούνται» να υπερηφανεύονται για τη δημοσιογραφική τους «επάρκεια». Ακόμη κι όταν οι εξελίξεις διακωμωδούν τις «προβλέψεις», δεν συντρέχει λόγος πανικού εφόσον δεν ασκείται κανένας έλεγχος για τις ανακρίβειες που διαδίδονται, ώστε να νιώσει κάποιος την ανάγκη να λογοδοτήσει. Άλλωστε, κατά την ίδια αντίληψη, τα κούφια λόγια ούτε κοστίζουν ούτε κι έχουν ουσιαστικές παρενέργειες.

Η άσκηση ελέγχου σ' ένα έντυπο προϋποθέτει ενδιαφέρον για τα τεκταινόμενα κι αξιοπρέπεια απ' την πλευρά των κριτών. Απ' την πλευρά των κρινόμενων, απαιτείται οι δημοσιογράφοι να σέβονται το κοινό τους, όχι να το θεωρούν «πελάτη» που συντηρεί το «μαγαζί» τους ή κατευθυνόμενο ποίμνιο που εξαπατάται και ποδηγετείται. Γιατί η εκλογολογία θεριεύει είτε επειδή φαίνεται πως γοητεύει τους αναγνώστες είτε επειδή εξυπηρετεί κομματικές σκοπιμότητες. Στην περίπτωση της «γοητείας» που ασκείται, η εκλογολογία την εκπέμπει μάλλον επειδή εισάγει τους αναγνώστες σ' ένα κλίμα συνομωσιολογίας, η αντίληψη του οποίου επιτρέπει στους «μυημένους» να αισθάνονται επαρκέστεροι για μία περισσότερο ασφαλή διάγνωση των πολιτικών εξελίξεων. Άρα μπορούν να «εντυπωσιάζουν» και τους υπόλοιπους μ' όσα «κατέχουν». Στην περίπτωση πάλι των κομματικών σκοπιμοτήτων, η εκλογολογία καρπίζει εκπορευόμενη από τα κομματικά στρατηγεία, που μέσω των φιλικών τους εντύπων διοχετεύουν όσες «πληροφορίες» θεωρούν ικανές να διαμορφώσουν κλίμα, να επηρεάσουν τους εκλογείς και να τους οδηγήσουν στην επιθυμητή στάση στην κάλπη. Και στις δύο περιπτώσεις, οι «λειτουργοί της ενημέρωσης» μόνο την ενημέρωση δεν υπηρετούν, αφού αποσκοπούν στην προσωπική τους οικονομική ενίσχυση καθώς αυξάνουν τους «γοητευμένους» αναγνώστες από τα εξωτικά τους σενάρια ή, ακόμη χειρότερα, καθώς χρηματίζονται από τα κομματικά επιτελεία συντηρώντας μαζί τους υπόγειες σχέσεις, κι έτσι προσωποποιώντας τη διαπλοκή και γιγαντώνοντας τη διαφθορά.

Οι «εκλογικές» διαρροές, με σαθρή ή στερεότερη βάση, ανατροφοδοτούν ένα κλίμα ρευστότητας, πολιτικής αστάθειας, αφού ενισχύουν την εντύπωση ότι οι συνθήκες είναι μεταιχμιακές, ότι δυσχεραίνεται η λήψη πολιτικών αποφάσεων κι ότι παρατείνεται η ακυβερνησία. Γι' αυτό η εκλογική αερολογία δεν είναι τόσο αθώα, όσο θεωρούν εκείνοι που την καλλιεργούν αβασάνιστα για να γεμίζουν με ίντριγκες εντυπωσιασμού τις σελίδες των εντύπων τους. Στις παρενέργειές της άλλωστε στήριξε ο κ. Καραμανλής την απόφασή του για την προκήρυξη πρόωρων εκλογών, ασχέτως του βαθμού ειλικρίνειας των λεγομένων του.

Το κλίμα αστάθειας που περιγράφτηκε, μ' όλα του τα παρεπόμενα, ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα όταν οι πολιτικοί, και κυρίως εκείνοι που κατέχουν κυβερνητικά πόστα, μπροστά στη διαγραφόμενη εκλογική αναμέτρηση παραμελούν τις διακυβερνητικές τους υποχρεώσεις και επικεντρώνονται στον αγώνα της επανεκλογής τους, ο οποίος διανθίζεται κι από μια σειρά ρουσφετολογικών διατάξεων προς ικανοποίηση των «ημετέρων» ή γενικότερα άλλων αποφάσεων που κολακεύουν το λαϊκό αίσθημα. Όμως όσο ανθρώπινο είναι για οποιονδήποτε πολιτικό να μεριμνά για το πολιτικό του μέλλον, άλλο τόσο είναι αποκαλυπτικό του ευκαιριακού και καιροσκοπικού τρόπου λειτουργίας του. Αν υπήρχε η στοιχειωδέστερη ευαισθησία κι ένα γνήσιο ενδιαφέρον για την πρόοδο της χώρας, οι εκάστοτε κυβερνώντες θα όφειλαν να επικεντρώνονται στις υποχρεώσεις τους, να μην επηρεάζονται από τις φημολογίες και να παράγουν έργο. Αντίθετα, συμμετέχουν στο ίδιο παιχνίδι και παγώνουν κάθε παραγωγική δραστηριότητα ενδιαφερόμενοι αποκλειστικά για το προσωπικό τους συμφέρον. Ειδικά στις παρούσες συνθήκες, η απόφαση του κ. Καραμανλή για προκήρυξη πρόωρων εκλογών δεν δικαιώνεται, όχι επειδή δεν συντρέχουν όντως οι συνθήκες ακυβερνησίας, μα επειδή το «γνήσιο ενδιαφέρον» για την πρόοδο της χώρας δεν πείθει: οι εκλογές στη δεδομένη χρονική στιγμή είναι απλώς μια απόπειρα του κ. Καραμανλή να αποτρέψει την πιθανή αυτοδυναμία του ΠΑ.ΣΟ.Κ. και να περισώσει ό,τι προλαβαίνει από το κόμμα του, καθώς το πέρασμα του χρόνου επιφέρει όλο και μεγαλύτερη φθορά στη Ν.Δ., με ορατό τον κίνδυνο μιας συντριπτικής κατάρρευσης.

Η συμμετοχή των πολιτικών, και μάλιστα των κυβερνητικών, στο εκλογολογικό παιχνίδι υπήρξε εκκωφαντική, ιδίως με τη μεταφορά στον ηλεκτρονικό τύπο και στο ευκολότερα προσβάσιμο από τους περισσότερους μέσο του, την τηλεόραση, της πρακτικής του έντυπου τύπου όχι απλώς να παρουσιάζει τα γεγονότα αλλά να διεισδύει στον παρασκηνιακό χώρο παρασκευής τους. Μέχρι πρότινος τα τηλεοπτικά δελτία ειδήσεων είχαν έναν διακριτό ρόλο από τον έντυπο τύπο: παρουσίαζαν μόνο τις εξελίξεις των γεγονότων χωρίς ν' αναλύουν σενάρια, όπως συνέβαινε με τον γραπτό τύπο ή έστω με εξειδικευμένες τηλεοπτικές εκπομπές πολιτικού διαλόγου. Τα τελευταία χρόνια η συγκεκριμένη διάκριση έχει καταργηθεί. Οι πρακτικές «ανάγνωσης» κι ερμηνείας των παρασκηνίων μεταφέρθηκαν και στα τηλεοπτικά δελτία ειδήσεων. Η μεταφορά αυτή είναι επικίνδυνη γιατί έπαψε να αφορά μόνο την αποκάλυψη ουσιαστικών παρασκηνιακών παραμέτρων που διαμορφώνουν και φωτίζουν τις πολιτικές κινήσεις και τα πολιτικά ήθη, αλλά οδηγήθηκε στο σημείο να αποδέχεται τις παρασκηνιακές σκοπιμότητες σαν δικαιολογημένες κι αυτονόητες. Γιατί, για παράδειγμα, επιλέγει ο εκάστοτε πρωθυπουργός τη διενέργεια πρόωρων εκλογών; Επειδή, σύμφωνα με τις αναλύσεις των δελτίων ειδήσεων, πιστεύει ότι θα τις κερδίσει ή θα περιορίσει το μέγεθος της ήττας! Δηλαδή όχι για την πρόοδο του τόπου παρά μόνο για το κομματικό συμφέρον! Η επαναλαμβανόμενη παράθεση αντίστοιχων παρασκηνιακών εξελίξεων τα καθιστά οικεία στο τηλεοπτικό κοινό, άρα στη συντριπτική πλειοψηφία των πολιτών, και τα νομιμοποιεί στη συνείδησή του. Το κοινό μαθαίνει να τα υιοθετεί ως αποδεκτά και «φυσιολογικά» («τι πιο "φυσιολογικό" για έναν κομματάρχη από το να εξυπηρετεί το συμφέρον της παράταξής του;»!), αντί να εξεγείρεται εξαιτίας των σκοπιμοτήτων που υπονομεύουν το συλλογικό συμφέρον. Αν στην τηλεοπτική διαδικασία νομιμοποίησης των διάφορων πολιτικών συμφερόντων συμμετέχουν και οι ίδιοι οι πολιτικοί, τότε αναφαίνεται ένα σαθρό πολιτικό σύστημα που όχι απλώς κυριαρχεί από τα παρασκήνια όντας θεωρητικά κατάπτυστο, μα που δικαιώνεται καί θεωρητικά!

Η θεωρητική νομιμοποίηση κάθε παρασκηνιακής ίντριγκας επιτρέπει την αποθράσυνση των πολιτικών, εφόσον η δικαιολόγηση του κομματικού ή του προσωπικού καιροσκοπισμού είναι γεγονός. Έτσι άλλος, όπως ο κ. Καραμανλής, παρουσιάζει το κομματικό συμφέρον σαν εθνικό, κι άλλος, όπως ο κ. Μανώλης, γνωστοποιεί την πρόθεσή του να παραιτηθεί έπειτα από ένα τρίμηνο(!), παρά τις χρονίζουσες διαφωνίες του κι αφού έχει κατοχυρώσει το δικαίωμα να συνταξιοδοτηθεί σαν βουλευτής. Κι αν οσμιστεί πως την προαναγγελθείσα παραίτησή του θα την ακυρώσει η αναμενόμενη εξαγγελία των πρόωρων εκλογών, επισπεύδει την παραίτησή του ώστε να μη στερηθεί έστω την προβολή της τελευταίας στιγμής. Υπό τις παραπάνω συνθήκες ωμού κυνισμού κι άκρατης συμφεροντολογίας, σε ποιες εκλογές να ελπίζει κανείς για την αναδιάρθρωση του πολιτικού σκηνικού;

Γιάννης Στρούμπας

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.