Από τον Σμιθ στον Κέινς και πάλι πίσω

Από τον Σμιθ στον Κέινς και πάλι πίσω  

 

του Paul Krugman

 

Μέρος 1ο

Είναι δύσκολο να το πιστέψουμε σήμερα, αλλά δεν πάει πολύς καιρός που οι οικονομολόγοι έδιναν συγχαρητήρια ο ένας τον άλλον για τις επιτυχίες του κλάδου. Οι επιτυχίες αυτές – ή έτσι νόμιζαν – αφορούσαν τόσο τη θεωρία όσο και την πρακτική και είχαν ανοίξει μια χρυσή εποχή για το επάγγελμα. Σε ό,τι αφορούσε τη θεωρία, πίστευαν ότι είχαν επιλύσει τις εσωτερικές τους διαμάχες. 

Έτσι, σε άρθρο του 2008, με τίτλο "Η κατάσταση των Μάκρο" (δηλαδή των μακροοικονομικών, της μελέτης των ζητημάτων που έχουν να κάνουν με τις γενικές εικόνες της οικονομίας, όπως είναι οι υφέσεις), ο Olivier Blanchard του ΜΙΤ,  σήμερα επικεφαλής οικονομολόγος του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, δήλωνε ότι "η κατάσταση των μακροοικονομικών είναι καλή". Οι διαμάχες του χτες, προσέθετε, έχουν πάρει τέλος και υπάρχει "ευρεία σύγκλιση οπτικών".

Και σε ό,τι αφορούσε τον πραγματικό κόσμο, οι οικονομολόγοι πίστευαν ότι είχαν τον έλεγχο των πραγμάτων: το "κεντρικό πρόβλημα της αποτροπής των υφέσεων έχει επιλυθεί",  διακήρυσσε ο Robert Lucas του Πανεπιστημίου του Σικάγο στην ομιλία του ως πρόεδρος της Αμερικανικής Οικονομικής Ένωσης στο συνέδριο του 2003. Ενώ το 2004, ο Μπεν Μπερνάνκι, πρώην καθηγητής του Πρίνστον, και σήμερα πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Τράπεζας πανηγύριζε για τη 'Μεγάλη Μετριοπάθεια' σε ό,τι αφορούσε την εξέλιξη της οικονομίας κατά τις δύο προηγούμενες δεκαετίες, την οποία και απέδιδε εν μέρει σε βελτιώσεις της εφαρμοζόμενης οικονομικής πολιτικής.

Και πέρυσι όλα αυτά χάθηκαν.

Ελάχιστοι οικονομολόγοι διέκριναν την επερχόμενη κρίση, αλλά η αποτυχία σε ό,τι αφορά τις προβλέψεις είναι το λιγότερο σημαντικό από τα προβλήματα του κλάδου. Πιο σημαντική υπήρξε η τυφλότητά του απέναντί στις υψηλές πιθανότητες εκδήλωσης μιας καταστροφής στην οικονομία της αγοράς. Κατά τη διάρκεια της χρυσής εποχής, οι οικονομολόγοι των χρηματοπιστωτικών κατέληξαν να πιστεύουν ότι οι αγορές είναι εγγενώς σταθερές – στην πραγματικότητα ότι οι μετοχές και τα άλλα στοιχεία ενεργητικού αποτιμώνται πάντοτε ορθώς. Τίποτα στα κυρίαρχα μοντέλα τους δεν υπαινίσσονταν την πιθανότητα μιας κατάρρευσης σαν κι αυτή που είχαμε πέρυσι. Εν τω μεταξύ οι οικονομολόγοι των μακροοικονομικών διχάζονταν ως προς τις προσεγγίσεις τους. Αλλά η βασική διαίρεση ήταν μεταξύ αυτών που επέμεναν ότι οι οικονομίες της ελεύθερης αγοράς δεν παρεκκλίνουν ποτέ και αυτών που πίστευαν ότι ναι μεν μπορεί και να παρεκκλίνουν κάπου κάπου, αλλά κάθε σημαντική παρέκκλιση από τον δρόμο της ευημερίας μπορεί, και είναι δυνατό, να διορθωθεί από την παντοδύναμη FED. Καμία από τις δύο πλευρές δεν ήταν έτοιμη να διαχειριστεί μια οικονομία που εκτροχιάζονταν δραστικά παρά τις μεγάλες προσπάθειες της FED.

Την επαύριο της κρίσης τα ρήγματα μεταξύ των οικονομολόγων βάθυναν περισσότερο από ποτέ. Ο Lucas λέει ότι τα μέτρα τόνωσης της οικονομίας της κυβέρνησης Ομπάμα είναι "φτηνιάρικα οικονομικά", ενώ ο συνάδελφός του στο Σικάγο John Cohrane υποστηρίζει ότι βασίζονται σε ανυπόληπτα "παραμύθια". Απαντώντας τους ο Brad De Long του Πανεπιστημίου του Μπέρκλεϊ, γράφει για τη "διανοητική κατάρρευση" της Σχολής του Σικάγο, κι εγώ ο ίδιος έχω γράψει ότι τα σχόλια των οικονομολόγων του Σικάγο είναι το προϊόν μιας Σκοτεινής Εποχής των μακροοικονομικών που έχει ξεχάσει μια επίπονα κερδισμένη γνώση. Μα τι γίνεται με το επάγγελμα των οικονομολόγων; Και πού πάμε στη συνέχεια;

Από τη δική μου σκοπιά, το επάγγελμα των οικονομολόγων έχει εκτροχιαστεί επειδή οι οικονομολόγοι σαν σύνολο μπέρδεψαν την ομορφιά των φαινομενικά εντυπωσιακών μαθηματικών με την αλήθεια. Έως τη Μεγάλη Ύφεση, οι περισσότεροι οικονομολόγοι ήταν προσηλωμένοι στη θεώρηση του καπιταλισμού ως ενός τέλειου ή σχεδόν τέλειου συστήματος. Τότε όμως η συγκεκριμένη θεώρηση έπαψε να είναι βιώσιμη καθώς ήρθε αντιμέτωπη με τη μαζική ανεργία. Αλλά καθώς οι μνήμες της Μεγάλης Ύφεσης ξεθώριαζαν, οι οικονομολόγοι ερωτεύτηκαν εκ νέου την παλιά εξιδανικευμένη εικόνα μιας οικονομίας στην οποία ορθολογικά άτομα αλληλεπιδρούν μέσα σε τέλειες αγορές, αυτή τη φορά μάλιστα καλλωπισμένη με φανταχτερές εξισώσεις. Σαφώς και η ανανέωση του ρομάντζου με τις εξιδανικευμένες αγορές  ήταν εν μέρει απάντηση στην μεταστροφή των πολιτικών ρευμάτων και εν μέρει ανταπόκριση σε οικονομικά κίνητρα. Και μπορεί τα προνόμια του Hoover Institution και οι θέσεις εργασίας στην Wall Street να μην είναι καθόλου ευκαταφρόνητα, όμως ο κύριος λόγος της αποτυχίας του επαγγέλματος ήταν η επιθυμία για μια ολοκληρωτική και διανοητικά κομψή προσέγγιση, που θα έδινε επιπλέον στους οικονομολόγους τη δυνατότητα να επιδείξουν τη μαθηματική δεινότητά τους.

Δυστυχώς, αυτή η ρομαντική και απολυμασμένη θεώρηση της οικονομίας οδήγησε τους περισσότερους οικονομολόγους να αγνοήσουν όλα εκείνα τα πράγματα που μπορεί να πάνε στραβά. Έτσι έκλεισαν τα μάτια μπροστά στους περιορισμούς της ανθρώπινης ορθολογικότητας,  στα προβλήματα των ιδρυμάτων που παθαίνουν αμόκ, στις ατέλειες της αγοράς – και ειδικά των χρηματοπιστωτικών αγορών – που μπορούν να οδηγήσουν το λειτουργικό σύστημα της οικονομίας σε ξαφνικά και απρόβλεπτα κραχ και στους κινδύνους που προκύπτουν όταν οι εποπτικές αρχές δεν πιστεύουν στη σημασία της εποπτείας.

Είναι πολύ πιο δύσκολο να πει κανείς προς τα πού μπορεί να πάει ο κλάδος των οικονομολόγων από εδώ και στο εξής. Αλλά είναι απολύτως σίγουρο ότι οι οικονομολόγοι  πρέπει να μάθουν να ζουν με το χάος. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να αναγνωρίσουν τη σημασία των άλογων και συχνά απρόβλεπτων συμπεριφορών, να δουν κατά πρόσωπο τις συχνά εγγενείς ατέλειες των αγορών και να αποδεχτούν ότι η κομψή οικονομική "θεωρία του παντός" είναι πολύ πολύ μακριά μας. Σε όρους πρακτικής, αυτό μεταφράζεται σε συστάσεις για μια πιο προσεκτική οικονομική πολιτική και στον περιορισμό της προθυμίας για  αποδιάρθρωση των θεσμών και οργάνων που περιφρουρούν την οικονομία στο όνομα της πίστης ότι οι αγορές θα λύσουν όλα τα προβλήματα.

ΙΙ. Από τον Σμιθ στον Κέινς και πάλι πίσω

 Η γένεση των οικονομικών σαν επιστημονικού κλάδου αποδίδεται κατά κανόνα στον Άνταμ Σμιθ, που δημοσίευσε τον "Πλούτο των Εθνών" το 1776. Στα επόμενα 160 χρόνια αναπτύχθηκε ένα μεγάλο σώμα οικονομικής θεωρίας που το κεντρικό του μήνυμα ήταν: Εμπιστευτείτε την αγορά. Ναι, είναι αλήθεια ότι οι οικονομολόγοι παραδέχονταν πως σε ορισμένες περιπτώσεις οι αγορές μπορεί να σφάλλουν, και πως η πιο σημαντική από αυτές τις περιπτώσεις είχε να κάνει με τις "εξωτερικότητες" – κόστη για παράδειγμα που οι άνθρωποι επιβάλλουν σε άλλους δίχως να πληρώνουν την τιμή, όπως είναι τα μποτιλιαρίσματα και η μόλυνση του περιβάλλοντος. Αλλά η βασική υπόθεση των 'νεοκλασικών' οικονομικών (όπως ονομάστηκαν από τους θεωρητικούς του ύστερου 19ου αιώνα που επεξεργάστηκαν τις έννοιες των 'κλασικών' προκατόχων τους), είναι ότι πρέπει να έχουμε εμπιστοσύνη  στο σύστημα της αγοράς.

Η πίστη αυτή, ωστόσο, συνετρίβη με τη Μεγάλη Ύφεση. Στην πραγματικότητα, ακόμη κι όταν ήρθαν αντιμέτωποι με την ολική κατάρρευση, ορισμένοι οικονομολόγοι επέμεναν πως ό,τι κι αν συμβαίνει στην οικονομία της αγοράς, πρέπει να είναι και σωστό: "Οι υφέσεις δεν είναι κακό και μόνο κακό", διακήρυσσε το 1934 ο Τζόζεφ Σουμπέτερ! Είναι, πρόσθετε,  "κάτι που πρέπει να συμβεί". Αλλά οι περισσότεροι οικονομολόγοι της εποχής εκείνης στράφηκαν ως επί τον πλείστον στις ιδέες του Τζον Μάιναρντ Κέινς ζητώντας ερμηνείες για ό,τι είχε συμβεί και λύσεις για την αντιμετώπιση των μελλοντικών υφέσεων.

Ό,τι  κι αν λέγεται, ο Κέινς δεν ήθελε τη διαχείριση της οικονομίας από το κράτος. Ο ίδιος περιέγραψε την ανάλυση που κάνει στο βασικό έργο του "Η Γενική Θεωρία της Απασχόλησης, του Τόκου και του Χρήματος" του 1936 ως "μετριοπαθώς συντηρητική κατά τις συνεπαγωγές της". Ήθελε να διορθώσει τον καπιταλισμό, όχι να τον αντικαταστήσει. Αλλά επερώτησε την ιδέα ότι οι οικονομίες της ελεύθερης αγοράς είναι δυνατόν να λειτουργούν χωρίς εποπτεία και εξέφρασε απαξίωση προς τις χρηματοπιστωτικές αγορές που θεωρούσε ότι κυριαρχούνται από τη βραχυπρόθεσμη κερδοσκοπία με πολύ περιορισμένη αναφορά στα θεμελιώδη μεγέθη της οικονομίας. Ο Κέινς ζήτησε την ενεργό παρέμβαση του κράτους – με την εκτύπωση περισσότερου χρήματος και, αν είναι ανάγκη, με τη δραστική  αύξηση των δαπανών για δημόσια έργα – για την καταπολέμηση της ανεργίας κατά τη διάρκεια των υφέσεων.

Είναι σημαντικό να καταλάβουμε ότι ο Κέινς έκανε πολύ περισσότερα από τολμηρές προτάσεις. "Η Γενική Θεωρία" είναι έργο ενδελεχούς ανάλυσης – ανάλυσης που έπεισε τους περισσότερους νέους οικονομολόγους της εποχής του. Όμως η ιστορία των οικονομικών του τελευταίου μισού αιώνα είναι κατά μεγάλο μέρος της η ιστορία της υποχώρησης από τον κεϊνσιανισμό και της επιστροφής στα νεοκλασικά οικονομικά.

Η αναγέννηση των νεοκλασικών ξεκίνησε αρχικά από τον Μίλτον Φρίντμαν του Πανεπιστήμιο του Σικάγο που από το 1953 ήδη υποστήριξε ότι τα νεοκλασικά οικονομικά παρέχουν αρκετά καλές περιγραφές των τρόπων με τους οποίους λειτουργεί πραγματικά η οικονομία και γι'  αυτό είναι  "άκρως γόνιμα και αξίζουν πολύ περισσότερο της εμπιστοσύνης μας". Αλλά τι γίνεται με τις υφέσεις; Η αντεπίθεση του Φρίντμαν ενάντια στον Κέινς ξεκίνησε με το δόγμα που είναι γνωστό ως μονεταρισμός. Οι μονεταριστές δεν διαφωνούν καταρχήν με το ότι η  οικονομία της αγοράς χρειάζεται προσεκτικές σταθεροποιητικές παρεμβάσεις. Αλλά  υποστηρίζουν ότι για την πρόληψη των υφέσεων αρκεί ένας πολύ περιορισμένος και αυστηρά οριοθετημένος τύπος κρατικής παρέμβασης: συγκεκριμένα η δράση των κεντρικών τραπεζών που διατηρούν την προσφορά χρήματος σε ένα κράτος – το σύνολο του χρήματος που κυκλοφορεί και βρίσκεται κατατεθειμένο στις τράπεζες – αυξανόμενη με σταθερό ρυθμό. Όπως είναι γνωστό ο Φρίντμαν και η συνεργάτης του Άννα Σβαρτς υποστήριξαν ότι αν η Ομοσπονδιακή Τράπεζα είχε κάνει καλά τη δουλειά της κατά τη δεκαετία του 1930, δεν θα είχαμε τη Μεγάλη Ύφεση. Στη συνέχεια, ο Φρίντμαν διατύπωσε ένα ακαταμάχητο επιχείρημα ενάντια σε κάθε προσπάθεια των κυβερνήσεων για μείωση του ποσοστού της ανεργίας κάτω από τα 'φυσικά' του επίπεδα (που σήμερα θεωρούνται  4,8% για τις ΗΠΑ). Οι άκρως επεκτατικές πολιτικές, προέβλεπε ο Φρίντμαν, μπορούν να οδηγήσουν σε ένα συνδυασμό πληθωρισμού και υψηλής ανεργίας, μια πρόβλεψη που γεννήθηκε μέσα από τον στασιμοπληθωρισμό της δεκαετίας του 1970, ο οποίος σε γενικές γραμμές ενίσχυσε την αξιοπιστία του κινήματος ενάντια στον Κέινς.

Τελικά, όμως, η αντεπανάσταση κατά του Κέινς πήγε πολύ πιο μακριά από τις θέσεις του Φρίντμαν, που έχουν καταλήξει πια να μοιάζουν σχετικά μετριοπαθείς μπροστά στις θέσεις των διαδόχων του. Στους κόλπους των οικονομολόγων των χρηματοπιστωτικών, η απαξιωτική κεϊνσιανή θεώρηση των χρηματοπιστωτικών αγορών ως 'καζίνο' αντικαταστάθηκε από τη θεωρία των 'αποτελεσματικών αγορών', η οποία διαβεβαιώνει ότι οι χρηματοπιστωτικές αγορές, με δεδομένη τη διαθεσιμότητα πληροφόρησης, αποτιμούν πάντα σωστά τα στοιχεία ενεργητικού. Εν τω μεταξύ πολλοί οικονομολόγοι των μακροοικονομικών απέρριψαν ολοκληρωτικά το κεϊνσιανό πλαίσιο για την κατανόηση των οικονομικών υφέσεων.  Ορισμένοι εξ αυτών επέστρεψαν στις θέσεις του Σουμπέτερ και των άλλων απολογητών της Μεγάλης Ύφεσης, που θεωρούσαν τις υφέσεις ως κάτι θετικό, τμήμα της προσαρμογής της οικονομίας στην αλλαγή. Αλλά και όσοι δεν θέλησαν να πάνε τόσο μακριά υποστήριξαν ότι κάθε προσπάθεια θα καταπολεμήσεις μια οικονομική ύφεση κάνει περισσότερο κακό παρά καλό.

Δεν πήραν πάντως όλοι οι οικονομολόγοι των μακροοικονομικών αυτό το δρόμο. Ορισμένοι έγιναν οι αυτοαποκαλούμενοι νεοκεϊνσιανοί που συνεχίζουν να πιστεύουν στον ενεργό ρόλο του κράτους. Κι αυτοί όμως αποδέχτηκαν ως επί το πλείστον την ιδέα ότι οι επενδυτές και οι καταναλωτές είναι ορθολογικοί και ότι οι αγορές σε γενικές γραμμές λειτουργούν καλά.

Φυσικά υπήρξαν κι εξαιρέσεις σε αυτές τις τάσεις: κάποιοι λίγοι οικονομολόγοι επερώτησαν την υπόθεση της ορθολογικής συμπεριφοράς, αμφισβήτησαν την πίστη στην ιδέα ότι μπορούμε να εμπιστευόμαστε τις χρηματοπιστωτικές αγορές και έδειξαν προς την κατεύθυνση της μακράς ιστορίας των χρηματοπιστωτικών κρίσεων και των σαρωτικών τους  οικονομικών επιπτώσεων. Αλλά πήγαιναν ενάντια στο ρεύμα και ήταν αδύνατον να ανοίξουν νέους δρόμους απέναντι σε μια διαβρωτική και, όπως φάνηκε εκ των υστέρων, ανόητη αυταρέσκεια.

Μέρος 2ο

Στη δεκαετία του 1930 οι χρηματοπιστωτικές αγορές, για προφανείς λόγους, δεν απολάμβαναν ιδιαίτερου σεβασμού. Ο Κέινς τις συνέκρινε με "εκείνους τους διαγωνισμούς των εφημερίδων στους οποίους οι συμμετέχοντες καλούνταν να επιλέξουν μέσα από 100 φωτογραφίες τα έξι ωραιότερα πρόσωπα και το βραβείο δίνονταν σε εκείνον εκ των διαγωνιζομένων, που οι επιλογές του ανταποκρίνονταν περισσότερο στις μέσες προτιμήσεις του συνόλου των διαγωνιζομένων. Αυτό δηλαδή σήμαινε ότι ο κάθε διαγωνιζόμενος έπρεπε να επιλέξει όχι εκείνα τα πρόσωπα που ο ίδιος έβρισκε πιο όμορφα, αλλά εκείνα που πίστευε ότι ήταν πιο πιθανό να τραβήξουν την προσοχή των άλλων συμμετεχόντων στο διαγωνισμό".

Και ο Κέινς θεωρούσε πως ήταν πολύ κακή ιδέα να αφήνουμε τέτοιες αγορές, στις οποίες οι κερδοσκόποι περνούν τον καιρό τους κυνηγώντας ο ένας την ουρά του άλλου, να υπαγορεύουν σημαντικές επιχειρηματικές αποφάσεις: "Όταν η κεφαλαιακή ανάπτυξη μιας χώρας καθίσταται υποπροϊόν των δραστηριοτήτων ενός Καζίνο, η δουλειά είναι πολύ πιθανό να γίνει στραβά".

Από το 1970 όμως, ή κάπου εκεί,  η μελέτη των χρηματοπιστωτικών αγορών άρχισε να κυριαρχείται από τον Δόκτωρ Πάνγλωσσο του Βολταίρου, ο οποίος επέμενε ότι ζούμε στον καλύτερο δυνατό κόσμο. Οι συζητήσεις για τον ανορθολογισμό των επενδυτών, τις φούσκες και την καταστροφική κερδοσκοπία εξαφανίστηκαν από τον ακαδημαϊκό λόγο. Στον κλάδο άρχισε να δεσπόζει η "υπόθεση των αποτελεσματικών αγορών" που διακήρυξε ο Eugene Fama του Πανεπιστημίου του Σικάγου, και η οποία ισχυρίζεται ότι οι χρηματοπιστωτικές αγορές αποτιμούν κάθε στοιχείο ενεργητικού ακριβώς στην εγγενή του αξία, με δεδομένη όλη τη δημοσίως διαθέσιμη πληροφόρηση. (Η τιμή της μετοχής μιας εταιρείας, για παράδειγμα, πάντοτε αντανακλά με ακρίβεια την αξία της εταιρείας, με δεδομένη τη διαθέσιμη πληροφόρηση για τα κέρδη της εταιρίας, τις επιχειρηματικές προοπτικές της κλπ.). Και από τη δεκαετία του 1980, οι οικονομολόγοι των χρηματοπιστωτικών, και κυρίως ο Michael Jensen του Harvard Business School, υποστήριξαν ότι ακριβώς επειδή οι χρηματοπιστωτικές αγορές αποτιμούν πάντοτε ορθώς τις αξίες, το καλύτερο πράγμα που μπορούν να κάνουν οι εταιρικές ηγεσίες, όχι μόνο προς χάριν αυτών των ιδίων, αλλά και για το καλό της οικονομίας, είναι να μεγιστοποιούν τις τιμές των μετοχών. Με άλλα λόγια, οι οικονομολόγοι των χρηματοπιστωτικών πίστευαν ότι πρέπει να εναποθέσουμε την κεφαλαιακή ανάπτυξη μιας χώρας στα χέρια αυτών που ο Κέινς είχε αποκαλέσει "Καζίνο".

Είναι δύσκολο να υποστηριχθεί ότι αυτός ο μετασχηματισμός του επαγγέλματος προέκυψε από τα γεγονότα. Ναι, είναι αλήθεια πως οι μνήμες του 1929 σταδιακά ξεθώριασαν, αλλά συνέχιζαν να υπάρχουν ανοδικές αγορές, σε συνδυασμό με ποικίλες ιστορίες κερδοσκοπικών υπερβολών, ακολουθούμενες από καθοδικές αγορές. Το διάστημα 1973 – 74 για παράδειγμα, οι μετοχές έχασαν το 40% της αξίας τους. Και το χρηματιστηριακό κραχ του 1987, όπου ο δείκτης Dow Jones βούλιαξε κατά 23% μέσα σε μια μέρα χωρίς κάποιον προφανή λόγο, θα πρέπει να είχε καλλιεργήσει τουλάχιστον ορισμένες αμφιβολίες ως προς την ορθολογικότητα της αγοράς.

Τα γεγονότα αυτά όμως, που κατά τον Κέινς αποτελούσαν ενδείξεις της αναξιοπιστίας των αγορών, ελάχιστα άμβλυναν την ισχύ της όμορφης ιδέας. Το θεωρητικό μοντέλο που ανέπτυξαν οι οικονομολόγοι των χρηματοπιστωτικών στη βάση της υπόθεσης ότι κάθε επενδυτής σταθμίζει τον κίνδυνο έναντι της ανταμοιβής με τρόπο ορθολογικό – το αποκαλούμενο Μοντέλο Αποτίμησης Κεφαλαιουχικών Περιουσιακών Στοιχείων (Capital Asset Pricing Model ή CAPM) είναι άκρως κομψό. Κι αν αποδεχτείς  τις προϋποθέσεις του, είναι και άκρως χρήσιμο.

Το CAPM όχι μόνο σου λέει πώς να κάνεις επιλογές κατά τη συγκρότηση του χαρτοφυλακίου σου. Το ακόμη πιο σημαντικό, από την σκοπιά του χρηματοπιστωτικού κλάδου, είναι ότι σου λέει και πώς να δώσεις τιμές στα πιστωτικά παράγωγα, πώς να χτίσεις δηλαδή ισχυρισμούς πάνω σε ισχυρισμούς. Η κομψότητα και η προφανής χρησιμότητα της νέας θεωρίας οδήγησε σε βραβεία Νόμπελ για τους δημιουργούς της, ενώ οι περισσότεροι από τους μύστες της ανταμείφθηκαν με άλλους, πιο κοινότοπους τρόπους. Εξοπλισμένοι με τα νέα μοντέλα και τις εκπληκτικές μαθηματικές τους ικανότητες – οι πιο απόκρυφες χρήσεις του CAPM απαιτούν υπολογισμούς επιπέδου ενός φυσικού – οι μετριοπαθείς καθηγητές των οικονομικών σχολών μπορούσαν τώρα να γίνουν, και έγιναν, ‘πυραυλικοί επιστήμονες' της Wall Street, κερδίζοντας προφανώς και τις αμοιβές της Wall Street. 

Για να είμαστε δίκαιοι, οι θεωρητικοί των χρηματοπιστωτικών δεν αποδέχτηκαν την υπόθεση των αποτελεσματικών αγορών μόνο και μόνο επειδή ήταν κομψή, βολική και προσοδοφόρα. Μέσω αυτής παρήγαγαν και πολλές στατιστικές μελέτες, που σε πρώτη ματιά έμοιαζαν να τη στηρίζουν ισχυρά. Αλλά οι αποδείξεις τους είχαν έναν ιδιόμορφα περιορισμένο χαρακτήρα. Οι οικονομολόγοι των χρηματοπιστωτικών σπάνια έθεταν την φαινομενικά προφανή (αν και όχι εύκολα απαντώμενη) ερώτηση για το αν οι τιμές των στοιχείων ενεργητικού παράγουν νόημα με δεδομένα τα θεμελιώδη μεγέθη του πραγματικού κόσμου όπως είναι τα κέρδη. Αντ'  αυτού, οι ερωτήσεις που έθεταν αφορούσαν μόνο το αν οι τιμές των στοιχείων ενεργητικού έβγαζαν νόημα έναντι δοσμένων τιμών άλλων στοιχείων ενεργητικού. Ο Λάρι Σάμερς,  κορυφαίος οικονομικός σύμβουλος της κυβέρνησης Ομπάμα σήμερα, είχε κάποτε λοιδορήσει τους καθηγητές των χρηματοπιστωτικών με μια παραβολή για τους  "οικονομολόγους του κέτσαπ", που "απέδειξαν ότι τα δύο τέταρτα ενός μπουκαλιού κέτσαπ πωλούνται κατά τρόπο σταθερό στη διπλάσια τιμή από το ένα τέταρτο ενός μπουκαλιού κέτσαπ", και από αυτό συμπέραναν πως η αγορά του κέτσαπ είναι πλήρως αποτελεσματική.

Αλλά ούτε αυτές οι λοιδορίες, ούτε οι πιο πολιτικές κριτικές φωνές οικονομολόγων σαν του Robert Shiller του πανεπιστημίου του Γέιλ είχαν αποτέλεσμα. Οι θεωρητικοί των χρηματοπιστωτικών αγορών συνέχισαν να πιστεύουν ότι τα μοντέλα τους ήταν κατά βάση σωστά και έτσι πολλοί άνθρωποι έπαιρναν αποφάσεις στη βάση αυτών στον πραγματικό κόσμο. Μεταξύ των τελευταίων συμπεριλαμβάνονταν και ο Άλαν Γκρίνσπαν, τότε πρόεδρος της FED, και για πολύ καιρό υποστηρικτής της απορύθμισης του χρηματοπιστωτικού τομέα.  Η απόρριψη των εκκλήσεων για χαλιναγώγηση των αγορών στεγαστικών δανείων υψηλού κινδύνου ή για την αντιμετώπιση της διαρκώς μεγενθυνόμενης φούσκας της αγοράς κατοικιών από πλευράς του Γκρίνσπαν είχε σε μεγάλο βαθμό να κάνει με την πεποίθησή του ότι τα σύγχρονα οικονομικά των χρηματοπιστωτικών έχουν τα πάντα υπό έλεγχο.

Υπάρχει ένα εύγλωττο επεισόδιο, που συνέβη το 2005, σε μια σύνοδο προς τιμήν της παραμονής του Γκρίνσπαν στην ηγεσία της Ομοσπονδιακής Τράπεζας. Ένας γενναίος  παριστάμενος, ο Raghuram Rajan, (προερχόμενος, περιέργως πώς, εκ του Πανεπιστημίου του Σικάγου) έκανε μια ανακοίνωση στην οποία προειδοποιούσε ότι το χρηματοπιστωτικό σύστημα αναλαμβάνει δυνητικώς επικίνδυνα επίπεδα κινδύνων. Όλοι σχεδόν οι παριστάμενοι τον χλεύασαν – μεταξύ αυτών, παρεμπιπτόντως, και ο Λάρι Σάμερς, και απέρριψαν τις προειδοποιήσεις του ως 'εσφαλμένες'.

Τον Οκτώβριο του περασμένου χρόνου παρά ταύτα, ο Γκρίνσπαν αναγνώριζε ότι είχε περιέλθει σε μια κατάσταση "συγκλονιστικού σκεπτικισμού", διότι "το συνολικό διανοητικό οικοδόμημα είχε καταρρεύσει". Από τη στιγμή που η κατάρρευση του διανοητικού οικοδομήματος ήταν επίσης η κατάρρευση των αγορών του πραγματικού κόσμου, το αποτέλεσμα ήταν μια σοβαρή ύφεση – η χειρότερη, από πολλές απόψεις, μετά τη Μεγάλη Ύφεση. Τι θα έκαναν λοιπόν τώρα οι σχεδιαστές πολιτικής; Δυστυχώς, οι οικονομολόγοι των μακροοικονομικών, που θα έπρεπε να προσφέρουν σαφή καθοδήγηση για την αντιμετώπιση της κάμψης στην οικονομία, βρίσκονταν στη δική τους κατάσταση αταξίας.

Το πρόβλημα των Μάκρο

"Βρεθήκαμε μπλεγμένοι σε μια κολοσσιαία σύγχυση, διαχειριζόμενοι αδέξια τον έλεγχο μιας ευαίσθητης μηχανής, που δεν κατανοούμε τη λειτουργία της. Το αποτέλεσμα είναι πως οι προοπτικές της ευημερίας μας θα χαθούν για κάποιον καιρό – ίσως για πολύ καιρό". Έτσι έγραφε ο Τζον Μέιναρντ Κέινς σε δοκίμιό του με τίτλο "Η Μεγάλη Κάμψη του 1930", στο οποίο προσπαθούσε να ερμηνεύσει την καταστροφή που σάρωνε τότε τον κόσμο. Και οι προοπτικές ευημερίας του κόσμου πράγματι χάθηκαν για πολύ καιρό. Χρειάστηκε ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος για να δώσει οριστικό τέλος στη Μεγάλη Ύφεση.

Γιατί η κεϊνσιανή διάγνωση της Μεγάλης Ύφεσης ως "κολοσσιαίας σύγχυσης" υπήρξε τόσο ακαταμάχητη αρχικά; Και γιατί οι οικονομολόγοι, γύρω στο 1975, χωρίστηκαν σε δύο αντιτιθέμενα στρατόπεδα ως προς την αξία των κεϊνσιανών θεωρήσεων;

Θα προσπαθήσω να εξηγήσω την ουσία των κεϊνσιανών οικονομικών με μια αληθινή ιστορία που λειτουργεί και σαν παραβολή, σαν μια περιορισμένης κλίμακας εικόνα των καταστροφών που μπορούν να πλήξουν ολόκληρες οικονομίες. Ας δούμε τα βάσανα του Συνεταιρισμού μπέιμπι – σίτινγκ του Κάπιτολ Χιλ. Αυτός ο συνεταιρισμός, που τα προβλήματά του παρουσιάστηκαν σε ένα άρθρο του 1977 στην "Επιθεώρηση για το Χρήμα, την Πίστωση και την Τραπεζική" ήταν ένας σύνδεσμος αποτελούμενος από 150 περίπου νέα ζευγάρια που συμφώνησαν να βοηθούν το ένα το άλλο κρατώντας τα μωρά τους κάθε φορά που κάποιοι γονείς θα ήθελαν να βγουν το βράδυ έξω. Για να διασφαλίσουν ότι κάθε ζευγάρι θα συνέβαλε με ισότιμο τρόπο στο κοινό μπέιμπι – σίτινγκ, ο συνεταιρισμός εισήγαγε μια μορφή χαρτονομίσματος: κουπόνια φτιαγμένα από χαρτόνι, που το καθένα τους ήταν το ισοδύναμο μισής ώρας χρόνου μπέιμπι – σίτινγκ.  Αρχικά τα μέλη προσχωρώντας στην ομάδα πήραν 20 κουπόνια και τόσα έπρεπε να επιστρέψουν αν έφευγαν.

Δυστυχώς όμως, αποδείχτηκε ότι κατά μέσο όρο τα μέλη της ομάδας ήθελαν να έχουν ένα απόθεμα αποτελούμενο από περισσότερα από 20 κουπόνια, ίσως για το ενδεχόμενο που θα ήθελαν να βγουν έξω αρκετές φορές στη σειρά. Το αποτέλεσμα ήταν ότι σχετικώς λίγα  ζευγάρια ήθελαν να δαπανήσουν το νόμισμά τους και να βγουν έξω, ενώ πολλά ήθελαν να κάνουν μπέιμπι σίτινγκ για να προσθέσουν επιπλέον κουπόνια στο απόθεμά τους. Αλλά καθώς παρουσιάζονταν ευκαιρίες για μπέιμπι σίτινγκ μόνο όταν κάποιος ήθελε να βγει έξω το βράδυ, αυτό σήμαινε πως οι θέσεις εργασίας για μπέιμπι σίτινγκ δεν ήταν εύκολο να βρεθούν, κι αυτό με τη σειρά του έκανε τα μέλη του συνεταιρισμού ακόμα πιο απρόθυμα να βγουν έξω, κι αυτό με τη σειρά του έκανε τις θέσεις εργασίας για μπέιμπι σίτινγκ ακόμη πιο σπάνιες κ.τ.λ. κ.τ.λ.

Με δυο λόγια, ο συνεταιρισμός έπεσε σε ύφεση. Τι καταλαβαίνουμε από  αυτή την ιστορία; Μην την αψηφήσετε ως χαζή και τετριμμένη. Οι οικονομολόγοι πολλές φορές έχουν χρησιμοποιήσει ανάλογα παραδείγματα μικρής κλίμακας για να φωτίσουν τη μεγάλη εικόνα, από τότε που ο Άνταμ Σμιθ είδε τις ρίζες της οικονομικής προόδου σε ένα εργοστάσιο που κατασκεύαζε καρφίτσες, και πολύ σωστά κάνουν. Το ερώτημα είναι αν το συγκεκριμένο παράδειγμα, στο οποίο η ύφεση προκύπτει ως πρόβλημα ανεπαρκούς ζήτησης – δεν υπάρχει αρκετή ζήτηση για μπέιμπι σίτινγκ προκειμένου να προσφέρεται απασχόληση μπέιμπι σίτινγκ σε καθέναν που θέλει να κάνει μπέιμπι σίτινγκ – αποτυπώνει την ουσία τού τι συμβαίνει σε μια ύφεση.

Μέρος 3ο

Η μακροοικονομία έχει διαιρεθεί σε δύο μεγάλα κομμάτια: τους οικονομολόγους του 'αλμυρού νερού' (κυρίως αυτούς που βρίσκονται στα αμερικανικά πανεπιστήμια των Ακτών), οι οποίοι έχουν μια περισσότερο ή λιγότερο κεϊνσιανή θεώρηση για το τι αφορούν οι υφέσεις και τους οικονομολόγος του 'γλυκού νερού' (προερχόμενοι κυρίως από τα τμήματα της Ενδοχώρας), οι οποίοι πιστεύουν ότι η εν λόγω θεώρηση είναι ανόητη.

Οι οικονομολόγοι του 'γλυκού νερού' είναι κατά βάση ακραιφνείς νεοκλασικοί. Πιστεύουν ότι κάθε αξιόπιστη οικονομική ανάλυση ξεκινά από την υπόθεση των ορθολογικών ατόμων και της αποτελεσματικής λειτουργίας των αγορών, μια υπόθεση που, όπως  βλέπουμε, καταρρέει με την ιστορία του συνεταιρισμού για το μπέιμπι σίτινγκ. Κατά τη δική τους οπτική, μια γενική έλλειψη επαρκούς ζήτησης δεν είναι δυνατή, επειδή κινούνται πάντα οι τιμές ώστε να εξισορροπήσουν την προσφορά με τη ζήτηση. Αν ο κόσμος θέλει περισσότερα κουπόνια μπέιμπι σίτινγκ, η αξία αυτών των κουπονιών θα ανέβει, έτσι ώστε ένα κουπόνι να αξίζει ας πούμε σαράντα λεπτά μπέιμπι σίτινγκ αντί για μισή ώρα – ή αντιστοίχως το κόστος μιας ώρας μπέιμπι σίτινγκ θα πέσει από τα δύο κουπόνια στο ενάμισι. Και αυτό θα λύσει το πρόβλημα: Η αγοραστική ισχύς των κυκλοφορούντων κουπονιών θα αυξηθεί, έτσι ο κόσμος δε θα νιώθει την ανάγκη να αποταμιεύει περισσότερα κουπόνια και δεν θα έχουμε ύφεση.

Αλλά οι υφέσεις δεν μοιάζουν σαν περίοδοι όπου απλά δεν υπάρχει επαρκής ζήτηση για να προσφερθεί απασχόληση σε όποιον θέλει να δουλέψει; Τα φαινόμενα απατούν, διατείνονται οι θεωρητικοί του 'γλυκού νερού'. Τα έγκυρα, κατά την άποψή τους, οικονομικά λένε πως δεν υπάρχουν συνολικές ελλείψεις ζήτησης –

κι αυτό σημαίνει ότι πράγματι δεν υπάρχουν. Τα κεϊνσιανά οικονομικά  "αποδείχτηκαν ψευδή", λέει ο John Cohrane του Πανεπιστημίου του Σικάγο.

Παρ' όλα αυτά έχουμε ακόμη υφέσεις. Γιατί; Στη δεκαετία του 1970 ο κορυφαίος μακροοικονομολόγος του 'γλυκού νερού' Robert Lucas, βραβευμένος και με Νόμπελ, υποστήριξε ότι οι υφέσεις προκαλούνται από μια προσωρινή σύγχυση: οι εργαζόμενοι και οι εταιρείες δυσκολεύονται να διακρίνουν τις συνολικές αλλαγές στα επίπεδα τιμών εξαιτίας των πληθωριστικών ή αποπληθωριστικών τάσεων που κυριαρχούν στον δικό τους επιχειρηματικό  κλάδο. Και ο Lucas προειδοποίησε ότι κάθε προσπάθεια για την καταπολέμηση του επιχειρηματικού κύκλου είναι αντιπαραγωγική: οι ενεργητικές πολιτικές παρεμβάσεις, είπε, θα ενισχύσουν τη σύγχυση και μόνο.

Από τη δεκαετία του 1980, ωστόσο, ακόμη και αυτή η σοβαρά περιορισμένη εκδοχή της ιδέας ότι οι υφέσεις είναι κάτι κακό απορρίφθηκε από τους περισσότερους οικονομολόγους του 'γλυκού νερού'. Αντ' αυτής, οι νέοι ηγέτες του ρεύματος, και ιδίως ο Edward Prescott  του Πανεπιστημίου της Μινεσότα, υποστήριξε ότι οι διακυμάνσεις των τιμών και οι μεταβολές της ζήτησης δεν έχουν στην πραγματικότητα να κάνουν σε τίποτα με τον επιχειρηματικό κύκλο. Αντ'  αυτού είναι ο επιχειρηματικός κύκλος που αντανακλά διακυμάνσεις οι οποίες συντελούνται στο επίπεδο της τεχνολογικής προόδου και που ενισχύονται από την ορθολογική ανταπόκριση των εργαζομένων, οι οποίοι ενσυνειδήτως εργάζονται περισσότερο όταν το περιβάλλον είναι ευνοϊκό και λιγότερο όταν δεν είναι.

Η ανεργία, συνεπώς, προκύπτει από την ενσυνείδητη απόφαση των εργαζομένων να φύγουν για κάποιο διάστημα από τη δουλειά.

Τοποθετούμενη χονδροειδώς έτσι, αυτή η θεωρία μοιάζει ανόητη – δηλαδή η Μεγάλη Ύφεση ήταν οι Μεγάλες Διακοπές; Και για να είμαι έντιμος, πιστεύω ότι πραγματικά είναι ανόητη.  Αλλά η βασική προϋπόθεση της θεωρίας του "πραγματικού επιχειρηματικού κύκλου" του Prescott ανέκυπτε από ιδιοφυώς κατασκευασμένα μαθηματικά μοντέλα, που χαρτογραφούσαν πραγματικά δεδομένα με χρήση πολύπλοκων στατιστικών τεχνικών, και η θεωρία κατέληξε να κυριαρχήσει στη διδασκαλία της μακροοικονομίας σε πολλά πανεπιστήμια. Το 2004, κατ'  αντανάκλαση της επιρροής της θεωρίας του, ο Prescott μοιράστηκε ένα Νόμπελ με τον Finn Kydland του Carnegie Mellon University.

Εν τω μεταξύ οι οικονομολόγοι του 'αλμυρού νερού' είχαν κολώσει. Ενώ οι οικονομολόγοι του 'γλυκού νερού' ήταν ακραιφνείς θεωρητικοί, οι οικονομολόγοι του 'αλμυρού νερού' ήταν πραγματιστές. Οικονομολόγοι όπως ο N. Gregory Mankiw του Χάρβαρντ, ο Olivier Blanchard του ΜΙΤ και ο David Romer του Μπέρκλεϊ αναγνώριζαν πως ήταν δύσκολο να συμβιβάσεις την κεϊνσιανή θεώρηση των υφέσεων με τη νεοκλασική θεωρία, έβρισκαν όμως πως οι αποδείξεις για το ότι οι υφέσεις προκαλούνται από διαταραχές στη ζήτηση ήταν εξαιρετικά ισχυρές για τις απορρίψουν. Έτσι ήθελαν να παρεκκλίνουν από την υπόθεση των τέλειων αγορών ή της τέλειας ορθολογικότητας, ή και των δύο, προσθέτοντας αρκετές ατέλειες για να δημιουργήσουν χώρο σε μια λιγότερο ή περισσότερο κεϊνσιανή θεώρηση των υφέσεων. Και κατά τη δική τους οπτική, παρέμενε επιθυμητή η ενεργητική πολιτική παρέμβαση για την καταπολέμηση των υφέσεων.

Αλλά οι αυτοαποκαλούμενοι Νέοι Κεϊνσιανοί οικονομολόγοι δεν ήταν άτρωτοι στα θέλγητρα των ορθολογικών ατόμων και των τέλειων αγορών. Προσπάθησαν να κρατήσουν τις αποκλίσεις τους από την νεοκλασική ορθοδοξία όσο γίνονταν πιο περιορισμένες. Αυτό σήμαινε ότι στα κυρίαρχα μοντέλα τους δεν δημιούργησαν χώρο για πράγματα όπως οι φούσκες και η κατάρρευση του τραπεζικού συστήματος. Το γεγονός ότι όλα αυτά συνέχιζαν να συμβαίνουν στον πραγματικό κόσμο – είχαμε μια τρομερή χρηματοπιστωτική και μακροοικονομική κρίση που σάρωσε το μεγαλύτερο μέρος της Ασίας το 1997 – 98 και την  κάμψη που άγγιξε βάθη ύφεσης στην Αργεντινή το 2002 – δεν αντανακλάσθηκε στην κυρίαρχη σκέψη του Νεοκεϊνσιανισμού.

Ακόμη κι έτσι, θα πίστευε κανείς ότι οι διαφορετικές κοσμοθεωρίες μεταξύ των οικονομολόγων του 'γλυκού νερού' και του 'αλμυρού νερού' θα τους είχαν οδηγήσει σε μόνιμες διαφωνίες για ό,τι αφορούσε τα θέματα της οικονομικής πολιτικής. Κάπως εντυπωσιακά όμως, από το 1985 ως το 2000 οι διαμάχες μεταξύ των δύο ρευμάτων  αφορούσαν κυρίως τη θεωρία, όχι την πράξη. Ο λόγος γι' αυτό, πιστεύω, ήταν ότι οι Νέοι Κεϊνσιανοί, σε αντίθεση με τους πρώτους Κεϊνσιανούς, δεν πίστευαν στην αναγκαιότητα της  δημοσιονομικής πολιτικής – μεταβολές στις κρατικές δαπάνες ή την φορολογία – για την καταπολέμηση των υφέσεων. Πίστευαν πως οι μονεταριστικές πολιτικές, υπό τη διαχείριση των τεχνοκρατών της Ομοσπονδιακής Τράπεζας, ήταν σε θέση να προσφέρουν ό,τι θεραπείες χρειάζονταν η οικονομία. Στους εορτασμούς για τα 90α γενέθλια του Φρίντμαν, ο Μπεν Μπερνάνκι, παλαιότερα ένας λιγότερο ή περισσότερο Νεοκεϊνσιανός καθηγητής του Πρίνστον, και από τότε πρόεδρος της FED, δήλωσε χαρακτηριστικά για τη Μεγάλη Ύφεση: "Είχατε δίκιο. Το καταλάβαμε. Λυπόμαστε πολύ. Αλλά χάρη σε σας δεν πρόκειται να ξανασυμβεί". Το ξεκάθαρο μήνυμα ήταν πως ό,τι χρειαζόμαστε για να αποφύγουμε τις υφέσεις είναι όλο και όλο μια πιο έξυπνη FED.

Για όσον καιρό η μακροοικονομική πολιτική είχε αφεθεί στα χέρια του μαέστρου Γκρίνσπαν, χωρίς τα κεϊνσιανού τύπου προγράμματα τόνωσης της οικονομίας, οι οικονομολόγοι του 'γλυκού νερού' δεν είχαν λόγους να παραπονιούνται. (Δεν πίστευαν βέβαια ότι οι νομισματικές πολιτικές κάνουν καλό στην οικονομία, αλλά δεν πίστευαν ότι της κάνουν και κακό). Χρειάστηκε μια κρίση για να μας αποκαλύψει πόσο περιορισμένο ήταν το κοινό έδαφος ανάμεσα στα δύο ρεύματα και πόσο ακόμη και οι Νεοκεϊνσιανοί οικονομολόγοι έγιναν οπαδοί του Δρ. Πάνγλωσσου.

Στις πρόσφατες αξιοθρήνητες οικονομικές συζητήσεις, η τυπική κατακλείδα προς εξυπηρέτηση κάθε σκοπιμότητας ήταν "κανείς δεν θα μπορούσε να την έχει προβλέψει…". Είναι ό,τι λες για καταστροφές που θα μπορούσαν να έχουν προβλεφθεί, που θα έπρεπε να έχουν προβλεφθεί και που τελικά είχαν προβλεφθεί από κάποιους λίγους οικονομολόγους, οι οποίοι λοιδορήθηκαν για τον κόπο τους.

Ας πάρουμε, για παράδειγμα, την καλπάζουσα άνοδο και πτώση των τιμών των κατοικιών. Υπήρξαν ορισμένοι οικονομολόγοι, κυρίως ο Robert Shiller, που αναγνώρισαν τη φούσκα και προειδοποίησαν ότι αν έσκαγε, θα είχε οδυνηρές συνέπειες. Κι όμως, οι κορυφαίοι σχεδιαστές πολιτικής δεν κατάφεραν να δουν το προφανές. Το 2004, ο Άλαν Γκρίνσπαν απαξίωνε τις συζητήσεις για την φούσκα των κατοικιών: "Μια σοβαρή στρέβλωση των τιμών σε εθνικό επίπεδο", δήλωνε, είναι "πολύ απίθανη". Οι αυξήσεις στις τιμές των κατοικιών, έλεγε ο Μπεν Μπερνάνκι το 2005, "σε γενικές γραμμές αντανακλούν τα ισχυρά θεμελιώδη μεγέθη της οικονομίας".

Πώς τους διέφυγε η φούσκα; Για να είμαστε ειλικρινείς, τα επιτόκια ήταν ασυνήθιστα χαμηλά, κι αυτό πιθανώς εξηγεί εν μέρει την άνοδο των τιμών. Μπορεί να έχει επίσης να κάνει με το ότι ο Γκρίνσπαν και ο Μπερνάνκι ήθελαν να γιορτάσουν την επιτυχία της Ομοσπονδιακής Τράπεζας με την έξοδο της οικονομίας από την ύφεση του 2001. Η αναγνώριση του γεγονότος ότι το μεγαλύτερο μέρος αυτής της επιτυχίας βασίζονταν στη δημιουργία μιας τεράστιας φούσκας θα πάγωνε τους πανηγυρισμούς.

Αλλά υπήρχε και κάτι ακόμη που συνέβαλε: η γενική πεποίθηση ότι απλά δεν έχουμε  φούσκες. Το εκπληκτικό όταν ξαναδιαβάζεις τις διαβεβαιώσεις του Γκρίνσπαν, είναι ότι δεν βασίζονταν σε στοιχεία – βασίζονταν στην απριόρι πεποίθησή του ότι πολύ απλά δεν μπορεί να υπάρξει φούσκα στην αγορά κατοικιών. Και οι θεωρητικοί των χρηματοπιστωτικών ήταν ακόμη πιο άκαμπτοι σε αυτό το σημείο. Σε μια συνέντευξή του του 2007, ο Eugene Fama, πατέρας της υπόθεσης των αποτελεσματικών αγορών, δήλωνε ότι "η λέξη 'φούσκα' δεν μου βγάζει κανένα νόημα". Και συνέχιζε εξηγώντας γιατί μπορούμε να εμπιστευόμαστε την αγορά κατοικιών: "Οι αγορές κατοικιών έχουν πιο περιορισμένη ρευστότητα, αλλά ο κόσμος είναι πολύ προσεκτικός όταν αγοράζει κατοικίες. Οι κατοικίες  αποτελούν τυπικά τη μεγαλύτερη επένδυση που κάνουν οι άνθρωποι, έτσι το εξετάζουν πολύ και συγκρίνουν τιμές. Οι διαδικασίες τιμολόγησης στην αγορά κατοικιών είναι πολύ προσεγμένες".

Πράγματι οι αγοραστές κατοικιών συγκρίνουν σε γενικές γραμμές πολύ προσεκτικά τις τιμές – που σημαίνει ότι συγκρίνουν την τιμή της υποψήφιας προς αγορά κατοικίας με τις τιμές άλλων κατοικιών. Αλλά αυτό δεν μας λέει τίποτα για το αν δικαιολογούνται οι τιμές της αγοράς κατοικιών σε συνολικό επίπεδο. Έχουμε εδώ ξανά τα "οικονομικά του κέτσαπ": επειδή τα δύο τέταρτα μιας φιάλης κέτσαπ στοιχίζουν δύο φορές όσο το ένα τέταρτο της μιας φιάλης, οι θεωρητικοί των χρηματοπιστωτικών δηλώνουν ότι οι τιμές του κέτσαπ πρέπει να είναι σωστές.

Με δυο λόγια, η πίστη στις αποτελεσματικές χρηματοπιστωτικές αγορές δεν άφηνε πολλούς, αν όχι τους περισσότερους, οικονομολόγους να διακρίνουν την ανάδυση της μεγαλύτερης χρηματοπιστωτικής φούσκας στην ιστορία. Και η θεωρία των αποτελεσματικών αγορών διαδραμάτισε επίσης σημαντικό ρόλο στη μεγέθυνση αυτής της φούσκας στο πρώτο στάδιο.

Από τη στιγμή που η μη διαγνωσθείσα φούσκα έσκασε, αποκαλύφθηκαν οι αληθινοί κίνδυνοι των υποτιθέμενων ασφαλών στοιχείων ενεργητικού και ο εύθραυστος χαρακτήρας του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Τα αμερικανικά νοικοκυριά ήρθαν αντιμέτωπα με την εξάτμιση πλούτου ύψους 13 τρις δολαρίων, χάθηκαν περισσότερες από 6 εκατομμύρια θέσεις εργασίας και το ποσοστό ανεργίας μοιάζει να κατευθύνεται σε ιστορικά υψηλά από τη δεκαετία του 1940. Συνεπώς τι καθοδήγηση μας προσφέρουν τώρα τα σύγχρονα οικονομικά για να αντιμετωπίσουμε την παρούσα δύσκολη κατάστασή μας; Και μπορούμε να τα  εμπιστευθούμε;

Μεταξύ του 1985 και του 2007, μια απατηλή ειρήνη είχε εγκατασταθεί στο πεδίο της μακροοικονομίας. Δεν υπήρχε πραγματική σύγκλιση απόψεων μεταξύ των κομματιών των οικονομολόγων του 'αλμυρού νερού' και του 'γλυκού νερού'.  Ήταν όμως τα χρόνια της Μεγάλης Μετριοπάθειας – μια παρατεταμένη περίοδος κατά την οποία ο πληθωρισμός είχε τιθασευτεί κι οι υφέσεις ήταν σχετικώς ήπιες. Οι οικονομολόγοι του 'αλμυρού νερού'  θεωρούσαν ότι η Ομοσπονδιακή Τράπεζα τα είχε όλα υπό έλεγχο. Οι οικονομολόγοι του 'γλυκού νερού'  δεν πίστευαν ότι οι ενέργειες της FED ήταν πράγματι ευεργετικές, ήθελαν όμως να αφήνουν τα πράγματα να κυλούν.

Αλλά η κρίση έδωσε τέλος σε αυτή την απατηλή ειρήνη. Γιατί ξαφνικά οι περιορισμένου φάσματος τεχνοκρατικές πολιτικές που και οι δύο πλευρές ήταν πρόθυμες να αποδεχτούν δεν ήταν πια αποτελεσματικές – και η ανάγκη για μια πολιτική απάντηση ευρύτερου χαρακτήρα ξέθαψε τις παλιές διαμάχες, δίνοντάς τους νέο και πιο λυσσαλέο από κάθε άλλη φορά  χαρακτήρα.

Γιατί αυτές οι περιορισμένου φάσματος τεχνοκρατικές πολιτικές δεν ήταν αποτελεσματικές;  Η απάντηση, με μια λέξη, είναι "μηδέν".

Κατά τη διάρκεια μιας φυσιολογικής ύφεσης, η Ομοσπονδιακή Τράπεζα απαντά αγοράζοντας βραχυπρόθεσμα ομόλογα του δημόσιου από τις τράπεζες. Αυτό μειώνει τα επιτόκια των κρατικών χρεογράφων. Οι επενδυτές που αναζητούν υψηλότερες αποδόσεις στρέφονται σε άλλα στοιχεία ενεργητικού, κίνηση που με τη σειρά της οδηγεί στη μείωση και των άλλων επιτοκίων. Και κατά φυσιολογικό τρόπο αυτή η μείωση των επιτοκίων οδηγεί τελικά στην οικονομική ανάκαμψη. Η Ομοσπονδιακή Τράπεζα αντιμετώπισε την ύφεση που άρχισε το 1990 συμπιέζοντας τα βραχυπρόθεσμα επιτόκια από το 9% στο 3%. Αντιμετώπισε την ύφεση που άρχισε το 2000 μειώνοντας τα επιτόκια από το 6,5% στο 1%. Και προσπάθησε να αντιμετωπίσει την παρούσα ύφεση οδηγώντας τα επιτόκια από το 5,25% κοντά στο 0. Αλλά αποδείχτηκε ότι το μηδέν δεν ήταν αρκετά χαμηλό για να δώσει τέλος στην παρούσα ύφεση. Και η FED δεν μπορεί να ωθήσει τα επιτόκια κάτω του μηδενός, αφού με επιτόκια κοντά στο μηδέν, οι επενδυτές απλά κρατούν τα λεφτά τους, δεν δανείζουν. Έτσι από τα τέλη του 2008, κι ενώ τα επιτόκια ήταν βασικά στο επίπεδο εκεί που οι μακροοικονομολόγοι αποκαλούν ΄"ζώνη του μηδενός",  η δε ύφεση εξακολουθούσε να βαθαίνει, οι συμβατικές νομισματικές πολιτικές είχαν εξαντλήσει όλη τους τη δυναμική.

Τι θα πει αυτό; Ήταν η δεύτερη φορά που η Αμερική βρίσκονταν στη "ζώνη του μηδενός", με την προηγούμενη κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Ύφεσης. Και ήταν ακριβώς η παρατήρηση ότι υπήρχε ένα κατώτατο όριο στα επιτόκια που είχε οδηγήσει τον Κέινς να υποστηρίξει την αύξηση των κρατικών δαπανών. Όταν οι νομισματικές πολιτικές είναι αναποτελεσματικές και δεν μπορούν να πείσουν τον ιδιωτικό τομέα να αυξήσει τις δαπάνες του, πρέπει να πάρει τη θέση του ο δημόσιος τομέας στηρίζοντας την οικονομία. Τα δημοσιονομικά μέτρα τόνωσης της οικονομίας είναι η κεϊνσιανή απάντηση στην οικονομική κατάσταση τύπου ύφεσης στην οποία τώρα βρισκόμαστε. 

Είναι λοιπόν αυτή η κεϊνσιανή σκέψη που στηρίζει την οικονομική πολιτική της κυβέρνησης Ομπάμα – και οι οικονομολόγοι του 'γλυκού νερού' είναι έξαλλοι. Για 25 ή κάπου τόσα χρόνια, ανέχτηκαν τις προσπάθειες της FED να διαχειριστεί την οικονομία, αλλά η επιστροφή σε πολιτικές πλήρως εμπνευσμένες από τον κεϊνσιανισμό είναι κάτι εντελώς διαφορετικό. Το 1980, ο Lucas, του Πανεπιστημίου του Σικάγο, έγραφε ότι τα κεϊνσιανά οικονομικά είναι τόσο γελοία που "στα ερευνητικά σεμινάρια, κανείς πια δεν παίρνει την κεϊνσιανή θεωρία στα σοβαρά το ακροατήριο αρχίζει τους ψιθύρους και τα χάχανα". Η παραδοχή ότι ο Κέινς ήταν κατά βάση σωστός, μετά από όλα αυτά, θα ήταν μια πολύ ταπεινωτική κατάντια.

Έτσι ο Cohrane του Σικάγο, βαθύτατα προσβεβλημένος με την ιδέα ότι οι κρατικές δαπάνες μπορούν να αμβλύνουν την παρούσα ύφεση, δήλωσε: "Όλα αυτά δεν τα διδάσκει κανείς πια, ούτε καν στους προπτυχιακούς φοιτητές μετά τη δεκαετία του 1960… [Οι κεϊνσιανές ιδέες] Είναι παραμύθια που έχουν αποδειχτεί ψευδή. Είναι πολύ ανακουφιστικό σε πιεστικούς καιρούς να επιστρέφουμε στα παραμύθια που ακούσαμε παιδιά, αλλά αυτό δεν τα καθιστά λιγότερο ψέματα". (Είναι μια ένδειξη τού πόσο βαθιά άνοιξε το χάσμα ανάμεσα στους οικονομολόγους του 'γλυκού' και του 'αλμυρού νερού' το ότι ο Cohrane δεν πιστεύει πως  υπάρχει 'κανείς'  που να διδάσκει πια αυτές τις ιδέες, ενώ στην πραγματικότητα διδάσκονται σε πανεπιστήμια όπως το Πρίνστον, το ΜΙΤ και το Χάρβαρντ).

Εν τω μεταξύ οι οικονομολόγοι του 'αλμυρού νερού' που τόσα χρόνια παρηγορούνταν με την πίστη ότι το μεγάλο χάσμα στη μακροοικονομία είχε περιοριστεί, εξεπλάγησαν όταν συνειδητοποίησαν ότι οι οικονομολόγοι του 'γλυκού νερού' δεν είχαν διαβάσει τίποτα. Οι οικονομολόγοι του 'γλυκού νερού' που έριχναν το ανάθεμα στα δημοσιονομικά μέτρα τόνωσης της οικονομίας δεν έμοιαζαν με ακαδημαϊκούς, οι οποίοι εξέτασαν τα κεϊνσιανά επιχειρήματα και τα βρήκαν λειψά. Έδειχναν άνθρωποι που δεν είχαν την παραμικρή ιδέα για το τι αφορούσαν τα κεϊνσιανά οικονομικά, που αναβίωναν τις προ του 1930 απατηλές κοινοτοπίες με την πεποίθηση ότι έλεγαν κάτι νέο και εμβριθές.

 

ΠΗΓΗ: 1) Πέμπτη, 10 Σεπτέμβριος 2009 00:41 (Μέρος 1ο),

http://www.sofokleous10.gr/portal2/toprotothema/toprotothema/——–1-2009090914313/

 

2) Παρασκευή, 11 Σεπτέμβριος 2009 00:55,  (Μέρος 2ο)

  http://www.sofokleous10.gr/portal2/toprotothema/toprotothema/——–2-2009091014355/

 

3) Δευτέρα, 14 Σεπτέμβριος 2009 00:35, 

http://www.sofokleous10.gr/portal2/toprotothema/toprotothema/——–3–2009091314409/ 

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.