Το κράτος και ο νέος ηγεμόνας
Του Δημήτρη Μπελαντή
Η πορεία του ΣΥΡΙΖΑ προς την ανάληψη της κυβερνητικής εξουσίας – με όλες τις αβεβαιότητες και αμφιβολίες που εξακολουθούν να μας διακατέχουν – ξαναφέρνει στο προσκήνιο μια σειρά από σημαντικά και αξεπέραστα θεωρητικά ζητήματα, που απασχόλησαν την Αριστερά στο παρελθόν και, ιδίως, κατά την διάρκεια του 20ου αιώνα. Το κορυφαίο από αυτά είναι το ζήτημα της ακριβούς σχέσης του αριστερού κόμματος, ιδίως του κυβερνητικού αριστερού κόμματος, με το αστικό κράτος ως βασική εστία και σημείο κεντρικής συμπύκνωσης της αστικής πολιτικής εξουσίας – η σχέση κυβερνητικής και συνολικής κρατικής εξουσίας.
Οι εμπειρίες του Λαϊκού Μετώπου στη Γαλλία και στην Ισπανία του 1936 ή της Λαϊκής Ενότητας στην Χιλή του 1970-1973, το Κοινό Πρόγραμμα ΣΚΓ-ΚΚΓ στην Γαλλία της δεκαετίας του 1970, το ΠΑΣΟΚ του 1977-1981, μας παρέχουν πλούσιο υλικό.
Οι αντιφάσεις του Πουλαντζά, τα όρια του Γκράμσι
Κατ' αρχήν, θα θέλαμε να διευκρινίσουμε, σε αντίθεση με τις παλιές θέσεις του δεξιού ευρωκομμουνισμού ή της αριστερής σοσιαλδημοκρατίας, ότι η στρατηγική μιας σύγχρονης Αριστεράς του μετασχηματισμού δεν χρειάζεται να αναμετρηθεί με κάποια υποτιθέμενη «στρατηγική της εφόδου» ή της «κατάληψης του φρουρίου», ζητήματα περιθωριακά ακόμη και στην σταλινοποιημένη Τρίτη Διεθνή (εκτός από το 1928-1932) ή στον ακραίο αναρχισμό. Η κυρίαρχη εργαλειοποίηση του κράτους στην Αριστερά δεν πηγάζει από την λογική κάποιου «φρουρίου» ή των «Χειμερινών Ανακτόρων», αλλά από μια αδιατάρακτη αντίληψη του αστικού κράτους, από τον Κάουτσκυ (τον περίφημο «Δρόμο προς την Εξουσία», 1909) ως σήμερα, ως μέσου/ εργαλείου, χρησιμοποιήσιμου από εντελώς διαφορετικές ταξικές παρατάξεις, χωρίς δικά του δομικά στοιχεία: Η λατρεία της κατάκτησης του «ιερού», τα στάδια, ο μετωπισμός.
Ακόμη και η προσφυγή στην αρκετά αμφιλεγόμενη σχεσιακή θεωρία της εξουσίας του Νίκου Πουλαντζά (1978) δεν λύνει επαρκώς το πρόβλημα. Η σχέση-κράτος δεν αντιστοιχεί στην πραγματικότητα σε συγκυριακές αλλαγές ταξικών συσχετισμών, αλλά σε μακροχρόνιους και δομικούς ταξικούς συσχετισμούς δύναμης, με όσα αυτό σημαίνει για τα εγγενή ταξικά όρια του αστικού κράτους. Η πορεία προς τον σοσιαλισμό, λοιπόν, αναγκαστικά συνεπάγεται αποφασιστικές και συμπυκνωμένες δομικές ρήξεις. Και ο ίδιος ο Πουλαντζάς το είχε συνειδητοποιήσει καλύτερα, μιλώντας στο Marxism Today, το 1979 για έναν «προβληματικό ευρωκομμουνισμό».
Για να το πούμε ξεκάθαρα: το πρόβλημα δεν βρίσκεται στο αν οι κυριαρχούμενες τάξεις, τα κινήματα και η μαχόμενη Αριστερά κινούνται εντός του στρατηγικού πεδίου του κράτους. Το κράτος και η ύφανση των νημάτων της κοινωνικής/κρατικής εξουσίας καταλαμβάνουν όλο το κοινωνικό πεδίο. Αυτό δεν αξίζει να αμφισβητηθεί. Το ζήτημα βρίσκεται στην ποιότητα της στρατηγικής που ακολουθεί η Αριστερά εντός αυτού του πεδίου: αμφισβητεί, άραγε, τον δομικό ταξικό συσχετισμό ή με κάποιες βαριάντες τον αποδέχεται; Ο «πόλεμος θέσεων», που ασκεί για μια μακρά περίοδο, αντιστοιχεί σε μια σύγκρουση με την στεγανοποίηση των μαζών/ κοινωνικών υποκειμένων από το κράτος ή προσαρμόζεται σταδιακά στην εναλλακτική υπηρέτηση των «εθνικών» και «έλλογων» σκοπών του, μεταθέτοντας «τα στρατηγικά» στο απώτατο μέλλον; Το ΠΑΣΟΚ, ο Μιτεράν ή και ο Μπερλίνγκουερ ακόμη στα '70 δεν ήταν «πουλημένοι» αλλά διολίσθησαν στρατηγικά χάρη στην εργαλειακή τους αντίληψη για το κράτος και την αστική κοινωνία. Ακόμη πιο προκλητικά, οφείλουμε να διαπιστώσουμε ότι η όποια δυνητική τάση συστημικής προσαρμογής, σήμερα, της Αριστεράς θα περιλάβει αναγκαστικά και τα οικονομικά υπερφιλελεύθερα και «έκτακτα» στοιχεία της συγχρονης αστικής κοινωνίας και των όψεων εξουσίας της.
Στην εποχή του, ο Γκράμσι έγραφε στα «Τετράδια της Φυλακής» για το κομμουνιστικό κόμμα ως τον «νέο ηγεμόνα», πολιτικό ενοποιητή του ιστορικού μπλοκ της εργατικής τάξης και των συμμάχων της. Η σύνδεση του «νέου ηγεμόνα» με τον «πόλεμο θέσεων» – αν και χρησιμοποιούσε την ύποπτη τοπολογία του «οχυρού» – είχε το πλεονέκτημα ότι μετέφερε τον Λένιν στην «ώριμη Δύση» και όχι τον Κάουτσκυ στην «ανώριμη Ανατολή». Δεκαετίες αργότερα, ο «αντιπουλαντζιανός» Αλτουσέρ θα μίλαγε στην Βενετία (1977) για την «θεμελιώδη εξωτερικότητα» του αριστερού κόμματος απέναντι στο αστικό κράτος ή και το εργατικό ακόμη. Ο Αλτουσέρ δεν ήταν υπέρμαχος, βλέπετε, κάποιας «ανεύρετης εφόδου» αλλά συνέχιζε σε δύσκολους καιρούς την σκέψη ενός λενινιστή Γκράμσι- πόλεμος θέσεων και ελιγμών ως διαλεκτική ενότητα των αντιθέτων, αντίθεση του «νέου ηγεμόνα» στο υλικό και τα όρια του αστικού κράτους. Ενός Γκράμσι, προτού τον μουμιοποιήσει, αγιοποιήσει και «εξημερώσει» ο σύντροφος από τα παλιά Τολιάτι.
Για να έλθουμε στα δικά μας: η συζήτηση για τον ΣΥΡΙΖΑ ως ενιαίο κόμμα δεν πρέπει να σταθεί μόνο στις – συχνά αποπροσανατολιστικές – συμβολοποιήσεις για τον μαρξισμό, τον σοσιαλισμό κλπ. Πρέπει να προχωρήσει βαθύτερα, στη σχέση του κράτους με τον «νέο ηγεμόνα»
ΠΗΓΗ: 11 Οκτωβρίου 2012, http://www.rednotebook.gr/details.php?id=7105