Προς Μητρ. Περγάμου: Στην Ορθόδοξη Εκκλησία δεν παπίζουμε
Του Μητρ. Ναυπάκτου & Αγ. Βλασίου Ιεροθέου (Βλάχου)
Έλαβα γνώση από το διαδίκτυο της από 27-9-2012 δήλωσης του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Περγάμου κ. Ιωάννη (Σημ. admin)* ύστερα από δική μου απάντηση σε επιστολή του, η οποία προηγήθηκε. Λυπάμαι που εξαναγκάζομαι να ακολουθήσω τον δικό του τρόπο και να απαντήσω στην ασυνήθιστη τακτική του Σεβασμιωτάτου και στον ασυνήθιστο τρόπο που ενεργεί στην παρούσα περίπτωση, και μάλιστα όταν δεν έχη απαντήσει μέχρι τώρα στις αρνητικές κριτικές που έχουν εξασκήσει ακαδημαϊκοί διδάσκαλοι και συνάδελφοί του για θέσεις που κατά καιρούς υποστηρίζει.
Θα υπογραμμίσω τέσσερα συγκεκριμένα σημεία που εκείνος θέτει με την δήλωσή του.
1. Η βούληση είναι όρεξη της φύσεως και όχι του προσώπου
Στην γνωστή εισήγησή μου σε Συνέδριο της Ιεράς Μητροπόλεως Πειραιώς ασχολούμαι με το θέμα της «οντολογίας του προσώπου» και σημειώνω ότι το θέμα αυτό συνιστά μια «μεταπατερική θεολογία». Στην συγκεκριμένη δε παράγραφο εντόπιζα την κακόδοξη άποψη ότι «η δήθεν ελευθερία του προσώπου έχει αξία, διότι υπερβαίνει την αναγκαιότητα της φύσης, ότι η φύση συνδέεται με την ανάγκη και η βούληση με το πρόσωπο». Μέσα σε αυτήν την προοπτική παρέθεσα δύο φράσεις του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Περγάμου κ. Ιωάννη για την άποψή του περί του «ελευθέρου θελήματος του Πατρός» και για «τήν έννοια της βουλήσεως».
Τίς καταγράφω: «Το ελεύθερο θέλημα του Πατρός είναι αυτό από το οποίο πηγάζει η τριαδική υπόσταση του Θεού, υποστασιάζεται η ουσία σε τριαδικό Θεό… Η έννοια της βουλήσεως έχει ακριβώς την έννοια της επιλογής».
Ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Περγάμου Ιωάννης με επιστολή του εκφράζει «τήν κατάπληξή» του γιατί έγινε παραποίηση του κειμένου του. Όμως, τα όσα έγραψα στην προηγούμενη επιστολή μου προς τον Σεβασμιώτατο Περγάμου ισχύουν απολύτως και τα επαναλαμβάνω για μια ακόμη φορά για να γίνουν κατανοητά:
«Την φράση που επισημαίνετε (έγραφα στον Σεβασμιώτατο Περγάμου) «η έννοια της βουλήσεως έχει ακριβώς την έννοια της επιλογής» την αποδίδετε στους ανθρώπους, δηλαδή στην δυνατότητα επιλογής που γίνεται από τους ανθρώ¬πους. Όμως, στο συγκεκριμένο κείμενό μου με ενδιέφερε πολύ και το τονίζω εμφαντικά, ότι η θέληση-βούληση τόσο στον Θεό όσο και στον άνθρωπο συνδέεται με την φύση, είναι όρεξη της φύσεως και όχι του προσώπου, ενώ η προαίρεση, δηλαδή η επιλογή -η οποία δεν υπάρχει στον Θεό, αλλά μόνον στους ανθρώπους- ανήκει στην υπόσταση-πρόσωπο. Αυτό είναι το καίριας σημασίας θέμα, ότι και στους ανθρώπους η βούληση δεν είναι επιλογή, αλλά όρεξη της φύσεώς τους. Η επιλογή συνδέεται με την προαίρεση».
Μέ αυτήν την επισήμανση δεν έκανα κάποια υπεκφυγή, όπως ισχυρίζεται ο Σεβασμιώτατος στην δήλωσή του, αλλά υπογράμμιζα ότι δεν μπορούμε από ορθοδόξου απόψεως να κάνουμε λόγο για το «ελεύθερο θέλημα του Πατρός», ούτε για ότι «η έννοια της βουλήσεως έχει ακριβώς την έννοια της επιλογής» στον Θεό και στους ανθρώπους. Και οι δύο αυτές φράσεις είναι άστοχες από ορθοδόξου πλευράς, όπως φαίνεται στην διδασκαλία του αγίου Μαξίμου του Ομολογητού, και έχω αναλύσει σε ένα προηγούμενο κείμενό μου. Η βούληση τόσο στον Θεό όσο και στον άνθρωπο είναι όρεξη της φύσεως και όχι του προσώπου, ενώ η επιλογή στον άνθρωπο είναι γνώρισμα της προαιρέσεως και όχι της βουλήσεως.
Αυτό ήταν το βασικό θέμα που με ενδιέφερε στην περίπτωση αυτή. Σε αυτό δεν έγινε καμμία παραποίηση και καταλαβαίνω καλά τους λόγους για τους οποίους ενοχλήθηκε ο Σεβασμιώτατος Περγάμου και έχασε την ψυχραιμία του. Και αν ακόμη έθετα τις δύο αυτές φράσεις του ξεχωριστά – χωρίς τα αποσιωπητικά – η ουσία του θέματος δεν θα άλλαζε, αφού η βούληση-θέληση στον Θεό και τους ανθρώπους είναι όρεξη της φύσεως και όχι επιλογή του προσώπου. Μήν προσπαθή ο Σεβασμιώτατος να θέτη διλήμματα για να ξεφύγη από την ουσία του θέματος. Αυτό δεν έγινε ούτε εκ παραδρομής (μέ την έννοια της απροσεξίας) ούτε εσκεμμένως (μέ την έννοια της σκόπιμης παραποίησης). Ήθελα να αναφερθώ στην κακόδοξη διδασκαλία ότι η βούληση κάνει επιλογή.
Ακόμη, στην δήλωση του Σεβασμιωτάτου φαίνεται η αντιφατικότητά του, διότι αφ’ ενός μεν αρνείται την δική μου πρόθεση να μη παραποιήσω κείμενό του – όταν έγραφα «δέν είχα καμμία πρόθεση να κάνω κάτι τέτοιο» – με την αιτιολογία «σάν να έχη σημασία η πρόθεση και όχι η πράξη», αφ’ ετέρου δε ο ίδιος στην επόμενη παράγραφο της δήλωσής του αναφέρεται στην δική του πρόθεση: «πρόθεσή μου, ειλικρινά, δεν ήταν, ούτε είναι να δυσχεράνω την θέση του Σεβασμιωτάτου». Δεν μπορώ να εξηγήσω αυτήν την διπλή συμπεριφορά ως προς τις «προθέσεις» αμφοτέρων.
Επομένως, για όσα ανέφερα μέχρι τώρα και κυρίως για όσα θα αναφερθώ στην συνέχεια με σεβασμό παρακαλώ τον Σεβασμιώτατο να ανακαλέση τα περί «παραποιήσεως των θέσεών» του, γιατί είναι προσβλητικό για το πρόσωπό μου.
2. Παρερμηνεία του χωρίου του Μ. Αθανασίου
Μελετώντας περισσότερο το θέμα που θίγει ο Σεβασμιώτατος Περγάμου στην επιστολή του και στην εν συνεχεία δήλωσή του φαίνεται μεν ότι δεν δέχεται την αιρετική άποψη των Αρειανών ότι ο Υιός προήλθε από την βούληση-θέληση του Πατρός και επομένως είναι κτίσμα, μάλιστα δε επισημαίνει ότι είναι «κακόδοξη αντίληψη» το να εκλαμβάνεται ότι «η θέληση του Θεού είναι απόφαση επιλογής», αλλά θεωρώ ότι παρερμηνεύει το σχετικό χωρίο του Μ. Αθανασίου με κάποιους σχολαστικούς ελιγμούς για να φθάση σε δύο συμπεράσματα που αποκλείνουν από την ορθόδοξη πατερική παράδοση.
Το πρώτον είναι ότι «Το ελεύθερο θέλημα του Πατρός είναι αυτό από το οποίο πηγάζει η τριαδική υπόσταση του Θεού, υποστασιάζεται η ουσία σε τριαδικό Θεό…». Και το δεύτερον είναι ότι παρουσιάζει τον Μ. Αθανάσιο να θέλη «μία ελεύθερη βούληση, αιώνια, αΐδια» του Πατρός, «η οποία να μήν είναι βούληση εκλογής μεταξύ δύο δυνατοτήτων», και ομιλεί για την «κακόδοξη αντίληψη όταν η θέληση του Θεού είναι απόφαση επιλογής μεταξύ δυνατοτήτων» και για την «ευσεβή έννοια της θελήσεως», που είναι «η ορθόδοξη έννοια της θελήσεως», σύμφωνα με το σχετικό χωρίο του Μ. Αθανασίου, το οποίο παρερμηνεύει κατά την γνώμη μου.
Ο καθηγητής Νίκος Ματσούκας στην Δογματική του επισημαίνει αυτό το λάθος του Σεβασμιωτάτου Περγάμου. Γράφει ότι ο Μ. Αθανάσιος «εγκαινιάζει καταρχήν» «καί ακολουθούν οι μετέπειτα ορθόδοξοι πατέρες» την διάκριση της «κατά φύσιν γεννήσεως» και της «κατά βούλησιν δημιουργίας». Αυτήν την πατερική θέση, όπως επισημαίνει ο Νίκος Ματσούκας «φαίνεται να αρνείται» κείμενο του Ιωάννου Ζηζιούλα «προφανώς από αστοχία ή κάποια παραδρομή».
Στην συνέχεια παραθέτει το σχετικό κείμενο του Σεβασμιωτάτου: «Αναλυτικώτερα αυτό σημαίνει ότι ο Θεός, ως Πατήρ και όχι ως «ουσία», με το να «είναι» διαρκώς επιβεβαιώνει την ελευθέραν θέλησίν του να υπάρχη, και την διαβεβαίωσιν αυτήν συνιστά ακριβώς η Τριαδική Του ύπαρξις: ο Πατήρ από αγάπην – δηλαδή ελεύθερα – γεννά τον Υιόν και εκπορεύει το Πνεύμα. Άν υπάρχη Θεός, υπάρχει διότι υπάρχει ο Πατήρ, δηλαδή Εκείνος, ο οποίος από αγάπην ελευθέραν γεννά τον Υιόν και εκπορεύει το Πνεύμα».
Και στην συνέχεια σχολιάζει ο καθηγητής Νίκος Ματσούκας: «Αλλά το «κατά φύσιν» δεν υπόκειται στην ελευθερία της θέλησης παρά μονάχα το «κατά βούλησιν». Ο Άρειος σε τούτη ακριβώς την κακοδοξία είχε περιπέσει, την οποία πολέμησε ο Μ. Αθανάσιος ισχυριζόταν ότι ο Λόγος είναι προϊόν της ελεύθερης βούλησης του Πατέρα, πράγμα που κατά τον Μ. Αθανάσιο ισχύει μονάχα για τη δημιουργία της κτίσης. Επομένως ο Μ. Αθανάσιος κάνει διάκριση μεταξύ αίδιας και οικονομικής Τριάδας, ενώ ο Άρειος δεν κάνει τούτη τη διάκριση. Κατά τον Άρειο είναι δυνατή η διάκριση θείας ουσίας και θείας ενέγειας του Πατέρα, αλλά τα δύο άλλα πρόσωπα, ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα, δεν κατατάσσονται στην οικογένεια της άκτιστης και ομοούσιας Τριάδας. Και αυτό συμβαίνει, γιατί ο Λόγος, κατά τον Άρειο πάντοτε, προέρχεται από τη βουλητική ενέργεια του Πατέρα, και φυσικά όχι από μια «κατά φύσιν» σχέση του Πατέρα προς τον Υιό. Όπως θα δούμε αργότερα, οι επιπτώσεις αυτές είναι αλλοτριωτικές στην εμπειρία και τη διδασκαλία της απολύτρωσης» (Ν.Α. Ματσούκα, Δογματική και Συμβολική Θεολογία Β’: Έκθεση της Ορθόδοξης Πίστης σε αντιπαράθεση με τη Δυτική Χριστιανοσύνη, Φ.Θ.Β. 3, Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 2003, σελ. 96-97, υπ. 56).
Επομένως, πρόκειται για παρερμηνεία που κάνει ο Σεβασμιώτατος Περγάμου του χωρίου του Μ. Αθανασίου για να φθάση στην ελευθερία του προσώπου του Πατρός και στην διάκριση μεταξύ των δύο αντιλήψεων περί της θελήσεως, η μία «κακόδοξη αντίληψη» και η άλλη «η ευσεβής έννοια της θελήσεως».
Ας δούμε όμως αναλυτικότερα πώς έχει το θέμα αυτό, για να διαπιστωθή η παρερμηνεία του πατερικού κειμένου ή «από αστοχία» ή από «κάποια παραδρομή», όπως επισημαίνει με ακαδημαϊκή ευπρέπεια ο καθηγητής Νίκος Ματσούκας. Ετοιμάζω δε ειδική μελέτη για να εντοπίσω την εσφαλμένη ερμηνευτική μεθοδολογία του. Απλώς εδώ θα κάνω μια ευσύνοπτη παρουσίαση του θέματος.
Διαβάζοντας κανείς προσεκτικά το σχετικό κείμενο του Μ. Αθανασίου, καθώς επίσης και όσα προηγούνται και έπονται αυτού, διαπιστώνει ότι ο Μ. Αθανάσιος αντιμετώπισε το δίλημμα που του έθεταν οι Αρειανοί, εάν ο Υιός γεννήθηκε από την ουσία του Πατρός, που γι’ αυτούς ήταν κατ’ ανάγκη, ή δημιουργήθηκε κατά την βούληση του Πατρός, κάτι το οποίο πίστευαν οι ίδιοι, και είναι κτίσμα. Ο Μ. Αθανάσιος με ισχυρά επιχειρήματα εξουδετέρωσε την άποψη των Αρειανών ότι ο Υιός προήλθε από την βούληση του Πατρός, γιατί τότε θα ήταν κτίσμα, και υποστήριξε την εκ της ουσίας του Πατρός γέννηση του Υιού. Μάλιστα δε το κεντρικότερο σημείο του συγκεκριμένου χωρίου του Μ. Αθανασίου είναι ότι θεωρεί παράφρονα εκείνον που θέτει μεταξύ του Πατρός και του Υιού βούληση και σκέψη, και γι’ αυτό γράφει: «Μαίνοιτο γάρ αν τις μεταξύ τιθείς Πατρός και Υιού βούλησιν και σκέψιν. Και γάρ έτερόν εστι λέγειν, Βουλήσει γέγονεν, έτερον δε ότι Ίδιον φύσει τον Υιόν αυτού αγαπά και θέλει αυτόν».
Συγχρόνως ο Μ. Αθανάσιος υποστήριξε ότι το κατ’ ουσία δεν είναι κατ’ ανάγκη, γι’ αυτό γράφει: «ώσπερ γάρ της ιδίας υποστάσεώς εστι θελητής (ενν. ο Πατήρ) ούτω και ο Υιός, ίδιος ών αυτού της ουσίας, ουκ αθέλητός εστιν αυτώ». Το «θελητής» χρησιμοποιήθηκε από τον Μ. Αθανάσιο για να απορρίψη το «αθέλητος», το «κατ’ ανάγκην» της ουσίας, το οποίο πρέσβευαν οι Αρειανοί, και να εκφράση ότι είναι θελητής της ουσίας Του και όχι αθέλητος.
Η λέξη «θελητής» δεν ερμηνεύεται με την έννοια της θελήσεως, την οποία θέληση προηγουμένως ο Μ. Αθανάσιος είχε απορρίψει για την ύπαρξη του Υιού, αλλά με την έννοια του επιθυμητός (θελητός=επιθυμητός, κατά το Liddel-Scott), αγαπητός. Έτσι μετέφρασε το χωρίο του Μ. Αθανασίου ο μεταφραστής στις «Πατερικές Εκδόσεις» (Μ. Αθανασίου, Έργα 3, Κατά Αρειανών Γ’, 66, ΕΠΕ, Εισαγ.-Κείμ.-Μετφρ.-Σχολ. Σοφοκλέους Τοκατλίδη, «Γρηγόριος Παλαμάς», Θεσσαλονίκη 1975, σελ. 193) που μάλλον προσεγγίζει καλύτερα το θέμα. Μεταφράζει: «Διότι όπως (ο Πατήρ) επιθυμεί την ιδικήν Του υπόστασιν, τοιουτοτρόπως και ο Υιός, ο οποίος έχει κοινήν προς τον Πατέρα ουσίαν, δεν είναι ανεπιθύμητος εις αυτόν».
Αυτή η ερμηνεία είναι ορθή, γιατί φαίνεται από το ότι ο Μ. Αθανάσιος συνδέει το «θελητής» με την αγάπη, παραπέμποντας στον λόγο του Χριστού: «ο γάρ πατήρ φιλεί τον υιόν και πάντα δείκνυσιν αυτώ ά αυτός ποιεί» (Ιω. ε’, 20).
Και επισημαίνει: «Θελέσθω και φιλεέσθω τοίνυν ο Υιός παρά του Πατρός και ούτω το θέλειν και το μη αβούλητον του Θεού τις ευσεβώς λογιζέσθω. Και γάρ ο Υιός τη θελήσει ή θέλεται παρά του Πατρός, ταύτη και αυτός αγαπά, και θέλει, και τιμά τον Πατέρα και έν εστι θέλημα το εκ Πατρός εν Υιώ, ως και εκ τούτου θεωρείται τον Υιόν εν τώ Πατρί, και τον Πατέρα εν τώ Υιώ».
Φαίνεται σαφέστατα ότι στο χωρίο αυτό γίνεται λόγος για την κοινή φυσική ενέργεια των Προσώπων της Αγίας Τριάδος, αφού τα Πρόσωπα της Αγίας Τριάδος έχουν κοινή φύση και κοινή ενέργεια και ό,τι θέλει ο Πατήρ θέλει και ο Υιός και το Άγιον Πνεύμα. Δεν υφίσταται διαφορετική θέληση στα Πρόσωπα της Αγίας Τριάδος καί, βεβαίως, δεν υφίσταται διαφορετική ελευθερία των Προσώπων.
Και για να μη νομισθή ότι αυτό το «θελητής» αναφέρεται στο «θέλημα του Πατρός» με το οποίο δήθεν ήλθε στην ύπαρξη ο Υιός, ο Μ. Αθανάσιος συμπεραίνει: «Ουκούν μη λεγέσθω θελήματος δημιούργημα ο Υιός, μηδέ τα Ουαλεντίνου επεισαγέσθω τη Εκκλησία, αλλά βουλή ζώσα, και αληθώς φύσει γέννημα, ως του φωτός το απαύγασμα». Όπως το απαύγασμα (η λάμψη) «φύσει αυτού (τού φωτός) γέννημα θελόμενον παρά του φωτός και γεννήσαντος αυτό» και δεν γίνεται «εν σκέψει βουλήσεως, αλλά φύσει και αληθεία», έτσι, θα μπορούσε να πή κανείς, ότι συμβαίνει και με το Πατέρα και τον Υιό, «ότι ο Πατήρ αγαπά και θέλει τον Υιόν, και ο Υιός αγαπά και θέλει τον Πατέρα». Επομένως, δεν θέλει μόνον ο Πατήρ τον Υιό, αλλά και ο Υιός τον Πατέρα. Το ίδιο γίνεται και με το Άγιον Πνεύμα.
Άλλωστε, ο ίδιος ο Μ. Αθανάσιος σε άλλο σημείο του ιδίου λόγου του κατά Αρειανών σαφώς αποφαίνεται ότι «τού βούλεσθαι το κατά φύσιν υπέρκειται, και η φύσις ουχ υπόκειται τη βουλήσει». Ο δε άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς αναφερόμενος σε αυτό το χωρίο του Μ. Αθανασίου γράφει ότι ο Υιός γεννήθηκε εκ της φύσεως του Πατρός και όχι εκ της θελήσεως και αποφαίνεται: «η γέννησις ευδοκία και θέλησις ουκ έστιν, αλλ’ υπέρ ευδοκίαν και θέλησιν -φύσει γάρ δείκνυσιν εκ Πατρός όντα τον Υιόν ως αυτώ γνήσιον και ομοούσιον, αλλ’ ου θελήσει καθά τα κτίσματα». Το ίδιο συμβαίνει και με την εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος εκ του Πατρός (Γρηγορίου Παλαμά, Συγγράμματα, εκδ. Παναγιώτη Χρήστου, Θεσσαλονίκη 1962, σελ. 98-99).
Η οποιαδήποτε διαφορετική ερμηνεία της φράσεως του Μ. Αθανασίου: «τής ιδίας υποστάσεώς εστι θελητής», παραπέμπει σε κακόδοξη άποψη ότι δήθεν ο Πατήρ είναι θελητής και της δικής Του υπάρξεως, δηλαδή του εαυτού Του!
Πάντως, συνιστά έντονο θεολογικό πρόβλημα το γιατί η φράση «τής ιδίας υποστάσεώς εστι θελητής» (ο Πατήρ) που από τον Μ. Αθανάσιο τίθεται για να αντιμετωπισθή το «κατ’ ανάγκην» της φύσεως των Αρειανών και να δείξη ότι ο Υιός γεννήθηκε κατά φύσιν από τον Πατέρα, από τον Σεβασμιώτατο Περγάμου επεκτείνεται στην «μία ελεύθερη βούληση, αιώνια, αΐδια» του Θεού και στην ελευθερία του Θεού Πατρός, ότι «τό αίτιο της ελευθερίας του τριαδικού Θεού» δεν είναι «η ελευθερία που πηγάζει από την ουσία, είναι η ελευθερία του αιτίου, του Πατρός».
Επομένως, ναί μεν ο Σεβασμιώτατος δεν δέχεται ότι ο Υιός προήλθε από την βούληση του Πατρός, κατά τον τρόπο που ομιλούσαν οι Αρειανοί, αλλά όταν ομιλή για «τό ελεύθερο θέλημα του Πατρός» και όταν γράφη σε άλλο κείμενό του ότι «Αλλ’ εάν ο λόγος της οντολογικής ελευθερίας του Θεού έγκειται απλώς εις την «φύσιν» του, εις το ότι δηλαδή εκ φύσεως είναι άκτιστος, ενώ εμείς εκ φύσεως κτιστοί, τότε καμμιά ελπίς, καμμιά δυνατότης δεν υπάρχει δια τον άνθρωπον να γίνη ποτέ πρόσωπον, με την έννοιαν που είναι ο Θεός, δηλαδή όντως πρόσωπον. Αλλ’ όχι ο λόγος της οντολογικής ελευθερίας του Θεού δεν έγκειται εις την φύσιν Του, αλλά εις την προσωπικήν Του ύπαρξιν, δηλαδή εις τον «τρόπον υπάρξεως» με το οποίον υφίσταται ως θεία φύσις (υποσημ.: Εάν, άλλωστε, συνδέσωμε την απόλυτον ελευθερίαν του Θεού με την φύσιν Του, αυτόματα, όπως δείξαμε προ ολίγου, την αναιρούμε!)» (Ιω. Ζηζιούλα, Από το προσωπείον εις το πρόσωπον. Η συμβολή της πατερικής θεολογίας εις την έννοιαν του προσώπου, εν Ιμάτια Φωτός Αρρήτου: Διεπιστημονική Προσέγγιση του Προσώπου, επιμ. Λ. Χρ. Σιάσου, Πουρναράς: Θεσσαλονίκη 2002, σελ. 94) καθώς επίσης όταν υποστηρίζη ότι «ο τρόπος με τον οποίον ασκεί ο Θεός την οντολογικήν ελευθερίαν Του, εκείνο ακριβώς που Τόν κάνει να είναι οντολογικά ελεύθερος, είναι το ότι υπερβαίνει και καταργεί την οντολογικήν αναγκαιότητα της ουσίας με το να είναι Θεός ως Πατήρ, δηλαδή ως Εκείνος που «γεννά» τον Υιόν και «εκπορεύει» το Πνεύμα», αυτό οδηγεί σε αποκλίσεις από την ορθόδοξη διδασκαλία.
Υπογραμμίζω και πάλι ότι υπάρχει διάκριση μεταξύ βούλησης-θέλησης και προαίρεσης. Η βούληση-θέληση, στον Θεό και τον άνθρωπο, είναι όρεξη της φύσεως και όχι του προσώπου, και γι’ αυτό η θέληση-βούληση δεν έχει δυνατότητα επιλογών, όπως διδάσκει η δυτική φιλοσοφία, ενώ η προαίρεση στον άνθρωπο – όχι στον Θεό, που δεν έχει προαίρεση – συνδέεται με τις επιλογές που κάνει. Αλλά και η προαίρεση αυτή στον άνθρωπο συνιστά ατέλεια, γιατί ο εν Χριστώ αναγεννημένος άνθρωπος, ο άγιος εν Χριστώ αποκτά και την ατρεψία της προαιρέσεως. Αυτό διδάσκει ο άγιος Μάξιμος και θα το αναλύσω σε νέο εκτενές κείμενό μου. Μήν προσπαθεί, λοιπόν, ο Σεβασμιώτατος Περγάμου να ξεπερνά τα σοβαρά αυτά θέματα με την δήθεν παραποίηση των θέσεών του.
Ο ιερομόναχος π. Μάξιμος Λαυριώτης ήδη το 1990, πριν 22 χρόνια, πολύ ευφυώς ασχολήθηκε με το σοβαρό αυτό θέμα και παρουσίασε την διδασκαλία της Εκκλησίας. Σε άρθρο του με τίτλο «Ελευθερία και σωτηρία», στο πρώτο μέρος ασχολείται με το «σωτηριώδες κεφάλαιον», και στο δεύτερο μέρος ασχολείται με το περί της «αιρετικής ελευθερίας». Αναφερόμενος σε απόψεις «ωρισμένων αθεράπευτα ρομαντικών Ρώσων «θεολόγων» και φιλοσόφων» και αναλύοντας απόψεις του Ευδοκίμωφ για την σχέση ελευθερίας και προσώπου, σε σύγκριση με πατερικά χωρία, παρατηρεί:
«Είχαν πάθει σύγχυση λοιπόν όλοι οι Πατέρες; «Το γάρ αυτεξούσιον, θέλησιν ωρίσαντο» και την θέληση «φυσικήν και αυτεξούσιον ορεκτικήν του νού κίνησιν». Δεν υπάρχει καμμία αναφορά του αυτεξουσίου στό… «πρόσωπο» από κανένα Πατέρα της Εκκλησίας. Υπάρχουν όμως πολλές από πολλούς αιρετικούς (Ευνομιανούς, Νεστοριανούς, Ωριγενιστές και προπαντός Μονοθελήτες και Μονοενεργήτες), των οποίων κοινό χαρακτηριστικό είναι «τό μη ειδέναι την διαφοράν του φυσικού και του υποστατικού θελήματος», δηλαδή ότι «η μεν θέλησις τουτέστιν η θελητική δύναμις και αυτό το απλώς θέλειν, φυσικόν, το δε θελητόν, τουτέστιν το τί θέλειν, γνωμικόν και υποστατικόν».
Σε άλλο σημείο παρατηρεί:
«Είναι λοιπόν η ελευθερία ουσία προσωπική και όχι φυσική ενέργεια, ή – έστω – υποστατική; Και διαθέτει το ανθρώπινο πρόσωπο άραγε ως ιδιαίτερη δική του ουσία την ελευθερία, ξεχωριστά από την φύση ή ουσία που υποστασιάζει; Στούς είκοσι αιώνες του Χριστιανισμού δεν εμφανίσθηκαν ποτέ φοβερώτερες πλάνες απ’ αυτές, παρμένες όλες από περιλάλητο έργο «Ορθοδοξία», με το οποίο έγινε διδάκτωρ και καθηγητής στον Άγιο Σέργιο των Παρισίων ο Ευδοκίμωφ».
Πιό κάτω γράφει:
«Κανένας Πατήρ δεν συνέδεσε ποτέ πρόσωπο και ελευθερία, ή φύση και αναγκαιότητα. Κανείς δεν μίλησε ποτέ για υποστατική ελευθερία. Είναι των Μονοθελητών και Μονοενερ¬γητών αυτό το δόγμα και έχει καταδικασθή από την ΣΤ’ Οικουμ. Σύνοδο. Αλλά και οι Μονοθελήτες ακόμη ευρίσκοντο σε πολύ καλύτερη θέση απ’ τους Ρώσους Σλαυοφίλους καθότι συμφωνούσαν απόλυτα με τους ορθοδόξους αντιπάλους των στο ότι: θέλησις-αυτεξούσιον-ελευθερία σήμαιναν ακριβώς το ίδιο πράγμα. Καμμία διάκρισις μεταξύ «ψυχολογικών» και «μεταφυσικών» ρόλων σ’ αυτούς τους όρους. Ακόμη και η «βούλησις» ορίζεται απ’ τους ορθοδόξους παρά τον γνωμικό της χαρακτήρα ως «ποιά φυσική θέλησις», απλούστατα διότι γίνεται κατανοητό, πώς και το γνωμικό θέλημα δεν είναι παρά προσωπικός τρόπος χρήσεως της φυσικής θελήσεως, και επ’ ουδενί λόγω μια ιδιαίτερη θελητική ενέργεια, που πηγάζει από το πρόσωπο σε αντιδιαστολή προς όσες πηγάζουν από την φύση». (βλ. Ορθόδοξος Τύπος, 23-3-1990 και 30-3-1990).
Όλα αυτά με οδηγούν στο συμπέρασμα ότι ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Περγάμου Ιωάννης οφείλει να αποκαταστήση τα πράγματα και να ανακαλέση όχι μόνο τα αφορώντα το πρόσωπό μου, αλλά κυρίως τα αφορώντα τον Μ. Αθανάσιο, τον οποίο παρουσιάζει να δέχεται εσφαλμένες απόψεις. Αυτά προς το παρόν για το θέμα της βουλήσεως-θελήσεως.
3. Το Συνέδριο για την «μεταπατερική θεολογία»
Όσον αφορά την εισήγησή μου, η οποία προκάλεσε τον Σεβασμιώτατο, θέλω να υπογραμμίσω ότι συμμετείχα στο Συνέδριο το οποίο διοργάνωσε η Ιερά Μητρόπολη Πειραιώς για την μεταπατερική θεολογία ύστερα από πρόσκληση του Σεβ. Μητροπολίτου Πειραιώς κ. Σεραφείμ και διατύπωσα την άποψή μου για την «μεταπατερική θεολογία», ένα σοβαρό θέμα που μπορεί να υπονομεύση τα θεμέλια της συγχρόνου θεολογίας, γιατί αποτελεί μια «ψευδομόρφωση» στην σύγχρονη θεολογία και έχει εκκλησιολογικές και ποιμαντικές προεκτάσεις. Γιατί, μεταξύ των άλλων, το να χωρίζεται η εκκλησιολογία σε «ευχαριστιακή εκκλησιολογία» και «θεραπευτική εκκλησιολογία», ότι δηλαδή οι Πατέρες των πρώτων αιώνων εξέφραζαν την πρώτη και οι μεταγενέστεροι Πατέρες εξέφραζαν την δεύτερη, επηρεασθέντες από τον Ωριγένη και τον Ευάγριο, και αργότερα έγινε η σύνθεση το να υποστηρίζεται ότι η «θεραπευτική εκκλησιολογία» των Πατέρων υπήρξε «ανατροπή» της «ευχαριστιακής-εσχατολογικής εκκλησιολογίας» κλπ. είναι νάρκη στα θεμέλια της ορθοδόξου θεολογίας.
Πάντως, στο συγκεκριμένο Συνέδριο συμμετείχα και διατύπωσα νομίζω με νηφαλιότητα και θεολογική ευκρίνεια τις απόψεις μου και μάλιστα στο τέλος αναφέρθηκα και σε λόγο του Οικουμενικού Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου ότι «Το μέλλον ανήκει εις μίαν αυθεντικήν «πατερικήν» θεολογίαν, πέραν από τον νεοπατερισμόν και τον μεταπατερισμόν, εις μίαν εκκλησιαστικήν θεολογίαν, η οποία ζωογονείται από την έντασιν μεταξύ του «ήδη» και του «όχι ακόμη» της Βασιλείας του Θεού».
Όμως, με προβληματίζει η σκοπιμότητα της ανάμειξης του ονόματος του Οικουμενικού Πατριάρχου, όσον με αφορά. Ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Περγάμου δεν πρέπει να διεκδική το απόλυτο και το μοναδικό στην αγάπη προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο και τον Οικουμενικό Πατριάρχη κ. Βαρθολομαίο. Και η ελαχιστότητά μου το έχει αποδείξει στην πράξη και είναι μεμαρτυρημένο.
Έπειτα, δεν συμμετείχα σε ένα Συνέδριο αιρετικών. Το διοργάνωσε η Ιερά Μητρόπολη Πειραιώς, και ο Σεβ. Μητροπολίτης της κ. Σεραφείμ, εκπροσωπούνταν Ορθόδοξες Εκκλησίες και φορείς του Ποιμνίου του Οικουμενικού Θρόνου και ετέθησαν θέματα που αφορούν την ορθόδοξη θεολογία. Άλλωστε, σε ένα Συνέδριο ο καθένας φέρει την ευθύνη των δικών του απόψεων. Ασφαλώς το γνωρίζει αυτό ο Σεβασμιώτατος από τα Συνέδρια στα οποία συμμετέχει.
4. Ο «επίσημος διάλογος των Ορθοδόξων με τους Ρωμαιοκαθολικούς»
Το θέμα του «επισήμου διαλόγου με τους Ρωμαιοκαθολικούς» το αντιμετωπίζει ο Σεβ. Περγάμου πολύ επιφανειακά. Στην επιστολή που του απέστειλα έθεσα σοβαρά ζητήματα, τα οποία παρακάμπτει. Άλλωστε, δεν ευθύνεται ο ίδιος γι’ αυτά. Έγραφα ότι δεν ελήφθη απόφαση από την Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος πριν το 2008 για το θέμα αυτό, και δεν εννοούσα την Διαρκή Ιερά Σύνοδο.
Πάντως, η συγκεκριμένη εξουσιοδότηση που του δόθηκε από τον Μακαριστό Αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο με απόφαση της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου, αφορούσε στο να συνεχισθή ο διάλογος με τους «Ρωμαιοκαθολικούς», σε συνδυασμό με το μεγάλο θέμα της Ουνίας. Γράφει η σχετική εξουσιοδότηση:
«Παρά τις υφισταμένας δυσκολίας, αίτινες πηγάζουν εκ της συνεχίσεως της προσηλυτιστικής δράσεως της Ουνίας εις βάρος του ποιμνίου της Ορθοδόξου εκκλησίας, ο εν λόγω Θεολογικός Διάλογος δέον, όπως συνεχισθή. Πεποίθαμεν, ότι δέον όπως οριστικώς και απεριφράστως καταδικασθή η Ουνία ως μέθοδος, η οποία, όπου εφηρμόσθη, απέτυχε να υπηρετήση τον σκοπόν της προσεγγίσεως των Εκκλησιών. Αντιθέτως, προεκάλεσε νέας διαιρέσεις και ελειτούργησεν ως μέθοδος προσηλυτισμού των Ορθοδόξων εις την Ρωμαιοκαθολικήν Εκκλησίαν. Η Ουνία αποτελεί Εκκλησιαστικήν, Νομοκανονικήν, και Δογματικήν εκτροπήν και βιαίαν απόσπασιν και απόσχισιν πιστών από την Μητέρα Ορθόδοξον Εκκλησίαν, και ως εκ τούτου πρέπει οπωσδήποτε να καταδικασθή και να καταργηθή.
Ως προς την θεματολογίαν του Διαλόγου, η Εκκλησία της Ελλάδος φρονεί, ότι πρέπει να συνεχισθή η συζήτησις επί του θέματος της Ουνίας, όπερ ουδόλως έχει εξαντληθή, δεδομένου, ότι συνεχίζει να υπάρχη και να δρά εις βάρος της Ορθοδοξίας. Η συζήτησις αυτή, προς διευκόλυνσιν της πορείας του Διαλόγου, δύναται να διεξαχθή εντός των πλαισίων της εκκλησιολογίας υπό το πρίσμα του πρωτείου». Δεν γνωρίζω όμως εάν στον διάλογο έγινε συζήτηση για την Ουνία.
Όμως, για το θέμα του διαλόγου ισχύει κατά πάντα η απόφαση της Ιεραρχίας του έτους 2010, επί αρχιεπισκοπείας Ιερωνύμου, σύμφωνα με την οποία, μεταξύ των άλλων:
«1. Διεπιστώθη η ανάγκη περαιτέρω πληρεστέρας ενημερώσεως της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας, στα σημαντικά αυτά ζητήματα. (σημ. Γνωρίζω καλά ότι αυτό διατυπώθηκε πολύ ευγενικά). Δηλώθηκε δε ότι εφεξής η Ιεραρχία θα λαμβάνη γνώση όλων των φάσεων των Διαλόγων, διαφορετικά κανένα κείμενο δεν δεσμεύει την Εκκλησία. Άλλωστε αυτό συνιστά το Συνοδικό Πολίτευμα της Εκκλησίας.
2. Ο Διάλογος πρέπει να συνεχισθεί, μέσα όμως στα ορθόδοξα εκκλησιολογικά και κανονικά πλαίσια, πάντοτε ύστερα από συνεννόηση με το Οικουμενικό Πατριαρχείο, όπως πανορθοδόξως έχει αποφασισθεί».
Η απόφαση αυτή της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος είναι σαφέστατη και δείχνει την επιθυμία της να ενημερώνεται πλέον αρκούντως για το θέμα των διαλόγων και ότι ο «επίσημος διάλογος των Ορθοδόξων με τους Ρωμαιοκαθολικούς» πρέπει να γίνεται σε ορθόδοξα εκκλησιολογικά και κανονικά πλαίσια.
Λυπάμαι που και στην «δήλωση» του Σεβασμιωτάτου διέκρινα τον αιχμηρό και υπεροπτικό τρόπο, με τον οποίον έγραψε και την επιστολή του. Γνωρίζω ότι στην Ορθόδοξη Εκκλησία δεν «παπίζουμε», όλοι είμαστε «διδακτοί Θεού», κατά την αναλογία της πίστεως, μέσα στην βιβλικοπατερική παράδοση, όταν ερμηνεύεται ορθώς, και το θεολογείν είναι έργο του Επισκόπου, το οποίο δεν μπορεί να ασκήται μονομερώς από ακαδημαϊκούς διδασκάλους. Όλοι μετέχουμε, κατά διαφόρους βαθμούς, στο μυστήριο της Εκκλησίας και της ορθοδόξου θεολογίας, οπωσδήποτε όμως η ορθόδοξη θεολογία είναι εμπειρία των θείων και οι αληθινοί θεολόγοι ομιλούν κατά τον λόγο του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, «αλιευτικώς και ουκ αριστοτελικώς».
+ Ο Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιερόθεος
ΠΗΓΗ: Δημιουργήθηκε στις Σάββατο, 29 Σεπτέμβριος 2012, http://www.romfea.gr/epikairotita/13918-2012-09-29-10-51-44
http://www.amen.gr/index.php?mod=news&op=article&aid=10517