Η ιδεολογική οικολογία του φασισμού

Η ιδεολογική οικολογία του φασισμού: Η έκρηξη του κοινωνικού συντηρητισμού στην Ελλάδα του μνημονίου

 

Το αντιφασιστικό μέτωπο ή θα είναι (και) ιδεολογικό-πολιτισμικό ή δεν θα υπάρξει

 

Του Γιώργου Σαββίδη

 

Η Χρυσή Αυγή είναι μέρος του συστήματος, επαναλαμβάνει συνεχώς και ορθώς η Αριστερά. Όμως τι θα μπορούσε να σημαίνει αυτό πέραν από το ότι η δύναμη της αυξήθηκε ακριβώς τη στιγμή του βαθέματος της κρίσης, τη στιγμή δηλαδή που το σύστημα έχει όλο και περισσότερο ανάγκη μηχανισμούς ωμής εξωθεσμικής βίας που θα δρουν (αποτελεσματικά) στις παρυφές του, συμβάλλοντας αποφασιστικά στο κλίμα κοινωνικού ντρεσαρίσματος όσων πρόκειται να αντιδράσουν;

Τι θα μπορούσε να σημαίνει επίσης πέραν του ότι εκδοτικές παραφυάδες της άλλοτε life style αναπτυξιακής «ισχυρής Ελλάδας» συνέβαλαν όσο τίποτα στο ξέπλυμα και το «κουστουμάρισα» του φαινομένου;

Για να το διατυπώσουμε διαφορετικά: Μέσα σε ποιες συνθήκες αυτές οι δίοδοι που άνοιξε το σύστημα στην οργάνωση έγιναν «αποτελεσματικές», σε βαθμό μάλιστα που να τίθεται πλέον ανοικτά ζήτημα από τους συστημικούς φορείς (ακόμη και τα μεγάλα ΜΜΕ, όπως την Καθημερινή και το Μέγκα) περί «κινδύνου της Δημοκρατίας», δηλαδή επί της ουσίας για το ενδεχόμενο μίας ανεξέλεγκτης αυτονόμησης – μολονότι βέβαια, όταν μνημονεύεται αυτός ο κίνδυνος, γίνεται (πάντα!) με τη συμπληρωματική καταδίκη της «ακραίας Αριστεράς», τις περισσότερες δε φορές «απλώς» της Αριστεράς και της βίας «από όπου και αν προέρχεται»; Εάν η Χρυσή Αυγή είναι μέρος του συστήματος θα πρέπει και οι αιτίες της ανόδου της να είναι συστημικές και σίγουρα να ξεφεύγουν από την απλή γραμμική αιτιότητα, είτε αυτή είναι δεξιά (πολλοί οι μετανάστες άρα…), είτε αυτή είναι «αριστερή» (οικονομική κρίση και κυριαρχία των ξένων άρα…).

Ταυτόχρονα βέβαια, εφόσον και άλλοι καπιταλιστικοί σχηματισμοί περνούν εξίσου δύσκολες δοκιμασίες από την νεοφιλελεύθερη διαχείριση της κρίσης, χωρίς να έχουν εμφανίσει ακόμη το φαινόμενο της ανόδου και κυρίως της θεσμοποίησης μίας τόσο ακραίας και ανοικτά βίαιης οργάνωσης, αποκτά σημασία και το ιδιαίτερο ιδεολογικό περιβάλλον που διαμορφώθηκε από τη συστημική αντίδραση στην κρίση εντός του ελληνικού καπιταλισμού. Εδώ συναντάμε το ζήτημα της εκρηκτικής ιδεολογικής επέκτασης του κοινωνικού συντηρητισμού στον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό την περίοδο του μνημονίου. Ένα θέμα μάλλον όχι επαρκώς προσεγμένο στις αναλύσεις των συνεπειών της κρίσης, οι οποίες λαμβάνουν πολλές φορές άμεσα οικονομίστικο χαρακτήρα. Ακόμη και όταν κατά περίπτωση γίνεται η αυθόρμητη αναφορά στο ότι «γυρίζουμε στη δεκαετία του ‘50», αυτή η επιστροφή συνήθως νοείται ως απώλεια αγοραστικής δύναμης και πτώσης του «βιοτικού επιπέδου». Όμως, η ευθεία σύνδεση της «πτώσης του βιοτικού επιπέδου» με την άνοδο του φασισμού δεν μπορεί να εξηγήσει το οφθαλμοφανές, πώς γίνεται δηλαδή χώρες π.χ. στη Λατινική Αμερική, με πολύ κατώτερο βιοτικό επίπεδο από αυτό της Ελλάδας, να βρίσκονται σήμερα στην πρωτοπορία των κοινωνικών δικαιωμάτων, με τη «δεξιά» να ονομάζεται στις χώρες αυτές «σοσιαλδημοκρατία».

Η επιστροφή στις «καθαρές» ταυτότητες

Εάν είναι σωστό να πούμε ότι η αυταρχική ακροδεξιά έχει βαθιές ρίζες στην Ελλάδα, το ίδιο σημαντικό θα ήταν να τονιστεί η σύνδεση της ακροδεξιάς με τις εξίσου βαθιές ρίζες του παραδοσιακρατικού συντηρητισμού.

Πρόκειται για ένα σύνολο  από ιδεολογικές στάσεις και συμπεριφορές, για ένα habitus, πάνω στο οποίο η Χ.Α. επένδυσε και επενδύει ανελλιπώς, προβάλλοντας μία δυναμική σωματώδη εκδοχή του, αφού όμως συνάντησε πρώτα ένα καλά προετοιμασμένο έδαφος. Πράγματι, οι συστημικές αποδείξεις για τον βαθμό επέκτασης και προβολής αυτού του habitus, που αρχικά πήραν τη μορφή της πρόθυμης υποδοχής του ΛΑΟΣ (το οποίο, αφού έπαιξε τον «ιστορικό του ρόλο», εξαφανίστηκε, μπολιάζοντας το σύστημα με τα πλέον επιθετικά και αδίστακτα στελέχη του), στη συνέχεια δε, διοχετεύτηκαν απενοχοποιημένα μέσα από τις σκληροπυρηνικές εκφράσεις του συστήματος που έμοιαζαν υπεράνω φασιστικής υποψίας, είναι ενδεικτικές: Τις συναντάμε στις πολύμορφες εκκλήσεις για «επιστροφή» στις παραδοσιακές αξίες που θα μας «βγάλουν από την κρίση» – τις αγνές αξίες των απλών παραδοσιακών πολιτών που πούλησαν τα «λαμόγια», οι διεφθαρμένοι πολιτικοί. Τις συναντάμε επίσης στις εκκλήσεις για «επιστροφή» των νέων στην οικογένεια, στις παραινέσεις ορισμένων ζηλωτών της εκκλησίας, που εντός της κρίσης μοιάζουν να «δικαιώνονται» (ενώ κάποιοι αγκαλιάζουν λόγους ανάλογους της Χ.Α., ίσως μάλιστα και την ίδια την οργάνωση).

Δίπλα στις παραδοσιακές αξίες βρέθηκε η αφύπνιση της «Ελλάδας που προσπαθεί», των Ελλήνων που ενωμένοι μπορούν να μεγαλουργήσουν και να δείξουν στους «Ευρωπαίους» τι θα πει ελληνικό δαιμόνιο (άποψη που υπονοεί αυτόματα ότι η Ελλάδα βρίσκεται εκτός Ευρώπης: υπεράνω και υποδεέστερη ταυτόχρονα). Η νέα εθνικοφροσύνη της τόνωσης της αυτοπεποίθησης του «Έλληνα» ήταν βέβαια εύκολη, αφού ήρθε μετά από χρόνια ανορθολογικών θεωριών για τη συνέχεια του ελληνικού «αίματος» και εκπομπών για την εξωγήινη προέλευση των Ελλήνων και τις παγκόσμιες ανθελληνικές συνωμοσίες (εκπομπές που δεν πάρθηκαν ίσως όσο σοβαρά θα έπρεπε, και που σίγουρα είχαν, όπως και οι «300», πολύ σημαντικότερη φαντασιακή επίδραση από όση άφηνε να εννοηθεί η «χαβαλετζίδικη» πρόσληψη τους). Εάν όμως αυτό το κομμάτι επιβολής της νεοσυντηρητικής αφασίας φάνταζε εύκολο, για την επιστροφή του σεξουαλικού συντηρητισμού έπρεπε να επιστρατευτεί το μεγάλο όπλο της «υγειονομικής βόμβας» – είτε αυτή αφορά την κανιβαλική έκθεση, από πρώην «εκσυγχρονιστές» υπουργούς, της εικόνας της «άτιμης» αλλοδαπής ιερόδουλης-φορέα του Aids (που είχε το επιπλέον μνημονιακό «πλεονέκτημα» ότι κόντεψε  να διαλύσει τον ιστό εμπιστοσύνης που με κόπο είχαν χτίσει οι δημόσιοι φορείς υγείας για τη διάγνωση των σεξουαλικών νοσημάτων), είτε με την κατασκευή της εικόνας του «σεξουαλικά πεινασμένου-βιαστή» μετανάστη. Η επιστροφή στην αποκαθαρμένη σεξουαλικά εικόνα της «οικογένειας», της γυναίκας που βρίσκεται στη θέση της (με τα παιδιά στο σπίτι, στην κουζίνα,  κλπ.) και του τίμιου άντρα που είναι «αυθεντικός» άντρας (σαν τον αναστημένο ασπρόμαυρο Ξανθόπουλο στη διαφήμιση εταιρείας τηλεφωνικού καταλόγου – όχι όμως σαν τον γραφικό «τοιούτο» που εμφανίζεται μαζί του) είναι έτσι η άλλη όψη της «υγειονομικής βόμβας».

Η προσωπικότητα που συγκροτεί η συστημική αφήγηση της κρίσης και της «διεξόδου» στην Ελλάδα είναι επομένως πρωτίστως παραδοσιοκρατική και στη συνέχεια αυταρχική. (Αυτό φαίνεται να το έχουν καταλάβει και οι εκπρόσωποι του αυταρχικού νεοφιλελευθερισμού, που δεν τολμούν να συμπεριλάβουν έστω και στοιχειώδεις αρχές του κοινωνικού φιλελευθερισμού στο πρόγραμμά τους – όπως αποδείχθηκε και στην περίπτωση Τζήμερου). Μπορεί βέβαια στο τέλος η φιγούρα του executive να ηγεμονεύει, μπορεί να ξέρουμε ότι οι ιδιωτικές επενδύσεις και οι ιδιωτικοποιήσεις θα μας σώσουν και θα μας φέρουν πίσω στην ανάπτυξη (όπως στα τούρκικα σήριαλ, όπου οι πλέον οικογενειοκρατικές, προνεωτερικές και αυταρχικές καταστάσεις διαδραματίζονται με φόντο την πισίνα της οικογενειακής βίλας ενός πλούσιου επιχειρηματία). Μαζί όμως με την επιστροφή της ανάπτυξης θα πρέπει να έχουμε αποκαθαρθεί, να έχουμε επιστρέψει στην «αυθεντική» μας ταυτότητα, να είμαστε «περήφανοι στη φτώχια μας». Πρόκειται για κάτι που μόνο υποκρισία ή ψεύτικο κάλυμμα «συμφερόντων» δεν είναι: είναι Ιδεολογία, δηλαδή πραγματική – υλική δύναμη επιβολής.  

Φασιστικός κονστρουκτιβισμός: Ρατσιστής δεν γεννιέσαι, γίνεσαι

Η εξήγηση του φασισμού δια της ιδεολογικής οικολογίας που τον γεννά και τον θρέφει μας παρέχει και τη δυνατότητα απάντησης στο ζήτημα της «ιδεολογικής συνείδησης» όσων υποστηρίζουν τη Χ.Α. Όσο λανθασμένο ήταν να ισχυρίζεται κάποιος ότι οι υποστηρικτές «δεν τους γνώριζαν», άλλα τόσο προβληματικό είναι να ισχυριστεί ότι πλατιές λαϊκές μάζες είναι εν γνώσει τους και τεκμηριωμένα οπαδοί φασιστικών και ναζιστικών αντιλήψεων. Αυτός ο τύπος εξήγησης έχει όμως ένα πολύ γενικότερο μειονέκτημα που αφορά και τις δύο εκδοχές του:  Εξαρτά ένα ερώτημα ιδεολογικής ταυτότητας από τη «γνώση», ενώ η ιδεολογία δεν είναι το πεδίο της «ακριβούς γνώσης», αλλά του «περίπου». Γι' αυτό και στο δίλλημα «ξέρουν ή δεν ξέρουν;» είναι προτιμότερο να αντιτάξουμε το «δεν (θέλουν να) ξέρουν αλλά τους αρέσει!». (Ίσως μάλιστα όχι απλώς δεν θέλουν να ξέρουν, αλλά φοβούνται και να μάθουν). Μεγάλο μέρος των λαϊκών μαζών βρίσκει στη Χ.Α. την «καθαρότερη» επιβεβαίωση και ασφάλεια μιας ήδη καλά προετοιμασμένης ταυτότητας.

Η κύρια έκφραση αυτής της ταυτότητας είναι στην παρούσα στιγμή η ρατσιστική αντίδραση ενάντια στους μετανάστες, γιατί κατά κανόνα η ισχυρή ταυτότητα συγκροτείται μέσα από την επιθετική εξωτερική συσχέτιση με το αντικείμενο αποκλεισμού της. Ένα μέρος των λαϊκών μαζών εξοστρακίζει έτσι πάνω στους μετανάστες όσα αρνητικά χαρακτηριστικά φοβάται για τον εαυτό του, διατηρώντας και «απολαμβάνοντας» έτσι τον θετικό πυρήνα της καθαρής του ταυτότητας. Η Χ.Α. γίνεται ο εκτελεστικός διαμεσολαβητής αυτής της εξωτερικής συσχέτισης (και από αυτή τη σκοπιά πραγματοποιεί πράγματι μια πλήρως συστημική λειτουργία), αντλώντας πολιτικό κεφάλαιο πάνω σε μια ταυτότητα που έχει συγκροτηθεί κυρίως από τους κατεξοχήν συστημικούς φορείς. Στους φορείς αυτούς, όμως, ο δυναμικός και βίαιος τρόπος δράσης της οργάνωσης θέτει πλέον το πρόβλημα της πλήρους αυτονόμησής της και της δυνητικής κατασκευαστικής της παρέμβασης στον ίδιο τον πυρήνα της θετικής ταυτότητας με ριζοσπαστικοποίηση των ρατσιστικών, αυταρχικών και βίαιων χαρακτηριστικών της (όπως επισημαίνει άλλωστε η οργάνωση «δεν είναι ένα μονοθεματικό κόμμα» – με αντικείμενο δηλαδή το μεταναστευτικό). Αυτό που σε επίπεδο πολιτικής έκφρασης ξεκίνησε ως μια ελληνική εκδοχή του σαρκοζισμού, επιδιώκοντας τη δεξιά ιδεολογική ηγεμόνευση, έγινε πλέον δυνητικά ανεξέλεγκτη ιδεολογική μάζα, κάτι που φαίνεται να καταλαβαίνουν πλέον και οι ίδιοι οι φορείς της συστημικής εξουσίας. Υπ' αυτή την έννοια, τίθεται πράγματι ένας σημαντικός αντι-συστημικός κίνδυνος από φασιστική σκοπιά, που θα πρέπει να αποτρέψει την Αριστερά να προχωρήσει στην πλήρη ταύτιση Χ.Α. και συστήματος. Από την ίδια σκοπιά, εξάλλου, αναδεικνύεται και η προτεραιότητα των πλατιών συμμαχιών για την αντιμετώπιση του φασιστικού φαινομένου, με δυνάμεις που δεν υποστηρίζουν απλώς τον εκσυγχρονισμένο και ορθολογικά νεωτερικό χαρακτήρα της ελληνικής κοινωνίας, αλλά ενδιαφέρονται πρωτίστως για την με κάθε τρόπο υπεράσπιση της δικαιωματοκρατικής, κοινωνικά φιλελεύθερης και ιδεολογικά δημοκρατικής συγκρότησης τόσο της δημόσιας, όσο και της ιδιωτικής σφαίρας. Το αντιφασιστικό μέτωπο ή θα είναι (και) ιδεολογικό-πολιτισμικό ή δεν θα υπάρξει.  

ΠΗΓΗ: REDNotebook, 19 Σεπτεμβρίου 2012, http://www.rednotebook.gr/details.php?id=6820

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.