Η κυρίαρχη αντίθεση και τα διασπαστικά διλήμματα στη σημερινή συγκυρία της κρίσης
Του Κώστα Νικολάου
Μια καταιγίδα από διλήμματα επιχειρεί να αποπροσανατολίσει, να προκαλέσει σύγχυση, να διασπάσει, να φοβίσει και τελικά να ωθήσει σε συντηρητικές επιλογές τους πολίτες: Μέσα ή έξω από την Ευρωπαϊκή Ένωση; Μέσα ή έξω από το ευρώ; Ευρωπαϊστές ή αντιευρωπαϊστές; Μνημονιακοί ή αντιμνημονιακοί; Περισσότερο ή λιγότερο κράτος; Μεταρρυθμίσεις ή όχι μεταρρυθμίσεις; Υπευθυνότητα ή λαϊκισμός;
Με τη συστηματική και συνεχή διοχέτευση αυτών των διλημμάτων σε συνδυασμό με την πολιτική του «σοκ και δέος» (προωθούμενη ταυτόχρονα από παράγοντες στο εσωτερικό και το εξωτερικό της χώρας) επιχειρήθηκε η κατασκευή της συναίνεσης των πολιτών στο νεοφιλελευθερισμό. Στις εκλογές της 6ης Μαΐου 2012 το κατασκεύασμα της συναίνεσης κατέρρευσε. Επιχειρήθηκε στη συνέχεια ο πολιτικός εγκλωβισμός (με κυβερνητική συστέγαση απόλυτα αντικρουόμενων πολιτικών) των δυνάμεων που αντιμάχονται τον νεοφιλελευθερισμό. Κι αυτό το εγχείρημα απέτυχε. Και οδηγηθήκαμε αναγκαστικά σε δεύτερο γύρο εκλογικής αναμέτρησης στις 17 Ιουνίου 2012.
Ποιά όμως είναι πραγματικά η κυρίαρχη αντίθεση στην κοινωνία, που εκφράζεται πολιτικά στις εκλογές, ενώ παράλληλα επιχειρείται να αποσιωπηθεί διαμέσου της ανάδειξης άλλων διλημμάτων;
Προσδιορίζοντας την κυρίαρχη αντίθεση σήμερα
Ο προσδιορισμός της κυρίαρχης αντίθεσης στη σημερινή συγκυρία, απαιτεί ξεκάθαρα εννοιολογικά και μεθοδολογικά εργαλεία βασισμένα στα στέρεα φιλοσοφικά και επιστημονικά θεμέλια της διαλεκτικής προσέγγισης της κοινωνίας και της σημερινής κρίσης του συστήματος [1].
Ο διαλεκτικός νόμος των αντιθέτων είναι θεμελιώδης στην προσέγγιση της κοινωνίας, διαδικασία στην οποία έχει καθοριστική σημασία η δυνατότητα διάκρισης ανάμεσα στην κύρια αντίθεση και στις δευτερεύουσες αντιθέσεις, καθώς και ανάμεσα στην κύρια πλευρά και τη δευτερεύουσα πλευρά της αντίθεσης [2-5]. Στην καπιταλιστική κοινωνία, οι δύο αντιτιθέμενες δυνάμεις, η αστική τάξη και οι εργαζόμενοι (κεφάλαιο και εργασία) αποτελούν την κύρια αντίθεση. Όλες οι άλλες αντιθέσεις είναι δευτερεύουσες, καθορίζονται από την κύρια αντίθεση και υπόκεινται στην επίδραση της. «Οι πλευρές οποιασδήποτε αντίθεσης αναπτύσσονται άνισα. Μερικές φορές φαίνεται σα να υπάρχει μεταξύ τους μια ισορροπία, μα αυτό δεν είναι παρά μια κατάσταση προσωρινή, σχετική. Κυριαρχούσα κατάσταση είναι η άνιση ανάπτυξη. Από τις δύο πλευρές της αντίθεσης, η μια είναι αναπόφευκτα η κύρια, ενώ η άλλη είναι η δευτερεύουσα. Κύρια είναι εκείνη, που παίζει τον πρωτεύοντα ρόλο στην αντίθεση. Ο χαρακτήρας των πραγμάτων και των φαινομένων καθορίζεται κατά βάθος από την κύρια πλευρά της αντίθεσης, που κατέχει πρωτεύουσα θέση ….. Η ποιότητα των πραγμάτων και των φαινομένων καθορίζεται βασικά από την κύρια πλευρά της αντίθεσης, που κατέχει την κυρίαρχη θέση» [6].
Μελετώντας συστηματικά τη μεταπολεμική εξέλιξη του καπιταλισμού διαπιστώνουμε ότι σήμερα βιώνουμε τη φάση όξυνσης μιας κρίσης, που ξεκίνησε στα μέσα της δεκαετίας του '80, τότε που έσπασε το δίπολο της τριαντάχρονης μεταπολεμικής ευφορίας, δηλαδή, το «παράγουμε πολύ – καταναλώνουμε πολύ». Τότε, που το συσσωρευμένο κεφάλαιο της χρυσής τριακονταετίας του καπιταλισμού άρχισε να επενδύεται κυρίως σε χρηματοπιστωτικά προϊόντα, κατάλληλα σχεδιασμένα, έτσι ώστε να δίνουν πολύ μεγαλύτερα κέρδη και να είναι αφορολόγητα. Όλη αυτή η οικονομική μεγέθυνση (που είναι ψευδο-ανάπτυξη και όχι ανάπτυξη, όπως διαστρεβλωμένα αποκαλείται) στηρίχθηκε στην προϋπάρχουσα κοινωνική ανισότητα, την οποία αναπαρήγαγε και ενίσχυσε περαιτέρω και έφθασε σήμερα σε τέτοια ακραία όρια, όπου το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο κατέχει σε «χαρτιά» (και όχι σε πραγματικά χρήματα) πολύ πάνω από 10 φορές το ΑΕΠ του πλανήτη. Ο κόσμος όλος «τους χρωστάει» πάνω από 10 φορές αυτό που παράγει! Το σύστημα λοιπόν δεν περνάει απλά κάποια κρίση, αλλά βρίσκεται σε κατάσταση αταξίας και χάους με την επιστημονική έννοια του όρου, δηλαδή, «μακράν της ισορροπίας» [1].
Επειδή αυτά τα άυλα χρηματοπιστωτικά «χαρτιά» κινδυνεύουν κάποια στιγμή να οδηγηθούν στην ανακύκλωση, είτε γιατί δεν υπάρχει καμία πιθανότητα η κοινωνία να μπορεί να βρει τέτοια ποσά για να τα πληρώσει είτε γιατί μπορεί και να αρνηθεί να τα πληρώσει, ο μόνος δρόμος εξασφάλισης της αξίας τους είναι η «αντικατάστασή» τους με κάτι υλικό. Ένα πρώτο υλικό κομμάτι επιχειρείται να καλυφθεί από τη γνωστή νεοφιλελεύθερη πολιτική λιτότητας με την επίθεση σε μισθούς, συντάξεις, κοινωνικό κράτος (υγεία, παιδεία, ασφάλιση κλπ) με τις απολύσεις κλπ. Θεωρητικά, ένα άλλο κομμάτι θα μπορούσε να καλυφθεί διαμέσου ανάληψης νέων ιδιωτικών παραγωγικών επενδύσεων. Αυτό όμως έχει περιορισμένες δυνατότητες σήμερα, γιατί το δίπολο «παράγουμε πολύ – καταναλώνουμε πολύ» έχει σπάσει προ πολλού και η ασκούμενη πολιτική λιτότητας το επιβεβαιώνει. Απομένει ένα σπουδαίο υλικό κομμάτι: η μέγιστη δυνατή αποκόμιση κερδών με την ιδιωτικοποίηση (όπου αυτή δεν υπάρχει ακόμα) των βασικών αγαθών και υπηρεσιών διαβίωσης και κοινής ωφέλειας και των φυσικών πόρων. Αυτή η ιδιωτικοποίηση των κοινωνικών αγαθών, των φυσικών πόρων και των στρατηγικών τομέων της οικονομίας, παρουσιάζεται από τον νεοφιλελευθερισμό ως «ανάπτυξη» και ως μονόδρομος, υποστηρίζοντας ότι δεν υπάρχει εναλλακτική λύση.
Τους δύο πυλώνες του νεοφιλελευθερισμού: λιτότητα – ιδιωτικοποίηση (που βρίσκονται στην οικονομική βάση) πλαισιώνει ένας τρίτος πυλώνας (που βρίσκεται στο εποικοδόμημα), που αφορά την αφαίρεση κατακτημένων δημοκρατικών, εργασιακών και ανθρώπινων δικαιωμάτων.
Η κυρίαρχη αντίθεση σήμερα (στον κόσμο, στην Ευρώπη και στην Ελλάδα) περιλαμβάνει από τη μια μεριά το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο και τους συμμάχους του (άλλα τμήματα του κεφαλαίου και διάφορα παρασιτικά στρώματα) με κυρίαρχη πολιτική έκφραση το νεοφιλελευθερισμό και από την άλλη μεριά, το μεγαλύτερο κομμάτι της κοινωνίας, που υφίσταται μια άνευ ιστορικού προηγούμενου επίθεση και περιλαμβάνει τους μισθωτούς εργαζόμενους του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, τα μικρομεσαία στρώματα, τους αγρότες, τους ανέργους και τη νεολαία (αυτό που συχνά ονομάζεται «το 90% της κοινωνίας»).
Ο νεοφιλελευθερισμός, ως η σύγχρονη έκφραση του καπιταλιστικού συστήματος απέτυχε παταγωδώς παγκόσμια και προφανώς, και στην Ελλάδα. Αυτό το παραδέχονται πλέον – εμμέσως πλην σαφώς – και οι ίδιοι οι υποστηρικτές του. Όσο περισσότερο συνεχίζεται σε πλάτος και σε βάθος η εφαρμογή νεοφιλελεύθερων επιλογών, τόσο περισσότερο βαθαίνει και οξύνεται η κρίση του συστήματος. Η ανάπτυξη αυτής της κυρίαρχης αντίθεσης σήμερα, τείνει πλέον να πάρει τη μορφή ανοικτού ανταγωνισμού μεταξύ εκμεταλλευτών και εκμεταλλευόμενων. Η επιτυχής επίλυση αυτής της κυρίαρχης αντίθεσης στην κατεύθυνση της κοινωνικής δικαιοσύνης και αλληλεγγύης, είναι που μπορεί να ανοίξει το δρόμο για την επίλυση της κύριας αντίθεσης.
Τα διασπαστικά διλήμματα στο φως της κυρίαρχης αντίθεσης
Ο νεοφιλελευθερισμός με τους τρεις πυλώνες του (λιτότητα, ιδιωτικοποίηση, αφαίρεση δικαιωμάτων) και το ταξικό του υπόβαθρο, κατέχοντας σήμερα την κυρίαρχη θέση στην κύρια πλευρά της αντίθεσης καθορίζει (όπως αναφέρθηκε παραπάνω) την ποιότητα των πραγμάτων και των φαινομένων.
Έτσι, η όποια απάντηση στο δίλημμα «Μέσα ή έξω από την Ευρωπαϊκή Ένωση;» ή στο δίλημμα «Ευρωπαϊστές ή αντιευρωπαϊστές;» δεν απαντά στην κυρίαρχη αντίθεση. Διότι νεοφιλελευθερισμός ήδη υπάρχει παντού: και εντός και εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το ίδιο ισχύει και με το δίλημμα «Μέσα ή έξω από το ευρώ;». Νεοφιλελευθερισμός ήδη υπάρχει παντού: και σε χώρες εντός και σε χώρες εκτός ευρώ. Ολόιδια και με το δίλημμα «Μνημονιακοί ή αντιμνημονιακοί;». Νεοφιλελευθερισμός ήδη υπάρχει παντού: και σε χώρες που έχουν και σε χώρες που δεν έχουν μνημόνιο.
Παρόμοια, με τα διλήμματα «Περισσότερο ή λιγότερο κράτος;», «Μεταρρυθμίσεις ή όχι μεταρρυθμίσεις;», «Υπευθυνότητα ή λαϊκισμός;» τίθεται το ερώτημα: κράτος, μεταρρυθμίσεις και υπευθυνότητα στην υπηρεσία ποιάς πολιτικής; Της νεοφιλελεύθερης ή του αντίποδά της;
Η τοποθέτηση και η συγκρότηση μετώπων υπέρ ή κατά της Ευρωπαϊκής Ένωσης, υπέρ ή κατά του ευρώ, υπέρ ή κατά του μνημονίου, υπέρ ή κατά των μεταρρυθμίσεων κλπ, δεν συνεπάγεται αυτόματα και τοποθέτηση κατά του νεοφιλελευθερισμού και των τριών πυλώνων του (λιτότητα, ιδιωτικοποίηση, αφαίρεση δικαιωμάτων). Ίσα-ίσα, που η αποδοχή αυτών των διλημμάτων ως κυρίαρχων στη σημερινή συγκυρία, συσκοτίζει και αποκρύπτει την κυρίαρχη αντίθεση και οδηγεί στο να αποπροσανατολίσει, να προκαλέσει σύγχυση, να διασπάσει, να φοβίσει και τελικά να ωθήσει σε συντηρητικές επιλογές τους πολίτες.
Σημειώνεται επίσης, ότι μια μερική αντίθεση σε κάποιον ή κάποιους από τους πυλώνες του νεοφιλελευθερισμού, πχ αντίθεση μεν στη λιτότητα, αλλά αποδοχή της ιδιωτικοποίησης, συνιστά απλά προσωρινή αναδίπλωση για να επανέλθει αργότερα πλήρης η νεοφιλελεύθερη πολιτική.
Αντίθετα, η τοποθέτηση και η συγκρότηση μετώπου κατά του νεοφιλελευθερισμού με πυλώνες την εξασφάλιση και εμβάθυνση της δημοκρατίας, των εργασιακών και ανθρώπινων δικαιωμάτων, την εξασφάλιση του δημόσιου χαρακτήρα, της προστασίας και του κοινωνικού ελέγχου των κοινωνικών αγαθών, των φυσικών πόρων και των στρατηγικών τομέων της οικονομίας και τη χάραξη μιας πολιτικής κοινωνικής δικαιοσύνης με δίκαιη κατανομή του πλούτου και κοινωνική αλληλεγγύη, είναι που καθορίζει την κοινωνικά δίκαιη επίλυση της κυρίαρχης αντίθεσης και την απάντηση σε όλα τα άλλα διλήμματα.
Ανοίγοντας ενωτικά τον καινούργιο δρόμο, hasta la victoria siempre
Η κοινωνικά δίκαιη αντιμετώπιση των οικονομικών, κοινωνικών, αλλά και περιβαλλοντικών επιπτώσεων της σημερινής οικονομικής κρίσης, μπορεί να επιτευχθεί μόνον από μια κοινωνική συμμαχία όλων αυτών που πλήττονται από την νεοφιλελεύθερη πολιτική του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου. Αυτή η κοινωνική συμμαχία του «90% της κοινωνίας» περιλαμβάνει τους μισθωτούς εργαζόμενους του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, τα μικρομεσαία στρώματα, τους αγρότες, τους ανέργους και τη νεολαία, οι οποίοι έχουν κοινά συμφέροντα σε αυτήν τη φάση της κρίσης και που μόνον αυτή η συμμαχία μπορεί να οδηγήσει σε μια εναλλακτική, αλληλέγγυα και κοινωνικά δίκαιη έξοδο από την κρίση.
Η πρόσφατη εκλογική αναμέτρηση της 6ης Μαΐου 2012, αλλά και όλες ανεξαιρέτως οι δημοσκοπήσεις αποδεικνύουν ότι η συντριπτική κοινωνική πλειοψηφία δεν θεωρεί ότι μπορεί να εκπροσωπηθεί πολιτικά από τα κόμματα του κάθε είδους νεοφιλελευθερισμού, αλλά ούτε αποκλειστικά από κάποιο πολιτικό σχηματισμό της αριστεράς και της οικολογίας. Δίνοντας όμως σαφές προβάδισμα στην ενωτική πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ, που εξ ορισμού αποτελείται από διάφορες συνιστώσες (που συνυπάρχουν με τις συμφωνίες και τις διαφωνίες τους), έστειλε το σαφές μήνυμα ότι η κοινωνική αυτή συμμαχία μπορεί να εκπροσωπηθεί αποτελεσματικά και νικηφόρα μόνον από μια πολιτική ενότητα της ευρύτερης αριστεράς και των κοινωνικών κινημάτων, που με βάση την κρισιμότητα της σημερινής συγκυρίας, είναι περισσότερα αυτά που τους ενώνουν από αυτά που τους χωρίζουν.
Η πολιτική ενότητα της αριστεράς και των κοινωνικών κινημάτων δεν νοείται σαν μια τεχνητή συγκόλληση ή άθροισμα επιμέρους δυνάμεων, αλλά σαν μια συνάρθρωση δυνάμεων, που ήδη συναντήθηκαν σε κοινούς αγώνες ενάντια στη λιτότητα, στην ιδιωτικοποίηση και στην υπεράσπιση δικαιωμάτων, δηλαδή ενάντια στο νεοφιλελευθερισμό.
Το περιεχόμενο αυτών των αγώνων δείχνει και την κατεύθυνση αναζήτησης διεθνών στηριγμάτων και συμμαχιών. Είναι τα ήδη υπάρχοντα κινήματα στην Ευρώπη και σε όλο τον κόσμο που μάχονται ενάντια στη λιτότητα, στην ιδιωτικοποίηση και για την υπεράσπιση δικαιωμάτων.
Καμιά δευτερεύουσα αντίθεση μεταξύ των δυνάμεων που αντιμάχονται τον νεοφιλελευθερισμό δεν μπορεί να σταθεί εμπόδιο στη συγκρότηση αυτής της πολιτικής ενότητας, γιατί «μπορείς να νικήσεις έναν πιο ισχυρό αντίπαλο, μόνο εντείνοντας στο έπακρο τις δυνάμεις και χρησιμοποιώντας υποχρεωτικά, με την πιο μεγάλη επιμέλεια, φροντίδα, προσοχή και επιδεξιότητα κάθε, έστω και την ελάχιστη, «ρωγμή» ανάμεσά στους εχθρούς, κάθε αντίθεση συμφερόντων ανάμεσα στην αστική τάξη των διαφόρων χωρών, ανάμεσα στις διάφορες ομάδες ή κατηγορίες της αστικής τάξης στο εσωτερικό της κάθε ….. χώρας – όπως και κάθε, έστω και την ελάχιστη, δυνατότητα να αποκτήσεις μαζικό σύμμαχο, έστω και προσωρινό, ταλαντευόμενο, ασταθή, αβέβαιο και συμβατικό. Όποιος δεν το κατάλαβε αυτό, δεν κατάλαβε ούτε κόκκο από το μαρξισμό και από τον επιστημονικό, σύγχρονο, σοσιαλισμό γενικά. Όποιος δεν απόδειξε πρακτικά …… την ικανότητά του να εφαρμόζει την αλήθεια αυτή στην πράξη, αυτός δεν έμαθε ακόμη να βοηθά ….. την απελευθέρωση όλης της εργαζόμενης ανθρωπότητας από τους εκμεταλλευτές ….. Η θεωρία μας δεν είναι δόγμα, μα καθοδήγηση για δράση, έλεγαν ο Marx και ο Engels» [7].
Είναι εξίσου σημαντικό να υπογραμμισθεί ότι μια τέτοια ενότητα αποτελεί το μοναδικό ανάχωμα και στον αναδυόμενο εκφασισμό. Γιατί σε συνθήκες άλλου είδους κρίσης, οι μικρομεσαίες κοινωνικές ομάδες θα οδηγούνταν σε προλεταριοποίηση. Στη σημερινή όμως κρίση οδηγούνται σε δραματικά αυξανόμενη ανεργία και εξαθλίωση. Σε τέτοιες συνθήκες, αυτές οι μικρομεσαίες κοινωνικές ομάδες αποτελούν πρώτης τάξης πελατεία για ακροδεξιές και εθνικοσοσιαλιστικές ιδέες [8, 9, 10].
Όλες οι διαφωνίες, οι διαφορετικές προσεγγίσεις και αντιθέσεις που υπάρχουν μεταξύ των δυνάμεων που αγωνίζονται ενάντια στο νεοφιλελευθερισμό είναι δευτερεύουσες και είναι αντιθέσεις μέσα στους κόλπους του λαού. Η επίλυσή τους προϋποθέτει την κοινωνικά δίκαιη και αλληλέγγυα επίλυση της κυρίαρχης αντίθεσης και τη δημιουργία αμεσοδημοκρατικών διαδικασιών, ώστε να είναι με τη συμμετοχή των πολιτών που θα δοθούν λύσεις και όχι να επιτρέπεται στη σημερινή κυρίαρχη πολιτική να εκμεταλλεύεται τις δευτερεύουσες αντιθέσεις στους κόλπους του λαού και να τον διασπά.
Αντί επιλόγου
Η στιγμή είναι ιστορική. Οι λαοί της Ευρώπης έχουν στραμμένα τα βλέμματά τους, αλλά και τις ελπίδες τους στον ελληνικό λαό, περιμένοντας να κάνει το μεγάλο βήμα.
Δύο γάλλοι πανεπιστημιακοί σε άρθρο τους με τίτλο «ΣΥΡΙΖΑ ή η στιγμή να αλλάξουμε την Ευρώπη», μεταξύ άλλων αναφέρουν: «Η επιτυχία του ΣΥΡΙΖΑ στις εκλογές αποτελεί γεγονός για ολόκληρη της Ευρώπη. Φθάνοντας στη 2η θέση, αυτός ο σχηματισμός της ριζοσπαστικής αριστεράς είναι πλέον η κύρια δύναμη αντιπολίτευσης στις πολιτικές της Τρόικα …. Ενσωματώνει τη μόνη αχτίδα ελπίδας σε μια χώρα που είναι σε επιταχυνόμενη αποσύνθεση.
Απέναντι στον εκφυλισμό της νεοφιλελεύθερης Ευρώπης, είναι από την Αθήνα που περνάει σήμερα η εναλλακτική …. Θα μπορούσε η στήριξη της ελληνικής ριζοσπαστικής αριστεράς να γίνει, για τις νέες γενιές, ότι ήταν η στήριξη στο Βιετνάμ για τη γενιά του '68, δηλαδή ένας ισχυρός μοχλός κινητοποίησης σε παγκόσμια κλίμακα;»[11].
Βιβλιογραφία
[1] Νικολάου Κ., Επιστήμη και κρίση: Προσεγγίζοντας την κοινωνικά δίκαιη έξοδο, Διαλεκτικά, 10.12.2011, www.dialektika.gr
[2] Marx K., The Capital. A critique of political economy, Ed. Lawrence and Wishart, London, 1954
[3] Marx K., Grundrisse – Fondements de la critique de l' économie politique, Ed. Anthropos, Paris, 1968
[4] Marx K., Συμβολή στην κριτική της φιλοσοφίας του δικαίου του Χέγκελ, Εκδ. Αναγνωστίδη
[5] Marx K., Engels F., Η γερμανική ιδεολογία, Εκδ. Gutenberg
[6] Μάο Τσετούνγκ, Για τις αντιθέσεις, Ιστορικές Εκδόσεις, 1975
[7] Lenin V.Ι., Αριστερισμός, παιδική αρρώστια του κομμουνισμού, 1920, www.marxistbooks.gr
[8] Gramsci Α., Για τον Μακιαβέλι, για την πολιτική και για το σύγχρονο κράτος, Ηριδανός
[9] Πουλαντζάς Ν., Φασισμός και δικτατορία, Ολκός, 1975
[10] Νικολάου Κ., Ακροδεξιά και φασιστικά φαινόμενα σε περίοδο κρίσης και η ιστορική ευθύνη του συνόλου της αριστεράς, Διαλεκτικά, 15.5.2011, www.dialektika.gr
[11] Durand C., Keucheyan R., Syriza ou le moment de changer l'Europe, Libération, 14.5.2012
ΠΗΓΗ: Κυριακή, 20 Μαΐου 2012, http://www.dialektika.gr/2012/05/blog-post.html