ΕΥΡΩΠΗ, ΣΚΟΤΕΙΝΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ:
Μετά από το ξεκίνημα της πιστωτικής κρίσης, του οικονομικού πολέμου καλύτερα, είναι η πρώτη φορά που ανησυχούμε σοβαρά για την παραμονή της χώρας μας στην Ευρωζώνη – κυρίως λόγω των πολεμικών χρεών και ειδικά των επανορθώσεων
Του Βασίλη Βιλιάρδου*
"Για πρώτη φορά στην ανθρώπινη ιστορία ο άνθρωπος είδε καθαρά ποιο δρόμο πρέπει να ακολουθήσει η ανθρωπότητα: ούτε δεξιά, στο βάραθρο της σκλαβιάς, ούτε αριστερά, στο βάραθρο της αναρχίας.
Ο Έλληνας χάραξε ένα στενό μονοπάτι ανάμεσα στα δύο βάραθρα: το μονοπάτι της ελευθερίας. Για πρώτη φορά στον πλανήτη ο άνθρωπος απόκτησε καθαρή συνείδηση για τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του.
Δε μέθυσε από τα δικαιώματα, δεν εξουθενώθηκε από τις υποχρεώσεις – βρήκε την τέλεια σύνθεση. Πήρε από τον αναρχούμενο ατομισμό όλα τα γόνιμα στοιχεία, δέχτηκε από την πειθαρχημένη υποταγή, όλα τα γόνιμα στοιχεία και δημιούργησε αυτό το καταπληκτικό θαύμα που ονομάζεται ελευθερία" και που χαρακτηρίζει την πραγματική δημοκρατία (Ν. Καζαντζάκης).
Ανάλυση
"Λίγο πριν από τη δημοσίευση της έκθεσης της Τρόικας", γράφουν χαρακτηριστικά οι FT της Γερμανίας (11.09.2012), "η Ελλάδα προσπαθεί να καλυτερεύσει τον ισολογισμό της. Η ιδέα: η Γερμανία οφείλει να πληρώσει τις αποζημιώσεις από το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Αυτό όμως έχει ήδη συμβεί – μόνο που τα χρήματα δεν έφτασαν ποτέ στην Ελλάδα".
Κατά την ίδια εφημερίδα, δύο χρόνια πριν ο τότε πρωθυπουργός της Ελλάδας είχε αναφερθεί στο γεγονός, λέγοντας ότι: "Οι αποζημιώσεις συνεχίζουν να είναι ένα ανοιχτό ερώτημα, αλλά όχι ένα θέμα, το οποίο θα συμπεριλάβουμε στην ημερήσια συζήτηση μας – επειδή τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή, έχουμε εντελώς διαφορετικές δυσκολίες".
Από την άλλη πλευρά ο Γερμανός καθηγητής της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας κ. H. Richter ισχυρίζεται ότι, "Απαιτήσεις εκ μέρους της Ελλάδας υπήρχαν ανέκαθεν – πληρώθηκαν όμως στο πολλαπλάσιο". Κατά την υποκειμενική του άποψη, "Οι Έλληνες δεν συμπεριφέρθηκαν καθόλου υπεύθυνα, όταν η Γερμανοί υποσχέθηκαν να στείλουν, αμέσως μετά το τέλος του πολέμου, 30.000 τόνους βιομηχανικά προϊόντα στην Ελλάδα" – αν και δεν μπορεί παρά να γνωρίζει πως εκείνη ακριβώς την εποχή, η πατρίδα μας ήταν βυθισμένη στο σκότος του εμφυλίου πολέμου, οπότε ήταν μάλλον αδύνατον να λειτουργήσει υπεύθυνα.
"Οι 10.000 τόνοι", συνεχίζει ο Γερμανός, "φορτώθηκαν το 1950 σε βρετανικά καράβια, με κατεύθυνση την Ελλάδα – δεν έφτασαν όμως ποτέ εκεί. Τα υπόλοιπα (20.000 τόνοι) παρέμειναν στο λιμάνι του Αμβούργου για δύο χρόνια και σκούριασαν – ενώ αργότερα πουλήθηκαν στους Άγγλους. Τα χρήματα από την πώληση τους δεν έφτασαν ποτέ στην Αθήνα. Αργότερα, το 1953, η Βόννη ενέκρινε ένα επενδυτικό δάνειο ύψους 200 εκ. γερμανικών μάρκων στην Ελλάδα – μία «καλυμμένη» πληρωμή των επανορθώσεων, η οποία όμως ποτέ δεν αναγνωρίστηκε ως τέτοια. Τελικά η Ελλάδα έλαβε 115 εκ. μάρκα, ως αποζημίωση για τα εγκλήματα των ναζί – χρήματα όμως που επίσης δεν έφτασαν στα ταμεία της χώρας".
Περαιτέρω, έχοντας αναφερθεί στο θέμα των επανορθώσεων στο παρελθόν, είχαμε τονίσει την άποψη του Γερμανού ιστορικού κ. A. Ritschl, σύμφωνα με την οποία:
"Η ανθελληνική υστερία των γερμανικών ΜΜΕ είναι εξαιρετικά επικίνδυνη για τη Γερμανία. Ουσιαστικά καθόμαστε μέσα σε ένα γυάλινο σπίτι: η γερμανική ανάπτυξη οφείλεται αποκλειστικά και μόνο στο ότι, τόσο τα θύματα του πρώτου, όσο και του δεύτερου παγκοσμίου πολέμου, παραιτήθηκαν από τις απαιτήσεις τους… Παρά το ότι η Γερμανία είναι υπεύθυνη για δύο παγκοσμίους πολέμους, εκ των οποίων ο δεύτερος ήταν κάτι παραπάνω από καταστροφικός, τα θύματα της συμφώνησαν να διαγραφεί ένα μεγάλο μέρος των χρεών της. Τα ότι η Γερμανία οφείλει την οικονομική της άνοδο στη γενναιοδωρία των άλλων λαών δεν το έχει ξεχάσει κανείς – ούτε οι Έλληνες".
"Οι Έλληνες", συνεχίζει ο ιστορικός, "γνωρίζουν πάρα πολύ καλά τα «πολεμικά άρθρα» των γερμανικών ΜΜΕ. Εάν αλλάξουν οι διαθέσεις στην Ελλάδα (εάν «ξυπνήσουν» δηλαδή οι Έλληνες, εάν εκλέξουν επαρκείς, ανιδιοτελείς, ικανούς, θαρραλέους πολιτικούς και διεκδικήσουν τα δικαιώματα τους), τότε είναι πολύ πιθανόν να ακολουθήσουν και οι άλλες ευρωπαϊκές χώρες – απαιτώντας με τη σειρά τους τα χρήματα που χωρίς καμία αμφιβολία τους χρωστάμε. Εάν λοιπόν υποχρεωθούμε νομικά να εξοφλήσουμε όλες μας τις υποχρεώσεις, τότε θα μας πάρουν και τα πουκάμισα μας – αφού, με βάση τη συμφωνία του Λονδίνου, «οι πολεμικές αποζημιώσεις, οι οποίες δεν πληρώθηκαν το 1953, θα έπρεπε να εξοφληθούν σε περίπτωση τυχόν επανένωσης της Γερμανίας».
Στην περίπτωση αυτή, θα ήταν πολύ καλύτερα όχι μόνο να αναδιοργανώναμε την ελληνική Οικονομία με δικό μας αποκλειστικά κόστος, αλλά να το κάναμε πλουσιοπάροχα. Εάν, αντί να συμμορφωθούμε με τους διεθνείς νόμους και να πληρώσουμε τα χρέη μας, συνεχίσουμε να παριστάνουμε τον πλούσιο τραπεζίτη, ο οποίος καπνίζει ήρεμα το πούρο του και δεν θέλει να πληρώσει τα χρέη του, εκβιάζοντας τους πιστωτές του, τότε κάποια στιγμή θα μας έλθει ένας τεράστιος λογαριασμός. Σε κάθε περίπτωση, η Ελλάδα θα είχε την ευκαιρία να κάνει μία καινούργια αρχή – μία ευκαιρία που προσφέρθηκε στην αχάριστη Γερμανία πολλές φορές στο παρελθόν, ειδικά από τις Η.Π.Α. το 1953".
Στα πλαίσια αυτά, θεωρούμε σκόπιμο, επίκαιρο ενδεχομένως, να αναφέρουμε τις σημερινές σκέψεις του κ. A. Ritschl, έτσι ώστε να κατανοήσουμε πως ακριβώς αντιμετωπίζουν οι ίδιοι οι Γερμανοί το καίριο αυτό θέμα για τη πατρίδα μας – η οποία, εάν δεν εγκαταλείψει αμέσως την πολιτική των υποκλίσεων, θα οδηγηθεί σε μία ακόμη οδυνηρή εποχή στην ιστορία της.
Η ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΤΟΥ ΛΟΝΔΙΝΟΥ
Τα εξωτερικά χρέη της Γερμανίας ρυθμίστηκαν πρόχειρα μετά το 2ο παγκόσμιο πόλεμο, με τη συμφωνία του Λονδίνου το 1953 – όπου ένα μέρος της αναφερόταν στα χρέη πριν από το 1933, τα οποία δεν είχε «εξυπηρετήσει» το 3ο Ράιχ.
Με βάση τη συμφωνία αυτή επανήλθε η εξυπηρέτηση των παλαιοτέρων χρεών, με πολύ συμφέρουσες συνθήκες για τη Δυτική Γερμανία. Από την άλλη πλευρά, η συμφωνία αφορούσε επίσης τα χρέη της Γερμανίας από το 2ο παγκόσμιο πόλεμο – όπου η σύσκεψη για την τελική ρύθμιση τους αναβλήθηκε για το μέλλον, εάν και εφόσον ενωνόταν ξανά η Γερμανία.
Εν τούτοις, η σύσκεψη που θα αφορούσε την τελική ρύθμιση των χρεών της Γερμανίας, των αποζημιώσεων και των επανορθώσεων δηλαδή, δεν έγινε ποτέ μετά την ένωση της χώρας το 1990. Εκτός αυτού η σύμβαση «δύο συν τέσσερα», αναφορικά με την ολοκλήρωση των ρυθμίσεων σε σχέση με τη Γερμανία, δεν συμπεριέλαβε καθόλου το θέμα των επανορθώσεων.
Η Ελλάδα διαμαρτυρήθηκε επίσημα μετά το 1990, για το ότι δεν έγινε η σύσκεψη για τη ρύθμιση των γερμανικών χρεών. Αν και δυστυχώς χωρίς κανένα αποτέλεσμα, το θέμα συνεχίζει να παραμένει ανοιχτό – αφού η διαμαρτυρία έλαβε χώρα. Ποιες απαιτήσεις όμως εγείρει σήμερα η Ελλάδα και ποιες θα μπορούσαν επί πλέον να υπάρξουν στο μέλλον;
ΠΟΛΕΜΙΚΑ ΧΡΕΗ
Στο σημείο αυτό θα έπρεπε να διαχωρίσει κανείς τα πολεμικά χρέη και τις επανορθώσεις με τη στενή τους έννοια. Όσον αφορά τα πρώτα οφείλει να αναφέρει κανείς ότι, κατά τη διάρκεια του 2ου παγκοσμίου πολέμου η γερμανική τράπεζα του Ράιχ (Reichsbank) διατηρούσε ένα πανευρωπαϊκό σύστημα «συμψηφισμού πληρωμών» (κάτι ανάλογο με το σημερινό της ΕΚΤ) – το οποίο ήταν πολύ λιγότερο ένας μηχανισμός οργάνωσης της κυκλοφορίας των χρημάτων και περισσότερο μία μέθοδος καταναγκαστικής λήψης δανείων από τις κατεχόμενες χώρες, καθώς επίσης από μερικές ουδέτερες.
Στο σύστημα αυτό οι οφειλές της Γερμανίας προς την Ελλάδα, στο τέλος του πολέμου, ανέρχονταν επίσημα στα 50 εκ. μάρκα του Ράιχ (Reichsmark). Στο ποσόν αυτό όμως δεν συμπεριλαμβανόταν ένα καταναγκαστικό δάνειο προς τη Γερμανία ύψους περίπου 480 εκ. μάρκα του Ράιχ – ενώ σύμφωνα με τις εσωτερικές στατιστικές της Γερμανίας από τα τέλη του 1944, το συνολικό χρέος, μαζί με τα 480 εκ., τοποθετείται στα 500 εκ. μάρκα του Ράιχ.
Οι συνολικές οφειλές της Γερμανίας στο σύστημα αυτό προς όλες τις χώρες ανέρχονταν στα 30 δις μάρκα του Ράιχ – όπου όμως οι συναλλαγματικές ισοτιμίες είχαν παραποιηθεί σε μεγάλο βαθμό. Εάν διορθώσει κανείς τις παραποιήσεις των συναλλαγματικών ισοτιμιών, οι συνολικές οφειλές ήταν της τάξης των 85-90 δις μάρκα του Ράιχ.
Συνεχίζοντας, για να έχει κανείς μία εικόνα των μεγεθών σήμερα, θα πρέπει να τα διαμορφώσει είτε με κριτήριο τον πληθωρισμό, τοκίζοντας τα υποθετικά, είτε να ορίσει το ποσόν ως ποσοστό επί του ΑΕΠ, συγκρίνοντας το με το ποσοστό που αποτελούσε στο τότε ΑΕΠ (ένας ανάλογος υπολογισμός, με κριτήριο το ΑΕΠ της Ελλάδας πριν τον πόλεμο και το ποσοστό του γερμανικού χρέους σε αυτό, θα μπορούσε να διενεργηθεί επίσης από τη χώρα μας).
Το ΑΕΠ της Γερμανίας στο τελευταίο έτος πριν από τον πόλεμο (1938) υπολογίζεται στα 99 δις – οπότε το συνολικό χρέος της Γερμανίας, ύψους 85-90 δις μάρκα, όπως αναφέραμε, ήταν της τάξης του 90% του ΑΕΠ του 1938 (όσο περίπου το δημόσιο χρέος της Γερμανίας σήμερα). Σε απόλυτο μέγεθος λοιπόν ορίζεται στα 2,3 τρις € (ΑΕΠ 2011 περίπου 2,57 τρις €), σύμφωνα με τον Πίνακα Ι – όπου τα χρέη απέναντι στην Ελλάδα είναι ίσα με το 0,5% του ΑΕΠ.
ΠΙΝΑΚΑΣ Ι: Τα πολεμικά χρέη της Γερμανίας, ως ποσοστά επί του ΑΕΠ το 1938 και το 2011, σε δις €
ΕΤΟΣ |
ΑΕΠ |
ΠΟΛΕΜΙΚΑ ΧΡΕΗ |
ΧΡΕΗ/ΑΕΠ |
|
|
|
|
1938 |
99 |
90 |
90% |
2011 |
2.570 |
2.313 |
90% |
Πίνακας: Β. Βιλιάρδος
Κατ' αναλογία λοιπόν με το σημερινό ΑΕΠ της Γερμανίας, το χρέος της απέναντι στην Ελλάδα υπολογίζεται στα 13 δις € (2,57 τρις € Χ 0,5) – ποσόν που ισοδυναμεί με τοκισμό του χρέους από το 1945, με επιτόκιο 6% (σύμφωνα πάντοτε με τον κ. Rischl).
Εάν μειώσει τώρα κανείς το επιτόκιο στο 5%, το πολεμικό χρέος θα περιοριζόταν στα 7 δις € – ποσόν το οποίο περίπου ανακοινώθηκε από την Ελληνική κυβέρνηση πρόσφατα, για άγνωστους σε εμάς λόγους με υπερβολική μετριοπάθεια (αφού ανέρχεται σε 13 δις €, με κριτήριο το ΑΕΠ).
ΕΠΑΝΟΡΘΩΣΕΙΣ
Αμέσως μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο οι συμμαχικές δυνάμεις απαίτησαν από τη Γερμανία να αποζημιωθούν για τις ζημίες που τους προκάλεσε – λαμβάνοντας υλικά ανταλλάγματα είτε από τα υφιστάμενα περιουσιακά της στοιχεία, είτε από τη μελλοντική της παραγωγή. Στα πλαίσια αυτά υπάγεται και η αφαίρεση περιοχών από την ανατολική της επικράτεια.
Για τη Δυτική Γερμανία, η χρονική περίοδος της παροχής ανταλλαγμάτων τελείωσε εξαιρετικά γρήγορα, λόγω της σημασίας της στα πλαίσια του ψυχρού πολέμου με τη Ρωσία – ενώ της κόστισε πολύ λιγότερα από ότι στην Ανατολική Γερμανία, για την οποία αποτέλεσε ένα σημαντικότατο εμπόδιο στην περαιτέρω ανάπτυξη της.
Η Ελλάδα, επειδή βυθίστηκε στον οδυνηρό εμφύλιο πόλεμο μετά το 1945, δεν αποζημιώθηκε καθόλου από τη Γερμανία παρά το ότι δικαιούταν – έχοντας όμως ευτυχώς εγείρει εμπρόθεσμα απαιτήσεις. Εδώ οφείλουμε να σημειώσουμε ότι, η κατοχική πολιτική της Γερμανίας προέβλεπε τη μεθοδική λεηλασία των χωρών στις οποίες εισέβαλλε, καθώς επίσης την εξαθλίωση τους (γεγονότα που δυστυχώς μας θυμίζουν έντονα τη σημερινή πολιτική λιτότητας, εξευτελισμού, λεηλασίας της ιδιωτικής και της δημόσιας περιουσίας, καθώς επίσης εξαθλίωσης, η οποία απαιτείται ξανά από τη Γερμανία).
Το 1941/42 η κατοχική πολιτική είχε σαν αποτέλεσμα εκατοντάδες χιλιάδες θανάτους Ελλήνων από την πείνα – ενώ τα θύματα του Holocaust στην Ελλάδα υπολογίζονται στις 60.000. Επί πλέον αυτών έχουμε τα εγκλήματα εκδίκησης στην περίοδο της αντίστασης, την πολιτική της καμένης γης κλπ. – γενικότερα ανυπολόγιστες υλικές και μη καταστροφές, για τις οποίες η Ελλάδα δεν αποζημιώθηκε ποτέ, με αποτέλεσμα να επιβραδυνθεί πάρα πολύ η ανάκαμψη της.
Όπως είναι εύλογο, η «ποσοτικοποίηση» των απαιτήσεων για τις πολεμικές επανορθώσεις που οφείλονται αναμφίβολα από τη Γερμανία στην Ελλάδα, δεν είναι εύκολο να συγκεκριμενοποιηθεί – ενώ αναφέρονται ποσά μεταξύ 300 και 600 δις €, συμπεριλαμβανομένων των τόκων.
Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΠΛΕΥΡΑ ΤΩΝ ΕΠΑΝΟΡΘΩΣΕΩΝ
Μετά την επανένωση της Γερμανίας ο τότε καγκελάριος ανακοίνωσε ότι, θα ήταν προτιμότερο να συνεχιστεί η οικονομική συνεργασία, αντί να αρχίσουν ξανά οι συζητήσεις για τις επανορθώσεις.
Στα πλαίσια όμως αυτής της «οικονομικής συνεργασίας», καθώς επίσης της μετέπειτα εμπορικής και στη συνέχεια νομισματικής ένωσης, η Γερμανία είχε ανέκαθεν εξαγωγικά πλεονάσματα απέναντι στις υπόλοιπες χώρες της Ευρώπης – γεγονός που σημαίνει ότι, υπήρχε τεράστια μεταφορά οικονομικών πόρων προς τη Γερμανία, χωρίς «ανταλλάγματα». Η οικονομική συνεργασία λοιπόν, η οποία όφειλε να αποζημιώσει τις ευρωπαϊκές χώρες για τις καταστροφές που υπέστησαν στον πόλεμο, λειτούργησε ουσιαστικά υπέρ της Γερμανίας – η οποία έτσι δεν πλήρωσε ποτέ τα χρέη της.
Τα σωρευμένα πλεονάσματα της Γερμανίας τώρα είχαν σαν αποτέλεσμα τις σωρευμένες πιστώσεις προς τις άλλες χώρες – η εξυπηρέτηση των οποίων έχει φτάσει σήμερα στα όρια της.
Από την άλλη πλευρά, η κρίση χρέους της Ευρώπης έχει οδηγήσει το σύστημα της «σιωπηρής μεταφοράς πόρων από τη Γερμανία προς τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες», με τη βοήθεια των πιστώσεων και εν αγνοία των πολιτών της, επίσης στα όρια του.
Απλούστερα, παρά το ότι οι κυβερνήσεις της Γερμανίας γνώριζαν ότι πίστωναν τις ευρωπαϊκές χώρες και επένδυαν σε αυτές, με σκοπό να εξοφλήσουν σιωπηρά τις πολεμικές επανορθώσεις που όφειλαν, στη συνέχεια αναίρεσαν τις υποσχέσεις τους και ζήτησαν πίσω τα δάνεια τους. Υπάρχουν λοιπόν δύο μόνο διέξοδοι στη διάθεση μας:
(α) Είτε να αποπληρωθούν με προϊόντα και με υπηρεσίες τα σημερινά χρέη των χωρών της Ευρώπης προς τη Γερμανία, κάτι που όμως θα απαιτούσε αντιστροφή των εμπορικών ροών (ελλειμματικό εμπορικό ισοζύγιο της Γερμανίας, πλεονασματικό των υπολοίπων, έτσι ώστε να εξάγουν περισσότερα προς τη Γερμανία και να εισάγουν λιγότερα, με αποτέλεσμα να περιορίζεται συνεχώς το χρέος τους),
(β) Είτε να απαξιωθούν τα χρέη, με τον οποιονδήποτε τρόπο – παράλληλα να «μετατραπούν» τα τυχόν επόμενα πλεονάσματα του εμπορικού ισοζυγίου της Γερμανίας, απέναντι στις οφειλέτες-χώρες, σε μεταφορά προϊόντων χωρίς κόστος, προς τις χώρες αυτές.
Μόνο τότε και σε αυτό το μέγεθος, μέχρι να συμβούν δηλαδή τα παραπάνω, δεν μπορεί να ισχυρισθεί η Γερμανία ότι, πράγματι εξόφλησε τις επανορθώσεις που οφείλει – πόσο μάλλον απέναντι στην Ελλάδα.
Η ΑΠΟΨΗ ΕΝΟΣ ΑΛΛΟΥ ΓΕΡΜΑΝΟΥ
Περαιτέρω ένας άλλος σημαντικός Γερμανός ιστορικός, ο K. H. Roth, παραθέτει σε δύο άρθρα του πάρα πολλά στοιχεία, τα οποία επιβεβαιώνουν τις απαιτήσεις της Ελλάδας – επιμένοντας στην καταβολή των πολεμικών επανορθώσεων στη χώρα μας. Παράλληλα, ο κ. K. H. Roth συγκεκριμενοποιεί ποσοτικά όλες τις απαιτήσεις της Ελλάδας, με κριτήριο τη συμφωνία του Παρισιού το 1946 – τόσο τα πολεμικά χρέη, όσο και τις επανορθώσεις, καταλήγοντας σε ένα ποσόν, το οποίο συμπεριλαμβάνει και τις δύο επί μέρους οφειλές της Γερμανίας.
Ειδικότερα, στις 14. Ιανουαρίου του 1946 στο Παρίσι, συζητήθηκε και ψηφίσθηκε το Σύμφωνο Αποζημιώσεων, με βάση το οποίο η Γερμανία υποχρεώθηκε να καταβάλλει «επανορθώσεις», συνολικού ύψους 7,1 δις $ – με κριτήριο την αγοραστική αξία του δολαρίου το 1938. Στην Ελλάδα αντιστοιχούσε το 3,5% αυτού του ποσού (248,5 εκ. $), για τις καταστροφές που υπέστη την περίοδο του πολέμου, καθώς επίσης για το δάνειο, το οποίο εξαναγκάσθηκε να χορηγήσει η Εθνική Τράπεζα, το 1942, στο γερμανικό στρατό, για την κάλυψη των εξόδων του! Συνολικά πρόκειται για 106,5 δις $ σε τιμές του 2010 ή για 79 δις € περίπου (χωρίς τόκους, πάντοτε σύμφωνα με το Γερμανό ειδικό).
Χωρίς να αναλωθούμε σε περισσότερες λεπτομέρειες, η Ελλάδα εισέπραξε με κόπο περίπου 1,78 δις $ σε τρεις δόσεις (με αξίες 2010), από τα 106,5 δις $ των απαιτήσεων της – ένα πραγματικά ελάχιστο ποσόν, σε σχέση με το συνολικό.
Επομένως, η Γερμανία της οφείλει ακόμη 104,72 δις $, πάντοτε χωρίς τους τόκους, παρά το ότι είναι αρκετοί αυτοί οι οποίοι ισχυρίζονται πως η είσοδος της Ελλάδας στην Ευρωζώνη «διευκολύνθηκε» σκόπιμα από τη Γερμανία – με αντάλλαγμα τη μη απαίτηση της καταβολής των επανορθώσεων (ανεπίσημα φυσικά, αφού το θέμα των αποζημιώσεων παραμένει πολιτικά ακόμη ανοιχτό).
Εάν σκεφθεί δε κανείς ότι, με επιτόκιο 5% (το βασικό της Fed έφτασε κάποιες εποχές στο 20%), τα χρέη διπλασιάζονται ανά 15 χρόνια (10-20-40-80 κλπ.), τότε οι γερμανικές επανορθώσεις, ύψους 105 δις € περίπου σε σημερινές αξίες, φθάνουν εύκολα στα 565 δις € – τα οποία υπολόγισε πρόσφατα ο γνωστός Γάλλος οικονομολόγος.
Ολοκληρώνοντας, η λύση που προτείνει ο κ. K.H.Roth, είναι να μην επιβαρύνουν οι αποζημιώσεις τους Γερμανούς πολίτες, αλλά τη Γερμανική Ομοσπονδιακή Τράπεζα (η οποία είναι ουσιαστικά διάδοχος της Τράπεζας του 3ου Ράιχ), καθώς επίσης τις μεγάλες επιχειρήσεις της Γερμανίας – οι οποίες «λήστεψαν» στην κυριολεξία τον ορυκτό πλούτο της Ελλάδας, μέσω της δήθεν Γερμανο-Ελληνικής «Εταιρείας Εμπορικών Συναλλαγών» (Degrides).
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ
Και στις δύο περιπτώσεις, τόσο σε αυτήν με βάση τις αναλύσεις του κ. A. Ritschl, όσο και στην αντίστοιχη του κ. K. H. Roth, το συνολικό ποσόν που οφείλει η Γερμανία στην Ελλάδα είναι μεταξύ 300 και 600 δις € – ανάλογα με τον τρόπο υπολογισμού, τα επιτόκια και τους τόκους.
Σκοτεινός βέβαια παραμένει ο ρόλος της Μ. Βρετανίας, η οποία φαίνεται ότι παρέλαβε 10.000 τόνους βιομηχανικά προϊόντα από τη Γερμανία για την Ελλάδα, τα οποία όμως δεν έφτασαν στον προορισμό τους ποτέ.
Παράλληλα, φαίνεται ότι η Βρετανία αγόρασε από τη Γερμανία τους υπόλοιπους 20.000 τόνους, με την προϋπόθεση να σταλθούν τα χρήματα στην Ελλάδα – χρήματα που επίσης δεν έφτασαν ποτέ στην πατρίδα μας, η οποία ήταν αδύνατον να «συμπεριφερθεί υπεύθυνα», αφού είχε οδηγηθεί στον εμφύλιο πόλεμο.
Σε κάθε περίπτωση, δεν υφίσταται καμία απολύτως αμφιβολία, όσον αφορά τα πολεμικά χρέη και τις επανορθώσεις – αφού η τεκμηρίωση είναι εξαιρετική και από τους δύο αυτούς επιφανείς Γερμανούς οικονομικούς ιστορικούς.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
"Αυτοί που υπέφεραν ανέκαθεν από την άνοδο της αλαζονείας στη Γερμανία, είναι οι ίδιοι οι Γερμανοί πολίτες – ένας μεθοδικός, ικανός και εργατικός λαός, ο οποίος όμως εύκολα υποτάσσεται σε εκείνη πολιτική ηγεσία, η οποία ευρίσκεται κάτω από την επιρροή του βιομηχανικού καρτέλ, αν και γνωρίζει που τον οδηγεί".
Για πρώτη φορά μετά από το ξεκίνημα της κρίσης ανησυχούμε σοβαρά για την παραμονή της χώρας μας στην Ευρωζώνη – παρά το ότι το τελευταίο χρονικό διάστημα, εντελώς απρόσμενα, οι δηλώσεις όλων, κυρίως δε των Γερμανών πολιτικών, μας διαβεβαιώνουν για το αντίθετο.
Οι ανησυχίες μας αυτές οφείλονται κυρίως στην ύπαρξη των πολεμικών επανορθώσεων, για τις οποίες βεβαιωθήκαμε απόλυτα μετά τις αναλύσεις των δύο Γερμανών – αποζημιώσεις που δεν θέλει να πληρώσει η Γερμανία, ενώ Θα μπορούσαν να απαιτηθούν και από άλλες χώρες.
Είναι λογικό λοιπόν το ότι, η «ελληνική απειλή» θα ήταν καλύτερα για τους Γερμανούς να εξουδετερωθεί – με όλα όσα δεινά κάτι τέτοιο συνεπάγεται. Οι μέθοδοι άλλωστε που εφαρμόζονται σε έναν οικονομικό πόλεμο, δεν είναι τόσο διαφορετικοί από το συμβατικό: εξευτελισμός, απορρύθμιση, εισβολή, κατάρρευση, εξαθλίωση των μαζών, υποδούλωση και συνεχής λεηλασία των κατεκτημένων.
Εάν δεν υπάρξει υγιής αντίδραση δε, πολύ φοβόμαστε ότι σύντομα το γερμανικό καρτέλ θα εισπράττει τους φόρους στην Ελλάδα, θα τιμωρεί παραδειγματικά τους φοροφυγάδες, θα λειτουργεί τις ειδικές οικονομικές ζώνες, τα σύγχρονα στρατόπεδα συγκέντρωσης και καταναγκαστικής εργασίας καλύτερα, θα νοικιάζει τα νησιά μας, θα ελέγχει όλα τα υπουργεία κλπ.
Από την άλλη πλευρά βέβαια είναι αδύνατον να δημιουργηθεί ποτέ μία ενωμένη Ευρώπη ισότιμων μεταξύ τους κρατών, μία Ευρώπη των πολιτών της, όσο η (πρωσική) Γερμανία παραμένει μέλος της – ενώ έχουμε αναδείξει σε προηγούμενο άρθρο μας την παγίδα που ενδεχομένως κρύβει η τελευταία ενέργεια της ΕΚΤ, σε συνδυασμό με το ESM. Επομένως, η παραμονή της χώρας μας στην Ευρωζώνη, σε καθεστώς προτεκτοράτου, δεν είναι ότι καλύτερο θα επιθυμούσε κανείς – η έξοδος της όμως θα οδηγούσε δυστυχώς σε μία τεράστια οικονομική, κοινωνική, ενδεχομένως και γεωπολιτική τραγωδία.
Παράλληλα έχουμε μία αμυδρή υποψία, με βάση την οποία δεν είναι απίθανο οι Η.Π.Α. να επέτρεψαν στη Γερμανία (υπό την αιγίδα τους φυσικά) την κυριαρχία της στην Ευρώπη. Το αντάλλαγμα θα ήταν ίσως η σταθεροποίηση του δολαρίου το οποίο, εάν δεν είχε προηγηθεί η δήλωση της ΕΚΤ για αγορά απεριόριστων ποσοτήτων ομολόγων, θα είχε καταρρεύσει (μετά την ανακοίνωση του τρίτου πληθωριστικού πακέτου παροχής ρευστότητας για τη στήριξη της οικονομίας, του QE3, εκ μέρους της Fed). Με δεδομένα δε τα τεράστια προβλήματα της Αμερικανικής οικονομίας (άρθρο μας), τίποτα δεν είναι απίθανο – πόσο μάλλον όταν η υπερδύναμη ευρίσκεται σε πορεία παρακμής.
Ολοκληρώνοντας, ελπίζουμε και ευχόμαστε να είναι υπερβολικές οι ανησυχίες μας – εκτός πραγματικότητας δε τόσο οι υποψίες, όσο και οι τοποθετήσεις μας. Εν τούτοις, θεωρούμε υποχρέωση μας να τις αναφέρουμε – έτσι ώστε η πατρίδα μας να είναι προετοιμασμένη για κάθε ενδεχόμενο, όσο απίστευτο ή παράδοξο και αν ακούγεται, αποφεύγοντας όλες τις παγίδες.
Σχετικά άρθρα μας: Οικονομική γενοκτονία, Η ημέρα δέλτα, Σε εμπόλεμη ζώνη, Η ευρωπαϊκή τραγωδία, Το 4ο Ράιχ, οι Η.Π.Α. και η Ελλάδα, Στα ίχνη της Αργεντινής, Εκβιασμοί και εκβιαστές, Σύγχρονοι σκλάβοι, Η Βερολινέζα νοικοκυρά.
* Βασίλης Βιλιάρδος (copyright), Αθήνα, 17. Σεπτεμβρίου 2012, viliardos@kbanalysis.com. Ο κ. Β. Βιλιάρδος είναι οικονομολόγος, πτυχιούχος της ΑΣΟΕΕ Αθηνών, με μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Αμβούργου. Έχει εκδώσει πρόσφατα τρία βιβλία της σειράς «Η κρίση των κρίσεων» (διάθεση με παραγγελία στο kb@kbanalysis.com), τα έσοδα των οποίων ενισχύουν τη σελίδα.