Προς μια καταναλωτική «αυτορρύθμιση»*
Του Γιάννη Στρούμπα
Στο σκηνικό της μιζέριας που 'χει συνθέσει για την ελληνική κοινωνία η οικονομική κρίση ξεχωρίζει σαν αταίριαστη, αισιόδοξη πινελιά η υγιής αντίδραση μεγάλης μερίδας του καταναλωτικού κοινού που κατευθύνεται συνειδητά προς τα ελληνικά προϊόντα. Έρευνα του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών καταδεικνύει ότι ένας στους τρεις καταναλωτές στράφηκε τον τελευταίο χρόνο σε ελληνικά προϊόντα, με κριτήριο της επιλογής ακριβώς την ελληνική τους προέλευση.
* α΄ δημοσίευση: εφημ. «Αντιφωνητής», αρ. φύλλου 350, 1/9/2012.
Η ίδια μερίδα καταναλωτών δηλώνει πως θα επιμείνει και μελλοντικά στις ίδιες αγοραστικές επιλογές, σε μια κίνηση απολύτως συνειδητή, προκειμένου να στηριχτεί η ελληνική οικονομία («Η Καθημερινή», 12/8/2012, http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_economy_100033_12/08/2012_492226).
Ένας προσεκτικός παρατηρητής δεν θα χρειαζόταν καν την έρευνα του ελληνικού πανεπιστημίου για να υποψιαστεί την παραπάνω εξέλιξη. Η εμφανής απόπειρα πολυεθνικών εταιρειών που δραστηριοποιούνται στην ελληνική αγορά να πλασάρουν τα προϊόντα τους σαν ελληνικά είναι κάτι περισσότερο από εύγλωττη για τη σχετική καταναλωτική ροπή. Διαφημίσεις στην τηλεόραση και σταντ σε σουπερμάρκετ επιχειρούν να επιβεβαιώσουν εμφαντικά, μέσω των μηνυμάτων που εκπέμπουν, πως τα εργοστάσια των πολυεθνικών εταιρειών ενεργοποιούνται εδώ και χρόνια στην Ελλάδα, προσφέροντας θέσεις εργασίας στο τοπικό εργατικό δυναμικό. Σε σουπερμάρκετ ξένων συμφερόντων, μάλιστα, κυριαρχούν οι ευμεγέθεις πινακίδες που σηματοδοτούν όσα προϊόντα έχουν ελληνική προέλευση.
Αν υπέθετε βέβαια κανείς πως η περιγραφείσα τάση των καταναλωτών θα αποκτούσε διαστάσεις καθολικότητας, είναι πολύ πιθανό να διαγίγνωσκε και τα προβλήματα που πιθανώς θα συνόδευαν την καθολικότητα: αύξηση των τιμών δεδομένης της εγγυημένης εμπιστοσύνης, που θα καταντούσε «τυφλή» και θα «έδενε» τον πελάτη στη «μονοπωλιακή» προτίμηση, απουσία ανταγωνισμού, υποβάθμιση της ποιότητας. Αντιστρόφως, πάλι, δεν επιτρέπεται να λησμονούνται τα καρτέλ που στήθηκαν στο παρελθόν στην ελληνική αγορά από εταιρείες-κολοσσούς, με χαρακτηριστική περίπτωση το καρτέλ του γάλατος, παρά την ύπαρξη ποικίλων εμπορικών επιχειρήσεων, που αντί να λειτουργούν ανταγωνιστικά μεταξύ τους, σε αγαστή συνεργασία εκτόξευαν τις τιμές προκειμένου να κερδοσκοπούν.
Η δημιουργία μονοπωλίων στο εμπόριο συνήθως δεν προοιωνίζεται αίσιες προοπτικές για τους καταναλωτές. Το ερώτημα, ωστόσο, με τον οικονομικό τυφώνα να μαίνεται ανεξέλεγκτος, είναι ποιες άλλες δυνατότητες λειτουργίας θα διανοίγονταν για τις ελληνικές επιχειρήσεις χωρίς μια ισχυρή στήριξη της παραγωγής τους, τουλάχιστον από την ίδια την ελληνική αγορά. Οι ελληνικές επιχειρήσεις απευθύνονται κυρίως στην εντόπια αγορά. Με δεδομένο το μικρό μέγεθος της ελληνικής αγοράς λόγω του πληθυσμού της επικράτειας, που υπολείπεται κατά πολύ του πληθυσμού των μεγάλων χωρών στο εξωτερικό, όπου εδρεύουν οι ανταγωνιστικές πολυεθνικές επιχειρήσεις, οι ελληνικές επιχειρήσεις εισέρχονται στο πεδίο του ανταγωνισμού με το συγκριτικό μειονέκτημα της αισθητά μικρότερης παραγωγής. Η μικρότερη ποσότητα στην προμήθεια πρώτων υλών συνεπάγεται μεγαλύτερο κόστος παραγωγής. Μια ελληνική επιχείρηση, που 'χει σαν βάση εκκίνησης την περιορισμένη εντόπια αγορά, δύσκολα θα ανταγωνιζόταν οικονομικά τις πολυεθνικές εταιρείες. Στον λόγο αυτό άλλωστε οφείλεται και η απορρόφηση πολλών ελληνικών εταιρειών από πολυεθνικές, όταν η γιγάντωση της παγκοσμιοποίησης επέφερε την ισοπεδωτική της εισβολή και στον ελληνικό χώρο.
Η αδυναμία του οικονομικού ανταγωνισμού στο πεδίο της ποσότητας έχει ήδη γεννήσει εδώ και καιρό την πρόταση της ανταγωνιστικότητας μέσω της παροχής εξειδικευμένων, υψηλής ποιότητας προϊόντων ή υπηρεσιών. Όσο εύστοχη κι αν ακούγεται πάντως η συγκεκριμένη ιδέα, σκαλώνει σε αντίστοιχα προσκόμματα με εκείνα που γενικώς ορθώνουν εμπόδια σε μια ανταγωνιστική ελληνική παραγωγή. Γραφειοκρατικές δομές και απουσία σύνδεσης των πανεπιστημιακών και τεχνολογικών σπουδών στην ελληνική τριτοβάθμια εκπαίδευση με την αγορά εργασίας είναι παράγοντες εσωτερικοί, που έρχονται να προστεθούν σε όσους εξωτερικούς καθιστούν δύσκαμπτη την ελληνική παραγωγή. Η προώθηση, πάλι, ελληνικών προϊόντων που θα διακρίνονταν για την ποιότητά τους φαίνεται ότι ποσοτικά δεν είναι αρκετή για να υπερκεραστούν τα υπάρχοντα προβλήματα.
Υπό τις παρούσες συνθήκες οικονομικής πίεσης που δημιουργεί στις μικρές αγορές, μεταξύ των οποίων και στην ελληνική, η παγκοσμιοποίηση, δεν διανοίγεται καμία προοπτική ανάκαμψης για τις ελληνικές επιχειρήσεις και την ελληνική οικονομία γενικότερα. Μέχρι και πριν από το ξέσπασμα της κρίσης όσες ελληνικές επιχειρήσεις επιβίωναν το κατόρθωναν χάρη σ' ένα καταναλωτικό κοινό που μπορούσε να τις υποστηρίξει οικονομικά, παρόλο που οι τιμές τους ήταν ακριβότερες. Σήμερα η ίδια τάση μοιάζει να γιγαντώνεται, όπως τουλάχιστον καταγράφει η έρευνα του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών, τίποτε όμως δεν εγγυάται ότι η ενδόμυχη επιθυμία προς υποστήριξη των ελληνικών προϊόντων, η οποία σημειώνεται ρητά άλλωστε από τους συμμετέχοντες στην έρευνα, θα εξακολουθεί να γίνεται πράξη. Γιατί το πνεύμα εν προκειμένω προφανώς και είναι πρόθυμο, όταν όμως η υφεσιακή πολιτική, στην οποία έχει καταδικαστεί η Ελλάδα από την εγχώρια και τις διεθνείς εξουσίες, προοιωνίζεται νέες μειώσεις μισθών, συντάξεων, νέα «χαράτσια» και πλείστους ευφάνταστους φόρους, καθίσταται εντελώς αμφίβολο για πόσο ακόμη όσοι επιθυμούν να στηρίζουν τα ακριβότερα ελληνικά προϊόντα θα δύνανται να το πετυχαίνουν. Το πνεύμα πρόθυμο, η σάρκα ασθενής.
Κι ενώ η εμμονή στα «μνημόνια» και η υφεσιακή πολιτική που αυτά συνεπάγονται είναι αδιέξοδες και καταστροφικές, ο πρωθυπουργός κ. Αντώνης Σαμαράς επιμένει να διακηρύσσει σε κάθε τόνο τη συμμόρφωση της Ελλάδας στις αξιώσεις των κερδοσκόπων δανειστών της, εγκαταλείποντας απροσχημάτιστα τις προεκλογικές του εξαγγελίες περί «διαπραγμάτευσης» και αντικαθιστώντας τες από το χλιαρό, φοβισμένο ψέλλισμα της «επιμήκυνσης», δηλαδή της παράτασης αποπληρωμής του ελληνικού χρέους. Η Ελλάδα, στην πιο κρίσιμη συγκυρία, με μέγιστη ευθύνη και της πλειοψηφίας των πολιτών της, η οποία υπέκυψε στην προπαγάνδα των κατεστημένων μέσων ενημέρωσης και των κατεστημένων συμφερόντων, καθώς επίσης στο μικρόψυχο και μικρονοϊκό προσωπικό βόλεμα, οδηγείται μοιρολατρικά στην καταστροφή, ενώ θα 'πρεπε να τεκμηριώνει πειστικά την αναγκαιότητα της ριζικής επαναδιατύπωσης όλων εκείνων των οικονομικών συνθηκών που, στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης, απέφεραν κέρδη στις χώρες του ευρωπαϊκού βορρά, στις άρχουσες τάξεις του νεοφιλελεύθερου κατεστημένου, ισοπεδώνοντας, στον αντίποδα, τις οικονομίες του ευρωπαϊκού νότου και νομιμοποιώντας την ακύρωση κάθε εργασιακού δικαιώματος, με την παράλληλη ιδεολογική εξοικείωση των δυτικών πληθυσμών με την επικράτηση συνθηκών εξουθένωσης του εργασιακού δυναμικού σε χώρες της Ασίας, της Αφρικής, ακόμη και της ανατολικής Ευρώπης, όπου το καπιταλιστικό κατεστημένο μετέφερε την έδρα των επιχειρήσεών του και των στρατηγείων του, κι απ' όπου εξαπέλυσε την επίθεσή του απέναντι στα μικρομεσαία κοινωνικά στρώματα, επιχειρώντας να τα καταστήσει σύγχρονους δουλοπάροικους.
Κόντρα στην πολιτική υποτέλειας και μοιρολατρίας που ασκεί η κυβέρνηση του κ. Σαμαρά, η Ελλάδα θα πρέπει να διεκδικήσει ξανά το δικαίωμά της να παράγει τα δικά της προϊόντα, υποστηρίζοντάς τα δυναμικά απέναντι στη λαίλαπα της παγκοσμιοποίησης. Ό,τι αρνείται να κάνει προς το παρόν η ελληνική κυβέρνηση, το κάνει μια μερίδα Ελλήνων πολιτών, εισάγοντας μάλιστα στο πεδίο της αγοράς, προς έκπληξη του καπιταλιστικού κατεστημένου, την έννοια της «αυτορρύθμισης» των αγορών, την οποία προκρίνει εκείνο! Τούτη η καταναλωτική «αυτορρύθμιση», με την υποστήριξη των ελληνικών προϊόντων, φαντάζει σαν αντιμετώπιση του εχθρού με τα δικά του τα όπλα. Επειδή, ωστόσο, όπως αναλύθηκε νωρίτερα, η συγκεκριμένη επιλογή πιθανότατα θα αντιμετωπίσει δυσκολία στη μακροχρόνια εφαρμογή της, η υποστήριξή της από την ελληνική πολιτεία κρίνεται απολύτως αναγκαία. Πρόκειται άλλωστε για ζήτημα επιβίωσης της ίδιας της χώρας: αν θέλει να επιβιώσει, θα πρέπει να αναλάβει τις τύχες της στα χέρια της, κι όχι να σκορπά κεφάλαια προς κατευθύνσεις που υπονομεύουν την ύπαρξή της.
Το ιστορικό προηγούμενο για μία ακόμη φορά αποκαλύπτει και διδάσκει. Ο Θουκυδίδης, περιγράφοντας την εξέλιξη των σχέσεων ανάμεσα στους Αθηναίους και τους συμμάχους τους στο πλαίσιο της Αθηναϊκής συμμαχίας, που σταδιακά μετεξελισσόταν σε ηγεμονία των Αθηναίων, σχολιάζει την εσφαλμένη τακτική των συμμάχων να συμμετέχουν στη συμμαχία πληρώνοντας φόρους κι όχι επανδρώνοντας πολεμικά πλοία, φοβούμενοι μήπως υποστούν πληθυσμιακές και υλικές φθορές: «Γενικά, οι σύμμαχοι δεν δέχονταν πια μ' ευχαρίστηση την αρχηγία των Αθηναίων, οι οποίοι στις εκστρατείες δεν συμπεριφέρονταν πια σαν ίσοι προς ίσους με τους συμμάχους τους και μπορούσαν εύκολα να υποτάξουν τους αποστάτες. Υπεύθυνοι για την εξέλιξη αυτή ήσαν οι ίδιοι οι σύμμαχοι, οι οποίοι ήσαν απρόθυμοι να εκστρατεύσουν και, για να μην φεύγουν από τον τόπο τους, προτιμούσαν οι περισσότεροι, αντί να προμηθεύουν πολεμικά, να πληρώνουν σε χρήμα τις αντίστοιχες δαπάνες. Έτσι ο αθηναϊκός στόλος γινόταν ισχυρότερος με τα χρήματα που πλήρωναν οι σύμμαχοι, ενώ οι ίδιοι, όταν επαναστατούσαν, άρχιζαν τον αγώνα απροετοίμαστοι και χωρίς καμιά πολεμική πείρα.» (Μετάφραση: Άγγελος Βλάχος.)
Οι αντιστοιχίες ανατριχιαστικά κραυγαλέες: όπου «Αθηναϊκή συμμαχία» μπορούμε να διαβάζουμε «Ευρωπαϊκή Ένωση»· όπου «Αθηναίοι», «Γερμανοί»· όπου «σύμμαχοι», που πληρώνουν φόρους αντί να προμηθεύουν πολεμικά, «Έλληνες», που δανείζονται για να εισάγουν ξένα προϊόντα, αντί να ενισχύουν τη δική τους παραγωγή. Είναι εμφανής ο δρόμος που οφείλει να ακολουθήσει η Ελλάδα για την επιβίωσή της· μα, δυστυχώς, η σημερινή της ηγεσία, φυσική συνέχεια της προηγούμενης, αποδεικνύεται το λιγότερο ανεπαρκής να υποστηρίξει τα συμφέροντα της χώρας.