Αναζητώντας το όντως κάλλος
του π. Χαράλαμπου Παπαδόπουλου
«Όλα τα ποτάμια είτε κυλούν ράθυμα είτε ορμητικά μόνο μια λαχτάρα έχουν… την θάλασσα»
Στον κόσμο που ζούμε, υπάρχει μια σιωπηρή συνωμοσία αδιάγνωστης φύσης και προέλευσης, ωστόσο όμως ηχηρά παρούσα στην ζωή μας, που θα μπορούσαμε να την ονομάσουμε ως μια αυτοκαταστροφική διάθεση και στάση απέναντι στην ζωή και ότι αυτή συμβολίζει και σημαίνει. Μια βαθύτερη και πτωτικά χαώδης επιθυμία στο να εξοντώνει και να εκμηδενίζει την αλήθεια και την ελπίδα των πραγμάτων και των νοημάτων.
Ο άνθρωπος μέσα στην τραγωδία της ιστορίας του στα πάθη και στους καημούς του, στην αγωνία και την απελπισία του, στο όνειρο και την προδοσία του, επιθυμεί και λαχταρά πότε η «ομορφιά θα σώσει τον κόσμο». Μια ομορφιά πέρα από την ανάγκη της φύσης. Πέρα και πάνω από μια ορμέφυτη αντανακλαστική ενατένιση των πραγμάτων, αλλα εκείνη την εμπειρία του κάλλους που μπορεί να σώσει μια καρδιά από την απόγνωση, να δώσει νόημα στην ύπαρξη, να φανερώσει μια άλλη πραγματικότητα και ποιότητα ζωής.
Η θρησκεία, η φιλοσοφία, η ποίηση, το θέατρο, η ζωγραφική και γενικότερα οι τέχνες. Η κοπιώδης και δημιουργική σχέση με την γη και την καλλιέπεια της, αλλά και κάθε μορφή δημιουργίας, υπήρξαν ιστορικοί χώροι μέσα από τους οποίους ο άνθρωπος αναζήτησε ουσιαστικά και εξέφρασε τον βαθύτερο πόθο του, να ενωθεί με τον Θεό του κάλλους, να γευθεί την υπέρτατη «ηδονή» με «κάτι» ή «κάποιον» που θα ξεπερνούσε τα όρια της τραγικότητας του κόσμου του. Αναζήτησε λοιπόν την ελευθερία του προσώπου του από τα δεσμά του χρόνου και του χώρου που τον οδηγούν με τελματικό τρόπο στον θάνατο.
Η δίψα αυτή του κάλλους και της ηδονικής εμπειρίας που γεύεται ο μύστης των θρησκειών, ο δημιουργός μιας καλλιτεχνικής έκφρασης, ο άνθρωπος που γενικότερα αναζητά την ομορφιά ως σώζουσα εμπειρία, ως μεταμορφωτική δύναμη στην ζωή του, έχει ως βαθύτερη ουσία της, την αναζήτηση του Θεού, είτε συνειδητά είτε ασυνείδητα.
Όχι όμως τον Θεό των θρησκευτικών ιδεολογιών και των ανθρωπόμορφων περιγραφών, των θρησκευτικών νευρώσεων και ενοχών, του νόμου και του τύπου, της εξουσίας και της αμείλικτης παγερής ανώτατης αυθεντίας που περιορίζει την θεότητα στα μέτρα και στα μεγέθη αυτού του κόσμου, «κατ` εικόνα και καθ΄ ομοίωση» των δικών μας παθών και ποικίλων αναγκών. Αλλά ενός Θεού που φανερώνεται στο κάλλος της δημιουργίας Του ,στις ποιητικές υπάρξεις που τον αναζητούν με πάθος και πόθο.
Τι άλλο πραγματικά μπορεί να σημαίνει η ανάγκη για καλλιτεχνική έκφραση απ` την αγωνιώδη ερωτική ψηλάφηση της τελειότητας, του επέκεινα?
Ένας καλλιτέχνης δεν είναι ποτέ ολοκληρωτικά ικανοποιημένος από την τελική μορφή του έργου του, αλλά διαρκώς αναζητά τρόπους και μεθόδους νέας δημιουργίας ώστε να ξεδιψάσει την λαχτάρα του για το κάλλος, την ωραιότητα, την τελειότητα και την ομορφιά.
Συνειδητά ή ασυνείδητα η δίψα αυτή είναι δίψα του Απείρου Θεού. Του μόνου δημιουργού, Του μόνου καλλιτέχνη και ποιητή του παντός.
Η πλήξη, η θλίψη κι` αυτή η μελαγχολική οσμή στα μάτια των ανθρώπων, διαδηλώνει και ομολογεί περίτρανα ότι ο κόσμος αυτός, υποφέρει μέσα στην παραμόρφωση που επιφέρει πάνω του το κακό ως παρουσία επιλογής.
Πάνω σ` αυτή την υπαρξιακή ανάγκη δουλεύουν οι επιχειρήσεις της πλαστής ομορφιάς. Των χιλιάδων σήμερα ινστιτούτων, προγραμμάτων και μεθόδων απόκτησης του «κάλλους». Μιας ομορφιάς όμως, που είναι τραγικά ανίσχυρη να μιλήσει στα βάθη της ανθρώπινης καρδιάς. Μιας πλαστότητας που δεν ενώνει την ανθρωπότητα μέσα στην μεθυστική του λάμψη και εμπειρία του ωραίου, αλλά την διαιρεί, την ενοχοποιεί, την κακοποιεί και την δεσμεύει στην δουλεία των πραγμάτων της.
Η τραγικότητα όμως της σύγχρονης πραγματικότητας είναι ότι ολοένα και περισσότερο οι λεγόμενοι άνθρωποι της εκκλησίας (για μένα άνθρωποι της θρησκείας) χάνουν αυτή την αίσθηση και την αναζήτηση, παύουν να κουβαλούν μέσα τους αυτή την εμπειρία.
Οι χριστιανοί δεν είναι πλέον φορείς αυτού του μυστηριακού βιώματος. Τα μάτια τους όπως είπε και σύγχρονος διανοητής είναι ολοένα και περισσότερο σκοτεινά δηλώνοντας την απώλεια της χαράς, του φωτός, του αγίου κάλλους.
Για αυτό και δεν αγαπούν, δεν ερωτεύονται δεν δημιουργούν, δεν αγωνιούν για τίποτα παρά μονάχα για ένα, την διατήρηση και την εξασφάλιση της ατομικότητας. Της εξουσίας, της ειδωλολατρικής αντικειμενικής αγιότητας, και της θεσμικής κατοχύρωσης.
Στην εκκλησία χάθηκε το συλλογικό, το κοινοτικό, η σύναξη της αρχαιότητας που μεταμορφώθηκε σε εκκλησιαστικότητα, η σύναξη της βασιλείας του Θεού και αποκάλυψη του επέκεινα.
Στην εκκλησία, εκτός τραγικά λιγοστών εξαιρέσεων, δεν παράγουμε πλέον πολιτισμό. Πολιτισμό που θα είναι καρπός εμπειρίας και βιώματος. Η αγιογραφία, η βυζαντινή μουσική και υμνολογία, η ξυλογλυπτική, η ναοδομία, είναι μια «παραγωγή» κακέκτυπης απομιμήσεως και εμπορευματοποιήσεως, που τις περισσότερες φορές δεν εκφράζει τίποτε απολύτως, δεν λέει τίποτα στην καρδιά του σύγχρονου ανθρώπου, που αναζητά όχι την μουσειακή διατήρηση ενός ενδόξου παρελθόντος, αλλά δύναμη ζωής, πρόταση ζωή που να νικά τον θάνατο.
Εισερχόμενοι σε` ένα ναό του 12ο -13ο αιών και σ` ένα σύγχρονο, δεν καταλαβαίνεις απλώς, αλλά αισθάνεσαι με όλο σου το είναι την έκπτωση του εκκλησιαστικού μας βιώματος. Νιώθεις ότι στον ένα χώρο υπήρξε γεύση του αιωνίου Είναι.
Αποτέλεσμα σχέσεως του φανερούμενου μυστηρίου του Θεού στην ανθρώπινη καρδιά. Είναι ψηλάφησης του αγίου κάλλους σ` ένα χώρο και μια κοινότητα, που γνώρισε την ωραιότητα, την ανεκλάλητη δια ανθρωπίνων ρημάτων ομορφιά, αλλά δια της γλώσσας των συμβόλων οντολογική πραγματικότητα.
Σήμερα ο πολιτισμός των χριστιανών είναι εικονικός, σχετικός, άκαρπος και ασαφής. Δεν ανιχνεύεται στις κοινωνίες των πολιτών ως δύναμη και φύραμα μεταμορφωτικής προοπτικής. Είναι εικονικό το κάλλος του, η δύναμη του, το βίωμα του, η θεολογία του. Γι` αυτό και δεν επηρεάζουμε κανένα απολύτως τομέα της ζωής του σύγχρονου κόσμου. Επίσης δε άνθρωποι ιδιαιτέρων χαρισμάτων δεν εισέρχονται πλέον στο χώρο της εκκλησίας. Δεν εμπνέονται από αυτή. Με αποτέλεσμα έμψυχο υλικό υψηλής ποιότητας που σε άλλες μορφές εκκλησιαστικού βίου εκφραζόταν μέσα στην ορθόδοξη εκκλησία, σήμερα να βρίσκουν αλλού υπαρξιακό καταφύγιο και χώρους έκφρασης.
Η αλήθεια είναι ότι για δεκαετίες σταθήκαμε ως χριστιανικός κόσμος απέναντι από την τέχνη και τον πολιτισμό. Πολλές φορές μάλιστα στα πλαίσια ενός νευρωτικού ευσεβισμού πολεμήσαμε και γελοιοποιήσαμε τους εκφραστές της, δεν τους καταλάβαμε ή ίσως ποτέ δεν θελήσαμε να τους κατανοήσουμε. Ήρθε όμως η ώρα να αντιληφθούμε ότι η εποχή μας ίσως όσο καμιά άλλη έχει ανάγκη από το κάλλος. Την ομορφιά που θα σώσει τον κόσμο. Διότι όπως είχε πει και ο Ντοστογιέφσκι «ο κόσμος θα χαθεί από ένα μεγάλο χασμουρητό». Αυτή η πλήξη και ανία, η ακηδία του ονείρου, και η απροθυμία για ασκητική απέκδυση του άσχημου και καταστροφικού είναι πλέον πραγματικότητα που παραμορφώνει την όντως φύση της ζωής.
Η θέση της εκκλησίας είναι κοντά σε όλους αυτούς οι οποίοι είτε συνειδητά είτε ασυνείδητα λαχταρούν και επιζητούν το κάλλος το Άγιον που σώζει τον κόσμο. Είναι κοντά με όλους εκείνους που αναζητούν την ομορφιά, την ωραιότητα, την αγάπη που αντανακλάτε στην ζωή και τα πρόσωπα των ανθρώπων.
Ας κοιτάξουμε με μάτια ιλαρότητας και αγάπης την δίψα ενός κόσμου που ποθεί την ομορφιά και την αναζητά στην εκκλησία, ως ωραιωθείσα αγάπη.