Συλλογική «ανάβασις»[i]
Μαρίας Νικολάου, «Ο κύριος Γιάννης»,
Του Γιάννη Στρούμπα
Καβάλα στη μηχανή του ο κύριος Γιάννης διασχίζει ρεματιές με πλατάνια ανιχνεύοντας το τοπίο και τους ανθρώπους του, για να αναλάβει τα καθήκοντά του ως δάσκαλος σε απροσδιόριστο πομακοχώρι του νομού Ξάνθης, στην οροσειρά της Ροδόπης. Ο δάσκαλος είναι αποφασισμένος να εγκατασταθεί στο χωριό αντί να πηγαινοέρχεται εκεί διαμένοντας στο αστικό κέντρο, και να μοιραστεί τις γνώσεις και το είναι του με τους μαθητές του και την τοπική κοινωνία.
[i] α΄ δημοσίευση: εφημ. «Αντιφωνητής», αρ. φύλλου 348-349, 16/8/2012.
Χωρίς ηλεκτρικό και δίκτυο ύδρευσης, με την άσφαλτο να σταματά στο προηγούμενο χωριό, με μαθητές που δεν έχουν απομακρυνθεί ποτέ από το χωριό τους, που δεν έχουν γνωρίσει καν τη θάλασσα ούτε άλλα βασικά στοιχεία του σύγχρονου πολιτισμού, υπό αντίξοες συνθήκες, ο δάσκαλος, στο πεζογράφημα «Ο κύριος Γιάννης» της Μαρίας Νικολάου, επιχειρεί να διαπλατύνει τους ορίζοντες της τοπικής κοινωνίας, διευρύνοντας ταυτόχρονα και τους δικούς του, σε μια διαδικασία αμφίδρομου δοσίματος.
Ο χαρισματικός δάσκαλος κερδίζει την κοινωνία του χωριού ήδη με την απόφασή του να εγκατασταθεί σ' αυτό, κερδίζει όμως και την προσοχή των μαθητών του χάρη στην ικανότητά του να παρέχει γνώσεις αφορμώμενος πάντοτε από εμπειρικά δεδομένα, οφειλόμενα σε οπτικά ή ακουστικά ερεθίσματα. Η επίδειξη μιας πατάτας στους μαθητές δίνει το έναυσμα για την εξιστόρηση του τρόπου με τον οποίο διαδόθηκε η καλλιέργεια της πατάτας στην Ελλάδα επί Καποδίστρια, ενώ η ιστορική προσέγγιση παραχωρεί κατόπιν τη θέση της σε μια μαγειρική συνταγή, που επιστρατεύεται για τη διαρκή κινητοποίηση του μαθητικού ενδιαφέροντος. Μια συνταγή για ποπκόρν επισφραγίζει το μάθημα για τους εξερευνητές και τα καλλιεργήσιμα είδη που εκείνοι έφεραν πίσω στον «παλιό κόσμο» επιστρέφοντας από τις εξερευνήσεις τους. Το νόημα του τουρισμού διδάσκεται μέσω του αντίστοιχου βιώματος κατά τη σχολική εκδρομή στη Θάσο. Το «μαθαίνεις παίζοντας» εκφράζει τη μαθησιακή λογική του δασκάλου, όπως αυτή ενσαρκώνεται σε πρακτική τακτική.
Η εξάχρονη Μελέκ, κεντρική ηρωίδα του αφηγήματος πλάι στον κύριο Γιάννη, είναι ο φορέας που διαδίδει τις κινήσεις και τις μεθόδους του δασκάλου μέσα από τη μεταφορά τους στον παππού και τη γιαγιά της, και κατ' επέκταση στο τοπικό περιβάλλον και τους ίδιους τους αναγνώστες του πεζογραφήματος. Με θαυμασμό και αγάπη για τον δάσκαλό της που τη φέρνει σε επαφή με τόσες νέες πληροφορίες η Μελέκ αφηγείται στους δικούς της όσα πρωτάκουστα για την ίδια και θαυμαστά μαθαίνει, και μάλιστα με την ίδια βιωματική τεχνική που αξιοποιεί κι ο δάσκαλος. Με αφορμή το πλέξιμο των μαλλιών της σε κοτσίδες από τη γιαγιά της, η Μελέκ μεταφέρει στη γιαγιά της τη σχολική γνώση για τον αριθμό των τριχών που φυτρώνουν στο κεφάλι των ανθρώπων. Η τεχνική των βιωματικών αφορμήσεων του δασκάλου και της Μελέκ αποδεικνύεται και συγγραφική τεχνική της Νικολάου, επιτρέποντας την αβίαστη κατάθεση των πληροφοριών.
Οι ενθουσιώδεις εξιστορήσεις της Μελέκ σχετικά με τις παραδόσεις του κυρίου Γιάννη θα οδηγήσουν τον Φατίχ, παλιό τελειόφοιτο του δημοτικού, να ζητήσει την επανεγγραφή του στο σχολείο, αυξάνοντας τους μαθητές του σε δεκαπέντε. Δεν ελκύει όμως τους μαθητές μόνο η διδακτική αποτελεσματικότητα του κυρίου Γιάννη. Πολύ περισσότερο από απλός δάσκαλος, ο κύριος Γιάννης συμπεριφέρεται σαν πατέρας: ανάβει από νωρίς τη σόμπα στο σχολείο για να μην κρυώνουν οι μαθητές του· στεγνώνει τη βρεγμένη κάλτσα του Εβρέν, ο οποίος βρέθηκε μες στο ποτάμι· μοιράζει τα μαθήματα της επόμενης μέρας στα σπίτια των παιδιών, όταν ο χιονιάς δεν επιτρέπει την προσέλευσή τους στο σχολείο· φιλοξενεί για πέντε ημέρες στο δικό του σπίτι τον άρρωστο Φατίχ, ώσπου το παιδί να γίνει καλά· παρηγορεί τον Αϊντίν, που δεν γνώρισε ποτέ μητέρα, προσφέροντας μια καινούρια οπτική αντιμετώπισης του θανάτου: «Οι άνθρωποι, όταν φεύγουν από τη ζωή, ζουν στις καρδιές και στη μνήμη μας.»
Η σοφία όμως του κυρίου Γιάννη δεν έχει «μονοπωλιακό» χαρακτήρα· συντροφεύεται από τη λαϊκή σοφία των ντόπιων. «Οι άνθρωποι είναι άρπαγες» αποκαλύπτει ο παππούς στη Μελέκ. Επίσης της διδάσκει πως ο άνθρωπος δεν κρίνεται από τα υπάρχοντά του αλλά από το πόσο καλή παρέα κάνει, για να συμπληρώσει κι η γιαγιά πως ο χαρακτήρας ενός ανθρώπου είναι σαν την ουρά ενός ζώου, που το ακολουθεί διαρκώς. Με τις συγκεκριμένες αναφορές η Νικολάου δεν προσθέτει απλώς νέο υλικό που εμπλουτίζει την ιστορία της· πρωτίστως σμιλεύει τις χαρακτηρολογικές πτυχές των ηρώων της, τονίζοντας το ήθος τους, το πνευματικό τους βάθος, που φανερώνεται αξιόλογο, έστω κι αν οφείλεται σε βιώματα κι όχι σε ανώτερες σπουδές. Τοποθετώντας τους απλούς ανθρώπους ισότιμα πλάι στον «πεπαιδευμένο» δάσκαλο προστατεύει και τον κεντρικό ήρωά της από τον κίνδυνο να αναχθεί σε πρόσωπο απόμακρο, υπεροπτικό απέναντι στους χωρικούς.
Μπορεί λοιπόν το χωριό της Μελέκ να 'ναι αποκομμένο από τον «πολιτισμό», προσφέρει ωστόσο σαν αντιστάθμισμα τον δικό του πολιτισμό, την αυθεντικότητα, την αγνότητα, τα αρώματα και τις γεύσεις του. Το ψωμί της γιαγιάς δεν το συναγωνίζεται κανένας φούρνος της πόλης. Κι αν ο ορεινός τούτος τόπος υστερεί στην πρόσβαση σε τεχνολογικά επιτεύγματα, έχει να επιδείξει το λαογραφικό του υλικό από συνταγές μαγειρικής, παραδοσιακές φορεσιές, πολύτιμες λαϊκές αντιλήψεις που ριζώνουν στα βάθη των αιώνων, μάλιστα και σε αρχαιοελληνικές φιλοσοφικές θεωρίες. Εκεί εντοπίζεται κι η αντίληψη της γιαγιάς ότι ο ύπνος είναι ο δίδυμος αδελφός του θανάτου.
Ο αποκομμένος τόπος συναντά τον πολιτισμό χάρη στον κύριο Γιάννη. Ο δάσκαλος μεριμνά για την οργάνωση σχολικής βιβλιοθήκης, φέρνει τους μαθητές του σε γνωριμία με τον ηλεκτρονικό του υπολογιστή και, μέσω αυτού και για όσο χρόνο το επιτρέπει η μπαταρία του, με τον κινηματογράφο, τα κινούμενα σχέδια, τα κλασικά έργα της παιδικής λογοτεχνίας, δίνοντας μάλιστα την ευκαιρία στη Μελέκ να παραλληλίσει τον εαυτό της -σ' έναν ευφάνταστο, επιτυχημένο παραλληλισμό- με μια άλλη, διάσημη μικρούλα των βουνών, τη Χάιντι. Ακόμη και παράσταση κουκλοθέατρου προσφέρει ο δάσκαλος μέσω προσκεκλημένων καλλιτεχνών στους μαθητές. Ο ίδιος τόπος ωστόσο συναντά δυστυχώς και τις ρυπογόνες συνήθειες του σύγχρονου τρόπου ζωής. Η προστασία της φύσης προτείνεται στην ανάληψη πρωτοβουλίας για τον καθαρισμό από τους μαθητές της κοίτης του τοπικού ποταμού. Το αφήγημα της Νικολάου αποκτά διαστάσεις οικολογικού παραμυθιού χάρη στην ευαισθησία που καλλιεργεί απέναντι στις ανθρώπινες καταχρήσεις, όπως στην περίπτωση της ρίγανης που συλλέγεται απρόσεκτα με ξερίζωμα, με αποτέλεσμα τη σταδιακή της εξαφάνιση. Η εκ νέου ρύπανση του ποταμού από τους ενήλικες συνιστά πηγή προβληματισμού, ενώ παράλληλα αποτρέπει τις ωραιοποιήσεις που απέχουν από την πραγματικότητα.
Η Νικολάου δεν επιδιώκει σε καμία περίπτωση να εξωραΐσει καταστάσεις. Με επίγνωση των δύσκολων συνθηκών και των χρόνιων προβλημάτων θίγει τα κακώς κείμενα, αγγίζοντας ακόμη και τις πολιτικές τους ρίζες. Η χρόνια απομόνωση του τόπου από την ελληνική πολιτεία με τη μπάρα στον επαρχιακό δρόμο θίγεται από τον παππού της Μελέκ και γίνεται κατανοητή από τον δάσκαλο. Οι αντιλήψεις του παππού για τον ρόλο της γυναίκας αμφισβητούνται από τη μικρή Μελέκ, όταν το κορίτσι εμπράκτως του αποδεικνύει τις ικανότητες του θηλυκού φύλου κάνοντας αριθμητικούς υπολογισμούς ταχύτερα από εκείνον. Ωστόσο, ζητούμενο για τη Νικολάου δεν είναι η ωμή καταγγελία. Αντικρίζοντας τις υποθέσεις μέσα από τα μάτια ενός εξάχρονου κοριτσιού, προτείνει την όποια αμφισβήτηση των δύσκαμπτων, πεπαλαιωμένων απόψεων με κομψότητα. Η επιχειρούμενη επανάσταση της γνώσης, επανατοποθετώντας τα πράγματα στις σωστές τους διαστάσεις, είναι βελούδινη, όχι συγκρουσιακή, ταιριάζοντας με την τρυφερότητα της μικρής ηρωίδας. Έτσι αποκτά και προοπτικές μακροπρόθεσμης αποτελεσματικότητας, εφόσον, στηριζόμενη στην πειθώ κι όχι στη μετωπική απόρριψη, χαρίζει ελπίδες για ένα δικαιότερο αύριο.
Η τρυφερότητα της Μελέκ, που αμφισβητεί κομψά το αλάθητο της ανδροκρατούμενης κοινωνίας, ασκεί εξίσου αποτελεσματικά και κοινωνική κριτική. Μετά από την πρόσκληση των μαθητών από σχολείο της πόλης και την επίσκεψή τους εκεί, η Αγγελική, μαθήτρια του άλλου σχολείου, σχολιάζει θεωρητικολογώντας ότι «κάθε παιδί έχει δικαίωμα να πηγαίνει στο σχολείο». Η πολιτικώς ορθή άποψη κλονίζεται από το εκπληκτικό ενδόμυχο σχόλιο της Μελέκ πως η γιαγιά της και η θεία της ποτέ δεν βίωσαν το προνόμιο αυτό. Ούτε στη συγκεκριμένη περίπτωση επέρχεται κάποια εμφανής σύγκρουση· όμως η πλάνη προσδιορίζεται, έστω κι απαλά, χωρίς οξύτητες και καταγγελτικό λόγο, μέσα από την αλήθεια των παιδικών ματιών που τρέφονται από τα αντίθετα της εύσχημης θεωρίας βιώματα.
Η σκληρή πραγματικότητα λοιπόν δεν αγνοείται από τη Νικολάου, ούτε όμως υπερτονίζεται, καθώς η τρυφερότητα της Μελέκ είναι αντίστοιχη της συγγραφικής θέασης. Η Νικολάου συνθέτει το πεζογράφημά της με εμφανή στόχο να χτίσει γέφυρες ανάμεσα στους αποκομμένους μεταξύ τους κόσμους του δυτικοθρακιώτικου τοπίου, κι όχι να τις γκρεμίσει αναδεικνύοντας ανυπέρβλητες διαφορές. Γι' αυτό ο κυρίαρχος τόνος είναι μειλίχιος, προσιδιάζοντας στη γλυκύτητα των τρυφερών του πρωταγωνιστών της σχολικής ηλικίας. Κι αν η παιδική σκέψη κάποτε φανερώνεται αφελής, σκορπώντας απλόχερα το χαμόγελο, όπως στη διαπίστωση της Μελέκ πως ο Θεός θα έπρεπε να συμβουλεύεται τουλάχιστον για τη διοργάνωση των εκδρομών τον ικανότατο κύριο Γιάννη, είναι γιατί η αφέλειά της πηγάζει εντέλει από την ίδια γόνιμη παιδική αγνότητα.
Η λήξη της σχολικής χρονιάς βρίσκει τον δάσκαλο, σε κλίμα συγκίνησης, να καβαλά ξανά τη μηχανή του, σε σχήμα κύκλου, κι έχοντας ολοκληρώσει τον δικό του κύκλο στον τόπο όπου κλήθηκε να διδάξει. Σαν μοναχικός καβαλάρης ή σύγχρονος ιππότης αποχωρεί από το χωριό, έχοντας προσφέρει στους μαθητές και τους ντόπιους κομμάτι της ψυχής του. Για τους κατοίκους του χωριού, που μένουν πίσω, μοίρα τους είναι ο διαρκώς δύσβατος δρόμος τους: «Φατίχ ανάβασις», συλλογίζεται η Μελέκ, φέρνοντας στο μυαλό της το όνομα που είχε δώσει ο κύριος Γιάννης στο δρόμο με κατεύθυνση το βουνό και το μαντρί του Φατίχ. Ο εύγλωττος συμβολισμός δηλώνει για μία ακόμη φορά πως δεν υπάρχουν μαγικές λύσεις· η ανάβαση, ωστόσο, προϊόν της διάθεσης για αγώνα κι εγκατάλειψης κάθε πρόθεσης για παραίτηση, που πραγματοποιείται συλλογικά, με την προτροπή του δασκάλου και την αποδοχή της από την τοπική κοινωνία, προσφέρει πάντοτε πολύτιμες αφορμές αυτογνωσίας και προόδου.
Μαρία Νικολάου, «Ο κύριος Γιάννης», εκδ. Γραφίς, Αλεξανδρούπολη 2011, σελ. 104.
«Για τον παππού, παρά τα προβλήματα, ο τόπος του δεν είναι απλά "ένας τόπος", αλλά ένα φίδι που σέρνεται, ένα βατράχι που στέκει ξαφνιασμένο στην όχθη του ποταμού, μια φωλιά με τα μικρά πουλιά πάνω να περιμένουν την επιστροφή των γονιών τους, το δάκρυ από ρετσίνι που τρέχει στον κορμό του δέντρου, ακόμη-ακόμη και η πάχνη που λάμπει επάνω στα φυτά. Ήταν ένας τόπος, όπως έλεγε, κομμάτι μιας δημοκρατικής χώρας, της χώρας του, που δεν μπορούσε να καταλάβει πώς επί χρόνια ακολουθούσε τόσο λανθασμένες πολιτικές. "Κοίτα τα πουλιά, δάσκαλε. Πετούν από δέντρο σε δέντρο ανεμπόδιστα, κι όμως για εμάς τους ανθρώπους εδώ πάνω ο περιορισμός της ελευθερίας κίνησης για στρατιωτικούς δήθεν λόγους ήταν κανόνας. Κοίτα τα πουλιά, δάσκαλε. Ξέρεις τι είναι ο άνθρωπος να ζηλεύει τα πουλιά και να ζει σε έναν τόπο που λατρεύει;"» |
«Η ζωή για τη γιαγιά Μελέκ ποτέ δεν ήταν επισφαλής, ακόμη και όταν ζούσε στα όρια της φτώχειας, κι αυτό γιατί ήταν σίγουρη ότι ο πρώτος που θα τη στήριζε ήταν ο Θεός. Γι' αυτό πάντοτε έλεγε: "Φρόντιζε να τον κουβαλάς μέσα σου, Μελέκ". Σε αντίθεση δηλαδή με τον παππού, που έλεγε πάντα ότι ο άνθρωπος σώθηκε, όσες φορές σώθηκε, και καταστράφηκε, όσες φορές καταστράφηκε, μόνος του. Εγώ πάλι από εκείνη τη μέρα της εκδρομής και για πολύ καιρό μετά φρόντιζα να παρακαλώ κρυφά τον Θεό να διοργανώνει πάντα τόσο πετυχημένες μέρες, όσο εκείνη της εκδρομής στη Θάσο. Η γιαγιά είχε περάσει τόσα πολλά βάσανα στη ζωή της, που δεν χρειαζόταν τα βάσανα των άλλων για να νιώσει ευγνωμοσύνη. Την ένιωθε και ευχαριστούσε τον Θεό από μόνη της, ακόμη και για τα πολύ απλά. Ο παππούς και στα πολύ απλά ακόμη έβλεπε να μην υπάρχει παρά μόνο ο αγώνας. Πάντως καλά θα έκανε ο Θεός στις εκδρομές τουλάχιστον να άκουγε τη συμβουλή μου και να ζητούσε τη βοήθεια του κυρίου Γιάννη, γιατί ήξερε να τις διοργανώνει άψογα.» |