ΓΑΛΛΙΑ: Μακρύς κατάλογος ιδιωτικοποιήσεων…

ΓΑΛΛΙΑ: Μακρύς και αποκαλυπτικός ο κατάλογος των ιδιωτικοποιήσεων

 

Της Ελένης Μαυρούλη

 

 

Οι ιδιωτικοποιήσεις επιχειρήσεων και υπηρεσιών του Δημοσίου είναι μια διαδικασία πολύ γνωστή στη Γαλλία, η οποία έχει ξεκινήσει, ήδη, από τη δεκαετία του '80. Στο πλαίσιό της έχουν περάσει στα χέρια ιδιωτών, μεγάλων πολυεθνικών και μονοπωλίων, δεκάδες επιχειρήσεις, οι οποίες παλαιότερα είχαν εθνικοποιηθεί και πολλάκις στηριχθεί από το κράτος, δηλαδή από τα χρήματα των Γάλλων φορολογουμένων, έναντι αρκετών δισεκατομμυρίων φράγκων, αρχικώς, και ευρώ στη συνέχεια.

 

Μια προσεκτική ματιά, αποδεικνύει ότι το κέρδος για τους ιδιώτες σε όλες τις περιπτώσεις ήταν και είναι πολλαπλάσιο, ενώ αντίθετα οι Γάλλοι εργαζόμενοι κλήθηκαν είτε να πληρώσουν ακριβότερα τις παρεχόμενες υπηρεσίες είτε και να αρκεστούν σε χαμηλότερης ποιότητας υπηρεσίες. Ενώ όσοι εργάζονταν στις εταιρείες που πουλήθηκαν υπέστησαν δραματική χειροτέρευση των όρων εργασίας τους – με χαρακτηριστικότερο ίσως παράδειγμα αυτό των αυτοκτονιών στη «France Telecom» – ή έχασαν τη δουλειά τους.

Από όποια πλευρά και αν δει κανείς τις ιδιωτικοποιήσεις αυτές, είναι προφανές ότι αποδείχτηκαν θετικές μόνο για την ενίσχυση των κερδών και της «ανταγωνιστικότητας» του γαλλικού κεφαλαίου αλλά δεν απέφεραν τίποτε στο γαλλικό λαό, αντίθετα τον ζημίωσαν σημαντικά. Εννοείται ότι ακόμη και αν δημιουργήθηκαν ελάχιστες θέσεις εργασίας, οι οποίες είναι τόσο λίγες που δεν καταγράφονται σχεδόν σε καμία σχετική έρευνα, σε αρκετές περιπτώσεις χάθηκαν χιλιάδες άλλες. Iδιωτικοποιήθηκαν δε και εξαιρετικά επικερδείς εταιρείες, όπως η «Air France» ή η «Renault».

Στη Γαλλία, οι ιδιωτικοποιήσεις πραγματοποιήθηκαν ανά κύματα. Με τον όρο αυτό, στο συγκεκριμένο άρθρο, αναφέρονται τόσο οι επιχειρήσεις που πουλήθηκαν 100% όσο και εκείνες στις οποίες το γαλλικό κράτος διατηρεί μικρό ή ακόμη και μεγάλο ποσοστό μετοχών, χωρίς αυτό, όμως, ν' αλλάζει την ουσία, δηλαδή ότι πλέον οι εν λόγω επιχειρήσεις λειτουργούν με ιδιωτικο-οικονομικά κριτήρια. Εχει ενδιαφέρον ότι στα αλλεπάλληλα κύματα ιδιωτικοποιήσεων κομβική θέση έχουν ο τραπεζικός τομέας, ο τομέας της αεροδιαστημικής, της υψηλής τεχνολογίας, ο τομέας της μεταλλουργίας, οι οδικές αρτηρίες, οι τηλεπικοινωνίες και, βέβαια, η ενέργεια. Προς το παρόν, δεν έχουν ιδιωτικοποιηθεί οι σιδηρόδρομοι, μέσα μαζικής μεταφοράς (κάθε είδους) και τίποτε που να σχετίζεται με την εκπαίδευση ή την υγεία.

Τράπεζες, κυρίως, ο στόχος του «πρωτοπόρου» Σιράκ επί προεδρίας Μιτεράν

Συγκεκριμένα, το πρώτο κύμα ιδιωτικοποιήσεων πραγματοποίησε η κυβέρνηση του Ζακ Σιράκ, στην οποία συμμετείχε το γκολικό κόμμα «Συγκέντρωση για τη Δημοκρατία» (RPR) και οι Φιλελεύθεροι (UDF), καθώς επίσης και τα μικρότερα κόμματα «Κέντρο των Σοσιαλδημοκρατών» (CDS) και το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα (PR) που δεν υπάρχει πια. Η κυβέρνηση, μεταξύ 1986 – 1988, όταν στην προεδρία της χώρας βρισκόταν ο σοσιαλιστής Φρανσουά Μιτεράν, προχώρησε σε τουλάχιστον 10 ιδιωτικοποιήσεις οι οποίες, κατά την κυβέρνηση, απέφεραν 100 δισεκατομμύρια φράγκα, κάτι που ορισμένες άλλες πηγές αμφισβητούν, μιλώντας μόνο για 72 δισεκατομμύρια φράγκα.

Μεταλλεργάτες της ιδιωτικοποιημένης «Αρσελορ Μιτάλ» διαδήλωναν φέτος τον Απρίλη στο Παρίσι

Οι ιδιωτικοποιήσεις αφορούσαν τη βιομηχανία κατασκευής καθρεφτών και υλικών υψηλής αντοχής «Saint Goben», η οποία είχε εθνικοποιηθεί το 1971, το τηλεοπτικό δίκτυο TF1, όπου το πλειοψηφικό πακέτο των μετοχών με 42,3% αγόρασε ο όμιλος «Bouygues» (ενέργεια, τηλεπικοινωνίες, κατασκευαστικά έργα κλπ), την τράπεζα Credit Commercial de France, η οποία πουλήθηκε 100% και από το 2000 και μετά αποτελεί θυγατρική της HSBC, τη «Γενική Εταιρεία Ηλεκτρισμού», που ασχολούνταν με την κατασκευή εξοπλισμού για τηλεπικοινωνίες, και η οποία στη συνέχεια μετατράπηκε, σταδιακά, στη γνωστή «Alcatel», η οποία δέκα χρόνια μετά την ιδιωτικοποίηση προχώρησε σε 900 απολύσεις. Πουλήθηκαν εξολοκλήρου ακόμη η «Τράπεζα Κτιρίων και Δημοσίων Εργων», η εταιρεία «Αμοιβαίων Κεφαλαίων Γαλλίας», η διαφημιστική εταιρεία, κυρίως στο χώρο του αθλητισμού, «Havas», η εταιρεία αεροναυπηγικής, κατασκευής αγωνιστικών αυτοκινήτων, μεταφορών και τηλεπικοινωνιών «Matra» και η εταιρεία ενέργειας «Suez», η οποία το 2008 συγχωνεύτηκε με την «Gaz de France».

Οι πιο βαρύγδουπες ιδιωτικοποιήσεις (και μάλιστα στο 100%), ήταν της τράπεζας Societe Generale, μίας από τις τρεις μεγαλύτερες και αρχαιότερες τράπεζες της χώρας – έτος ίδρυσης 1864, και της Paribas, της δεύτερης από τις τρεις μεγαλύτερες και αρχαιότερες τράπεζες της χώρας – έτος ίδρυσης 1872. Η δεύτερη, πριν μετεξελιχθεί στη γνωστή BNP Paribas το 2000, είχε εμπλακεί σε μεγάλο σκάνδαλο μυστικών πωλήσεων όπλων στην Αγκόλα τη δεκαετία του '90.

Ιδιωτικοποιήσεις παρά τις δεσμεύσεις επανεθνικοποιήσεων από το σοσιαλιστή Ροκάρ

Παρά τις προεκλογικές δεσμεύσεις περί «ανάκλησης» των ιδιωτικοποιήσεων, η κυβέρνηση του σοσιαλιστή Μισέλ Ροκάρ, πάντα υπό την προεδρία του επίσης σοσιαλιστή Φρανσουά Μιτεράν, αρκέστηκε να προχωρήσει σε δύο ακόμη ιδιωτικοποιήσεις μεταξύ 1988 – 1993. Ηταν, όμως, αρκετά σημαδιακές θα μπορούσε κανείς να πει. Πρόκειται για μερική ιδιωτικοποίηση της Κοινοτικής Τράπεζας της Γαλλίας (Credit Local de France) η οποία στη συνέχεια συγχωνεύτηκε με το αντίστοιχο χρηματοπιστωτικό ίδρυμα του Βελγίου και σχηματίστηκε η τράπεζα Dexia, που μόλις πριν μερικούς μήνες βρέθηκε στα πρόθυρα της κατάρρευσης και στηρίχθηκε γενναία από το βελγικό κράτος, δηλαδή τους Βέλγους φορολογουμένους.

Η δεύτερη κίνηση της κυβέρνησης Ροκάρ στον τομέα των ιδιωτικοποιήσεων ήταν η μετοχοποίηση μίας από τις μεγαλύτερες αυτοκινητοβιομηχανίες της χώρας, της «Renault». Η ιδιωτικοποίηση της «Renault» διήρκεσε ουσιαστικά έξι χρόνια. Το 1990 μετατράπηκε σε ΑΕ, το 1994 εισήχθηκε στο χρηματιστήριο οπότε το κράτος κράτησε το 53% των μετοχών έναντι 80% που είχε μέχρι τότε, και δύο χρόνια αργότερα, το 1996, το κράτος πέρασε στο 47%, με την εταιρεία να γίνεται και τυπικά ιδιωτική. Την ίδια χρονιά, απολύθηκαν 1.640 εργαζόμενοι, ενώ μόλις πριν από δύο χρόνια, η εταιρεία, για να παραμείνει «ανταγωνιστική» μείωνε προσωπικό και έκλεινε εγκαταστάσεις, σε διάφορα σημεία της Ευρώπης, συμπεριλαμβανομένης και της Γαλλίας.

Ενέργεια και μεταλλουργία στο στόχαστρο των κυβερνήσεων Μπαλαντίρ και Ζιπέ

Μεταξύ 1993 – 1995, η κυβέρνηση του Εντουάρ Μπαλαντίρ, κυβέρνηση του γκολικού PRΡ και των Φιλελευθέρων (UDF), προχώρησε σε ιδιωτικοποιήσεις που επισήμως τουλάχιστον απέφεραν στο κράτος 114 δισεκατομμύρια φράγκα. Ιδιωτικοποιήθηκε η χημική και φαρμακευτική βιομηχανία «Rhone Poulenc», η βάση της γνωστής, σήμερα, φαρμακευτικής εταιρείας «Sanofis-Aventis», η οποία στην πορεία απέλυσε τουλάχιστον 400 εργαζόμενους από την έδρα της. Ιδιωτικοποιήθηκε, επίσης, η εταιρεία εξόρυξης πετρελαίου και πετρελαιοειδών «Elf Aquitaine» (που αργότερα απορροφήθηκε από την «Total»), η εταιρεία ασφαλίσεων UAP, η γνωστότερη γαλλική καπνοβιομηχανία, η SEITA, η οποία ήταν μονοπώλιο στον τομέα μέχρι το 1970, και κατασκεύαζε τις γνωστότερες μάρκες γαλλικών τσιγάρων («Gitanes», «Gauloises», «Royale» κλπ), και σήμερα έχει μετονομαστεί σε «Altadis» και είναι θυγατρική της βρετανικής «Imperial Tobacco».

Η σημαντικότερη, όμως, ιδιωτικοποίηση είναι αναμφίβολα της «Total», του πετρελαϊκού κολοσσού, που σήμερα κατατάσσεται μεταξύ των έξι μεγαλύτερων εταιρειών του κόσμου στον τομέα, και είναι πρώτη σε κύκλο εργασιών στη Γαλλία. Η ιδιωτικοποίησή της επέδρασε και στο ύψος της τιμής της βενζίνης. Παρά το γεγονός ότι το 2011 η «Τotal» επισήμως κατέγραψε κέρδη 12,3 δισεκατομμύρια ευρώ -παρά την ύφεση- η τιμή της βενζίνης, την ίδια περίοδο, έφτασε το 1,59 ευρώ το λίτρο η αμόλυβδη και η απλή 1,55 ευρώ το λίτρο, τιμές ρεκόρ για τα γαλλικά δεδομένα. Γι' αυτό η τιμή της βενζίνης μετατράπηκε σε αγαπημένο θέμα της προεκλογικής προεδρικής περιόδου, με τον Ολάντ να υπόσχεται πλαφόν, που προς το παρόν δεν έχει θέσει…

«Μικρή» ήταν η «συγκομιδή» της κυβέρνησης του Αλέν Ζιπέ, μεταξύ 1995 – 1997 – κυβέρνηση του γκολικού RPR και των φιλελευθέρων UDF πάλι – η οποία έκανε ιδιωτικοποιήσεις που απέφεραν μόλις 40 δισεκατομμύρια φράγκα. Ιδιωτικοποιήθηκε η εταιρεία ασφαλίσεων AGF, που είχε προηγουμένως εθνικοποιηθεί και στηριχθεί, για να απορροφηθεί πλέον στη συνέχεια από τη γερμανική «Allianz». Πουλήθηκε η «Γενική Θαλάσσια Εταιρεία» (θαλάσσιες μεταφορές εμπορευμάτων και επιβατών), αλλά και η εταιρεία μεταφορών στο ποτάμι του Ρήνου, η τράπεζα BFCE, η εταιρεία πληροφορικής «Bull».

Η κυβέρνηση Ζιπέ επέδειξε μια «έφεση» στην ιδιωτικοποίηση στον κλάδο της μεταλλουργίας. Ετσι πουλήθηκε η γνωστή «Pechiney», που δραστηριοποιούνταν στους τομείς του αλουμινίου και της ηλεκτρομεταλλουργίας, της χημείας, αλλά και των πυρηνικών αποβλήτων, και η «Usinor – Sacilor», η οποία συγχωνεύτηκε, το 2002, με την ισπανική «Aceralia» και την «Arbed» Λουξεμβούργου, για να τις αγοράσει όλες η «Mittal Steel Company» και να γεννηθεί o κολοσσός «Arcelor Mittal». Είναι ο ίδιος κολοσσός, που τώρα σταματά τη λειτουργία των υψικαμίνων του σε περιοχές τόσο στη Γαλλία όσο και σε άλλες χώρες, επικαλούμενος την ύφεση και την ανάγκη διατήρησης της ανταγωνιστικότητάς του, ρίχνοντας σε τεχνητή ανεργία και απειλώντας με πραγματική ανεργία χιλιάδες εργαζομένους στην Ευρώπη. Οι σιδηρουργοί στη μονάδα της εταιρείας στο Φλοράνζ στη Γαλλία, βρίσκονται εδώ και μήνες σε κινητοποιήσεις.

«Πρωταθλήτρια» στις ιδιωτικοποιήσεις η συγκυβέρνηση Ζοσπέν

Τα μεγαλύτερα έσοδα από ιδιωτικοποιήσεις -210 δισεκατομμύρια- έχει να παρουσιάσει η κυβέρνηση του σοσιαλιστή Λιονέλ Ζοσπέν, η οποία είχε και περισσότερο χρόνο στη διάθεσή της, αφού διήρκεσε από το 1997 μέχρι το 2002. Σε αυτήν συμμετείχαν, επίσης, το Γαλλικό ΚΚ (υπουργοί Μεταφορών Ζαν Κλοντ Γκισό και Νεολαίας και Αθλητισμού Μαρί-Ζορζ Μπιφέ), που θεωρητικώς «διαπραγματευόταν σε κυβερνητικό επίπεδο» καλύτερους όρους ξεπουλήματος, ενώ τα συνδικάτα διαδήλωναν ενάντια στις ιδιωτικοποιήσεις, οι Πράσινοι και το Ριζοσπαστικό Κόμμα. Ιδιωτικοποιήθηκε η τράπεζα Credit Lyonnais, την οποία είχε στηρίξει το κράτος το 1996, που έφτασε στα πρόθυρα της χρεοκοπίας και απέλυσε 3.500 υπαλλήλους. Πρόκειται για την τράπεζα που συμπληρώνει την τριάδα των μεγαλύτερων και αρχαιότερων τραπεζών της χώρας – έτος ίδρυσης 1863 – και μαζί με τις, επίσης ιδιωτικοποιημένες, Societe Generale και BNP Paribas, θεωρούνται οι πυλώνες του γαλλικού χρηματοπιστωτικού και τραπεζικού κεφαλαίου.

Η κυβέρνηση Ζοσπέν ξεκίνησε, επίσης, το χορό των ιδιωτικοποιήσεων των εθνικών οδών, με τον οδικό άξονα του νότου, όπου το κράτος διατήρησε, αρχικώς, την τυπική πλειοψηφία των μετοχών. Μετοχοποίησε την αεροπορική εταιρεία «Air France», – με υπουργό τον Γκισό του ΚΚ Γαλλίας – η οποία το 2004 συγχωνεύεται με την ολλανδική KLM. Και πούλησε σχεδόν εξολοκλήρου την ασφαλιστική GAΝ και την, επίσης, ασφαλιστική CNP, το τραπεζικό δίκτυο CIC, τη μεταλλουργία «Eramet» που έχει εγκαταστάσεις και ορυχεία σε 20 χώρες. Μετοχοποίησε κρατώντας ελάχιστο πακέτο μετοχών την εξειδικευμένη στις τεχνολογίες ψηφιακής εικόνας και βίντεο «Thomson». Επίσης, ιδιωτικοποιήθηκε η αεροναυπηγική εταιρεία «Aerospatiale», που αφού συγχωνεύτηκε με την επίσης ιδιωτικοποιημένη «Matra», αποτέλεσαν έναν από τους πυλώνες της ευρωπαϊκής αεροναυπηγικής αμυντικής βιομηχανίας EADS.

 Το παράδειγμα της «France Telecom»

Το σημαντικότερο όνομα των ιδιωτικοποιήσεων της κυβέρνησης Ζοσπέν είναι σίγουρα η εταιρεία τηλεπικοινωνιών «France Telecom», στην οποία ακόμη και σήμερα το κράτος διατηρεί το 26,9% των μετοχών. Πρόκειται για πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα, καθώς στην προεκλογική εκστρατεία για τις εκλογές του 1997, ο υποψήφιος των Σοσιαλιστών, Λιονέλ Ζοσπέν, μιλούσε για «πάγωμα κάθε διαδικασίας ιδιωτικοποίησης» της «France Telecom», την οποία είχαν μετατρέψει σε ανώνυμη εταιρεία οι προηγούμενες κυβερνήσεις αλλά δεν προχώρησαν λόγω των εργατικών αντιδράσεων. Αμέσως μετά την εκλογή του, και χωρίς, τουλάχιστον να γίνουν γνωστές, αντιρρήσεις από τους εταίρους του στο κυβερνητικό του σχήμα, ο Ζοσπέν διακήρυττε ότι δεν θα ιδιωτικοποιήσει αλλά «με έλεγχο θα ανοίξει το κεφάλαιο της εταιρείας».

Η πορεία είναι γνωστή. Η εταιρεία μετέτρεψε σε κόλαση τη ζωή των εκατοντάδων χιλιάδων εργαζομένων της, ιδιαίτερα από το 2004 και μετά, εφαρμόζοντας το σχέδιο NEXT, με στόχο να τους υποχρεώσει σε παραιτήσεις. Τέσσερις χιλιάδες υπάλληλοι εκπαιδεύτηκαν ακριβώς σε αυτό: να κάνουν κόλαση τη ζωή των υπολοίπων μέσα από υπερφόρτωση καθηκόντων, αλλαγή τομέα απασχόλησης χωρίς εκπαίδευση, διαρκή πίεση, συνεχή αλλαγή τόπου κατοικίας. Μεταξύ 2005 – 2009, τα αποτελέσματα ξεπερνούν το στόχο: αντί για 22.000, οι εργαζόμενοι στην εταιρεία είχαν μειωθεί κατά 29.000. Και όσοι δεν παραιτήθηκαν, άρχισαν ν' αυτοκτονούν, «δείχνοντας» ως μοναδικό ένοχο τις συνθήκες εργασίας. Μεταξύ 2000 και 2011 αυτοκτόνησαν περισσότεροι από 130 εργαζόμενοι της «France Telecom». Η παρέμβαση του υπουργείου Εργασίας, μετά από τη λαϊκή κατακραυγή και τις πιέσεις των συνδικάτων, καθώς και οι αλλαγές σε διευθυντικά στελέχη, δεν είχαν ως στόχο παρά μόνο τον προσωρινό κατευνασμό, αν και αναγκαστικά ήρθε στο φως η ύπαρξη του σχεδίου NEXT.

Η «France Telecom», που πλέον ως εμπορική επωνυμία τείνει να χρησιμοποιεί το «Orange» – από τη θυγατρική της στην κινητή τηλεφωνία – δεν αύξησε σημαντικά τους λογαριασμούς ή το αντίτιμο των συνδέσεών της, προφανώς επειδή κατάφερε να διατηρήσει τα κέρδη της μέσα από τη σύνθλιψη των εργαζομένων της. Οσο πάντως για τη βελτίωση των παρεχόμενων υπηρεσιών – ένα γνωστό επιχείρημα που ακούγεται και στη χώρα μας -, η πραγματικότητα δεν αποδεικνύει τίποτε τέτοιο: πιο πρόσφατο παράδειγμα η 10ωρη διακοπή κάθε υπηρεσίας της – διαδίκτυο, σταθερή και κινητή τηλεφωνία – στις 6 Ιούλη 2012 -για τεχνικούς λόγους- που άφησε χωρίς καμία δυνατότητα επικοινωνίας 20-30 εκατομμύρια εταιρικούς και ιδιώτες πελάτες της, εντός Γαλλίας, που δεν είχαν καν τη δυνατότητα να ενημερωθούν για το τι συμβαίνει και πότε θα λυθεί το πρόβλημα.

Οδικά δίκτυα, ηλεκτρικό και φυσικό αέριο στον τελευταίο «γύρο» μέχρι στιγμής

Η τριετία (2002 – 2005) της κυβέρνησης Ζαν Πιερ Ραφαρέν, που αποτελούνταν από το γκολικό RPR και τους Φιλελεύθερους (UDF) αποδείχτηκε «φτωχή» ως προς τις ιδιωτικοποιήσεις και στο ενεργητικό της δεν καταγράφονται παρά έσοδα 13 δισεκατομμυρίων ευρώ. Συνέχισε τη διαδικασία ιδιωτικοποίησης της «France Telecom», μειώνοντας περαιτέρω τη συμμετοχή του κράτους, κάτι που έκανε και με την «Thomson» και την τράπεζα Credit Lyonnais αλλά και το ξεπούλημα των εθνικών οδών και έτσι ιδιωτικοποίησε το εθνικό δίκτυο στο βορρά και στο νότο της χώρας. Ιδιωτικοποιήθηκε επίσης η εταιρεία SNECMA, που κατασκευάζει κινητήρες για την αεροναυπηγική και διαστημική βιομηχανία.

Η κυβέρνηση του Ντομινίκ ντε Βιλπέν, μεταξύ 2005 – 2007, που στηρίχτηκε μόνο από το νεογκολικό κόμμα «Ενωση για ένα Λαϊκό Κίνημα» (UMP – μετεξέλιξη του RPR), ήταν η τελευταία σχεδόν δύο δεκαετιών ιδιωτικοποιήσεων, καθώς η κυβέρνηση Σαρκοζί που ακολούθησε δεν ασχολήθηκε καθόλου με το ζήτημα, επικεντρώνοντας κυρίως στον τομέα της διάλυσης των συλλογικών συμβάσεων και των εργασιακών σχέσεων – έτσι κι αλλιώς ελάχιστα έχουν μείνει προς πώληση πια. Ολοκλήρωσε τις ιδιωτικοποιήσεις των εθνικών οδικών δικτύων του Νότου, του Βορρά και των ανατολικών περιοχών της χώρας, ιδιωτικοποίησε και τους αυτοκινητοδρόμους που συνδέουν την περιοχή του Παρισιού με τη Λορένη και την Αλσατία μέχρι την περιοχή των Αλπεων. Επίσης, ιδιωτικοποίησε, μερικώς, τη SNCM, ναυτιλιακή εταιρεία που δραστηριοποιείται στη σύνδεση της Γαλλίας με την Κορσική, τη Σαρδηνία, την Αλγερία και την Τυνησία, και την εταιρεία διαχείρισης των αεροδρομίων της χώρας, στην οποία το κράτος διατήρησε το 52%. Επίσης την DCNS, εταιρεία που ναυπηγεί κυρίως πολεμικά πλοία, στην οποία επίσης το κράτος διατηρεί το 74%.

Στις περισσότερες περιπτώσεις, τα οδικά δίκτυα έχουν παραχωρηθεί πλήρως στις ιδιωτικές εταιρείες που τα εκμεταλλεύονται για τουλάχιστον 25 χρόνια. Σύμφωνα με πρόχειρους υπολογισμούς, κάθε χρόνο από τότε που ολοκληρώθηκαν οι ιδιωτικοποιήσεις, δηλαδή το 2005, αυξάνουν κατά 2,5% τα διόδια, των οποίων η τιμή στα πρώτα τέσσερα μόνο χρόνια είχε αυξηθεί συνολικά κατά 11,5%. Το αποτέλεσμα είναι ότι ολοένα περισσότεροι Γάλλοι οδηγοί χρησιμοποιούν τα βοηθητικά και επαρχιακά οδικά δίκτυα για τις μετακινήσεις τους προκειμένου να μειώσουν τα έξοδά τους, γεγονός που έχει, επίσης με πρόχειρους υπολογισμούς, αυξήσει περίπου δύο φορές τον αριθμό των τροχαίων δυστυχημάτων.

Από διαδήλωση – καταγγελία για τις αυτοκτονίες εργαζομένων της «Φρανστέλεκομ» λόγω της επιδείνωσης των εργασιακών σχέσεων μετά την ιδιωτικοποίηση

Τα σημαντικότερα «επιτεύγματα» της κυβέρνησης ντε Βιλπέν ήταν η πώληση μικρής μερίδας μετοχών των κρατικών εταιρειών φυσικού αερίου – «Gaz De France» και ηλεκτρισμού – «Electricite De France», μέσα από τη διαδικασία της αύξησης του μετοχικού κεφαλαίου. Και στις δύο περιπτώσεις το γαλλικό κράτος διατηρεί τη μεγάλη πλειοψηφία των μετοχών, στην πρώτη το 79,8% και στη δεύτερη το 84,4%. Στις συγκεκριμένες επιχειρήσεις, οι συνθήκες εργασίας δεν επηρεάστηκαν δραματικά από την αλλαγή αυτή στο ιδιοκτησιακό καθεστώς, τουλάχιστον προς το παρόν. Επηρεάστηκε, όμως, η τιμή παροχής των υπηρεσιών τους. Ετσι η τιμή του ρεύματος αυξήθηκε κατά 20% μεταξύ 2005 – 2012 και προαναγγέλθηκε αύξηση της τάξης του 30% από σήμερα μέχρι το 2015, την ώρα που με βάση τα επίσημα στοιχεία που δόθηκαν στη δημοσιότητα η EDF είχε συνολικά κέρδη 5 δισεκατομμύρια το 2011. Αντίστοιχα, έχει αυξηθεί 66,8% η τιμή του φυσικού αερίου ανάμεσα σε 2005 – 2012, χωρίς προφανή λόγο, ενώ τα κέρδη της εταιρείας, επισήμως πάντα, το 2011 έφτασαν τα 3,5 δισεκατομμύρια ευρώ.

 Η περίπτωση της διαχείρισης του δικτύου υδροδότησης

Στη Γαλλία, την ευθύνη για τη διαχείριση των υδάτινων πόρων της κάθε περιοχής και του τοπικού, περιφερειακού, δικτύου, έχουν οι δήμοι και οι κοινότητες, και δεν υπάρχει κεντρικός φορέας διαχείρισης του νερού. Σε ορισμένες περιοχές υπάρχουν δημοτικές ή κοινοτικές επιχειρήσεις με μοναδικό μέτοχο το δήμο ή την κοινότητα – αυτό ισχύει κυρίως στις μικρές κοινότητες – και σε άλλες – σχεδόν σε όλα τα μεγάλα αστικά κέντρα – ιδιώτες που διαχειρίζονται την παροχή νερού, ενώ η κοινότητα ή ο δήμος διατηρεί την ευθύνη για την ποιότητα που φθάνει στον καταναλωτή αλλά και για τη διαχείριση των υδάτινων πόρων. Ηδη από έρευνες τη δεκαετία του '90, είχε εντοπιστεί ότι, όπου τη διαχείριση του δικτύου υδροδότησης είχαν ιδιωτικές εταιρείες – οι κυριότερες από τις οποίες έχουν και άλλες δραστηριότητες, κυρίως στην πώληση «φρέσκων προϊόντων», όπως είναι το εμφιαλωμένο νερό, και διαχειρίζονται πολλά υδροδοτικά δίκτυα παγκοσμίως, πχ η «Veolia» ή η «Suez»-, οι πολίτες καλούνται να πληρώσουν μέχρι και 30% αυξημένους τους λογαριασμούς τους.

Στα τέλη της πρώτης δεκαετίας του 2000, το δημοτικό συμβούλιο του Παρισιού (και ακολούθησαν και άλλες πόλεις όπως η Γκρενόμπλ) αποφάσισαν να καταργήσουν τις συμβάσεις με ιδιωτικές εταιρείες διαχείρισης της παροχής νερού, ως λύση ασύμφορη.

 
Πηγή:
Κυριακή 29 Ιούλη 2012, σελ. 24,  http://www1.rizospastis.gr/story.do?id=6969302&publDate=29/7/2012

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.