ΤΟ ΔΟΓΜΑ ΤΗΣ ΛΙΤΟΤΗΤΑΣ Ι

ΤΟ ΔΟΓΜΑ ΤΗΣ ΛΙΤΟΤΗΤΑΣ:

Ανεξάρτητα από το ποιό φάρμακο προτείνουν κάθε φορά οι πολιτικοί ναυαγοσώστες της Ευρωζώνης στα κράτη και στους θεσμούς της, ο ευρωπαίος ασθενής όχι μόνο δεν αναρρώνει, αλλά αρρωσταίνει περισσότερο – με το εφιαλτικό σενάριο της διάλυσης να παραμένει ανέπαφο – Μέρος Ι

 

Του Βασίλη Βιλιάρδου*

 

"Υποτίθεται ότι οι πολιτικοί, εάν τα βρουν πολύ δύσκολα, κάνουν πραγματικά αυτό που πρέπει – κάτι που απαντάει στην ερώτηση, η οποία αφορά την προθυμία τους. Από την άλλη πλευρά, δεν είναι αρκετή η υποθετικά ανιδιοτελής προθυμία τους να κάνουν αυτό που πρέπει, έστω την ύστατη στιγμή – αφού κάτι τέτοιο προϋποθέτει ότι, μπορούν να το κάνουν σωστά.

Απλούστερα, δεν είναι αρκετό να είναι οι πολιτικοί πρόθυμοι, έντιμοι και ανιδιοτελείς – πρέπει ταυτόχρονα να είναι επαρκείς και ικανοί, για να έχουν σωστά αποτελέσματα η προθυμία, η υποθετική ανιδιοτέλεια και οι ενέργειες τους.

Πρόσφατα όμως επικρατεί μεγάλη ανασφάλεια σε σχέση με το τελευταίο – δηλαδή, με το εάν είναι επαρκείς οι πολιτικοί, καθώς επίσης εάν έχουν πράγματι τις ικανότητες. Ειδικά όσον αφορά τη ζώνη του κοινού νομίσματος υπάρχει ένα παράδειγμα, το οποίο απεικονίζει πολύ καλά την κεντρική δυναμική και τις ιδιαιτερότητες της σημερινής Ευρώπης.     

Ειδικότερα ας φαντασθούμε ότι, όλοι οι ηγέτες της Ευρωζώνης κάθονται επάνω σε μία πρόχειρα κατασκευασμένη σχεδία, η οποία παρασύρεται από τα ορμητικά νερά ενός ποταμού – πλησιάζοντας επικίνδυνα έναν απότομο, πανύψηλο και θανατηφόρο καταρράχτη.

Όσο πιο πολύ περιμένουν οι ηγέτες, συζητώντας ακατάπαυστα στον πύργο της Βαβέλ (Ευρωζώνη), χωρίς ουσιαστικά να κάνουν τίποτα, τόσο πιο γρήγορα κινείται η σχεδία – με αποτέλεσμα η ξέφρενη πορεία της προς το θάνατο, να μην εξαρτάται πια από την επιθυμία, καθώς επίσης από την προθυμία τους να οδηγήσουν τη σχεδία από κοινού και με  ασφάλεια στην ακτή, μακριά από τον καταρράχτη.  

Τα αποτελέσματα των ενεργειών τους λοιπόν εξαρτώνται όλο και λιγότερο από την  προθυμία τους να συνεργασθούν. Αντίθετα, όλο και περισσότερο από τις συγκυρίες, καθώς επίσης από την επάρκεια και τις ικανότητες τους – πόσο μάλλον όταν ευρίσκονται αντιμέτωποι με πανίσχυρες «φυσικές δυνάμεις» (αγορές), οι οποίες είναι όλο και πιο δύσκολο να ελεγχθούν.    

Το ίδιο ισχύει και για την Ελλάδα, η οποία κατευθύνεται όλο και πιο γρήγορα στο βάραθρο – ενώ υπάρχουν βάσιμες υποψίες, σχετικά με την ικανότητα των πολιτικών της να αποτρέψουν το μοιραίο.

Είναι πολύ πιθανόν λοιπόν, όταν θα υπάρξει επιτέλους η μεταξύ τους συνεννόηση (καθώς επίσης η προθυμία να συνεργαστούν από κοινού, χωρίς μικροκομματικές σκοπιμότητες, απέναντι στον κοινό εχθρό), να μην έχουν την ικανότητα ή/και να είναι πλέον πολύ αργά, για να οδηγήσουν τη χώρα με ασφάλεια στην ακτή – ένα μάλλον τρομακτικό, αν και δυστυχώς απόλυτα ρεαλιστικό σενάριο".

Ανάλυση

Όπως γνωρίζουμε, υπήρξαν πρόσφατα πολλές αντιδράσεις, ακόμη και από μεγάλα ΜΜΕ, σε σχέση με ένα μέλος της ΕΚΤ, το οποίο είπε ότι, ο μέσος μικτός μισθός των δημοσίων υπαλλήλων στην Ελλάδα είναι της τάξης των 3.000 €. Στα πλαίσια αυτά, θεωρούμε σκόπιμο να αναφέρουμε τα παρακάτω:

(α) Με βάση τον προϋπολογισμό του 2012 για τη χρήση 2011, οι καθαρές αποδοχές των ΔΥ ήταν 15.228.000.000 € (εκτιμώμενες πραγματοποιήσεις 2011).

(β) Ο αριθμός των ΔΥ το 2011 ήταν 712.071 άτομα (φυσικά χωρίς τις ΔΕΚΟ, οι υπάλληλοι των οποίων δεν πληρώνονται από τον κρατικό προϋπολογισμό).

Επομένως, εάν διαιρέσει κανείς τα δύο παραπάνω νούμερα, θα καταλήξει σε ένα καθαρό μέσο μηνιαίο μισθό (ετήσιος δια του 12) ύψους 1.782 € (21.385 € ετήσια) – όταν ο μέσος μισθός στον ιδιωτικό τομέα, παρά το ότι δεν έχει το προνόμιο της μονιμότητας, ενώ είναι αυτός που κατασπαράζεται από το τέρας της ανεργίας, είναι κάτω από 1.000 €.   

Εάν κανείς συμπεριλάβει τώρα τις κρατήσεις για κοινωνική ασφάλιση και περίθαλψη, θα καταλήξει σε ένα μικτό μισθό, ο οποίος δεν απέχει καθόλου από αυτόν που ανέφερε το μέλος της ΕΚΤ. Αν και καταλαβαίνουμε λοιπόν ότι, ένα μεγάλος αριθμός ΔΥ πληρώνεται με πολύ λιγότερα χρήματα, δεν μπορούμε παρά να σεβαστούμε τους αριθμούς – οι οποίοι βέβαια αφορούν το μέσο μισθό, αποκλειστικά και μόνο για σύγκριση με άλλες χώρες (αφού οι μέσοι μισθοί δίνουν μία, πολλές φορές, εσφαλμένη εικόνα της πραγματικότητας, επειδή αποκρύπτουν τις πάσης φύσεως εισοδηματικές ανισότητες).

Με την τοποθέτηση μας αυτή βέβαια δεν ισχυριζόμαστε ότι, η μειωμένη ανταγωνιστικότητα της χώρας μας οφείλεται αποκλειστικά και μόνο στο ύψος των μισθών – εκτός εάν έχει καταδικαστεί εν αγνοία μας η Ελλάδα, στο ρόλο μίας οικονομίας παροχής φθηνών υπηρεσιών (εμπόριο, τουρισμός κλπ.), όπου πράγματι οι μισθοί θα συνιστούσαν ένα κρίσιμο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα.

Στην περίπτωση λοιπόν που δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο και η πατρίδα μας σχεδιάζεται να εξέλθει από την κρίση ως μία ανεπτυγμένη οικονομία με βασικές βιομηχανικές δομές, όπως ήταν στο παρελθόν (πριν αποβιομηχανοποιηθεί, μεταξύ άλλων από τις συνθήκες που επικράτησαν στην Ευρωζώνη ευρωπαϊκές ασυμμετρίες), τότε η μείωση των μισθών δεν θα αυξήσει την ανταγωνιστικότητα της – αντίθετα, θα επιδεινώσει ακόμη πιο πολύ την ύφεση, λόγω των μειωμένων καταναλωτικών δαπανών, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει πλέον καμία ελπίδα σωτηρίας.

Εν τούτοις, οι διαρθρωτικές αλλαγές και η εσωτερική υποτίμηση, κατά το γερμανικό πρότυπο (Agenda 2010), συστήνονται ανεπιφύλακτα στη χώρα μας, όπως επίσης στα υπόλοιπα κράτη του Νότου – σαν μία μέθοδος, με τη βοήθεια της οποίας η Γερμανία κατόρθωσε να καταπολεμήσει την ανεργία, να αναπτυχθεί και να ξεφύγει από την ύφεση του 2008 (παραδόξως δεν απαιτήθηκε απόλυτα από την αγγλοσαξονική Ιρλανδία – όπου επιτράπηκαν οι χαμηλοί φορολογικοί συντελεστές, με τη βοήθεια των οποίων αφενός μεν δεν εμποδίστηκε η εγκατάσταση ξένων επιχειρήσεων, αφετέρου συνέχισαν να «επιδοτούνται» οι εξαγωγές της).

Είναι όμως πράγματι έτσι ή μήπως οι διαρθρωτικές αλλαγές και η εσωτερική υποτίμηση στη Γερμανία (πάγωμα μισθών ουσιαστικά και περιορισμός του κοινωνικού κράτους), είχαν σαν αποτέλεσμα κυρίως μία εισοδηματική ανισότητα, καθώς επίσης μία ανάπτυξη, στηριγμένη αποκλειστικά και μόνο στις εξαγωγές;  

Εάν εφαρμοζόταν αυτή η μέθοδος (πολιτική λιτότητας) σήμερα εκ μέρους όλων των ασθενέστερων οικονομιών, δεν θα έπρεπε οι υπόλοιπες χώρες (Βορράς) να αποδεχθούν ελλείμματα στο εμπορικά τους ισοζύγια, να εισάγουν δηλαδή και να καταναλώνουν περισσότερα από το Νότο εξάγοντας λιγότερα, έτσι ώστε να έχουν πλεονάσματα τα κράτη του Νότου; Δεν θα όφειλε σε τελευταία ανάλυση να χρεώνεται ο Βορράς, για να εξοφλάει ο Νότος; Υπάρχει όμως αυτή η προθυμία; 

Εκτός αυτού, δεν θα έπρεπε να αποδεχθούν οι χώρες του Νότου τις εισοδηματικές ανισότητες (αύξηση των εισοδημάτων των πλουσίων, μείωση των εισοδημάτων των φτωχών), κατά το γερμανικό «πρότυπο»; Όταν όμως τα κυριότερα προβλήματα τους είναι η γραφειοκρατία, το φορολογικό και το επιχειρηματικό πλαίσιο, πόσο θα μπορούσε να βοηθήσει η ζητούμενη πολιτική λιτότητας;

Μήπως προσπαθεί απλά να κερδίσει χρόνο για να προετοιμαστεί κατάλληλα η Γερμανία (ενδεχομένως για την έξοδο της από την Ευρωζώνη, εάν δεν πετύχει να κυριαρχήσει απολυταρχικά σε όλες τις χώρες), εισπράττοντας ταυτόχρονα τις τεράστιες απαιτήσεις της από τα αδύναμα κράτη-οφειλέτες της; Είναι ίσως η Γερμανία και οι τεράστιες καταθέσεις των Πολιτών της (περί τα 5 τρις €) ο τελικός στόχος των αγορών; Άλλωστε, οι Γερμανοί Πολίτες δεν ήταν αυτοί που κυρίως «ληστεύτηκαν», με τη βοήθεια της χρεοκοπίας της Lehman Brothers;            

Αρκετές οι απορίες λοιπόν, οι οποίες συνδέονται με την (αποτυχημένη) πολιτική που εφαρμόζεται σήμερα στις χώρες του Νότου – με μία από τις απαντήσεις να ευρίσκεται στην ανάλυση του γερμανικού μοντέλου, γνωστού ως Agenda 2010.        

ΤΟ ΓΕΡΜΑΝΙΚΟ ΜΟΝΤΕΛΟ

Αυτοί οι οποίοι ισχυρίζονται ότι, οι διαρθρωτικές αλλαγές, σε συνδυασμό με την εσωτερική υποτίμηση, ήταν αυτά που εξασφάλισαν την οικονομική ανάπτυξη της Γερμανίας, θα έχουν κατά κανόνα υπ' όψιν τους (πηγή: F.E.S.) τις δύο παρακάτω «διαστάσεις»:

(α) το ότι η γερμανική οικονομία, μετά τις μεγάλες αλλαγές (τις οποίες ουσιαστικά δρομολόγησε το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα, λίγο αργότερα από την είσοδο της χώρας στην Ευρωζώνη), αύξησε την αποτελεσματικότητα της, σε σύγκριση με το δικό της παρελθόν και

(β) το ότι αναπτύχθηκε καλύτερα από εκείνες τις χώρες, με τις οποίες θα μπορούσε να συγκριθεί – ή έστω ότι, λόγω αυτών των αλλαγών, κατάφερε να αντιμετωπίσει καλύτερα από τα άλλα κράτη τη χρηματοπιστωτική κρίση.

Η έννοια «καλύτερα» τώρα είναι δυνατόν να «αποκωδικοποιηθεί» με πολλούς και διαφορετικούς τρόπους (οικονομικούς δείκτες) όπως, για παράδειγμα: ρυθμός ανάπτυξης, απασχόληση, εξαγωγικές επιδόσεις (πλεονάσματα στο ισοζύγιο εξωτερικών συναλλαγών), δημόσιο χρέος, έλλειμμα προϋπολογισμού, πιστοληπτική αξιολόγηση κλπ.

Στα πλαίσια αυτά, ο Πίνακας Ι που ακολουθεί, στον οποίο αναφέρονται ορισμένοι οικονομικοί δείκτες για δύο διαφορετικές χρονικές περιόδους, θα μας βοηθήσει να αποκτήσουμε τη σωστή εικόνα του «γερμανικού θαύματος»:

ΠΙΝΑΚΑΣ Ι: Σύγκριση της οικονομικής εξέλιξης της Γερμανίας, πριν και μετά την εφαρμογή της Agenda 2010

Οικονομικοί Δείκτες

Περίοδος 1995-2003

Περίοδος 2003-2011

 

 

 

Μέσος ετήσιος ρυθμός ανάπτυξης (ονομ.)

1,95%

2,34%

Μέσες επενδύσεις (ως προς το ΑΕΠ)

21%

18%

Μέση ετήσια αύξηση παραγωγικότητας

0,97%

0,72%

Αύξηση πραγματικού μισθού*

0,9%

-0,8%

Ανεργία

10,3%

9,1%

Νέοι εργαζόμενοι (είσοδος)

1.754.000

831.000

Αύξηση εξαγωγών (ονομαστική)**

9%

7%

Πλεονάσματα εξαγωγών (% ΑΕΠ)

-1%

5%

Έλλειμμα προϋπολογισμού (% ΑΕΠ)

2,1%

1,9%

Δημόσιο χρέος

59%

69%

* Συνυπολογισμένου του πληθωρισμού (αγοραστική δυνατότητα). ** Ονομαστική = Μη συνυπολογισμός του πληθωρισμού. Πηγή: F. E. Stiftung

Συνεχίζοντας, εάν συγκρίνει κανείς τις δύο χρονικές περιόδους θα διαπιστώσει αμέσως ότι ο δείκτης, ο οποίος κυρίως ωφελήθηκε από τις διαρθρωτικές αλλαγές στη Γερμανία, ήταν η ανεργία – η οποία μειώθηκε από σχεδόν 11% το 2005, στο περίπου 7% το 2011 (στον Πίνακα Ι εμφανίζονται οι μέσοι δείκτες των δύο περιόδων), μετά από μία μικρή άνοδό της το 2009.

Αντίθετα, ο ρυθμός ανάπτυξης επηρεάσθηκε πολύ λιγότερο – με μία μικρή αύξηση από το 2004, με μία εντονότερη το 2007 και με μία ραγδαία πτώση το 2008/09, κατά το ξέσπασμα της κρίσης (ενώ η σχετικά ισχυρή ανάπτυξη το 2010/11 επανάφερε απλά το ΑΕΠ στα προηγούμενα επίπεδα και στη συνέχεια ομαλοποιήθηκε).

Όσον αφορά τις εξαγωγές, αυξάνονταν περισσότερο πριν από τις αλλαγές (9%) και στη συνέχεια περιορίσθηκαν (7%) – ενώ το έλλειμμα του προϋπολογισμού μειωνόταν έως το 2007, για να εκτοξευθεί στα ύψη στα πλαίσια της χρηματοπιστωτικής κρίσης, με αποτέλεσμα να αυξάνεται διαρκώς το δημόσιο χρέος (γεγονός που άλλαξε το 2010, όταν η Γερμανία άρχισε να κερδίζει από την κρίση δανεισμού της Ευρωζώνης).

Χωρίς να επεκταθούμε σε λεπτομέρειες (θα απαιτούσαν εξειδικευμένες οικονομικές γνώσεις, οι οποίες θα ήταν κουραστικές), εάν συγκρίνει κανείς τη Γερμανία με τις υπόλοιπες χώρες της ΕΕ ή/και της Ευρωζώνης, θα διαπιστώσει ότι τα οικονομικά της μεγέθη καλυτερεύουν μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση – αφού πριν από αυτήν και μετά τις αλλαγές της Agenda 2010, τόσο ο ρυθμός ανάπτυξης, όσο και η ανεργία, ήταν στο μέσο επίπεδο της ΕΕ.

Αντίθετα λοιπόν με όλες τις άλλες χώρες, τα μεγέθη της Γερμανίας άρχισαν να καλυτερεύουν μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση – γεγονός που οδήγησε πολλούς στη θεωρεία συνωμοσίας, σύμφωνα με την οποία η Γερμανία, σε συνεργασία με τις Η.Π.Α., προκάλεσε σκόπιμα την κρίση, με στόχο την εγκαθίδρυση μίας νέας τάξης πραγμάτων.  

 

* Βασίλης Βιλιάρδος  (copyright), Αθήνα, 07. Ιουλίου 2012, viliardos@kbanalysis.com. Ο κ. Β. Βιλιάρδος είναι συγγραφέας, οικονομολόγος, πτυχιούχος της ΑΣΟΕΕ Αθηνών, με μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Αμβούργου. Έχει εκδώσει πρόσφατα τρία βιβλία της σειράς «Η κρίση των κρίσεων» (διάθεση με παραγγελία στο kb@kbanalysis.com).

 

ΠΗΓΗ: http://www.casss.gr/PressCenter/Articles/2642.aspx#.T_gKpZGHrgl

 

Συνέχεια στο Μέρος ΙΙ

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.