ΣΕ ΕΜΠΟΛΕΜΗ ΖΩΝΗ:
Όταν οι πρώτες εικόνες χιλιάδων ανθρώπων μπροστά από κλειστές τράπεζες εμφανιστούν στα ΜΜΕ παγκοσμίως, η κατάσταση θα είναι πλέον μη αναστρέψιμη – ένα τρομακτικό σενάριο, το οποίο δεν θα εξυπηρετούσε απολύτως κανέναν – Μέρος ΙΙ
Του Βασίλη Βιλιάρδου*
Η ΑΝΙΕΡΗ ΣΥΜΜΑΧΙΑ ΤΡΑΠΕΖΩΝ ΚΑΙ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΝ
Στα πλαίσια μίας «σκοτεινής» συνεργασίας, η εκάστοτε κυβέρνηση προσφέρει το δικαίωμα της παραγωγής χρήματος στις τράπεζες, έναντι της χρηματοδότησης των ελλειμμάτων του προϋπολογισμού της από αυτές – με τη μορφή της παροχής δανείων στο κράτος ή της αγοράς των ομολόγων που εκδίδει το δημόσιο. Κατ' επέκταση η ανίερη συμμαχία των κεντρικών τραπεζών, των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων και των κυβερνήσεων είναι πολύ βαθιά, ενώ λειτουργεί ως εξής:
"Η κεντρική τράπεζα δημιουργεί νέα χρήματα, όταν αγοράζει ομόλογα ή εγκρίνει δάνεια, τα οποία είναι εγγυημένα με ομόλογα του δημοσίου. Η κυβέρνηση πληρώνει τόκους στα ομόλογα ή στα δάνεια που λαμβάνει, οπότε δημιουργούνται κέρδη στην κεντρική τράπεζα. Τα κέρδη αυτά, εφόσον βέβαια η κεντρική τράπεζα ανήκει στο κράτος (κάτι που δυστυχώς δεν συμβαίνει με την Τράπεζα της Ελλάδας, αλλά ούτε με την ΕΚΤ), καταλήγουν ξανά στην κυβέρνηση – δια μέσου των μερισμάτων.
Όταν τα ομόλογα είναι ληξιπρόθεσμα, οι κυβερνήσεις δεν χρειάζεται να τα εξοφλήσουν – αφού, απλούστατα, η κεντρική τράπεζα αγοράζει από το κράτος νέα ομόλογα, τα οποία αντικαθιστούν τα παλαιότερα. Για παράδειγμα, εάν η ΤτΕ ανήκε στην Ελλάδα, με νόμισμα τη δραχμή, η κυβέρνηση θα μπορούσε να εκδώσει νέα ομόλογα, για την αντικατάσταση των παλαιοτέρων, πουλώντας τα στην ΤτΕ – οπότε δεν θα υπήρχε κανένας λόγος να χρεοκοπήσει (υπενθυμίζουμε ότι, η τελική επιλογή στα καπιταλιστικά συστήματα είναι πληθωρισμός ή χρεοκοπία – όπου όμως με τον πληθωρισμό επιβιώνει κανείς, εάν καταφέρει να τον ελέγξει).
Σε ένα άλλο επίπεδο τώρα, οι εμπορικές τράπεζες δημιουργούν επίσης χρήματα, αγοράζοντας ομόλογα του δημοσίου και χρησιμοποιώντας τα σαν εγγύηση για την παροχή δανείων από την κεντρική. Συνήθως, οι τράπεζες είναι απολύτως σίγουρες ότι η κεντρική τράπεζα θα αποδεχθεί τα ομόλογα του δημοσίου σαν εγγύηση".
Συνεχίζοντας, η παραπάνω ανάλυση είναι χαρακτηριστική – είναι δεδομένη δηλαδή για όλα τα δυτικά χρηματοπιστωτικά συστήματα, στα οποία οι τράπεζες (κεντρική, εμπορικές) δημιουργούνται και λειτουργούν, έχοντας την υποχρέωση να βοηθούν τα κράτη στη χρηματοδότηση των ελλειμμάτων τους. Εν τούτοις, η Ευρωζώνη είναι μία ιδιάζουσα περίπτωση, αφού υπάρχει ένα ιδιόρρυθμο κεντρικό τραπεζικό σύστημα (αποτελείται από την ΕΚΤ, καθώς επίσης από τις κεντρικές τράπεζες των κρατών-μελών), το οποίο ενισχύει διαφορετικές κυβερνήσεις στη χρηματοδότηση των ελλειμμάτων τους.
Ειδικότερα, όταν οι κυβερνήσεις των χωρών-μελών της Ευρωζώνης εμφανίζουν ελλείμματα, τότε εκδίδουν ομόλογα, τα οποία αγοράζει το τραπεζικό σύστημα και όχι η ΕΚΤ. Το τραπεζικό σύστημα αγοράζει ευχαρίστως ομόλογα δημοσίου, αφού χρησιμοποιούνται ως εγγυήσεις στην ΕΚΤ, για την παροχή δανείων εκ μέρους της – πόσο μάλλον όταν τα δάνεια που λαμβάνει τοκίζονται με το βασικό επιτόκιο της ΕΚΤ, ενώ οι τράπεζες τα δανείζουν στα κράτη με αρκετά υψηλότερο επιτόκιο.
Σε τελική ανάλυση λοιπόν κερδίζουν οι εμπορικές τράπεζες εις βάρος των Πολιτών, αφού τα κράτη δεν συμμετέχουν στα κέρδη τους – όπως στο παράδειγμα της κεντρικής τράπεζας που ανήκει στο κράτος (Τράπεζα του Καναδά κλπ.). Δικαίως λοιπόν αναφέρεται κανείς «απαξιωτικά» σε μία Ευρωζώνη, ειδικά κατασκευασμένη για τις τράπεζες – σε μία Ευρώπη των τραπεζών της ή στη δικτατορία των τραπεζών.
ΟΙ ΙΔΙΑΙΤΕΡΟΤΗΤΕΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩ
Κατά τη (νέο)φιλελεύθερη άποψη, η υιοθέτηση ενός κοινού νομίσματος είναι καταστροφική για το μέλλον των ανεξάρτητων χωρών. Αυτό οφείλεται στο ότι δεν διευκολύνει την ορθολογική, ελεύθερη ανταλλαγή αγαθών και υπηρεσιών μεταξύ των κρατών-μελών, αλλά τη μονεταριστική αναδιανομή εισοδημάτων – όπου τα πλεονασματικά κράτη υποχρεώνονται να ενισχύουν τα ελλειμματικά, με τη βοήθεια της μεταφοράς πόρων.
Για παράδειγμα, η κυβέρνηση της Πορτογαλίας «επιδοτεί» σήμερα τη μη ανταγωνίσιμη οικονομία της, με έναν πολυπληθή δημόσιο τομέα, καθώς επίσης με πολύ υψηλούς πραγματικούς μισθούς (συγκριτικά πάντοτε με τους άλλους εταίρους της). Το αποτέλεσμα αυτής της πολιτικής είναι η δημιουργία μεγάλων ελλειμμάτων στον προϋπολογισμό της – τα οποία χρηματοδοτούν το, σχετικά με την παραγωγικότητα τους, υψηλό βιοτικό επίπεδο των κατοίκων της.
Στη συνέχεια, η πορτογαλική κυβέρνηση εκδίδει ομόλογα για τη χρηματοδότηση των ελλειμμάτων της χώρας της – τα οποία αγοράζονται από το τραπεζικό σύστημα, αφού τα αποδέχεται η ΕΚΤ σαν εγγύηση. Τα ομόλογα του πορτογαλικού δημοσίου λοιπόν τοποθετούνται σαν εγγύηση στην ΕΚΤ, οπότε δημιουργούνται νέα χρήματα – τα οποία αυξάνουν αργότερα τις τιμές των προϊόντων σε ολόκληρη την Ευρωζώνη.
Ειδικότερα, η κυβέρνηση της Πορτογαλίας είναι η πρώτη που λαμβάνει αυτά τα νέα χρήματα, τα οποία χρησιμοποιεί για την πληρωμή των υποχρεώσεων της (μισθούς, συντάξεις κλπ.). Εάν τώρα ένας Πορτογάλος μισθωτός αγοράσει μία γερμανική τηλεόραση, τα νέα χρήματα εισρέουν στη Γερμανία – αυξάνοντας τις τιμές των τηλεοράσεων εκεί, λόγω της μεγαλύτερης ζήτησης. Ουσιαστικά λοιπόν η Πορτογαλία εισάγει νέα προϊόντα, «εξάγοντας» για την απόκτηση τους νέα χρήματα – το μεγαλύτερο μέρος των οποίων παραμένει στη Γερμανία, αφού τα πορτογαλικά εμπορεύματα δεν είναι ανταγωνίσιμα.
Κατ' αυτόν τον τρόπο, δημιουργείται στην Πορτογαλία ένα αρνητικό εμπορικό ισοζύγιο με τη Γερμανία, όπου τα γερμανικά εμπορεύματα ανταλλάσσονται με νέα πορτογαλικά χρήματα. Σε τελική ανάλυση όμως, καμία χώρα δεν μπορεί να διατηρήσει ένα διαρκώς αυξανόμενο αρνητικό εμπορικό ισοζύγιο – να επιδοτεί δηλαδή μία μη παραγωγική οικονομία, η οποία εισάγει περισσότερα εμπορεύματα από ότι εξάγει, ενώ καταναλώνει με δανεικά χρήματα.
Επομένως, αργά ή γρήγορα, η ελλειμματική χώρα υπερχρεώνεται, οπότε «αναγκάζεται» να διασωθεί από τις υπόλοιπες, λόγω της συμμετοχής της στην Ευρωζώνη. Εκείνη τη στιγμή η μεταφορά πόρων, από τις πλεονασματικές προς στις ελλειμματικές, γίνεται πραγματικότητα, αφού τέτοιου είδους διακρατικά δάνεια δεν είναι δυνατόν να εξοφληθούν ποτέ – πόσο μάλλον όταν χρεώνονται με επιτόκια πολύ υψηλότερα από το ρυθμό ανάπτυξης της οικονομίας της εκάστοτε χώρας (όπως στο παράδειγμα της Ελλάδας, όπου το επιτόκιο υπερβαίνει το 5%, ενώ η ανάπτυξη είναι αρνητική, στο -7%).
Κατ' επέκταση, το υπερχρεωμένο κράτος χάνει την εθνική του κυριαρχία και μετατρέπεται ουσιαστικά σε προτεκτοράτο των ισχυρών – αφού θα παραμένει αιώνια «στον ορό», προφανώς σκόπιμα, επειδή διαφορετικά δεν θα επιβαρυνόταν με τοκογλυφικά επιτόκια υποτέλειας. Γνωρίζοντας όμως ότι αργά ή γρήγορα αντιδρούν οι Πολίτες του, οι κοινωνικές εκρήξεις (ο διαφωτισμός προηγείται πάντοτε της επανάστασης), καθώς επίσης οι «διακρατικές αντιπαλότητες», είναι αδύνατον να αποφευχθούν.
Από την άλλη πλευρά βέβαια (στην Οικονομία τελικά, όπως και στη Φύση, τα πάντα εξισορροπούν, μετά από περιόδους αστάθειας), η χρηματοδότηση των ελλειμματικών χωρών (δανεισμός) επιβαρύνει τις πλεονασματικές οι οποίες, παρά το ότι αντιδρούν στη παροχή δανείων, στο τέλος συμφωνούν υποχρεωτικά – αφού διαφορετικά κινδυνεύουν να χάσουν τις απαιτήσεις τους, όπως στο παράδειγμα της Γερμανίας, λόγω ενδεχομένων στάσεων πληρωμών ή δυσλειτουργιών του τραπεζικού συστήματος (Target 2, χρεοκοπία τραπεζών στην περιφέρεια κλπ.)
Περαιτέρω στο παράδειγμα μας, εάν δεν υπήρχε το ευρώ, τότε το εθνικό νόμισμα της Πορτογαλίας θα υποτιμούταν, λόγω μειωμένης ανταγωνιστικότητας – οπότε θα αυξάνονταν οι εξαγωγές της, ενώ θα περιορίζονταν οι εισαγωγές της, με αποτέλεσμα την εξάλειψη των ελλειμμάτων του ισοζυγίου εξωτερικών συναλλαγών της.
Φυσικά δε, η αύξηση των ελλειμμάτων του προϋπολογισμού της, αφενός μεν θα δυσκόλευε τον περαιτέρω δανεισμό της, αφετέρου θα τον καταστούσε ασύμφορο (λόγω των υπερβολικών επιτοκίων). Επομένως, θα αναγκαζόταν να πάψει να συντηρεί ένα μη παραγωγικό και πολυδάπανο δημόσιο – οπότε δεν θα υπερχρεωνόταν.
Αντίστοιχα, το μάρκο της Γερμανίας θα υπερτιμούταν, λόγω αυξημένης ανταγωνιστικότητας – οπότε θα μειώνονταν οι εξαγωγές της, ενώ θα αυξάνονταν οι εισαγωγές της, με αποτέλεσμα την εξάλειψη των πλεονασμάτων του ισοζυγίου εξωτερικών συναλλαγών της, προς όφελος των υπολοίπων ευρωπαϊκών χωρών.
Συμπερασματικά λοιπόν, εάν η Ευρωζώνη δεν ενωθεί πολιτικά, εάν δηλαδή δεν επιταχυνθεί η ολοκλήρωση της Ευρώπης, όπου αφενός μεν θα καταπολεμηθεί με επιτυχία η ανίερη συμμαχία των κεντρικών και εμπορικών τραπεζών, αφετέρου θα λειτουργήσει σταδιακά η αναδιανομή εισοδημάτων από τις πλεονασματικές προς στις ελλειμματικές περιοχές, το Ευρώ θα αποβεί ένα καταστροφικό εγχείρημα – αφού οι ισχυρές, φυγόκεντρες δυνάμεις που αναπτύσσει το κοινό νόμισμα, είναι αδύνατον να αντιμετωπισθούν διαφορετικά.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Σοσιαλιστικό κόμμα χωρίς γεμάτα ταμεία, τα οποία να του επιτρέπουν την εκπλήρωση των (κοινωνικών) υποσχέσεων του, καθώς επίσης χωρίς καμία δυνατότητα δανεισμού, είναι αδύνατον να επιβιώσει. Φιλελεύθερο κόμμα, με ισχυρή σοσιαλιστική αντιπολίτευση, «τυφλά υποταγμένο» στο μνημόνιο, στην Τρόικα και στους δανειστές, είναι επίσης αδύνατον να επιβιώσει. Εάν λοιπόν δεν υπάρξει συναίνεση μεταξύ των αντίθετων κομμάτων, πράγμα πολύ δύσκολο (αν και όχι αδύνατον), αυτό που προβλέπεται είναι δυστυχώς διαδοχικές εκλογικές αναμετρήσεις – τις οποίες όμως είναι αδύνατον να αντέξει η ελληνική οικονομία.
Η έξοδος της Ελλάδας από τη ζώνη του ευρώ, υπό τις παρούσες προϋποθέσεις, θα ήταν ένα εισιτήριο προς την απόλυτη χρεοκοπία, χωρίς επιστροφή – όπως επίσης η συνέχιση της εφαρμογής του μνημονίου, το οποίο ουσιαστικά την καταδικάζει σε έναν αργό, εξαιρετικά επώδυνο θάνατο (βαθιά ύφεση, ανεργία, χρεοκοπίες επιχειρήσεων, κρατική πτώχευση, λεηλασία, εξαθλίωση, δραχμή).
Η Ευρώπη δεν θα μπορούσε επίσης να αντέξει την έξοδο της Ελλάδας, χωρίς να εκτοξευθεί ο κίνδυνος διάλυσης της στα ύψη – πόσο μάλλον όταν οι ανάγκες των ισπανικών τραπεζών υπολογίζονται πλέον στα 260 δις € από το IIF. Επομένως, δεν είναι τόσο πιθανή, όσο φαίνεται, ενώ είναι συνδεδεμένη με ένα τεράστιο, απρόβλεπτο ρίσκο.
Αυτό δεν σημαίνει φυσικά ότι, η Ελλάδα θα πρέπει να συνεχίσει να δίνει την καταστροφική εντύπωση, αφενός μεν πως εκβιάζει την ΕΕ, αφετέρου πως δεν θέλει να πληρώσει τα χρέη της – αν και θα έπρεπε να τα διαπραγματευτεί άμεσα, με επιτόκια της τάξης του 1%, συν επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής, με μία μικρή περίοδο χάριτος.
Επίσης, η Ελλάδα πρέπει να σταματήσει να δίνει την εντύπωση ότι, δεν επιθυμεί την εξυγίανση της οικονομίας της (τακτοποίηση τα του οίκου της, σωστή λειτουργία του δημοσίου, επιχειρηματικό πλαίσιο, κάθαρση, τιμωρία των όποιων διεφθαρμένων πολιτικών ή πολιτών κλπ.), εάν δεν θέλει να βρεθεί προ απροόπτου.
Από την άλλη πλευρά, η κατάσταση τόσο στην Ευρωζώνη, όσο και στην Ελλάδα, έχει περάσει πια το σημείο μηδέν – ενώ η ΕΚΤ, με την απόφαση της να αφήσει ως έχει το βασικό επιτόκιο, παρέδωσε ουσιαστικά τη σκυτάλη, όσον αφορά την επίλυση της ευρωπαϊκής κρίσης χρέους και δανεισμού, στην Πολιτική. Αν και η απόφαση της ΕΚΤ ηρέμησε αρχικά τις αγορές, ιδίως τα χρηματιστήρια, επειδή έδειξε ότι δεν υπάρχει κανένας λόγος βιασύνης (άρα τα προβλήματα της Ευρωζώνης είναι ελεγχόμενα), το άμεσο μέλλον θα δείξει, εάν τελικά έπεισε πραγματικά ή όχι.
Σε γενικές γραμμές λοιπόν είμαστε αντιμέτωποι με ένα θερμό καλοκαίρι, με τις συνέπειες μίας πιθανής Lehman Brothers στο πολλαπλάσιο. Εάν δε προσθέσουμε στις «εκρηκτικές αυτές εστίες φωτιάς» τις αυξημένες πιθανότητες οδυνηρών κοινωνικών αναταραχών, με την παράλληλη «έξαρση» της εγκληματικότητας, καθώς επίσης τα γεωπολιτικά προβλήματα στην περιοχή μας, θα μπορούσαν να εξελιχθούν σε μία ανεξέλεγκτη πυρκαγιά – χωρίς καμία απολύτως διάθεση καταστροφολογίας ή απαισιοδοξίας.
Ας ελπίσουμε ότι, στο τέλος θα πρυτανεύσει η λογική σε όλα τα επίπεδα – στην Ελλάδα, στην Ευρώπη και σε ολόκληρη τη Δύση, η οποία κινδυνεύει πολύ σοβαρά να χάσει τόσο την πρωτοκαθεδρία της στον πλανήτη, όσο και τη Δημοκρατία της.
* Βασίλης Βιλιάρδος (copyright), Αθήνα, 10. Ιουνίου 2012, viliardos@kbanalysis.com. Ο κ. Β. Βιλιάρδος είναι συγγραφέας, οικονομολόγος, πτυχιούχος της ΑΣΟΕΕ Αθηνών, με μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Αμβούργου. Έχει εκδώσει πρόσφατα τρία βιβλία της σειράς «Η κρίση των κρίσεων» (διάθεση με παραγγελία στο kb@kbanalysis.com).