Λέξεις-μολότοφ ενάντια στο μαύρο χρήμα*
Του Γιάννη Στρούμπα
Η «νέα τάξη» πραγμάτων, ένας όρος που επικράτησε μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης για να δηλώσει τη γεωπολιτική πραγματικότητα της ακόλουθης χρονικά συντριπτικής διεθνούς κυριαρχίας των Η.Π.Α., χρησιμοποιείται από τον Ντίνο Σιώτη στην ποιητική του συλλογή «Μαύρο χρήμα», όμως όχι τη φορά αυτή για να δηλώσει τη γεωπολιτική αλλά τη σύγχρονη οικονομική πραγματικότητα ενός ακραίου, ανάλγητου παγκοσμιοποιημένου οικονομικού συστήματος, στο οποίο οι κρατούντες εγκαθιδρύουν το σκοτάδι για να διακινούν την ανομία και την αιμοβορία:
* α΄ δημοσίευση: εφημ. «Αντιφωνητής», αρ. φύλλου 343, 16/5/2012.
«Έχουν αγκαλιές και δεν αγκαλιάζουν/ έχουν μάτια και δεν βλέπουν έχουν/ αυτιά και δεν ακούν κατεβαίνουν// σκάλες που δεν τις έχουν ανεβεί»· οι αγκαλιές, τα μάτια και τ' αυτιά είναι σφραγισμένα, η άρχουσα τάξη αρνείται να αφουγκραστεί τις ανάγκες των υπολοίπων. Η άνοδός της με αθέμιτα μέσα δεν της επιτρέπει να κατανοεί, παρά μόνο να ποδοπατά και να εγκληματεί.
Το σκηνικό είναι μουντό. «Στις μέρες μας δεν αξιωθήκαμε να δούμε/ τον θρίαμβο της δημοκρατίας ούτε της/ δικαιοσύνης» συλλογίζεται ο Σιώτης. Ο κυνισμός, η απάθεια, η έλλειψη ενδιαφέροντος, επικοινωνίας κι ανθρωπιάς πυροδοτούνται από το μαύρο χρήμα: «τα ώτα των μη ακουόντων/ είναι βουλωμένα με μαύρο χρήμα». Αυταπάτες εκταμιεύονται σε μαύρο χρήμα, αβεβαιότητες εξοφλούνται σε μαύρο χρήμα, η βεβαιότητα ασφαλίζεται σε μαύρο χρήμα. Το μαύρο χρήμα κατεδαφίζει τα όνειρα, την εμπιστοσύνη, τη σιγουριά, την ασφάλεια. Υποταγμένοι σε τούτη τη μαύρη πρακτική, όσοι συμμετέχουν στο παιχνίδι των ισχυρών υπογράφουν την καταδίκη τους, που σηματοδοτεί την προσωπική τους εγκατάλειψη «στην άκρη του δρόμου», σφραγίζοντας την ταξική, κυρίως όμως την ηθική τους χρεοκοπία. Όσο λοιπόν οι «νεόπλουτοι» του ομότιτλου ποιήματος «τοκίζουν την/ ευμάρεια σε παράκτιες εταιρείες», «η/ ζωή παραμένει ανασφάλιστη και φοβική». Η μόνη ασφάλεια, κατά τον Σιώτη, εντοπίζεται στην κοινωνική δικαιοσύνη.
Ανακυκλώνοντας εμφαντικά τον όρο «μαύρο χρήμα» δώδεκα φορές μέσα στην ποιητική του συλλογή (δεκατρείς μαζί με τον τίτλο της συλλογής, σημαινόμενο κακοδαιμονίας) ο Σιώτης τον ταυτίζει λόγω χρώματος και υπόγειων διαδρομών με το σκοτάδι, ενώ παράλληλα τον αντιπαραβάλλει στο φως, το οποίο απειλείται με θάνατο. Ο ήλιος, φορέας του φωτός, ακρωτηριάζεται, ξεπουλιέται από «πλεονέκτες που θησαυρίζουν/ τοκίζοντας αέρα αλαζονείας σε τράπεζες/ πλειστηριασμού φωτός». Σκιές, φασματικές φιγούρες υποχθόνιες, επιβάλλουν το «άπλετο σκοτάδι». Τα δελτία ειδήσεων ισοπεδώνουν τον «άμαχο πληθυσμό» και προσκολλούν επάνω του τον θάνατο «σαν βδέλλα». Με ποιητική ευαισθησία ο Σιώτης αγωνιά για το σκοτεινό αύριο σε μια προφητεία που προβλέπεται να επαληθευτεί με μαθηματική ακρίβεια: «το πρωί να 'ναι εδώ και να μην έχει ξημερώσει», εφόσον θα κυριαρχεί το σκότος.
Ανάχωμα στην αλαζονεία των άπληστων υψώνεται ο ποιητικός λόγος. Ο ποιητής απευθύνει προσκλητήριο αντίστασης αναλαμβάνοντας ο ίδιος πρώτος δράση: «στο αμόνι χτυπώ την αλαζονεία»· και κηρύσσει την επανάσταση με τρομπέτες που συνθέτουν σκηνικό τελικής κρίσης. Οι λέξεις του είναι «εξεγερμένες» και παλεύουν ενίοτε μόνες ενάντια στην ατιμώρητη αυθαιρεσία. Πώς να πορευτούν άλλωστε αλλιώς, όταν ακόμη κι ο Θεός απουσιάζει; Στα ποιήματα «Θεέ μου» και «Κύριε» ο ποιητής προσευχόμενος απευθύνει στον Θεό επίκληση προς σωτηρία. Παρουσιάζοντας όλη την ελληνική τραγωδία με το κλίμα της φιλαρχίας, της ανομίας, της διαπλοκής, της διαφθοράς, της ατιμωρησίας, της σήψης, της δυσωδίας και της διάλυσης, παρακαλά για την έξοδο από τον «νυχτερινό ουρανό». Όμως ο Θεός είναι εξαφανισμένος («γιατί εξαφανίστηκες Κύριε»), απών από τον άδικο, παράλογο, εγωιστικό, υποκριτικό, ανυπόληπτο κόσμο. «Κι εσύ Κύριε κάθεσαι εκεί ψηλά/ (μα πόσο ψηλά πια;) και δεν λες δυο λόγια»: η μοιραία διαπίστωση του τραγικού αδιεξόδου επισύρει το απεγνωσμένο ερώτημα «μήπως θα 'πρεπε να τα μαζεύω/ Κύριε και να πάω σε άλλη πατρίδα;»
Σε ποια πατρίδα όμως να αναζητηθεί το καταφύγιο, όταν η πατρίδα της θεϊκής αγκαλιάς, στην οποία θα μπορούσαν να αναχθούν όλες οι υπόλοιπες, είναι από καιρό εξαφανισμένη κι αγνοούμενη; Γι' αυτό και στο σκηνικό της τελικής κρίσης, ελλείψει της θεϊκής επιφάνειας, πρωταγωνιστεί η ποίηση. Καθώς μάλιστα η ποίηση δεν απέχει πολύ απ' το να ταυτιστεί με τη ζωή που «βρέθηκε ατιμασμένη σ' ένα χαντάκι», εφόσον ανακαλείται η ανάλογη μοίρα ενός ποιητή, του δολοφονημένου από τους φασίστες Ισπανού Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα, έχει κάθε λόγο να διεκδικήσει την αποκατάστασή της. Βεβαίως το εγχείρημα δεν είναι καθόλου εύκολο, δεδομένου πως η βασικότερη μονάδα λόγου, το ρήμα, διαστρέφεται: «το ρήμα το εξαγοράζω με μαύρο// χρήμα», δηλώνει ο ποιητής, σχολιάζοντας πόσο εύκολα το «ρήμα» μεταπίπτει σε «χρήμα», πόσο εύκολα η αλήθεια παραλλάσσεται κι ακυρώνεται με την προσθήκη ενός «Χ» που την παραχαράσσει. Εδώ λοιπόν απαιτείται «λεξιλόγιο πιο γυμνό κι απ' την ποίηση», εδώ επιβάλλεται «να εφεύρουμε/ λέξεις μολότοφ».
Ο Σιώτης αρπάζει τις αυτοσχέδιες μολότοφ του και τις εκτοξεύει με τη σκληρότητα της τιμωρού ποιητικής του γλώσσας ενάντια «στην κάθε φύσεως μαλακία». Δεν διστάζει να χαρακτηρίσει εμμέσως ως κτήνη τους μαυραγορίτες, που «αφήνουν ατάιστα τα ζώα τους φροντίζουν/ όμως στο έπακρο τα ζωώδη αισθήματα». Οι άπληστοι, πάλι, αποκαλούνται «πρεζόνια του πλούτου», ενώ και το προφίλ τους σχηματοποιείται «με άναρχες παντομίμες καύλας». Για όλους όσους δεν αναγνωρίζουν άλλο ιερό και όσιο πέρα από την «Αγία Απληστία», ο Σιώτης επιστρατεύει ενισχυτικά την ειρωνεία του: «έζησα/ τις μεγάλες στιγμές της μικρότητας των/ πολιτικών»· έτσι ο ποιητής προσδιορίζει το μέγεθος το προσωπικό μα και το μέγεθος των πράξεων των όντων τούτων με επίθετα αντιθετικά στις αποδιδόμενες σε αυτά ιδιότητες, επιτείνοντας έτσι τα αρνητικά χαρακτηριστικά τους.
Η αναλγησία και ο κυνισμός όσων υπηρετούν το βρόμικο σύστημα αναδεικνύεται περαιτέρω μέσα από την ευαισθησία που εκδηλώνουν τα άψυχα αντικείμενα καθώς προσωποποιούνται. Το παγκάκι, ξενώνας συχνά αστέγων, χαρακτηρίζεται το ίδιο από τον Σιώτη «άστεγο». Τα μαχαίρια λιποτακτούν «γιατί δεν είχαν ψωμί να κόψουν/ δεν είχαν τοστ να το αλείψουν βούτυρο». Οι δρόμοι, με τη σειρά τους, «στ' αλήθεια τα// χάνουν τρελαίνονται και κλαίνε απαρηγό-/ ρητοι όχι λόγω δακρυγόνων αλλά λόγω/ κατάντιας του συλλογικού δράματος». Ακόμη και τα άψυχα, επομένως, χάνουν τον προσανατολισμό τους και αλλοτριώνονται, όταν υποχρεώνονται να συμμετάσχουν στον πόνο και στον εξευτελισμό του ανθρώπου. Η εκδήλωση ευαισθησίας από τα άψυχα, σε σύγκριση με την αφασία των ανθρώπων, κορυφώνει την τραγικότητα της κατάστασης.
Εξίσου δραστικά λειτουργεί η αντιστροφή από τον Σιώτη παραδοχών ευρέως διαδεδομένων, των οποίων η αποδόμηση τις καθιστά άκυρες. Η πασίγνωστη παραδοχή πως όποιον πολιτικό αποχωρεί από το «μαντρί», δηλαδή από το κόμμα στο οποίο ανήκει, προκειμένου να κινηθεί αυτόνομα, τον τρώει ο «λύκος», προσεγγίζεται από τον ποιητή υπό ένα νέο πρίσμα ερμηνείας, σύμφωνα με το οποίο ο λύκος δεν βρίσκεται έξω από το μαντρί, παρά μέσα σ' αυτό, ενώ το «αρνί», δηλαδή ο μαντρωμένος λαός, καλείται να δείξει εμπιστοσύνη στον λύκο, υπονομεύοντας την ύπαρξή του και αποδεικνυόμενο «τυφλό». Η αντίστροφη αλληγορία του Σιώτη αποδίδει τόσο το πόσο απροστάτευτος είναι ο λαός σαν αρνί, όσο όμως και τη δική του ευθύνη, που επιφέρει την τυφλότητά του.
Η τυφλότητα αυτή, εξάλλου, έχει ως συνέπεια «ο// κύκλος να μην κλείνει αλλά να παρα-/ μένει ανοιχτός όπως οι πληγές των/ Φαραώ». Τα νοσήματα των Ελλήνων, διαχρονικά κι ανίατα, παρουσιάζονται από έναν χορό αρχαίας τραγωδίας στο Σύνταγμα, ο οποίος «απαγγέλλει το αρχαίο δράμα του λαού». Οι διαφορετικοί χρόνοι, παρελθόν και παρόν, συμφύρονται στον ίδιο τόπο, στον ίδιο λαό, αποκαλύπτοντας πως ποτέ δεν επήλθε η πρόοδος. Η κυριαρχία του παρελθόντος επί του παρόντος, καθώς «το τέλος του/ αιώνα ήρθε πριν την αρχή του», με το τέλος να προηγείται χρονικά της αρχής, δηλώνει μέσω του οξύμωρου σχήματος την κατίσχυση του μεσαίωνα. Η ίδια διαπίστωση επιβεβαιώνεται κι από το επιλογικό της συλλογής τρίστιχο «Αν και ένα χρόνο στο/ μνημόνιο ζούμε σε/ προμνημονιακή εποχή», γεγονός που καταδεικνύει πως παρά το πέρασμα του χρόνου δεν επήλθαν βελτιωτικές αλλαγές· αντιθέτως επήλθε οπισθοδρόμηση.
Πώς μπορεί να συντελεστεί λοιπόν η έξοδος από τον λαβύρινθο; Η πρόταση του Σιώτη περιλαμβάνει την εγκατάλειψη του παρελθόντος και της σήψης του: «η καινούρια ζωή/ προχωρά αφήνοντας πίσω της τα ρετάλια/ τα ρεμάλια και τα ράκη της απάτης». Για να κατορθωθεί αυτό, βεβαίως, προϋποτίθεται πως τα πράγματα θα ειπωθούν με τ' όνομά τους, χωρίς κολακείες και ωραιοποιήσεις: «όσοι χαϊ-/ δεύουν τα αυτιά της εξουσίας ας πάνε/ να κλειστούν ξανά στον γυάλινο πύργο/ τους: σε κανέναν μας δεν θα λείψουν». Έτσι ο Σιώτης δεν δείχνει απλώς στα παπαγαλάκια της εξουσίας τον δρόμο για το κλουβί τους, μα βγάζει από τον γυάλινο πύργο την μέχρι πρότινος εκεί εγκλωβισμένη ποίηση, που αφυπνίζεται και αφυπνίζει, καθώς αποσπά τον εαυτό της από την ιδιώτευσή της και τις εσωτερικές της καταβυθίσεις, και διεκδικεί ξανά ενεργά τον κοινωνικό της ρόλο.
Ντίνος Σιώτης, «Μαύρο χρήμα», εκδ. Μεταίχμιο, Αθήνα 2011, σελ. 88.
ΕΦΕΥΡΕΣΗ
Να εφεύρουμε άλλες λέξεις να εφεύρουμε λέξεις μολότοφ που ν' αντιστέκονται στα δελτία των ειδήσεων που να μιλάνε τη
γλώσσα των καταφρονεμένων που να μιλάνε στον άμαχο πληθυσμό για την χειμαζόμενη πείνα να εφεύρουμε μια
άλλη μνήμη που να ανακαλεί μιαν άλλη αυγή χωρίς ακρωτηριασμούς ηλίου και παρεξηγημένες καταιγίδες
να εφεύρουμε έναν χτύπο ρολογιού που κάτι να μας λέει πεσμένος κάτω στο πάτωμα ή μέσα σε σπασμένο
κομοδίνο ζάλης έναν θάνατο που να μην κολλάει πάνω μας σαν βδέλλα ένα λεξιλόγιο πιο γυμνό κι απ' την ποίηση
Αθήνα, 9 Δεκεμβρίου 2008 |
Η ΧΩΡΑ ΜΑΣ
Χωρίς προειδοποίηση μείναν πίσω τα πουλιά μείναν πίσω οι γλάστρες μείναν πίσω οι λύκοι να φυλάνε τα πρόβατα
τότε δεν βλέπαμε τίποτα: ο καλός ποιμήν έλειπε με άδεια στα ιαματικά λουτρά εμάς μας τύφλωναν τα καζίνα κι οι διαφημίσεις
στην τηλεόραση όπου τα φαινόμενα σήψης & παρακμής μύριζαν φρεσκάδα και ακμή τώρα χωρίς προειδοποίηση χαροπαλεύει η
χώρα τι κι αν ο ηγέτης μόλις ανακάλυψε την πράσινη ανάπτυξη τι κι αν του δείχνουν τον μεσαίωνα που προπορεύεται της χώρας
Αθήνα, 14 Μαΐου 2011 |