Συνταγές ιδιωτικοποίησης
Οι πρόσφατες παρεμβάσεις των διεθνών οργανισμών στην Εκπαίδευση
Στην τελευταία του έκθεση για την ελληνική οικονομία (Ιούλιος 2009), ο ΟΟΣΑ προετοιμάζει το έδαφος για την επιβολή μέτρων η υλοποίηση των οποίων θα δημιουργήσει ένα εφιαλτικό μέλλον για την Εκπαίδευση, τους εκπαιδευτικούς και τους σπουδαστές στη χώρα μας.
Για την παιδεία, ο ΟΟΣΑ εισηγείται τη λειτουργία ιδιωτικών πανεπιστημίων και την επιβολή διδάκτρων για τη φοίτηση στις προπτυχιακές σπουδές των κρατικών πανεπιστημίων (στις μεταπτυχιακές το θεωρεί αυτονόητο), την αξιολόγηση των πανεπιστημίων και τη σύνδεση της χρηματοδότησής τους με τα αποτελέσματα της αξιολόγησης, την «αυτονομία» των ΑΕΙ σε θέματα πρόσληψης προσωπικού και επιλογής φοιτητών, την αξιολόγηση των εκπαιδευτικών και των σχολείων με βάση τις επιδόσεις των μαθητών.
Την ίδια περίοδο η ετήσια έκδοση «Αριθμοίκλειδιά της εκπαίδευσης στην Ευρώπη- 2009», που εξέδωσε το δίκτυο Εurydice, επιχειρεί να επιβάλει τη γραμμή των Βρυξελλών για την Εκπαίδευση, έτσι ώστε η κάθε χώρα να προσαρμοστεί κάνοντας τις απαραίτητες αλλαγές. Παρ΄ όλη την υπερκατανάλωση εύηχων λέξεων και επιδέξιων λόγων για να θολώσουν τις πραγματικές τους στοχεύσεις, η κατεύθυνση των Βρυξελλών είναι φανερή. Στοχεύουν στο βάθεμα του ιδιωτικοποιημένου, πειθαρχημένου, ευέλικτου και αποδοτικού στα κυρίαρχα συμφέροντα σχολείου που θα παράγει εργατικό δυναμικό φθηνό, χωρίς δικαιώματα, αλλά καταρτισμένο με εκείνες τις χρηστικές δεξιότητες που απαιτεί το κεφάλαιο για αύξηση της κερδοφορίας του. Έτσι, στην ετήσια έκδοση «Αριθμοί-κλειδιά της εκπαίδευσης στην Ευρώπη- 2009», ουσιαστικά και τυπικά καταγράφεται ο βαθμός προσαρμογής των κρατών – μελών στα παρακάτω μέτρα-στόχους που έχει εδώ και χρόνια θέσει η Ε.Ε.: αυξημένη αυτονομία των σχολών σε συνδυασμό με αύξηση της εξωτερικής αξιολόγησης, δίδακτρα (οι σπουδαστές καλούνται να συμβάλουν στη χρηματοδότηση του κόστους των σπουδών τους όπως ήδη γίνεται σε 16 χώρες), δημιουργία μηχανισμών χρηματοδότησης από διαφοροποιημένες πηγές, αυστηρότερες διαδικασίες επιλογής για την εισαγωγή στα πανεπιστήμια και περιορισμός του αριθμού των εισακτέων, διαφοροποίηση των εκπαιδευτικών προγραμμάτων, του περιεχομένου της γνώσης που λαμβάνουν οι μαθητές και αποκέντρωση της Εκπαίδευσης, γενίκευση και αύξηση των τροφείων στην προσχολική αγωγή, σπάσιμο των σπουδών των ανώτατων σχολών.
Αν όμως οι παραπάνω συνταγές του ΟΟΣΑ και της Ε.Ε. στοχεύουν στις «δομές και τις υποδομές» του εκπαιδευτικού συστήματος, ο γνωστός διεθνής διαγωνισμός ΡΙSΑ στοχεύει στο «περιεχόμενο» της εκπαίδευσης. Χέρι χέρι ο διεθνής διαγωνισμός ΡΙSΑ επιχειρεί με όχημα τα πορίσματά του (μέσα από τον έλεγχο των αναγνωστικών, μαθηματικών και φυσικών ικανοτήτων των μαθητών) να προσανατολίσει τη σχολική εκπαίδευση σε μια συγκεκριμένη κατεύθυνση. Στην πράξη, οι στόχοι του προωθούν αντί της γνώσης τη δεξιότητα. Για να πάει καλά μια χώρα στον διαγωνισμό, πρέπει οι μαθητές της να έχουν αντιμετωπίσει τη Γλώσσα σχεδόν αποκλειστικά ως εργαλείο επικοινωνίας, να έχουν διδαχτεί από τα Μαθηματικά κυρίως μεθόδους επίλυσης πρακτικών προβλημάτων, ενώ στις Φυσικές Επιστήμες να μην έχουν εμβαθύνει στο γιατί αλλά στο πώς. Έτσι, το εκπαιδευτικό σύστημα θα πρέπει, προσαρμοζόμενο στους στόχους του προγράμματος, να «προπονεί» τους μαθητές σε τέτοιου είδους θέματα αντί να τους διδάσκει, να τους καταρτίζει αντί να τους εκπαιδεύει.
Είναι φανερό ότι ο κυρίαρχος σχεδιασμός της νεοφιλελεύθερης αναδιάρθρωσης στοχεύει ευθέως στη διατύπωση νέας πρότασης για το μοντέλο του σχολείου και του μαθητή/εκπαιδευτικού. Το σχολείο των «εκπαιδεύσιμων» στην κοινωνία των «απασχολήσιμων» είναι αδύνατο να λειτουργήσει, αν δεν μεταλλαχθούν τα «υποκείμενά» του. Από τη μια το φθηνό, ιδιωτικοποιημένο και «αποδοτικό» σχολείο χρειάζεται υποταγμένους και άβουλους εκπαιδευτικούς, χειραγωγημένους, με σχέσεις εργασίας τις οποίες καθορίζει η ανασφάλεια, οι εξετάσεις και το ρουσφέτι. Από την άλλη, η κυρίαρχη μορφωτική προτεραιότητα της νεοφιλελεύθερης αναδιάρθρωσης για τη διαμόρφωση- αξιοποίηση των εργαζομένων στηρίζεται σε ένα είδος γενικής μόρφωσης, το οποίο δεν καλλιεργεί και δεν αναπτύσσει την συνθετική- αναλυτική σκέψη, δεν δίνει τις βάσεις για την ερμηνεία της κοινωνίας και του κόσμου.
Το ζητούμενο για τη μορφωτική αντίληψη της νεοφιλελεύθερης αναδιάρθρωσης δεν είναι η σύνθεση των γνώσεων, η κατανόηση της κοινωνίας και του κόσμου, πολύ περισσότερο δεν είναι η ανάπτυξη δυνατοτήτων για την αλλαγή της κοινωνίας. Το εκπαιδευτικό σύστημα, στο πλαίσιο αυτό, ενδιαφέρεται να δώσει στον κάθε μαθητή όχι παιδεία, αλλά «θραύσματα γνώσης», ένα «κουτί πρώτων βοηθειών», «βασικές δεξιότητες» με τις οποίες θα μπορεί να πλοηγηθεί στην αγορά εργασίας. Όμως, η εκπαίδευση των δεξιοτήτων και ο κατακερματισμός της γνώσης παίζει και έναν σημαντικό ιδεολογικό ρόλο. Ο εργαζόμενος, εκτός από δεξιότητες που πρέπει να έχει, πρέπει να είναι και πειθήνιος σε ό,τι υπαγορεύει η εργοδοσία και η κυρίαρχη ιδεολογία.
Πηγή: http://www.tanea.gr/default.asp?pid=2&ct=1&artid=4532871