ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΗΝ ΑΦΕΤΗΡΙΑ

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΗΝ ΑΦΕΤΗΡΙΑ:

Εάν δεν υπάρξει η βούληση για μία από κοινού αρμονική ανάπτυξη, είναι καλύτερα να υποχωρήσει η Ευρωζώνη στην προηγούμενη της κατάσταση, με την υιοθέτηση των εθνικών νομισμάτων – με στόχο να ξεκινήσει από την αρχή η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση

 

Του Βασίλη Βιλιάρδου*

 

"Πολύ λίγοι από εμάς αντιλαμβανόμαστε με πειστικό τρόπο την έντονα ασυνήθη, ασταθή, περίπλοκη, αναξιόπιστη και προσωρινή φύση της οικονομικής οργάνωσης, μέσω της οποίας έχει ζήσει η Δυτική Ευρώπη τον τελευταίο μισό αιώνα. Υποθέτουμε ότι κάποια από τα πιο ιδιάζοντα και προσωρινά των πρόσφατων πλεονεκτημάτων μας είναι φυσικά, μόνιμα και αξιόπιστα, ενώ καταστρώνουμε ανάλογα τα σχέδια μας.

Επάνω σε αυτό το αμμώδες και τεχνητό θεμέλιο απεργαζόμαστε την κοινωνική βελτίωση και προετοιμάζουμε τα πολιτικά μας προγράμματα, επιδιώκουμε τις εχθρότητες μας και τις ιδιαίτερες φιλοδοξίες μας, ενώ αισθανόμαστε ότι έχουμε αρκετό διαθέσιμο περιθώριο για να ενθαρρύνουμε την εμφύλια διαμάχη στην ευρωπαϊκή οικογένεια – αντί να την κατευνάζουμε.

Παρακινούμενος από παράλογη αυταπάτη και απερίσκεπτη αυτοεκτίμηση, ο γερμανικός λαός ανέτρεψε τα θεμέλια, επάνω στα οποία ζούσαμε και κτίζαμε όλοι μας……..Δεν πρέπει λοιπόν ποτέ να διαπραγματεύεσαι με έναν Γερμανό ή να συμφιλιώνεσαι μαζί του – πρέπει να του υπαγορεύεις. Υπό οποιουσδήποτε άλλους όρους, δεν θα σε σέβεται ή δεν θα τον εμποδίσεις από το να σε εξαπατήσει.   

Οι εκπρόσωποι όμως του γαλλικού και του βρετανικού λαού, ανέλαβαν το ρίσκο να ολοκληρώσουν την καταστροφή που ξεκίνησε η Γερμανία, μέσω μίας πλασματικής, ψεύτικης ειρήνης η οποία, αν πραγματοποιηθεί, θα καταστρέψει κατ' ανάγκη ακόμη περαιτέρω την ήδη διαταραγμένη και διαλυμένη από τον πόλεμο ευπαθή, περίπλοκη οργάνωση, μόνο μέσω της οποίας οι ευρωπαϊκοί λαοί μπορούν να απασχοληθούν και να ζήσουν – μολονότι θα μπορούσε να την αποκαταστήσει" (J.M.Keynes περί το 1919, μετά τον 1ο παγκόσμιο πόλεμο – υπενθυμίζοντας ότι, ο οικονομικός πόλεμος ελάχιστα διαφέρει από τον συμβατικό). 

Ανάλυση

Αναφερθήκαμε στο κείμενο του Keynes έχοντας την άποψη πως η σημερινή κατάσταση στην Ευρώπη παρουσιάζει αρκετά κοινά χαρακτηριστικά με το διάστημα του μεσοπολέμου – το οποίο οδήγησε τη Δύση στη μεγάλη ύφεση και στο δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Παράλληλα, στην Ελλάδα φαίνεται να δημιουργούνται εκείνες οι συνθήκες, οι οποίες οδήγησαν στη γαλλική επανάσταση – ενώ δεν θα ήταν ίσως λάθος να υπενθυμίσουμε ξανά ότι, "οι δικτατορίες χτίζονται επάνω στους πεινασμένους και στους ανέργους".

Ελπίζουμε βέβαια να κατανοηθεί έγκαιρα, τόσο στην Ελλάδα, όσο και σε ολόκληρη την Ευρώπη, πως ο καπιταλισμός σε μία δημοκρατία προαπαιτεί τη συναίνεση των Πολιτών – ότι δηλαδή μία κοινωνία οφείλει να προσφέρει στους εργαζομένους βιώσιμους μισθούς και ένα επαρκές κράτος προνοίας, εάν δεν θέλει να επικρατήσουν εκείνες οι τρομακτικές συνθήκες, οι οποίες «προλογίζουν» τα απολυταρχικά καθεστώτα.

Ανεξάρτητα τώρα από τα παραπάνω, στις αρχές Μαρτίου του 2012, οι 25 από τις 27 χώρες της ΕΕ (εκτός της Μ. Βρετανίας και της Τσεχίας), με «εισηγητή» τη Γερμανία, υπέγραψαν στις Βρυξέλλες ένα σύμφωνο δημοσιονομικής σταθερότητας και πειθαρχίας, το οποίο περιλαμβάνει την απαγόρευση της υπερχρέωσης, καθώς επίσης την επιβολή κυρώσεων σε εκείνα τα κράτη, τα οποία εμφανίζουν υψηλά ελλείμματα στους προϋπολογισμούς τους (ως συνήθως, η Γερμανία επιλέγει τις επικίνδυνες χειρουργικές επεμβάσεις, από την κουραστική, μακροχρόνια, αλλά λιγότερο οδυνηρή θεραπεία μίας ασθένειας). 

Εν τούτοις η ελπίδα ότι, με τη βοήθεια αυτής της ενέργειας θα ξεπερασθεί η κρίση της Ευρωζώνης, φαίνεται μάλλον ουτοπική. Από τη μία πλευρά είναι εντελώς ανόητο να θεωρήσει κανείς πως το νέο σύμφωνο θα τηρηθεί πολύ πιο αυστηρά, από τα κριτήρια του Μάαστριχτ – ενώ από την άλλη είναι μάλλον επικίνδυνο, αφού  στηρίζεται σε μία απόλυτα εσφαλμένη διάγνωση.

Ειδικότερα, η αντιμετώπιση του προβλήματος της Ευρωζώνης στηρίχθηκε στη διάγνωση, σύμφωνα με την οποία η κρίση οφείλεται στην υπερχρέωση ορισμένων χωρών της ένωσης – σαν αποτέλεσμα της δυνατότητας τους να δανείζονται με χαμηλά επιτόκια, μετά την υιοθέτηση του κοινού νομίσματος.

Η διαπίστωση αυτή, η οποία πραγματικά ισχύει για ορισμένα κράτη (όπως για την Ελλάδα και την Ιταλία), είναι εντελώς εσφαλμένη για όλα σχεδόν τα υπόλοιπα – στα οποία οι ροές κεφαλαίων δεν κατευθύνθηκαν στο δημόσιο τομέα, αλλά στον ιδιωτικό. Το γεγονός αυτό, η υιοθέτηση δηλαδή του ευρώ, διευκόλυνε την υπερχρέωση των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών κυρίως στην Ισπανία και στην Ιρλανδία – ενώ το δημόσιο χρέος υποχώρησε σημαντικά, λόγω της αύξησης των εσόδων από την ανάπτυξη του ιδιωτικού τομέα (το ακριβώς αντίθετο συνέβη στην Ελλάδα).

Μετά το ξέσπασμα της χρηματοπιστωτικής κρίσης όμως αυξήθηκαν τα χρέη του δημοσίου της Ιρλανδίας, αφού αναγκάσθηκε να αναλάβει τις ζημίες των τραπεζών, από 25% του ΑΕΠ τέλη του 2007, στα 119% τέλη του 2013 – ενώ κάτι ανάλογο θα συμβεί και σε πολλές άλλες χώρες, όπως στην Ισπανία, στο Βέλγιο (το οποίο υποφέρει παράλληλα από πολύ υψηλό δημόσιο χρέος, καθώς επίσης από μία διαρκή ακυβερνησία), στην Ολλανδία, στην Αυστρία κλπ.

ΟΙ ΡΟΕΣ ΚΕΦΑΛΑΙΩΝ

Η εισαγωγή του ευρώ προκάλεσε μία μαζική ροή κεφαλαίων προς τα κράτη της ευρωπαϊκής περιφέρειας, η οποία είχε σαν αποτέλεσμα τη δημιουργία μεγάλων ελλειμμάτων στα ισοζύγια τρεχουσών συναλλαγών τους. Η ροή των κεφαλαίων οφειλόταν στην εμπιστοσύνη των αγορών στη σταθερότητα της Ευρωζώνης, η οποία εγγυόταν υποθετικά τόσο για την ανάπτυξη των κρατών, όσο και την ασφάλεια των χρημάτων των δανειστών.

Αρκετοί από τους υπερασπιστές της ελεύθερης κίνησης των κεφαλαίων, οι οποίοι σήμερα κατακρίνουν τη δημιουργία μακροοικονομικών ασυμμετριών εντός της Ευρωζώνης, θεωρούσαν την τότε ροή των χρημάτων σαν έναν ορθολογικό μηχανισμό, για την εξισορρόπηση των κεφαλαιακών αποδόσεων.

Σύμφωνα λοιπόν με τους ίδιους, τα κεφάλαια έρρεαν από τις μη ανταγωνιστικές χώρες υψηλού εργατικού κόστους του Βορρά, στις ανταγωνιστικές περιοχές χαμηλού εργατικού κόστους του Νότου, οι οποίες είχαν ελάχιστες υποδομές και μεγάλες δυνατότητες απορρόφησης επενδυτικών κεφαλαίων – παράγοντες οι οποίοι (δήθεν) εγγυόταν αυξημένη παραγωγικότητα, καθώς επίσης υψηλότερη αποδοτικότητα των επενδυμένων κεφαλαίων. Ο Πίνακας Ι που ακολουθεί, ο οποίος εμφανίζει τις απαιτήσεις των γερμανικών τραπεζών, τεκμηριώνει τις παραπάνω διεργασίες: 

ΠΙΝΑΚΑΣ Ι: Εξωτερικές απαιτήσεις (δάνεια) των γερμανικών τραπεζών σε δις €, στις «ελλειμματικές» χώρες του Νότου, με ημερομηνία καταγραφής τέλη Αυγούστου 2010

Χώρες

Συνολικά

Τράπεζες

Επιχειρήσεις

Δημόσιο

 

 

 

 

 

Ισπανία

146.755

62.963

63.439

20.353

Ιταλία

133.296

48.138

45.664

39.494

Ιρλανδία*

114.707

43.025

69.318

2.364

Πορτογαλία

28.685

13.130

9.862

5.693

Ελλάδα

27.990

2.451

7.614

17.925

 

 

 

 

 

Ευρώπη

1.524.366

 

 

 

Λοιπός κόσμος

928.625

 

 

 

Γενικό σύνολο**

2.452.991

 

 

 

Πηγή: Bundesbank. Πίνακας: Β. Βιλιάρδος

* Το ΑΕΠ της Ιρλανδίας το 2008 ήταν 185,7 δις €, οπότε το χρέος της απέναντι στις Γερμανικές τράπεζες ήταν περίπου 62% του ΑΕΠ. Για σύγκριση, το αντίστοιχο χρέος της Ελλάδας (ΑΕΠ 2008 στα 242,9 δις €) ήταν μόλις 11,5% του ΑΕΠ. 

** Τεράστιο ποσόν, περίπου όσο το ΑΕΠ της.

Σημείωση: Η «μοίρα» των πλεονασματικών χωρών, όπως η Γερμανία, είναι να δανείζουν τις ελλειμματικές – αφενός μεν για να πουλούν τα προϊόντα τους, αφετέρου για να επενδύουν τα πλεονάσματα τους (ας σημειωθεί εδώ ότι, οι απαιτήσεις της Bundesbank απέναντι στην ΕΚΤ έχουν ξεπεράσει τα 600 δις € – κάτι που προβληματίζει ιδιαίτερα τη Γερμανία). Σε περιόδους όμως κρίσης, όπως στη σημερινή, αυτός που συνήθως ζημιώνεται στο τέλος δεν είναι ο οφειλέτης, αλλά ο δανειστής – γεγονός που πολύ σωστά τρομοκρατεί τη Γερμανική κυβέρνηση, παρά τα όσα ανακριβή ανακοινώνει στους Πολίτες της.

Συνεχίζοντας, με το ξέσπασμα της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης, οι διαθέσεις άλλαξαν ριζικά – όπως συνήθως συμβαίνει, όταν οι αγορές κυριεύονται από τον πανικό της απώλειας των χρημάτων τους. Ξαφνικά λοιπόν πολλοί επενδυτές διαπίστωσαν ότι, οι δομές διακυβέρνησης δεν ήταν τόσο σταθερές σε όλη την έκταση της Ευρωζώνης, όπως νόμιζαν στο παρελθόν. Παράλληλα, αποφάσισαν να αποσύρουν τα κεφάλαια τους από τις παραγωγικές επενδύσεις (πραγματική οικονομία) και να τα τοποθετήσουν σε μη παραγωγικούς χώρους – όπως για παράδειγμα στα χρηματιστήρια και στα ακίνητα, με αποτέλεσμα να εκτοξευθούν αυτές οι αξίες στα ύψη. 

Στη συνέχεια, όλο και περισσότεροι επενδυτές άρχισαν να αποσύρουν τα χρήματα τους τόσο από τις κερδοσκοπικές επενδύσεις, όσο και από τις χώρες της περιφέρειας. Έτσι αντιστράφηκαν οι ροές των κεφαλαίων, από τις χώρες του Νότου προς τις χώρες του Βορρά – με κριτήριο πλέον όχι την αποδοτικότητα (κερδοφορία) αλλά την ασφάλεια των κεφαλαίων. Φυσικά το γεγονός αυτό δημιούργησε τεράστια προβλήματα τόσο στην πραγματική οικονομία, όσο και στις χώρες του Νότου, για τις οποίες ξεκίνησε μία αντίστροφη μέτρηση άνευ προηγουμένου.

Η εμπειρία πολλών χρηματοπιστωτικών κρίσεων έχει τεκμηριώσει το ότι, μετά από μία απελευθέρωση/απορύθμιση των χρηματοπιστωτικών αγορών, μετά από το άνοιγμα δηλαδή του κλουβιού που κρατιόταν φυλακισμένο το αιμοβόρο και παρανοϊκό θηρίο, προκαλούταν πάντοτε πιστωτικές φούσκες – οι οποίες έσπαζαν ξαφνικά, με έναν εκκωφαντικό θόρυβο. Αυτό συνέβη ουσιαστικά στη Λατινική Αμερική τη δεκαετία του 1970 ή στην Ασία στο τέλος της τελευταίας δεκαετίας.

Όπως φαίνεται η ελπίδα, σύμφωνα με την οποία οι αγορές θεωρούν ότι μπορούν να αποσύρουν έγκαιρα τα κεφάλαια τους από τις εκάστοτε εστίες πυρκαγιάς, είναι εντελώς ουτοπική – με αποτέλεσμα να προκαλούνται κρίσεις πανικού, όταν πιστεύουν πως η πυρκαγιά απειλεί πλέον να κλείσει όλους τους δρόμους διεξόδου τους. Με δεδομένο δε ότι, η οποιαδήποτε αλλαγή κατεύθυνσης μίας οικονομίας, μετά το σπάσιμο της φούσκας, απαιτεί χρόνο για να επανέλθει σε μία σωστή πορεία, χρόνο όμως που δεν είναι καθόλου διατεθειμένες να προσφέρουν οι πανικοβλημένες αγορές, η κατάσταση επιδεινώνεται συνήθως πολύ περισσότερο, από όσο θα ήταν λογικό. 

Μία ξαφνική αντιστροφή της ροής κεφαλαίων λοιπόν έχει σαν συνέπεια την κατάρρευση ακόμη και εκείνων των επενδυτικών προγραμμάτων, τα οποία είναι απολύτως κερδοφόρα – με αποτέλεσμα οι εταιρείες ή τα κράτη, τα οποία εγκαταλείπονται ξαφνικά από τα κεφάλαια, να αποσταθεροποιούνται, βυθιζόμενα στο χάος και στην καταστροφή, χωρίς καμία δυνατότητα αντιστροφής της τάσης.

Η ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ ΧΡΕΟΥΣ

Από την πλευρά της Γερμανίας, η αιτία της ευρωπαϊκής κρίσης χρέους, είναι η έλλειψη δημοσιονομικής πειθαρχίας – η μη τήρηση δηλαδή του συμφώνου σταθερότητας (έλλειμμα 3%), κατά την κατάρτιση και εφαρμογή των ετησίων προϋπολογισμών. Αντίθετα, από την πλευρά της Ισπανίας, «ένοχοι» για την κρίση είναι οι κερδοσκόποι. Και στις δύο περιπτώσεις, «παραγνωρίζονται» προφανώς οι ευρύτερες αλληλεξαρτήσεις ιδιωτικών και δημοσίων χρεών, ενώ δεν λαμβάνονται καθόλου υπ' όψιν οι μεγάλες «ενδοευρωπαϊκές ανισορροπίες», στον τομέα της παραγωγικότητας (για παράδειγμα, 30-40% χαμηλότερη παραγωγικότητα της Ελλάδας, σε σχέση με τη Γερμανία, σχεδόν αντίστοιχα υψηλότερες τιμές καταναλωτή κλπ).

Περαιτέρω, οι προσπάθειες των ευρωπαϊκών κρατών, με στόχο τη «συλλογική», την από κοινού δηλαδή μείωση των δημοσίων ελλειμμάτων, οδηγούν ασφαλώς στην ύφεση (depression). Αντίθετα, η μερική «θεραπεία» των προβλημάτων της Ευρωζώνης, με τη βοήθεια του ελεγχόμενου πληθωρισμού, κατά το «παράδειγμα» των Η.Π.Α. («εκτύπωση» χρημάτων από την ΕΚΤ, Ευρωομόλογα κλπ.), θα ήταν μάλλον μία βραχυπρόθεσμη λύση. Άλλωστε, όπως έχουμε ήδη αναλύσει, η απόσυρση των μέτρων στήριξης είναι μία εξαιρετικά δύσκολη, επικίνδυνη διαδικασία, χωρίς απολύτως κανένα εγγυημένο αποτέλεσμα.

Η καλυτέρευση τώρα της ευρωπαϊκής ανταγωνιστικότητας, κατά το «πρότυπο» της Γερμανίας (συγκράτηση των μισθών, περιορισμός του κοινωνικού κράτους, μειωμένη εσωτερική κατανάλωση κλπ), θα οδηγήσει σε επικίνδυνες, παγκόσμιες οικονομικές ανισορροπίες – ενώ, η συνέχιση του ενδοευρωπαϊκου ανταγωνισμού, ξανά εκ μέρους της Γερμανίας (επιδότηση/dumping εργατικού κόστους, ανάπτυξη εις βάρος των «εταίρων» της κ.α.), θα προκαλέσει αργά ή γρήγορα τη διάσπαση της Ευρωζώνης.

Κατά την άποψη μας η διέξοδος, η λύση της Ευρώπης δηλαδή, δεν είναι άλλη από τη «συμμετρική» εξέλιξη, από την «ταιριαστή», την αρμονική ανάπτυξη καλύτερα των κρατών-μελών της όπου, οι μέχρι σήμερα πλεονασματικές χώρες, όπως η Γερμανία και η Ολλανδία, θα αποδεχθούν μεγαλύτερα ελλείμματα – έτσι ώστε οι «ελλειμματικές» χώρες, όπως η Ισπανία και η Ελλάδα, να μπορούν να μειώσουν τα δικά τους.

Για παράδειγμα, μόνο εάν αυξήσει την εσωτερική της κατανάλωση η Γερμανία, μειώνοντας τους φόρους και αυξάνοντας τους μισθούς των εργαζομένων της, εισάγοντας παράλληλα προϊόντα από την Ελλάδα και επενδύοντας στη χώρα μας (αντί στην Κίνα ή αλλού), θα υπάρξει ταυτόχρονη, αρμονική ανάπτυξη και στις δύο χώρες.

Στην αντίθετη περίπτωση, εάν δηλαδή δεν υπάρξει η βούληση για συμμετρική εξέλιξη, για μία αρμονική ανάπτυξη, η οποία θα οδηγήσει στην πολιτική ένωση της Ευρώπης, είναι καλύτερα να διασπασθεί άμεσα η Ευρωζώνη, με δική της πρωτοβουλία – «υποχωρώντας» ίσως στην προηγούμενη της κατάσταση (ΕΟΚ), με την υιοθέτηση των εθνικών νομισμάτων εκ μέρους όλων των μελών της, τα οποία πλέον θα συνιστούν μία απλή ζώνη ελευθέρου εμπορίου (μαζί με τη Ρωσία)

Περαιτέρω, η «κατά περίπτωση» υιοθέτηση ενός εθνικού νομίσματος, όπως αυτή συζητείται τόσο για την Ελλάδα (δραχμή), όσο και για τη Γερμανία (μάρκο), δεν οδηγεί πουθενά – ενώ είναι απολύτως «ουτοπική», αφού στη μεν Ελλάδα θα είχε σαν αποτέλεσμα την «εκτόξευση» του χρέους σε ευρώ (δημοσίου και ιδιωτικού), λόγω «ραγδαίας» υποτίμησης της δραχμής, ενώ στη Γερμανία την καταβαράθρωση των εξαγωγών (65% στην ΕΕ), λόγω αθρόας ανατίμησης του μάρκου. Μόνο μία «ελεγχόμενη» λοιπόν, μία μεθοδική και προγραμματισμένη έξοδος όλων των μελών από την Ευρωζώνη, «κοινή συναινέσει», θα μπορούσε να έχει κάποιες ελάχιστες πιθανότητες επιτυχίας.    

Δυστυχώς όμως, η κατάσταση φαίνεται να οδηγείται αλλού. Ειδικότερα, αν και το 2009 θεωρούσε κανείς εντελώς απίθανη τη διάλυση της Ευρωζώνης, κυρίως λόγω των τεράστιων χρηματοπιστωτικών αλληλεξαρτήσεων των χωρών-μελών της (συγκοινωνούντα δοχεία), σήμερα δεν αποτελεί πλέον έναν τόσο μεγάλο κίνδυνο. Όπως διαπιστώνεται δε πολλές κεντρικές τράπεζες, με πρώτη από όλες τη γερμανική Bundesbank, προετοιμάζονται πυρετωδώς για ένα τέτοιο ενδεχόμενο – γεγονός που θα άλλαζε εντελώς την εικόνα του πλανήτη, αφού το ευρώ είναι το δεύτερο σημαντικότερο αποθεματικό νόμισμα παγκοσμίως.   

Ολοκληρώνοντας, θεωρούμε ότι καμία ευρωπαϊκή χώρα δεν είναι τόσο ισχυρή για να μπορέσει να αντιμετωπίσει μόνη της τις διαρκείς επιθέσεις του κερδοσκοπικού κεφαλαίου. Πόσο μάλλον αφού, τα τεράστια προβλήματα της μέχρι σήμερα σύνδεσης των διαφόρων ευρωνομισμάτων με το ύπουλα ισχυρό «γερμανικό ευρώ», ταυτόχρονα με την αδυναμία άσκησης αυτόνομης «νομισματικής πολιτικής», εκ μέρους των κεντρικών τραπεζών των κρατών-μελών της Ευρωζώνης, θα οδηγούσαν όποια χώρα επιθυμούσε να εξέλθει «ηρωικά» μόνη της, στην απόλυτη οικονομική καταστροφή – εάν όχι, στην πλήρη εξάρτηση της «από τρίτους».

ΟΙ ΕΠΙΘΕΣΕΙΣ ΤΟΥ ΔΝΤ

Όπως έχουμε αναφέρει στο παρελθόν οι σύνδικοι του διαβόλου, το ΔΝΤ δηλαδή, από το 1971 και μετά (κατάργηση του κανόνα του χρυσού), είναι όργανο της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής – επομένως, των πολυεθνικών της Wall Street. Μετά την αποτυχία του τώρα στη Λατινική Αμερική, καθώς επίσης στις αναπτυσσόμενες χώρες (Ασία κλπ), έμεινε ουσιαστικά χωρίς αντικείμενο. Τόσο αυτό λοιπόν, όσο και η «σκοτεινή δύναμη» πίσω του (η Παγκόσμια Τράπεζα), αντιμετώπιζαν σοβαρότατα οικονομικά προβλήματα.

Στα πλαίσια αυτά, οι Η.Π.Α. «επιτέθηκαν» τόσο στην Ευρώπη (κυρίως), όσο και αλλού, δια μέσου της πώλησης των ενυπόθηκων δανείων χαμηλής εξασφάλισης (CDO'S) – διαπράττοντας τη μεγαλύτερη ληστεία όλων των εποχών. Εξήγαγαν λοιπόν τα προβλήματα τους σε ολόκληρο τον κόσμο, καταστρέφοντας τεράστιες ποσότητες χρημάτων και οδηγώντας αρκετές χώρες στο χείλος του γκρεμού.

Στη συνέχεια, εμφανίστηκε το ΔΝΤ σαν «ο από μηχανής Θεός», εν πρώτοις στην Ανατολική Ευρώπη και αργότερα στην Ευρωζώνη – από την πόρτα που του άνοιξε πρώτη η Ελλάδα, όταν βρέθηκε στο «μάτι του κυκλώνα». Η «κερκόπορτα» αυτή ανοίχθηκε με την αυθαίρετη πρωτοβουλία της Ελληνικής κυβέρνησης, η οποία ουσιαστικά προσκάλεσε μόνη της το ΔΝΤ – με την ανοχή δυστυχώς, αν όχι με τη συμμετοχή, της κυρίας Merkel.

Ο «σοσιαλιστής» ηγέτης τώρα του ΔΝΤ, κατάφερε να αποβιβαστεί στην Ευρώπη,  πείθοντας τη Γερμανίδα καγκελάριο για τις αγαθές του προθέσεις (ή, ίσως, συνεργαζόμενος μυστικά μαζί της), έχοντας φυσικά εξασφαλίσει την αμέριστη «συμπαράσταση» του Έλληνα πρωθυπουργού. Λίγους μήνες αργότερα, αφού προηγουμένως είχε εγκατασταθεί μόνιμα η σκιώδης κυβέρνηση στην Αθήνα, «αποκρατικοποιώντας» την εξουσία, διεύρυνε τις μεθοδικές επιθέσεις του, με τη βοήθεια των συμβατικών αμερικανικών όπλων (εταιρείες αξιολόγησης κλπ.) και της ευρωπαϊκής κυβερνητικής «ανεπάρκειας».

Έτσι λοιπόν εισέβαλλε τελικά στη δεύτερη χώρα της Ευρωζώνης, στην Ιρλανδία, η οποία όμως, αυτή τη φορά, δεν το ζήτησε μόνη της, όπως η Ελλάδα, αλλά της επιβλήθηκε «εκ των άνω». Αργότερα ακολούθησε η Πορτογαλία, ενώ έπονται φυσικά και άλλες χώρες (Ισπανία, Βέλγιο, Ιταλία κλπ), αφού πλέον το ΔΝΤ έχει βρει μία πολύ πιο «αποδοτική» δραστηριότητα, από αυτήν που είχε μέχρι σήμερα.

Συνεχίζοντας, τα ποσά που δανείζει το ΔΝΤ είναι πλέον σε «τοκογλυφική» συνεργασία με την Κομισιόν και την ΕΚΤ, είναι πολύ πιο μεγάλα από τα συνήθη (για παράδειγμα στη Βραζιλία, σε μία πάμπλουτη σε υπέδαφος και ενέργεια χώρα των 190 εκ. κατοίκων, είχε περιορισθεί στα περίπου 30 περίπου δις $), ενώ χρησιμοποιούνται φρεσκοτυπωμένα, πληθωριστικά δολάρια, χωρίς αντίκρισμα (η ανοδική πορεία της τιμής του χρυσού, είναι η καλύτερη απόδειξη της απαξίωσης του δολαρίου).

Μπορεί λοιπόν να αυξάνει απεριόριστα τα κεφάλαια του, χωρίς καθόλου να προβληματίζεται για την εύρεση τους, όπως οι «εταίροι» του στην Ευρωζώνη – οι οποίοι, κάποια στιγμή, θα δυσκολευθούν να το ακολουθήσουν, με όλα όσα κάτι τέτοιο συνεπάγεται για το μέλλον τους.       

Ο στόχος του φαίνεται να είναι, όπως έχουμε ήδη αναφέρει, η υποδούλωση των χωρών-πελατών του, δια μέσου της κατάληψης της σκιώδους εξουσίας (ειδικά των εκάστοτε υπουργείων οικονομικών), η πλουσιοπάροχη αμοιβή των στελεχών του (δεν πληρώνουμε μόνο τόκους, αλλά και υψηλούς μισθούς στο ΔΝΤ), η λεηλασία των κερδοφόρων δημοσίων επιχειρήσεων από τις πολυεθνικές-εντολοδόχους του, καθώς επίσης η κερδοφόρα εγκατάσταση των ξένων εταιρειών – σε χώρες που «επιβάλλει» το ίδιο αφενός μεν μία εκτεταμένη φοροαποφυγή, αφετέρου δε μία τεράστια «συμπίεση» των αμοιβών των εργαζομένων, η οποία καταλήγει στην εξαθλίωση της πλειοψηφίας τους. 

Φυσικά, το «Ταμείο» είναι πλήρως οργανωμένο, ενώ έχει την ικανότητα «χειρισμού» της κοινής γνώμης, δια μέσου της «χειραγώγησης» κάποιων ΜΜΕ, ορισμένων «επιφανών» συνδικαλιστών και γενικότερα των περισσοτέρων από αυτούς που εκπροσωπούν τους ονομαζόμενους «κοινωνικούς εταίρους».

Σε γενικές γραμμές δε το φοβισμένο, το «παγωμένο» στη θέση του και άβουλο πλήθος, δεν αντιδράει αμέσως – συνήθως πολύ αργότερα, όταν είναι πλέον αδύνατον να αντιστραφούν τα αποτελέσματα. Για παράδειγμα, το «πλήθος» στην Αργεντινή βγήκε τότε μόνο στους δρόμους, όταν η χώρα είχε λεηλατηθεί και χρεοκοπήσει, μετά από αρκετά χρόνια δραστηριοποίησης των συνδίκων του διαβόλου.   

Κλείνοντας, όπως έχουμε ήδη αναφέρει, "Όταν μία αντιπροσωπεία του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου «επισκέπτεται» μία χώρα, θέτοντας σαν προϋπόθεση για την εκχώρηση δανείων τον περιορισμό των κοινωνικών και λοιπών δαπανών, η διαφορά δεν είναι ιδιαίτερα μεγάλη, σε σχέση με τη φυσική καταστροφή που θα προκαλούσε ένας βομβαρδισμός εκ μέρους του ΝΑΤΟ.

Το ΔΝΤ απαιτεί το κλείσιμο νοσοκομείων, σχολείων και βιομηχανιών, με ένα πολύ χαμηλότερο κόστος «εισβολής» για τη Δύναμη που εκπροσωπεί, από αυτό που θα είχε ο ανελέητος βομβαρδισμός των νοσοκομείων, των σχολείων και των βιομηχανιών – όπως στο παράδειγμα της Γιουγκοσλαβίας. Το αποτέλεσμα όμως, για τη χώρα «υποδοχής» του, είναι σχετικά το ίδιο: Η απόλυτη καταστροφή της" (M.Chossudovsky).

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Είναι γνωστό ότι, σε περιόδους ανάπτυξης περιορίζεται το δημόσιο χρέος, αφού εισπράττονται φόροι σε συνεχώς υψηλότερο ΑΕΠ, ενώ αυξάνεται το ιδιωτικό χρέος – λόγω των μεγαλυτέρων επενδύσεων, καθώς επίσης της αυξημένης κατανάλωσης. Αντίθετα, σε περιόδους ύφεσης, μεγεθύνεται το δημόσιο χρέος (σε ποσοστιαία και απόλυτα νούμερα) ενώ περιορίζεται το ιδιωτικό.

Επομένως όταν μία χώρα, όπως η Ελλάδα, με υπερχρεωμένο το δημόσιο τομέα και ελάχιστα δανεισμένο τον ιδιωτικό, εφαρμόζει την ακριβώς αντίθετη οικονομική πολιτική, είναι αδύνατον να καταπολεμήσει τα οικονομικά της αδιέξοδα.      

Εν τούτοις, δεν ισχύουν τα ίδια για όλες τις χώρες της Ευρωζώνης – όπως για παράδειγμα, στην Ισπανία, ο ιδιωτικός τομέας της οποίας είναι υπερχρεωμένος, ενώ το δημόσιο όχι. Εκτός αυτού, ανεξάρτητα από τον παραπάνω οικονομικό κανόνα, πολλές υπερχρεωμένες χώρες κινδυνεύουν δυστυχώς με χρεοκοπία, εάν δεν ακολουθήσουν μία περιοριστική δημοσιονομική πολιτική.

Η λύση των προβλημάτων λοιπόν, ειδικά στην Ευρωζώνη, ευρίσκεται κατά την άποψη μας αφενός μεν στην άμεση εκδίωξη του ΔΝΤ από ολόκληρη την ήπειρο, αφετέρου στη συμμετρική ανάπτυξη των επί μέρους κρατών της. Ειδικότερα, σε ένα διαφορετικό μοντέλο κοινής ανάπτυξης, η οποία θα στηρίζεται στις επενδύσεις και όχι στην κατανάλωση – σε ένα μοντέλο που θα εξασφαλίζει τη σωστή κατανομή των αναπτυξιακών ωφελημάτων, χωρίς να έρχεται σε αντίθεση (συναλλαγματικοί πόλεμοι κλπ) με τον υπόλοιπο πλανήτη. 

Κάτι τέτοιο μπορεί να επιτευχθεί, μόνο εάν τα πλεονάσματα των πλουσίων χωρών της Ευρωζώνης  μειωθούν, προς όφελος των ελλειμματικών κρατών της – εάν όχι με τη βοήθεια της «αγοράς» (μεγαλύτερη κατανάλωση των πλεονασματικών χωρών, επικεντρωμένη σε προϊόντα των ελλειμματικών), τότε με μία πολιτικά και δημοκρατικά ελεγχόμενη μεταφορά πόρων, από τις πλεονασματικές στις ελλειμματικές χώρες – η οποία όμως απαιτεί μία περισσότερο «διακρατική», ευρωπαϊκή σκέψη,  αν όχι την απεριόριστη αλληλεγγύη των μελών της Ευρωζώνης μεταξύ τους, προς όφελος ολόκληρης της Ένωσης.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Οφείλουμε να σημειώσουμε ότι, εμείς οι Έλληνες αντιμετωπίζουμε πάρα πολλά προβλήματα από τη συμμετοχή μας στη ζώνη του ευρώ – αν και τα σημαντικότερα προέρχονται από τη διαφθορά, από την ανικανότητα και από την ανεπάρκεια των τελευταίων κυβερνήσεων μας. Το γεγονός αυτό, σε συνάρτηση με την απίστευτη αλαζονεία της πρωσικής Γερμανίας, μας κάνει αναμφίβολα πολύ επιρρεπείς στο κάλεσμα εκείνων των σειρήνων, οι οποίες μας προτείνουν να εγκαταλείψουμε την ευρωπαϊκή οικογένεια – με τον αυθαίρετο ισχυρισμό πως έτσι θα λύσουμε ευκολότερα τα προβλήματα μας.

Εν τούτοις εάν κατανοήσουμε πως δεν είναι μόνο η Ελλάδα στο μνημόνιο, αλλά ολόκληρη σχεδόν η Ευρώπη, αφού οι περισσότερες χώρες της, η μία μετά την άλλη, υποχρεώνονται να υιοθετήσουν την ίδια πολιτική εγκληματικής λιτότητας (μοναδική ίσως διαφορά της Ελλάδας είναι το ότι απλά προηγείται στο δρόμο της καταστροφής, δανειζόμενη ενυπόθηκα από τα άλλα κράτη – τα οποία όμως δανείζονται με τη σειρά τους για να την δανείσουν, από τους ίδιους τοκογλύφους), θα διαπιστώσουμε πως μας συνδέουν πολύ περισσότερα με τις άλλες χώρες, από όσα μας χωρίζουν.

Οφείλουμε επίσης να καταλάβουμε ότι οι πολιτικοί, με εξαίρεση φυσικά τους όποιους διατεταγμένους (άρθρο μας), προσπαθούν συνήθως να αφουγκραστούν, να συναισθανθούν και να νοιώσουν τις απαιτήσεις της κοινής γνώμης – έτσι ώστε την ενστερνισθούν σε κάποιο βαθμό, αφού διαφορετικά είναι αδύνατον να εκλεγούν ή/και να παραμείνουν στην εξουσία, υπηρετώντας τις όποιες φιλοδοξίες τους.

Στα πλαίσια αυτά, όταν διαπιστώνουν ότι οι Πολίτες αποδέχονται τις πολιτικές των μνημονίων και δεν επαναστατούν, ενώ συνεχίζουν να τους ακούν στα ΜΜΕ, να τους διαβάζουν στις εφημερίδες ή/και να επισκέπτονται τις κομματικές εκδηλώσεις τους, λαμβάνουν λανθασμένα μηνύματα – τα οποία στη συνέχεια μεταδίδουν στους δανειστές της χώρας τους, οι οποίοι παρακολουθούν με μεγάλη προσοχή όλα όσα διαδραματίζονται.

Από την άλλη πλευρά, όταν οι Έλληνες Πολίτες συνεχίζουν να παραμένουν σιωπηλοί, πόσο μάλλον εάν τελικά επιβραβεύσουν τα δύο κόμματα της συγκυβέρνησης με 151 βουλευτικές έδρες, τότε οι πολιτικοί, όσο και αν το επιθυμούν, είναι αδύνατον να απελευθερώσουν την πατρίδα τους από τους κατακτητές της.

Μη έχοντας τη στήριξη των Πολιτών, μέσα από την οργισμένη αντίδραση τους απέναντι στη λεηλασία της δημόσιας και ιδιωτικής περιουσίας τους, καθώς επίσης στην εξαθλίωση τους, είναι αδύνατον να αντιμετωπίσουν τους τοκογλύφους – πόσο μάλλον να συμβάλλουν στην, από κοινού με τα άλλα κράτη, καλυτέρευση εκείνων των συνθηκών, κάτω από τις οποίες η Ευρώπη έχει διατηρήσει την ειρήνη και την κοινωνική συνοχή, καθώς επίσης το κράτος πρόνοιας, για πάνω από 60 χρόνια (για πρώτη φορά στην ιστορία της).

Με απλούστερα λόγια, εάν όλοι εμείς αποδεχόμαστε αδιαμαρτύρητα την απόλυτη εξαθλίωση και την καταστροφή του κοινωνικού κράτους, καθώς επίσης τον κίνδυνο της ανεξέλεγκτης, μη συντεταγμένης διάλυσης της Ευρωζώνης, πως είναι δυνατόν να περιμένουμε να μας υπερασπιστούν οι πολιτικοί, απέναντι στις ηγεμονικές βλέψεις της πρωσικής Γερμανίας, στην επέλαση του άκρατου νεοφιλελευθερισμού και στα σχέδια υποδούλωσης μας από τα παιδιά του Σικάγου;

Εάν λοιπόν παραμείνουμε αδρανείς, εκβιαζόμενοι από τα ψεύτικα διλήμματα και εκλέγοντας αυτούς οι οποίοι υπέγραψαν την καταδίκη της χώρας μας, δεν θα βοηθήσουμε ούτε την Ελλάδα, ούτε τους όποιους ικανούς πολιτικούς της – οπότε θα είμαστε άξιοι της μοίρας μας, απογοητεύοντας όχι μόνο τα παιδιά μας, αλλά ολόκληρη την Ευρώπη, η οποία περιμένει ξανά από την Ελλάδα την επιστροφή στη δημοκρατία. 

Κλείνουμε με μία ακόμη αναφορά στον Keynes: "Ο οικονομολόγος, όπως και ο πολιτικός, όταν απευθύνεται στην κοινή γνώμη (η απροσδιόριστη μαζική κοινή γνώμη εμπεριέχει τόσο το ουσιώδες, όσο και το επουσιώδες), χρησιμοποιεί επίσης την πειθώ – αλλά, σε αντίθεση με τον πολιτικό, μόνο υπό τη διάσταση της ως ρητορικό συμπλήρωμα της αλήθειας".

 

* Βασίλης Βιλιάρδος  (copyright), Αθήνα, 29. Απριλίου 2012, http://www.facebook.com/viliardos, viliardos@kbanalysis.com. Ο κ. Β. Βιλιάρδος είναι οικονομολόγος, πτυχιούχος της ΑΣΟΕΕ Αθηνών, με μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Αμβούργου. Έχει εκδώσει τέσσερα βιβλία, τα οποία διατίθενται on-line από το  e-shop της ONEeditions.

 

ΠΗΓΗ: http://www.casss.gr/PressCenter/Articles/2585.aspx

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.