Είναι κάπου εδώ η ιλαροτραγωδία!

Είναι κάπου εδώ η ιλαροτραγωδία!*

 

Του Γιάννη Στρούμπα

 

Είναι δυνατόν να διαπραχθεί ληστεία, πρωταρχικός στόχος της οποίας δεν θα 'ναι τα χρήματα; Η ερώτηση επιδέχεται καταφατική απάντηση, υπό την προϋπόθεση ότι συντρέχουν άλλα ισχυρά κίνητρα ικανά να οδηγήσουν σε μία αντίστοιχης υφής απονενοημένη πράξη. Για τον δεκαοκτάχρονο Μπίλη, τον ήρωα του Χρήστου Χαρτοματσίδη στο μυθιστόρημά του «Είναι κάπου αλλού η γιορτή», τα κίνητρα όντως υφίστανται, και τον οδηγούν, παραμονή Χριστουγέννων, μεταμφιεσμένο στον συνονόματό του Άι-Βασίλη, σε επίθεση εναντίον του γειτονικού ζαχαροπλαστείου.



* α΄ δημοσίευση: εφημ. «Αντιφωνητής», αρ. φύλλου 341, 16/4/2012.

Το ζαχαροπλαστείο ανήκει στον νταή της γειτονιάς, άρχοντα της νύχτας και διακινητή μαύρου χρήματος Πιτ Καλαβάθη, επονομαζόμενου και «Μαύρου Πιτ». Ο Μπίλης τού αρπάζει μία τσάντα με χρήματα. Ο Καλαβάθης αναγνωρίζει τον ληστή. Έκτοτε ξεκινάει ένα εικοσιτετράωρο του Μπίλη στην παρανομία, που θα διαρκέσει ως το επόμενο βράδυ των Χριστουγέννων, οπότε και θα συλληφθεί.

Πρώτη κίνηση του Μπίλη μετά τη ληστεία είναι να κρύψει τα λεφτά. Καταφεύγει λοιπόν στη γειτονοπούλα και συμμαθήτριά του στο σχολείο Ανθούλα, στην οποία και τα εμπιστεύεται. Η φυγή του από την Ανθούλα σημαδεύεται από μια σειρά περιπλανήσεων, μεταξύ κυρίως του φίλου του, Ανζέλ, της Βάσιας, που είναι ο έρωτάς του, και του κέντρου διασκέδασης «Κοπακαμπάνα», όπου η Βάσια τραγουδά. Ιδιοκτήτης της «Κοπακαμπάνας» είναι ο θείος του Μπίλη κι έτερος νονός της νύχτας, ανταγωνιστής του προηγούμενου, Νάσος Αραμπατζίδης. Οι περιπλανήσεις του κεντρικού μυθιστορηματικού ήρωα περιλαμβάνουν σωρεία αναδρομών στο παρελθόν, μέσω των οποίων πραγματοποιείται σταδιακά τόσο η ανασύνθεση του παρελθόντος των βασικών ηρώων του μυθιστορήματος, όσο κι η ερμηνεία του ψυχισμού τους, που 'ναι συνάρτηση πρωτίστως του κοινωνικού περιβάλλοντος μέσα στο οποίο έχουν μεγαλώσει.

Ο Μπίλης ανήκει σε μικρομεσαία κοινωνική τάξη. Οι εργάτες γονείς του ανταποκρίνονται με δυσκολία στις βιοποριστικές τους ανάγκες. Η φτώχεια της οικογένειας συνεπάγεται, εκτός από στερήσεις, και πολλές ταπεινώσεις, οι οποίες βαραίνουν στον ψυχισμό του Μπίλη. Για τον ίδιο, το κέντρο της Θεσσαλονίκης, εκεί όπου ένα ζευγάρι γυναικείες μπότες κοστίζει όσο δύο ενοίκια της οικογένειάς του, είναι ένα όνειρο, ο τόπος μιας διαρκούς γιορτής, που μπορεί μόνο επιφανειακά να τη γευτεί στις εξόδους των Σαββατοκύριακων, απομακρυνόμενος προσωρινά από τους «ταπεινούς» Αμπελοκήπους, όπου διαμένει. Η αίσθηση πως η «γιορτή» είναι διαρκώς κάπου αλλού φαίνεται ότι κινητοποιεί τον Μπίλη, ώστε να δοκιμάσει τις δυνάμεις του σε κάποια υπέρβαση, ώστε να ξεφύγει από το κλίμα ταπείνωσης της κοινωνικής του τάξης και να αποδείξει ότι διαθέτει το σθένος να ενεργήσει απρόβλεπτα κι αντισυμβατικά.

Το βασικότερο θέμα, λοιπόν, που διατρέχει το μυθιστόρημα του Χαρτοματσίδη είναι το κοινωνικό σχόλιο που απορρέει από τον τίτλο του: είναι κάπου αλλού η γιορτή. Ο Χαρτοματσίδης, αφορμώμενος από το ρεαλιστικό περιβάλλον που του χαρίζει η τοποθέτηση των γεγονότων της μυθοπλασίας του στη γιορτή των Χριστουγέννων, αδράχνει την ευκαιρία να μιλήσει συμβολικά, μεταφερόμενος από την πολύ συγκεκριμένη θρησκευτική γιορτή σε μία γενικότερη διάσταση της έννοιας «γιορτή», σύμφωνα με την οποία η λέξη αποδεσμεύεται από τον ημερολογιακό της εντοπισμό και περιγράφει τις περιστάσεις εκείνες που διασφαλίζουν στους ανθρώπους μία ευχάριστη ζωή, απαλλαγμένη από βιοποριστικά προβλήματα, από οικονομικές έγνοιες, πρόσφορη στην απόλαυση υλικών αγαθών και διασκεδάσεων, πέρα από τις μειονεξίες που δημιουργούν οι δυσκολίες της ζωής.

Η διεκδίκηση μιας θέσης στον ήλιο, ενός κομματιού από τη «γιορτή», είναι βασική επιδίωξη των ηρώων του Χαρτοματσίδη, όσων τουλάχιστον δεν ανήκουν στα ανώτερα κοινωνικά στρώματα ή δεν είναι βολεμένοι. Στο πλαίσιο της διεκδίκησης αυτής δομείται βήμα-βήμα ο χαρακτήρας των ηρώων, μέσα από μια σειρά συμπεριφορικών εκδηλώσεων που δεν χαρακτηρίζονται κατ' ανάγκη από τη συνέπειά τους, και οι οποίες αποδίδουν μάλιστα την αντιφατικότητα των ανθρώπων, των ανθρώπων που είναι αρκούντως πολύπλοκοι ώστε να μην είναι πάντα προβλέψιμοι. Οι ήρωες του Χαρτοματσίδη ακροβατούν ανάμεσα στο ηθικά αποδεκτό της εποχής και του κοινωνικού τους περιβάλλοντος, και στη διάθεσή τους να μη φαντάζουν τελείως αφελείς υποκύπτοντας πλήρως στις σχετικές συμβάσεις. Κι επειδή επιπλέον δεν είναι όντως αφελείς, ο προσποιητός τους «ρομαντισμός» αποδομείται όντας κάλπικος. Άλλωστε, ο ρομαντισμός προϋποθέτει αθωότητα, κι η αθωότητα των ηρώων του Χαρτοματσίδη είναι καταχωρημένη μόνο στα χαρτιά. Η ζωή τους την έχει προσπεράσει προ πολλού, γι' αυτό ό,τι απομένει είναι σε πολλές περιπτώσεις μόνο η υποκρισία, που επιχειρεί να μεταμφιεστεί σε χρηστό ήθος πίσω από υστερικές σεμνοτυφίες.

Η ατυχής απόπειρα των ηρώων να ισορροπήσουν μεταξύ αντιτιθέμενων τάσεων τούς καθιστά πρωταγωνιστές μιας ιλαροτραγωδίας, όταν αποτυχαίνοντας γελοιοποιούνται. Η εικόνα του «σκληρού» αστυνομικού διευθυντή Βελέγκα με την οδοντογλυφίδα στο στόμα υποδηλώνει, πολύ περισσότερο από την επιδιωκόμενη από την πλευρά του ήρωα σκληράδα, έναν φθηνό κουτσαβακισμό, που καταντά καραγκιοζιλίκι. Η ανάγκη των ηρώων να δείχνουν σκληροί είναι βέβαια και ζήτημα επιβίωσης, μέσα σ' έναν κόσμο που κατασπαράζει τους αδύναμους. Και οι ήρωες του Χαρτοματσίδη φαντάζουν μέσα στα αδιέξοδά τους σαν τραγικά θύματα μιας μοίρας, την οποία δεν μπορούν να την αλλάξουν. «Δεν ξεφεύγεις από τις εργατικές συνοικίες!», διαπιστώνει μελαγχολικά ο Μπίλης. Οι άνθρωποι των εργατικών συνοικιών είναι λαϊκοί, αρκούντως αναγκεμένοι, μα και απαίδευτοι, που παλινωδούν ανάμεσα σε μια στοιχειώδη αξιοπρέπεια και στο συμφέρον, ανάμεσα στην προσπάθεια για επίδειξη πυγμής και στην άτακτη ατιμωτική υποχώρηση.

Η κονιορτοποίηση των προσδοκιών προκύπτει ακόμη και μέσα από τη διάψευση των πόθων των ηρώων από τη διάφορη πραγματικότητα. Ο Χαρτοματσίδης, διεισδύοντας βαθιά στις ψυχές των ηρώων του, παρουσιάζει ενδόμυχες σκέψεις τους σχετικές με την ανθρώπινη τάση της φαντασίωσης καταστάσεων εντός των οποίων ο κάθε άνθρωπος οραματίζεται την προσωπική του αυτοθυσία, τα προσωπικά του «μαρτύρια», προκειμένου να «σώσει» καταστάσεις ηρωοποιούμενος. Η συμμαθήτρια και γειτονοπούλα του Μπίλη, Ανθούλα, στην οποία εκείνος είχε εμπιστευθεί τα λεφτά της ληστείας, σκέφτεται πώς θα μπορούσε να τον σώσει, καθώς η μάνα της, βρίσκοντας την τσάντα με τα λεφτά, την παραδίνει στην αστυνομία. Πλάθει λοιπόν στο μυαλό της μια υποθετική εξέλιξη, σύμφωνα με την οποία η ίδια βρίσκει τον Καλαβάθη, πέφτει γονατιστή μπροστά του και αναλαμβάνει την ευθύνη της ληστείας. Ο Καλαβάθης, στο όραμα της Ανθούλας, την εξευτελίζει κρατώντας τη δεμένη σε κάποια κολόνα και σκίζοντάς της τα ρούχα. Όπως όμως θα καταλάβαινε κανείς, οι «νεομάρτυρες» προφανώς δεν διαθέτουν την απαιτούμενη ψυχική δύναμη ώστε να σηκώσουν το βάρος των φαντασιώσεών τους. Άλλωστε οι ρεαλιστικές συνθήκες υπερβαίνουν την όποια ρομαντική φαντασίωση: ακόμη κι αν η Ανθούλα κατόρθωνε να φτάσει στην πόρτα του Καλαβάθη, για εκείνον η «θυσία» της δεν θα ήταν τίποτε περισσότερο από μία αφέλεια. Η διακύβευση για τον Καλαβάθη είναι εντελώς διαφορετική, ωμά πρακτική.

Κι ενώ μ' όλες αυτές τις ανεπάρκειες των ηρώων η ατμόσφαιρα τείνει να βαρύνει, ο Χαρτοματσίδης αποφορτίζει το κλίμα με μια ακαριαία διαπίστωση, που προσγειώνει τους ήρωες στην πραγματικότητα και τους απομυθοποιεί, στον αντίποδα της προηγούμενης ηρωοποίησης. Εκεί λοιπόν που η Ανθούλα φαντασιώνεται τα μαρτύρια στα οποία την υποβάλλει ο Καλαβάθης, έτσι όπως της σκίζει στην φαντασία της την πουκαμίσα της, προβάλλει από κάτω η τιγρέ κιλότα(!) που της άφησε ο Μπίλης πειρακτικά πάνω-πάνω στην τσάντα με τα χρήματα της ληστείας, και την οποία η Ανθούλα δεν λέει να την αποχωριστεί από την παραμονή των Χριστουγέννων! Η διάθεση επίδειξης ψυχικού σθένους γελοιοποιείται εμπρός σε μια υλική, σωματική ωραιοπάθεια, που επανατοποθετεί την ηρωίδα στην πραγματικότητα στην οποία όντως ανήκει. Η αποφόρτιση του κλίματος, στο πλαίσιο της ιλαροτραγωδίας που περιγράφτηκε, πέρα από τη χιουμοριστική της διάθεση, καθιστά τους ήρωες πιο γήινους και, λόγω των αδυναμιών τους, πιο συμπαθείς.

Η διαφαινόμενη αγνότητα των ηρώων, μέσα από τις διαρκείς παλινωδίες στη συμπεριφορά τους, είναι στοιχείο αισιοδοξίας στον μικρόκοσμό τους που φαντάζει αδιέξοδος. Γιατί εκεί που οι ταπεινοί μικροαστοί εκδηλώνουν μια αδιαφορία, έναν κυνισμό, μια συμφεροντολογία, ανακύπτουν παράλληλα συμπεριφορές ανθρώπινες, μεστές από ειλικρινές, άδολο ενδιαφέρον. Η μεγάλη έκπληξη προέρχεται από τον θείο του Μπίλη, τον ιδιοκτήτη της «Κοπακαμπάνας» και άρχοντα της νύχτας, Νάσο Αραμπατζίδη. Ο Νάσος αναλαμβάνει να σώσει τον Μπίλη από την περιπέτεια στην οποία έμπλεξε. Θα περίμενε κανείς πως ανταποκρίνεται απλώς σε μια οικογενειακή «υποχρέωση». Όταν όμως ο Καλαβάθης τον ρωτά γιατί κάνει τόσα πράγματα για τον Μπίλη, κι αν τον θεωρεί τόσο σπουδαίο, ο Νάσος διακόπτει κάθε συζήτηση και κοιτά τον Καλαβάθη περιφρονητικά. Τα πιο γνήσια αισθήματα ο Χαρτοματσίδης τα αποδίδει σε πρόσωπα υπεράνω κάθε υποψίας για ευαισθησίες, καθώς κινούνται στη νύχτα, που δεν προσφέρεται γι' αυτές. Έτσι κατορθώνει να αποδώσει όχι μόνο το πολυσύνθετο του ανθρώπινου χαρακτήρα, όπου συνυπάρχουν το κακό με το καλό, μα και να χαρίσει την αισιοδοξία που πηγάζει από τη θετική συμπεριφορά των πιο σκληροτράχηλων ηρώων του.

Το τέλος του μυθιστορήματος βρίσκει τον Μπίλη στην «Κοπακαμπάνα», με την αστυνομία να έχει περικυκλώσει το κέντρο διασκέδασης προκειμένου να τον συλλάβει. Εκείνος στρέφει το όπλο που κρατά στον εαυτό του, επιχειρώντας να αυτοκτονήσει. Ο Νάσος σπρώχνει το όπλο και γλιτώνει τον Μπίλη, όμως ο νέος δέχεται πυροβολισμό από τον Καλαβάθη, που θέλει να πάρει εκδίκηση για τη ληστεία. Ο Χαρτοματσίδης δεν ξεκαθαρίζει ποια τύχη περιμένει τους ήρωες. Το μόνο βέβαιο είναι πως ο Μπίλης σώζεται μεν, όμως χάνει τη σπλήνα του από τον πυροβολισμό του Καλαβάθη. Τα ενδεχόμενα είναι ανοιχτά: θα συγκαλυφτεί η υπόθεση; Θα βρει τρόπο να ξεγλιστρήσει ο Καλαβάθης, με τα κυκλώματα που ελέγχει; Είναι πολύ πιθανό. Εξίσου πιθανό όμως είναι και να συλληφθεί, για απόπειρα ανθρωποκτονίας από πρόθεση. Κι ίσως επειδή ο πυροβολισμός του Καλαβάθη προκύπτει αυθόρμητα, μπροστά σε πλήθος μαρτύρων, είναι πιθανό ο «Μαύρος Πιτ» να τιμωρηθεί επιτέλους, κάτι που δεν τολμούσε να κάνει κανείς από τους ενοίκους της γειτονιάς, επειδή όλοι τον φοβούνταν. Έτσι, η επικείμενη τιμωρία εναντίον κάθε κατεργάρη, μικρού ή μεγάλου, ίσως αποκαθιστά την τάξη κι επιφέρει την κάθαρση, που λυτρώνει τους αναγνώστες του μυθιστορήματος με τρόπο δραματουργικό. Ακόμη όμως και πέρα από την επικείμενη τιμωρία, η τελική αισιοδοξία του Μπίλη, ο οποίος βρίσκει τη δύναμη να σαρκάζει και να αυτοσαρκάζεται από το κρεβάτι του νοσοκομείου, είναι από μόνη της αρκούντως λυτρωτική.

 

Χρήστος Χαρτοματσίδης, «Είναι κάπου αλλού η γιορτή», εκδ. Τόπος, Αθήνα 2011, σελ. 232:

 

            «[…] Για να μη μπαίνουν εξωσχολικοί, ο κύριος Γυμνασιάρχης είχε δώσει εντολή πάνω στη μάντρα να τσιμεντάρουν κομμάτια από γυάλινα μπουκάλια.

            "Το τείχος του Αίσχους!" το είχε ονομάσει ο Ανζέλ, μα ποιος να τον καταλάβει, δεν έπιασε αυτή η ονομασία. Τα παιδιά προτίμησαν την πιο εύκολη, τη "Βαστίλη", που τόσες φορές την είχε αναφέρει στα μαθήματα Ιστορίας ο Γυμνασιάρχης. Πάλι εκεί, στην πίσω αυλή, τους μάζευε όταν είχε να αναγγείλει τιμωρίες κι αποβολές. Ο χώρος ήταν ανήλιαγος και καταθλιπτικός. Το ιδανικό σκηνικό για παιδαγωγικές νουθεσίες. Έστηναν τους παραβάτες μπροστά στον τοίχο, σαν να τους πήγαιναν για εκτέλεση. Μέχρι που μια μέρα ο Μπίλης, ποιος άλλος, δεν άντεξε και φώναξε: "Πυρ!" Ακολούθησε η ομοβροντία του γέλιου.

            "Σκασμός!" ούρλιαξε ο κύριος Γυμνασιάρχης, κι αμέσως έσυρε τον Βασίλη απ' το αφτί. Ακόμη ήταν μικρά και περνούσαν οι αγριάδες των καθηγητών. Η μόνη τους αντίσταση ήταν η πλάκα!

            "Παλιόπαιδο!" είχε αφρίσει ο παιδαγωγός, ενώ ο Βασιλάκης δήθεν τρομοκρατημένος εκλιπαρούσε: "Μια τελευταία επιθυμία! Τη δικαιούμαι!"

            "Θα σε χαστουκίσω!" τον απείλησε ο Διευθυντής, μα ο ταραξίας συνέχιζε τον σκοπό του: "Δε θέλω να μου δέσουνε τα μάτια!" Ακολούθησε και πάλι γέλιο, μέχρι και κάποιοι καθηγητές χαμογέλασαν. Από τότε έπαψαν να τους μαζεύουν στην πίσω αυλή. Ανακοίνωναν τις τιμωρίες μπροστά στις σκάλες, εκεί που έλεγαν την προσευχή. […]»

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.