Το Γυναικείο κίνημα και η Ορθοδοξία
Του Κώστα Μυγδάλη*
Είναι πολύ δύσκολο να ισχυριστεί κανείς ότι ο Χριστιανισμός ως θρησκεία, τουλάχιστον όσον αφορά την διδασκαλία του, υποβάθμισε τη θέση της γυναίκας, αφού αν ειδωθεί καθαρά ιστορικά, υπήρξε στο ξεκίνημά του μια θρησκεία δημιούργημα των γυναικών – μυροφόρων, των πρώτων «από θέας» Ευαγγελιστριών.[1]
Εξάλλου ο Χριστός συμπεριφέρεται με ισοτιμία απέναντι σε άντρες μαθητές και γυναίκες μαθήτριες και προτρέπει την μαθήτρια του Μάρθα να αφήσει τις δουλειές του σπιτιού και να ασχοληθεί με «ανώτερα» πνευματικά πράγματα.[2]
Ωστόσο, στην πορεία της χριστιανικής Εκκλησίας, συμπεριφορές, νοοτροπίες και κοινωνικές στάσεις που έχουν να κάνουν με τις διακρίσεις σε βάρος των γυναικών, πέρασαν στον περιρρέον πολιτιστικό κλίμα της χριστιανικής θρησκείας και ορισμένες φορές μάλιστα αποτυπώθηκαν σε έθιμα, πρακτικές και κείμενα που βρίσκονται στην «καρδιά» της Εκκλησιαστικής ζωής. Οι διακρίσεις, για παράδειγμα, ξεκινούν από την βρεφική ηλικία: το Ευχολόγιο σημειώνει ότι όταν η μητέρα φέρει το σαράντα ημερών βρέφος για να πάρει την ευχή από τον ιερέα, είναι αγόρι ο ιερέας το εισάγει μέχρι το άγιο Θυσιαστήριο , αν είναι κορίτσι έως «των ωραίων πυλών». Τα μικρά κοριτσάκια δεν επιτρέπεται, αντίθετα με τα αγοράκια, να απαγγείλουν στη θεία λειτουργία το «πιστεύω» ή το «πάτερ ημών».[4]
Αυτό εξάλλου δείχνουν και οι φωνές των ανατολικών πατέρων, όπως αυτή του Γρηγορίου του Θεολόγου, ο οποίος αγανακτούσε για την ανισοτιμία ανδρών και γυναικών στον κοινωνικό χώρο, που βέβαια με πολλούς τρόπους επηρέαζε και την ίδια την Εκκλησία.[5]
Παράλληλα με τις προτάσεις για αναβάθμιση του ρόλου των γυναικών μέσα στην Εκκλησία, σημαντικοί Έλληνες θεολόγοι (όπως ο Νίκος Ματσούκας), που έχουν στηρίξει με το θεολογικό τους έργο αυτό το αίτημα, δεν παραλείπουν να ασκήσουν κριτική στη ριζοσπαστικό φεμινισμό: Το κίνημα του φεμινισμού- ελλείψει γόνιμων πολιτιστικών αναφορών- στηρίχθηκε από την αρχή σε ανδροκρατικά πρότυπα. Η Ορθόδοξη Ανατολή μπορεί να προτείνει τον «μητροκεντρικό» πολιτισμό της, ο οποίος εδραιώνεται στην άρση των ανταγωνιστικών σχέσεων μεταξύ άνδρα και γυναίκας, ως γόνιμη συνεισφορά σε μια αναζήτηση για των μελλοντικό ρόλο των δύο φύλλων, όχι μόνο στα πλαίσια της Εκκλησίας αλλά και ευρύτερα στην κοινωνία.[8]
Στα πλαίσια του χριστιανισμού σπανιότατα συναντά κανείς τη θέση ότι η γυναίκα είναι κατώτερη του άνδρα. Γίνεται λόγος για ετερότητα της γυναίκας. Η ετερότητα σημαίνει ότι ο άνδρας και η γυναίκα προορίζονται για διαφορετικούς, συμπληρωματικούς όμως, κοινωνικούς ρόλους.
Βέβαια, αυτός ο παραδοσιακός ρόλος της γυναίκας, ο οποίος χαρακτηρίζεται από την συμπλήρωση, το άνοιγμα και το δόσιμο δηλαδή, απαλλαγμένος από την «ιστορική σκουριά» την ανισότητας, μπορεί να προσφέρει πολλά στην ανθρωπότητα της εποχής μας, που «σκιάζεται» από την απειλή της ολοκληρωτικής καταστροφής. Κορυφαίοι Χριστιανοί θεολόγοι από όλα τα δόγματα, αλλά και στοχαστές εκτός του Χριστιανισμού, όπως ο Τεϊγιάρ ντε Σαρντέν, ο Παύλος Ευδοκίμωφ και ο Μαχάτμα Γκάντι , έχουν τονίσει αυτή τη δυνατότητα. Σ’ αυτό το πλαίσιο θεωρείται από αυτούς τους στοχαστές ότι μια μερίδα του γυναικείου κινήματος αναπαράγει ως διεκδίκηση, τη διαστρεβλωμένη από την θέληση για κυριαρχία και επιβολή, ανδρική ταυτότητα, αντί να προβάλει την οικουμενική αναγκαιότητα της γυναικείας.[11]
Παράλληλα με τους προβληματισμούς για το ανδροκρατικό πρότυπο που υιοθετήθηκε από το φεμινιστικό κίνημα, και σε αντιστοιχία με την γυναικεία θεολογική διανόηση σε διεθνές επίπεδο, υπάρχει ένα ενδιαφέρον για την αφετηριακή αναζήτηση νέων πολιτιστικών πλαισίων, άρα και την αναθεώρηση των ως τώρα (ανδροκρατικών) θρησκευτικών παραδόσεων.
Μέσα σ’ αυτό τις αναζητήσεις διαμορφώθηκε η χριστιανική φεμινιστική θεολογία, που επηρεάζει σήμερα και την ορθόδοξη ανατολή και φαίνεται χρήσιμο να τις γνωρίζει κανείς και να μην παραθεωρεί τις συνέπειες τους, όταν επιχειρεί μια ορθόδοξη τοποθέτηση στα αιτήματα του φεμινιστικού κινήματος. Αιτήματα που αφορούν την αλλαγή της θεολογικής γλώσσας και όλων των παραγόντων, οι οποίοι στα πλαίσια του Χριστιανισμού διαμορφώνουν την εικόνα ενός ανδρικού, κυριαρχικού, πατριαρχικού Θεού.[13]
O Ορθόδοξος χώρος ακολούθησε το ενδιαφέρον που είχε εκδηλωθεί στον χώρο της οικουμενικής κίνησης για τις διακρίσεις σε βάρος της γυναίκας, τόσο στην κοινωνία γενικότερα, όσο και εντός κάποιων εκκλησιαστικών δομών[15]. Η Δ’ γενική συνέλευση του Π. Σ. Ε. στην Ουψάλα, μπορεί να θεωρηθεί ένα γεγονός σταθμός, αφού στα πορίσματα της υπάρχουν κάποια σημεία που καταδικάζουν ακόμα και κάποιες εκκλησιαστικές δομές που αρνούνταν να αναγνωρίσουν πλήρως τα δικαιώματα της γυναίκας. Το 1975 στην ορθόδοξη Ακαδημία Κρήτης συγκαλείται Πανορθόδοξη διάσκεψη για να συζητηθεί το θέμα, ενώ ήδη προτεσταντικές Εκκλησίες μέλη του Π. Σ. Ε ήδη είχαν αρχίσει να χειροτονούν γυναίκες πάστορες. Στη διάσκεψη αυτή αναγνωρίστηκε ότι όντως υπάρχει κάποιο πρόβλημα στη συμμετοχή της γυναίκας στις Εκκλησιαστικές δομές και έγινε γενικότερα παραδεκτό ότι η γυναίκα δεν πρέπει να εμποδίζεται να προσφέρει στη Εκκλησία, όσα περισσότερα μπορεί και στη διακονία και στην κατήχηση. Όσον αφορά την ιεροσύνη, αποφασίστηκε ότι χρειάζεται περαιτέρω μελέτη του θέματος. Τον επόμενο χρόνο στην μονή Agapia της Μολδαβίας, συγκλήθηκε από το Π.Σ.Ε. παγκόσμια διάσκεψη ορθόδοξων γυναικών. Οι ορθόδοξες γυναίκες ζήτησαν να συμμετέχουν περισσότερο στη διοίκηση της Εκκλησίας σε όλα τα επίπεδα και να λαμβάνουν περισσότερη θεολογική παιδεία.
Το Οικουμενικό Πατριαρχείο συγκάλεσε το 1988 στην Ρόδο Διορθόδοξο Θεολογικό συνέδριο, όπου συζητήθηκε το θέμα της θέσης των γυναικών στην Εκκλησία και το θέμα της χειροτονίας των γυναικών.[16] Το συνέδριο αυτό, λαμβάνοντας υπόψη την απόφαση της Γ’ προπαρασκευαστικής Πανορθόδοξης διάσκεψης τον Νοέμβριο του 1986, κλήθηκε μάλλον για να ερμηνευτεί σε μεγαλύτερο θεολογικό βάθος η ήδη ληφθείσα απόφαση, ότι δεν επιτρέπεται η Ορθοδοξία να προβεί στην χειροτονία ιερέων και αρχιερέων γυναικών. [17] Πέρα όμως από αυτό το γεγονός, στο συνέδριο διατυπώθηκαν ορισμένες θέσεις που αξιολογούνται διαφορετικά και άλλες που οδηγούν σε περαιτέρω προβληματισμό. Καταρχήν στο μήνυμα του τότε Προκαθήμενου του Οικουμενικού Θρόνου Δημητρίου προς τους συνέδρους αξιολογείται πολύ θετικά η δυναμική είσοδος των γυναικών στην οικονομική, κοινωνική και πολιτική ζωή και μάλιστα σε ηγετικές θέσεις.[18] Στα «συμπεράσματα» του συνεδρίου, που εκδόθηκαν, η «μυστηριακή» ή «ειδική» ιεροσύνη, θεωρείται μόνο ένα από τα πολλά χαρίσματα του αγίου πνεύματος στη ζωή της Εκκλησίας.[19]
Η συζήτηση σε διορθόδοξο επίπεδο για το θέμα της ισότητας των φύλων, καθώς και για τη θέση των γυναικών στην Εκκλησία, συνεχίστηκε στην ορθόδοξη ακαδημία Κρήτης, το 1990 με τη Β’ διεθνή συνάντηση ορθοδόξων γυναικών, η οποία οργανώθηκε με τη βοήθεια του Π.Σ.Ε. και από αυτή την διάσκεψη εκφράστηκε το αίτημα «για ανανέωση των λειτουργημάτων των γυναικών» καθώς και η ανάγκη «διεύρυνσης της συμμετοχής των γυναικών στην Εκκλησία και στο επίπεδο λήψης των αποφάσεων».[25] Το 1994, για δεύτερη φορά στην Agapia διοργανώθηκε από το Π.Σ.Ε. σύσκεψη ορθοδόξων γυναικών, όπου και πάλι συζητήθηκε η θέση της γυναίκας στη ζωή της ορθ. Εκκλησίας.[26]
Η άλλη άποψη ξεκινά από το γεγονός, ότι ο άνδρας και η γυναίκα διακρίνονται με βάση την ερωτικότητα και την σεξουαλικότητα, ενώ η ολοκλήρωση του καθενός επέρχεται με την συμφιλίωσή τους. Ο Χριστός ως τέλειος άνθρωπος, σώζει τον άνθρωπο, είτε άνδρα είτε γυναίκα γιατί προσέλαβε όλη την ανθρώπινη φύση. Σ΄ Αυτόν δεν στασιάζουν ούτε το ανδρικό ούτε το γυναικείο στοιχείο. Έτσι την ιεροσύνη των γυναικών δεν την αποκλείει καμιά δογματική απόφανση, παρά μόνο κανονική απαγόρευση και λόγοι κοινωνικοί. Το επιχείρημα ότι ο Χριστός είναι άνδρας, γι’ αυτό και δεν επιτρέπεται η ιεροσύνη στις γυναίκες, βασίζεται στη φυσιοκρατική ερμηνεία της ιεροσύνης και όχι στον εικονολογικό χαρακτήρα της που αναφέρεται στον «καινό άνθρωπο» και όχι στο φύλο του.[28]
Σήμερα, παρακάμπτοντας το αίτημα της ιεροσύνης των γυναικών και λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός, ότι αφενός η παράδοση δεν είναι αρνητική και αφετέρου οι γυναίκες ήδη μετέχουν δυναμικά στη ζωή της Εκκλησίας, ζητείται να μετέχουν ισότιμα οι γυναίκες στα συμβούλια που λαμβάνονται οι αποφάσεις. [30] Πραγματικά υπάρχει ένας προβληματισμός μήπως οι διεκδίκηση της χειροτονίας των γυναικών μεγαλώνει την καχυποψία της ιεραρχίας, αλλά και μέρους του σώματος της Εκκλησίας με αποτέλεσμα να μην συζητούνται ευρύτερα και όχι μόνο στα ακαδημαϊκά πλαίσια κρίσιμα ζητήματα που αφορούν τις γυναίκες και έχουν να κάνουν με μια σειρά αντιλήψεων, νοοτροπιών και πρακτικών που επιβιώνουν στους εκκλησιαστικούς χώρους και πραγματικά προσβάλουν τις γυναίκες ως δημιουργήματα του θεού[31].
Οι ρηξικέλευθες όμως προτάσεις, αλλά και μικρά βήματα ανανέωσης της παράδοσης που σε άλλα πλαίσια δεν προκαλούν ρήξεις, συχνά προσκρούουν στον τρόπο που βιώνεται η Ορθόδοξη παράδοση στις χώρες με έντονα τα σημάδια της ορθοδοξίας πάνω στον τοπικό πολιτισμό, όπως και η χώρα μας. Παρά τα θετικά σημεία αυτού του γεγονότος, η ταύτιση πολλές φορές της πίστης με την πολιτιστική ταυτότητα, μπορεί να οδηγήσει στην ανεπίγνωστη προσκόλληση σε συνήθειες του παρελθόντος.
Η πυραμιδοειδής δομή των κοινωνικών θεσμών, που αντιπροσωπεύεται ίσως στο «πρωτείο» του άνδρα -για το οποίο κάμει λόγο στις επιστολές του ο Απ. Παύλος, παρόλη την έκπτωση της εξουσιαστικής σημασίας του από τον ίδιο -, ανήκει σε μια άλλη ιστορική εποχή. Σήμερα η Εκκλησία διευκολύνεται να υιοθετήσει σε όλα τα επίπεδα την συνοδικότητα, που ανήκει στην παράδοσή της και αντανακλά καλύτερα στην πραγματικότητα μια κοινωνίας προσώπων που είναι η Εκκλησία.[34] Η συνοδικότητα προτείνεται και σ’ αυτό το θέμα, διότι αφενός καλύπτει με ένα τρόπο το αίτημα για χειροτονία των γυναικών, ως αξίωση για άνοδο των γυναικών στην κορυφή κάποιας ιεραρχικής πυραμίδας. Αφετέρου όμως συμβολικά προτείνει ένα μοντέλο επικοινωνίας και συναπόφασης στα πλαίσια της επικοινωνίας των φύλλων.
Ο δρ Κώστας Μυγδάλης είναι αρχιτέκτονας μηχανικός και διδάκτορας της Θεολογικής Σχολής του ΑΠΘ, Σύμβουλος Διακοινοβουλευτικής συνέλευσης Ορθοδοξίας
[2] Αγουρίδης Σάββας, «Η Ευαγγελική ιστορία του Πάθους και ρόλος των γυναικών»Θεολογία και Κοινωνία σε Διάλογο, εκδόσεις «Άρτος Ζωής», Αθήνα 1999, σ.287.
Αν ήθελε κανείς να κάνει μια αναγωγή της πρακτικής αυτής του αποστόλου Παύλου στο σήμερα, θα έλεγε ότι ο σημερινός θεολόγος, αποδεχόμενος το σημερινό κοινωνικό πλαίσιο που χαρακτηρίζεται από την αυξημένη συμμετοχή των γυναικών σε όλα τα επίπεδα της ζωής, την κατακτημένη ισοτιμία τους στα πλαίσια της οικογένειας και τα αιτήματα των γυναικών για την άρση όλων των εμποδίων για την πλήρη ισοτιμία τους με τους άνδρες, θα ερμήνευε όλα αυτά και θα τα αξιοποιούσε με στόχο να εμπλουτίσει την αδελφική σχέση συνεργασίας και αλληλεγγύης ανάμεσα στα φύλλα, που εγκαινιάζεται με τις επιστολές του Παύλου.
[5] Κούκουρα Δήμητρα, «Οι πνευματικές εμπειρίες των Ορθοδόξων γυναικών και η πρόκληση της Ενωμένης Ευρώπης», περ. «Γρηγόριος ο Παλαμάς», τ.735, Νοε-Δεκ1990,σ.838 κ.εξ.
[7] Αδαμτζίλογλου Ευανθία, «Φεμινιστική θεολογία. Ρήξη η γέφυρα με την ελληνορθόδοξη παράδοση», ΚΑΘ’ ΟΔΟΝ Τ. 9/’1994, σ.33
[9] Κούκουρα Δήμητρα, «Απελευθέρωση και υποδούλωση της γυναίκας στο σύγχρονο κόσμο», περ. ΣΥΝΑΞΗ, τ.36/Οκτ-Δεκ 1990, σ.73-75. Πρβλ. Γουνελά Βασιλική, «Τα γυναικεία περιοδικά», περ. ΣΥΝΑΞΗ, τ.36/Οκτ-Δεκ 1990, σ.93 κ.εξ.
[11] Behr-Sigel Elisabeth , (μτφρ. Καίτη Χιωτέλη), «Η ετερότητα του άνδρα και της γυναίκας», περ. ΣΥΝΑΞΗ, τ.36/Οκτ-Δεκ 1990, σ.27,30. Πρβλ. Νέλας Παναγιώτης, » Συνέντευξη», περ. ΣΥΝΑΞΗ, τ.36/Οκτ-Δεκ 1990, σ.63-64. Βλέπε και: Γκάντι Μαχάτμα (μτφρ. Β. Γουνελά), «Η αποστολή της γυναίκας», περ. ΣΥΝΑΞΗ, τ.36/Οκτ-Δεκ 1990, σ.67 κ.εξ.
[13] Αδαμτζίλογλου Ευανθία, «Φεμινιστική θεολογία. Ρήξη η γέφυρα με την ελληνορθόδοξη παράδοση», ΚΑΘ’ ΟΔΟΝ Τ. 9/’1994, σ.25-31
[15] Για το θέμα αυτό βλέπε την ιστορική αναδρομή που επιχειρείται στο άρθρο της Β. Σταθοκώστα, «Οικουμενική δεκαετία του Π.Σ.Ε.. Οι Εκκλησίες αλληλέγγυες με τις γυναίκες, μια ορθόδοξη προσέγγιση», ΚΑΘ’ ΟΔΟΝ Τ. 9/’1994, σ.47 κ.εξ.
[17] Λυμούρης Γενάδιος, «Ορθόδοξοι τοποθετήσεις έναντι των απόψεων υπέρ της χειροτονίας των γυναικών», Η θέσις της γυναικός εν τη Ορθοδόξω Εκκλησία και τα περί χεοροτονίας των γυναικών. Διρθόδοξον Θεολογικόν Συνέδριον, Ρόδος 30 Οκτωβρίου – 7 Νοεμβρίου 1988 ( Επιμ. Εκδόσεως Γενναδίου Λυμούρη) Οικουμενικόν Πατριαρχείον- «Τέρτιος», 1994., σ. 395.
[19] «Συμπεράσματα του Συνεδρίου (τελικόν κείμενον)», Η θέσις της γυναικός εν τη Ορθοδόξω Εκκλησία και τα περί χεοροτονίας των γυναικών, Διρθόδοξον Θεολογικόν Συνέδριον, Ρόδος 30 Οκτωβρίου – 7 Νοεμβρίου 1988 ( Επιμ. Εκδόσεως Γενναδίου Λυμούρη) Οικουμενικόν Πατριαρχείον- «Τέρτιος», 1994., σ. 27
[21] Λυμούρης Γεννάδιος, , «Ορθόδοξοι τοποθετήσεις έναντι των απόψεων υπέρ της χειροτονίας των γυναικών», Η θέσις της γυναικός εν τη Ορθοδόξω Εκκλησία και τα περί χεοροτονίας των γυναικών. Διρθόδοξον Θεολογικόν Συνέδριον, Ρόδος 30 Οκτωβρίου – 7 Νοεμβρίου 1988 ( Επιμ. Εκδόσεως Γενναδίου Λυμούρη) Οικουμενικόν Πατριαρχείον- «Τέρτιος», 1994., σ. 397.
[23] Βλέπε: Φουντούλη Ιωάννου, «Η γυναίκα εις την λειτουργικήν και ενοριακήν διακονίαν της Εκκλησίας», Η θέσις της γυναικός εν τη Ορθοδόξω Εκκλησία και τα περί χεοροτονίας των γυναικών, Διρθόδοξον Θεολογικόν Συνέδριον, Ρόδος 30 Οκτωβρίου – 7 Νοεμβρίου 1988 ( Επιμ. Εκδόσεως Γενναδίου Λυμούρη) Οικουμενικόν Πατριαρχείον- «Τέρτιος», 1994, σ.295κ.εξ. και Θεοδώρου Ευάγγ, «ο θεσμός των διακονισσών εις την Ορθόδοξον Εκκλησίαν και η δυνατότης αναβιώσεως αυτού», Η θέσις της γυναικός εν τη Ορθοδόξω Εκκλησία και τα περί χεοροτονίας των γυναικών, Διρθόδοξον Θεολογικόν Συνέδριον, Ρόδος 30 Οκτωβρίου – 7 Νοεμβρίου 1988 ( Επιμ. Εκδόσεως Γενναδίου Λυμούρη) Οικουμενικόν Πατριαρχείον- «Τέρτιος», 1994, σ.309 κ.εξ.
[25] Σταθοκώστα, Β. «Οικουμενική δεκαετία του Π.Σ.Ε.. Οι Εκκλησίες αλληλέγγυες με τις γυναίκες, μια ορθόδοξη προσέγγιση», ΚΑΘ’ ΟΔΟΝ Τ. 9/’1994, σ.53-55.
[27] Κωνσταντινίδη Χρυσοστ. «Η Ιεροσύνη και η γυναίκα» Ορθόδοξοι Κατόψεις, Εκδ. ΤΕΡΤΙΟΣ, σ.509-520. Πρβλ. του ιδίου, «Η ιεροσύνη και η γυναίκα εξ επόψεως εκκλησιολογικής», Η θέσις της γυναικός εν τη Ορθοδόξω Εκκλησία και τα περί χεοροτονίας των γυναικών, Διρθόδοξον Θεολογικόν Συνέδριον, Ρόδος 30 Οκτωβρίου – 7 Νοεμβρίου 1988 ( Επιμ. Εκδόσεως Γενναδίου Λυμούρη) Οικουμενικόν Πατριαρχείον- «Τέρτιος», 1994, σ.208-217, Βούλγαρη Χρήστου, «το μυστήριον της Ιεροσύνης κατά την Αγίαν Γραφή», Η θέσις της γυναικός εν τη Ορθοδόξω Εκκλησία και τα περί χεοροτονίας των γυναικών, Διρθόδοξον Θεολογικόν Συνέδριον, Ρόδος 30 Οκτωβρίου – 7 Νοεμβρίου 1988 ( Επιμ. Εκδόσεως Γενναδίου Λυμούρη) Οικουμενικόν Πατριαρχείον- «Τέρτιος», 1994, σ.137 κ.εξ.
[29]« Το πρόσωπο της Θεοτόκου, κεκλημένης στο υπέρτατο λειτούργημα που αξιώθηκε ποτέ άνθρωπος, προβάλλεται πολύ συχνά ως ένδειξη της τιμής που αποδίδεται στη γυναίκα. Αλλά πολύ σπάνια επαληθεύονται στην πράξη οι συνέπειες μιας τέτοιες τιμής, που θα αντανακλούσαν στις σημερινές γυναίκες. Μήπως φανερώνεται έτσι μια στάση που γυρεύει προσχήματα για να αποκρύψει μια βαθειά διάβρωση από προκαταλήψεις και φοβίες εντελώς ασυμβίβαστες με την καινούργια πραγματικότητα που εγκαινίασε ο Χριστός και την εμπιστεύθηκε στην Εκκλησία του για να τη συνεχίσει;» : Χιωτέλη Καίτη, «Η θέση της γυναίκας στην ορθόδοξη Εκκλησία», περ. ΣΥΝΑΞΗ, τ.36/Οκτ-Δεκ 1990, σ.44-45.
[31] Σταθοκώστα, Β. «Οικουμενική δεκαετία του Π.Σ.Ε.. Οι Εκκλησίες αλληλέγγυες με τις γυναίκες, μια ορθόδοξη προσέγγιση», ΚΑΘ’ ΟΔΟΝ Τ. 9/’1994, σ.59.
[33] Κούκουρα Δήμητρα, «Ο ρόλος της ορθόδοξης γυναίκας στη σύγχρονη εκκοσμικευμένη κοινωνία», ΚΑΘ’ ΟΔΟΝ Τ. 9/’1994, σ. 44. Πρβλ. Χιωτέλη Καίτη, «Η συμμετοχή της γυναίκας στη ζωή και στο έργο της Εκκλησίας»,ΚΑΘ’ ΟΔΟΝ Τ. 9/’1994, σ. 119.