Η ΚΑΤΑΡΓΗΣΗ ΤΗΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ ΣΤΟ ΛΥΚΕΙΟ
ΤΟ ΑΝΑΛΥΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ ΤΗΣ Α΄ ΛΥΚΕΙΟΥ
Του Τάσου Χατζηαναστασίου*
Το νέο αναλυτικό πρόγραμμα για το μάθημα της Νέας Ελληνικής Λογοτεχνίας αποτελεί ένα τερατούργημα το οποίο οδηγεί στην κατάργηση της διδασκαλίας της νεοελληνικής λογοτεχνικής παράδοσης και στην αντικατάστασή της από μία σειρά από δραστηριότητες αμφιβόλου παιδαγωγικής αξίας, οπωσδήποτε όμως, εντελώς άσχετες με τον τίτλο του μαθήματος!
Στο παρόν σημείωμα θα επιχειρήσω να εξηγήσω τους λόγους της τόσο αρνητικής τοποθέτησής μου απέναντι στο νέο πρόγραμμα αφού πρώτα επισημάνω το γεγονός ότι μία τόσο σημαντική αλλαγή, μία τέτοιας έκτασης ανατροπή της «παραδοσιακής» προσέγγισης, θα έπρεπε πρώτα γίνει αντικείμενο ευρύτατης συζήτησης με τους εκπαιδευτικούς, στη συνέχεια να επιχειρηθεί η πιλοτική εφαρμογή της στα πειραματικά σχολεία και εφόσον κριθεί σκόπιμο να εφαρμοστεί καθολικά, να προηγηθεί οπωσδήποτε η επιμόρφωση των εκπαιδευτικών. Κανένα από τα παραπάνω, αυτονόητα για οποιαδήποτε μεταρρύθμιση, βήματα δεν ακολουθήθηκαν. Αντίθετα, και σε αυτόν τον τομέα, οι κυβερνώντες ακολούθησαν την τακτική του αιφνιδιασμού, όπως άλλωστε έπραξαν και με τις υπόλοιπες βίαιες ανατροπές που επέβαλαν στους μισθούς, στο ασφαλιστικό, στις εργασιακές σχέσεις, στο φορολογικό και τέλος στο… διορισμό της ίδιας της ελέω Τρόικας κυβέρνησης… Τέλος, πρέπει να επισημάνουμε ότι το αναλυτικό πρόγραμμα εφαρμόζεται κατά παγκόσμια πρωτοτυπία πρωθύστερα, χωρίς να έχει ψηφιστεί ο νόμος που καθιερώνει το «Νέο Λύκειο»! Νομικά δηλαδή, είναι όλα στον αέρα και το πιθανότερο είναι οι μαθητές να έχουν διδαχθεί με βάση το νέο αναλυτικό πρόγραμμα αλλά να εξεταστούν στο τέλος με βάση το παλιό!
Καταρχήν, θα πρέπει να επισημάνουμε ότι η πιστή εφαρμογή αυτού του αναλυτικού προγράμματος είναι πρακτικά αδύνατη, διότι οι απαιτήσεις του ξεπερνούν τις δυνατότητες της σχολικής ζωής και κυρίως αυτές των μαθητών να ανταποκριθούν. Εκτός αν πιστεύει το Υπουργείο ότι οι μαθητές θα απασχολούνται στο σπίτι αποκλειστικά σχεδόν με το μάθημα της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας και μάλιστα χωρίς κίνητρο αφού ακόμα και η αξιέπαινη προτροπή να διαβάζουν βιβλία στο σπίτι, αν υποθέσουμε ότι θα μπορούσε να επιβληθεί με κάποιο μαγικό τρόπο, δεν προβλέπεται να ελέγχεται από το διδάσκοντα κατά την αξιολόγηση του μαθητή. Αφήνω, τέλος, το γεγονός η μεταρρύθμιση αυτή εφαρμόζεται κυριολεκτικά στου κασίδη το κεφάλι, αφού όχι μόνο οι σχολικές βιβλιοθήκες που θα στήριζαν μια τέτοια προσπάθεια δεν υπάρχουν ή έστω δε λειτουργούν εξαιτίας των περικοπών στην παιδεία, αλλά ούτε και τα βιβλία έχουν διανεμηθεί σε όλα τα σχολεία και σε όλους τους μαθητές!
Σύμφωνα με το έως τώρα ισχύον αναλυτικό πρόγραμμα, οι μαθητές της Α΄ τάξης έρχονταν σε επαφή με συγκεκριμένα κείμενα από τον 9ο αι. έως τη Νέα Αθηναϊκή Σχολή (από τους Παλαμά και Δροσίνη έως και τον Καβάφη) στα οποία και εξετάζονταν στο τέλος του σχολικού έτους απαντώντας σε ερωτήσεις σχετικές με το συγγραφέα, την τεχνική του και την ερμηνεία του έργου του. Από φέτος όμως θα διδάσκονται πλέον τρεις θεματικές ενότητες μέσα από μία ποικιλία κειμένων και στο τέλος θα εξετάζονται σε άγνωστα κείμενα απαντώντας σε ερωτήσεις εντελώς άσχετες με το συγγραφέα, τη σχολή που ανήκει και τη λογοτεχνικότητα του κειμένου!
Η πρώτη ενότητα αφορά τις σχέσεις των δύο φύλων και προτείνονται κείμενα από όλο το φάσμα της νεοελληνικής αλλά και ευρωπαϊκής λογοτεχνίας που εμπεριέχεται στα σχολικά εγχειρίδια που όπως είπαμε διατηρούνται εξ ανάγκης. Ακόμη όμως και αυτή η εντελώς αυθαίρετη και μονομερής κοινωνιολογικού τύπου προσέγγιση των κειμένων – που προφανώς γράφτηκαν κάτω από άλλες συνθήκες και για άλλο σκοπό από αυτά που έχουν υπόψη τους οι συντάκτες του αναλυτικού προγράμματος – δεν αφήνεται στην κρίση του διδάσκοντα, παρά ελέγχεται και ως προς την επιλογή των «κατάλληλων» κειμένων από τη… λογοκρισία του ιερατείου της «προοδευτικής» διανόησης: από τα προτεινόμενα κείμενα έχουν επιμελώς εξαιρεθεί κείμενα της δημοτικής μας παράδοσης, που περιλαμβάνονται στο εγχειρίδιο της Α΄ Λυκείου, στα οποία οι γυναίκες εμφανίζονται «αντρειωμένες» ([της Πάργας]) να «κάνουν πόλεμο» για να υπερασπιστούν τη σωματική και εθνική τους αυτοδιάθεση ([Της Δέσπως]). Αυτά τα γυναικεία πρότυπα ανήκουν, φαίνεται, στα μη εγκεκριμένα. Από την άλλη μεριά, η γοητεία κειμένων όπως το λαϊκό αριστούργημα «Του νεκρού αδερφού» ή ο «Ερωτόκριτος», καταστρέφεται παντελώς από την υποχρέωση να εξεταστούν από τη σκοπιά των σχέσεων των δύο φύλων. Αναρωτιέται κανείς αν στο πρώτο από τα ποιήματα που αναφέραμε ο ρόλος του δασκάλου είναι βοηθήσει τους μαθητές να αγανακτήσουν για… την καταπίεση της Αρετής από την κοινωνία του 9ου αι., που όμως οι μαθητές -και οι φιλόλογοι- δε γνωρίζουν αφού δεν την έχουν διδαχθεί, αντί να απολαύσουν μαζί του τα μαγευτικά στοιχεία της λαϊκής παράδοσης: τη δύναμη της κατάρας της μάνας, τα πουλάκια που μιλάνε με ανθρωπινή ομιλία, την αντιμετώπιση της ζωής και του θανάτου για να αναφέρουμε ορισμένα καθώς και την ποιητική τεχνική και σκηνοθεσία του λαϊκού δημιουργού.
Η δεύτερη ενότητα αφορά τη μελέτη των χαρακτηριστικών της παραδοσιακής και της μοντέρνας ποιητικής δημιουργίας χωρίς όμως να γίνεται καμία αναφορά στην ελληνική ιδιαιτερότητα. Αυτή όμως η προσέγγιση φανερώνει πλήρη άγνοια των συνθηκών που ίσχυσαν σε διαφορετικό τόπο και χρόνο και από τις οποίες γεννήθηκε αυτό το πλούσιο ποιητικό έργο, με πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα τις Σχολές της Κρήτης και των Επτανήσων. Γενικότερα όμως αναπαράγει έναν εντελώς ξεπερασμένο διαχωρισμό που πιθανά να εξυπηρετούσε κάποτε. Χαρακτηριστική αυτής της αντίληψης η προτεινόμενη άσκηση για την αξιολόγηση των μαθητών στην οποία οι μαθητές καλούνται να σχηματίσουν πίνακα στον οποίο θα ταξινομήσουν τις πιο «ποιητικές» και τις πιο «καθημερινές» λέξεις! Εκτός από παιδαριώδης, η άσκηση αυτή είναι και εντελώς ανόητη. Ποιος σε τελική ανάλυση αποφασίζει για την ποιητικότητα μιας λέξης; Σε ό,τι δε αφορά ειδικά τη νεοελληνική ποιητική παράδοση, πού προτείνουν οι «ειδικοί» να εντοπίσουμε τη διαφορά μεταξύ των δύο ποιητικών παραδόσεων; Στην ομοιοκαταληξία; τα θέματα; τη γλώσσα; την τεχνοτροπία; Αρκεί να πούμε ότι τα δημοτικά τραγούδια είναι παραδοσιακά και η Γενιά του Τριάντα μοντέρνα; Δε θα ήταν σωστότερο να διατηρηθεί ο διαχωρισμός σε ρεύματα και σχολές με ξεχωριστή αναφορά στις ιδιαίτερες δημιουργικές περιπτώσεις όπως αυτές του Καβάφη, του Παπαδιαμάντη κ. ά. που είναι τόσο παραδοσιακοί όσο και μοντέρνοι; Ποια παιδαγωγική και επιστημονική αναγκαιότητα υπαγορεύει την αντιμετώπιση της ποίησης με αυτό τον αναχρονιστικό τρόπο που επιβάλλει σήμερα το Υπουργείο;
Η τρίτη θεματική ενότητα αφορά το θέατρο, που όμως στην πραγματικότητα αποτελεί από μόνη της ξεχωριστό διδακτικό αντικείμενο, αυτό της Θεατρικής Παιδείας και Αγωγής, αφού πρόκειται για ένα σύνθετο είδος και δεν αφορά αποκλειστικά τη λογοτεχνία. Η απασχόληση των μαθητών επομένως με μία τόσο δημιουργική δραστηριότητα, όπως το θέατρο, μολονότι επιθυμητή και αξιέπαινη, δεν μπορεί να γίνεται εις βάρος ενός αντικειμένου με άλλα χαρακτηριστικά και άλλους στόχους. Αφιερώνοντας όμως ένα τρίμηνο στο Νεοελληνικό Θέατρο, υποβαθμίζουμε και το Θέατρο και τη Λογοτεχνία. Κι αν αυτό δεν αποτελεί συνειδητό στόχο, είναι οπωσδήποτε δείγμα μεγάλης προχειρότητας.
Έχουμε επομένως μία ριζική ανατροπή της λογικής του μαθήματος της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας που οδηγεί στην πρακτική και ουσιαστική κατάργησή της χωρίς να υπάρχει καμία πειστική εξήγηση για τους λόγους που οδήγησαν σε αυτή την εντελώς αυθαίρετη επιλογή θεματικών ενοτήτων άσχετων μεταξύ τους ειδολογικά αφού, για παράδειγμα, το θέατρο αποτελεί μία αυτοτελή μορφή τέχνης ενώ οι σχέσεις των δύο φύλων μία από τις – πολλές – κοινωνικές αντιθέσεις.
Κοντολογίς η μόνη αναγκαιότητα που εξυπηρετεί η λογική των θεματικών ενοτήτων είναι αυτή της κατάργησης της διδασκαλίας της νεοελληνικής λογοτεχνικής παράδοσης, η γνωριμία με τους κοινούς της τόπους, τις αξίες της, τη συσχέτισή της με τη νεοελληνική ιδεολογία και ταυτότητα. Ειδικά το τελευταίο, αποφεύγεται επιμελώς όπως αποφεύγει ο διάολος το λιβάνι. Κι έχουμε κάθε λόγο να πιστεύουμε πως αυτό αποτελεί τον απώτερο σκοπό του Υπουργείου: τη συστηματική αποστέρηση των μαθητών από βασικά στοιχεία της εθνικής τους ταυτότητας. Σύμφωνα με το θεωρητικό μέρος του κειμένου του αναλυτικού προγράμματος, βασικός σκοπός του είναι η καλλιέργεια των αξιών της «πολυπολιτισμικής κοινωνίας». Η εμμονή αυτή ωστόσο, είναι και εσφαλμένη και υποκριτική. Εσφαλμένη διότι εάν θέλουμε να συμβάλουμε στην καλλιέργεια της αξίας της ανεκτικότητας και του σεβασμού του πολιτισμού των άλλων λαών, θα πρέπει πρώτα να έχουμε εξασφαλίσει ότι το ελληνικό σχολείο έχει γνωρίσει στους νέους τον ελληνικό πολιτισμό, τις αξίες και τα χαρακτηριστικά του, τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματά του. Διαφορετικά, δε μιλάμε για διάλογο μεταξύ πολιτισμών αλλά για την παντελή απουσία οποιουδήποτε πολιτισμού, που, όπως ήδη έχει συμβεί σε άλλες χώρες, οδηγεί μαθηματικά στη βαρβαρότητα της τυφλής, φασιστικής και ρατσιστικής βίας μεταξύ φυλετικά διαχωρισμένων συμμοριών. Γιατί το κενό της καλλιέργειας της εθνικής συνείδησης από το δημόσιο σχολείο, θα αναλάβουν να το καλύψουν όσοι επενδύουν στην περιθωριοποίηση και τη χειραγώγηση της νεολαίας μέσα από ιδεολογίες που ουδεμία σχέση έχουν με τον ελληνικό πολιτισμό, π.χ. Χρυσή Αυγή, αρχαιολάτρες, κ.ά. Η εγκατάλειψη επομένως αυτού του καθήκοντος από τη δημοκρατική πολιτεία, ευνοεί τελικά την εκτροπή του εθνισμού σε επιθετικό εθνικισμό. Το παράδειγμα της πολυπολιτισμικής και δήθεν διεθνιστικής εκπαίδευσης για δεκαετίες στη Γιουγκοσλαβία είναι χαρακτηριστικό: όχι μόνο απέτυχε να καλλιεργήσει την ανεκτικότητα, αλλά αντίθετα ευθύνεται απόλυτα για το μίσος με το οποίο η μία εθνότητα στράφηκε εναντίον της άλλης. Τέλος, η εμμονή στην πολυπολιτισμικότητα είναι υποκριτική καθώς αποτελεί το άλλοθι για την καταπίεση της εθνικής ταυτότητας της πλειοψηφίας του πληθυσμού στο όνομα της δήθεν ευαισθησίας για την εθνική ή θρησκευτική ταυτότητα των μειονοτήτων, των μόνων που φαίνεται πως δικαιούνται να την εκφράζουν. Εν τέλει, η «πολυπολιτισμικότητα» αποτελεί το κατεξοχήν ιδεολόγημα της παγκοσμιοποίησης όπου το διεθνές κεφάλαιο, που προφανώς δεν έχει πατρίδα καθώς θεωρεί εμπόδιο στα σχέδιά του το εθνικό κράτος, στρέφεται εναντίον των εθνικών ταυτοτήτων προκειμένου να διαλύσει κάθε δυνατότητα του ατόμου να αντιδράσει συλλογικά.
Από όλα τα παραπάνω γίνεται φανερή πιστεύω η λογική αλλά και οι προθέσεις του Υπουργείου αναφορικά με το μάθημα της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Ούτε περίμενε κανείς πως θα κινούνταν σε μία διαφορετική λογική από αυτήν που επιβάλλει σήμερα την αμάθεια στην Παιδεία και τη γενικότερη εξαθλίωση σε όλους τους τομείς της πνευματικής, κοινωνικής και οικονομικής ζωής στο οικόπεδο Ελλάδα. Το ερώτημα είναι πότε επιτέλους οι άμεσα ενδιαφερόμενοι, γονείς, μαθητές και εκπαιδευτικοί θα αντισταθούν μαζικά συλλογικά και αποφασιστικά. Ειδικά όμως για τους τελευταίους, το ερώτημα είναι πότε θα αντιληφθούν ότι η επίθεση στο εισόδημα και τις εργασιακές σχέσεις εντάσσεται στην ίδια λογική με την επίθεση σε βασικά στοιχεία της πολιτισμικής μας ταυτότητας. Γιατί αν διαπραχθεί και πάλι το γνωστό λάθος να επιχειρηθεί ο διαχωρισμός τους, τότε θα έχουμε παίξει για άλλη μια φορά το ρόλο του χρήσιμου ηλίθιου. Αλήθεια, αυτός ο ρόλος μας αξίζει συνάδελφοι;
* Ο Τάσος Χατζηαναστασίου είναι φιλόλογος στο 1ο ΕΠΑΛ Ναυπλίου
ΠΗΓΗ: 27-3-2012, http://www.alfavita.gr/artrog.php?id=60611