῎Ετος Παπαδιαμάντη του Κ. Γάλλου δώρημα
Του Κώστα Κάλχα [ΟΙ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ]
Μέ τό τέλος τοῦ 2011 συμπληρώθηκαν 100 χρόνια ἀπό τόν θάνατο τοῦ ᾿Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη. ῾Υποτίθεται ὅτι τό ἔτος αὐτό (τό 2011), θά ἑορταζόταν ἡ προσφορά στά Νεοελληνικά γράμματα τοῦ Σκιαθίτη Λογοτέχνη. Πρέπει νά τό παραδεχθεῖ ὁ ἀναγνώστης, ὅτι δέν ἔγινε καί κάτι πολύ σπουδαῖο πρός τιμήν του. ᾿Αλλά οἱ δικαιολογίες, αὐτή τή φορά, ὑπάρχουν ἄφθονες. Προφανῶς, σχετίζονται μέ τήν κρίση τῆς οἰκονομίας, τῆς κοινωνίας, τῆς ζωῆς. Εἶναι δικαιολογημένες, λοιπόν, οἱ δικαιολογίες; ῎Η μήπως, δέν εἶναι αὐτό τό πρόβλημα;
Καί βέβαια, ἡ στενόχωρη κατάσταση πού ζοῦμε δημιουργεῖ ἄλλες προτεραιότητες καί ἀξίες. Καί βέβαια, οἱ κλασσικοί στό εἶδος τους, τό φιλολογικό καί ᾿Αθηναιοδιφικό, Παπαδιαμαντολόγοι, μετά τῶν συναφῶν λογοτεχνιζόντων, θά ἑορτάζουν, βρέξει-χιονίσει, μέ λαμπρότητα τόν κυρ-᾿Αλέξανδρο. Καί βέβαια, ἔτσι, ὁ κόσμος θά συνεχίσει νά ὑπάρχει· μέ τά καθημερινά προβλήματα, πού αὐξάνουν ἐπικίνδυνα, μέ τίς πολλές ἀσχολίες, τίς δυσκολίες, τίς χαρές καί τή… φιλολογία. ᾿Ακριβῶς, δηλαδή, ὅ,τι δέν ἦταν ὁ Παπαδιαμάντης. Καί γι᾿ αὐτό ἀκριβῶς εἶναι τόσο ἐπίκαιρη ἡ χρονιά καί ἡ ἐποχή τούτη. ῾Ο Παπαδιαμάντης, ὁ φτωχός ῞Αγιος τῶν γραμμάτων, ἔζησε μιά ζωή μακρυά ἀπό τά φῶτα τῆς δημοσιότητας κυριολεκτικά. ᾿Ακόμα καί ὅταν ἔκαναν λογοτεχνική γιορτή πρός τιμήν του, αὐτός ἐπῆγε στούς φίλους του, σέ μιά οἰκογένεια, σέ κάποια γειτονιά τῆς τότε μικρῆς (καί ὄχι «πολυόροφης») ᾿Αθήνας. ᾿Απέφυγε τή λογοτεχνική καί κοινωνική ἀριστοκρατία ὄχι ἀπό σνομπισμό, ἀναρχισμό, ζηλωτισμό, εἰρωνεία, μῖσος καί ὅ,τι ἄλλο, μά μόνο καί μόνο γιατί ὁ στόχος του, ὁ σκοπός τῆς ζωῆς του ἦταν διαφορετικός. ῾Ο Παπαδιαμάντης δέν ἦταν «ταπεινοφανής», δέν παρίστανε τόν κοινωνικά ἀπόβλητο ἤ ἄσχετο καί χαμένο στόν δικό του μικρόκοσμο τῆς φτωχῆς μικροσυνοικίας ἤ ἐπαρχίας.
᾿Ακολουθοῦσε ἕναν ἄλλο τρόπο ζωῆς. Αὐτόν τόν ἁπλό, πού ἡ κρίση τώρα μᾶς ξαναθυμίζει. Χαιρόταν μέ τίς ἁπλές κουβέντες, τό λίγο κρασί καί μεζέ στό καφενεῖο (τό διάσωσμα τῆς ᾿Αγορᾶς, βυζαντινῆς καί ἀρχαίας) ἤ τήν ταβέρνα. Δέν θά τόν φανταζόμασταν στά μπουζούκια, τά ἑλληνάδικα, τή Βίσση, τόν Ρουβᾶ, νά σκορπᾶ μέ τούς φίλους του χρήματα χιλιάδες σέ λουλουδοπόλεμο. ᾿Αρεσκόταν νά θαυμάζει τή φύση, καθισμένος σέ ἕνα θαλασσινό βραχάκι, σέ μιά ψαράδικη βάρκα, στό βουνήσιο κατσάβραχο μόνος, στήν ᾿Αθηναϊκή ἐξοχή μέ καλούς φίλους. Θά τόν φανταζόμασταν ὡς διάσημο λογοτέχνη νά κλείνει σαλέ μέ spa στήν ᾿Αράχωβα (Arachova, ἐπί τό ᾿Αθηναϊκότερον), νά κάνει θαλάσσιες θερινές βόλτες μέ τό κόττερο ἑνός πλουσίου;
Θά τόν περιμέναμε νά ἔχει δική του ἐκπομπή στήν τηλεόραση καί νά ἀναλύει (καί μάλιστα ψυχαναλύει) τά ἄλυτα παγκόσμια, μεταφυσικά, φιλοσοφικά, καλλιτεχνικά προβλήματα; Δέν ζήτησε τή δόξα τῶν ἀνθρώπων. ᾿Εζήτησε τόν Θεό. ᾿Αλλά τόν Θεό τῶν Πατέρων καί ὄχι τή φιλοσοφία ἤ τή «Θεολογία» περί Θεοῦ.
Στό σημερινό κοινωνικό χάος, πού ἐγκυμονεῖ ποικίλες ἀναστατώσεις, μοιάζει παράταιρο ἕνα τέτοιο πρότυπο. Δέν ἦταν κοινωνικός ἐπαναστάτης ὁ κυρ-᾿Αλέξανδρος. ᾿Αναχωρητής ἦταν. ᾿Απέφευγε τά πολλά καί ψεύτικα «θέλω», ἀπέφευγε τό «ἴδιον θέλημα», ἐνῶ ζοῦσε μέσα στήν πόλη, ἔμοιαζε «οὐρανοπολίτης». Καί ἀκριβῶς περιέγραφε τέτοιες περιπτώσεις ζωῆς στήν πόλη καί τό χωριό, πού θυμίζουν τά σημερινά κρίσιμα χρόνια.
Δέν ἔψαχνε νά δείξει μιά γλυκανάλατη καί «χαρούμενη» ἱστορία, ἀντίθετα περιέγραφε ἀνθρώπους «ἀναγκεμένους». ᾿Από ἐκεῖ ἔβγαιναν ἀβίαστα συμπεράσματα ὄχι μόνο γιά τό «τραγικόν» τῆς ζωῆς, ἀλλά καί γιά τή λύτρωση ἐν Χριστῷ, τή Σταυραναστάσιμη ἐλπίδα.
῎Ας ἀντιπαραβάλλουμε τήν πρότασι τοῦ καταναλωτισμοῦ, πού τώρα ξεφτίζει μέ τήν κρίσι καί ὁδηγεῖ σέ παράνοια πολλούς ἀνθρώπους, πού θεωροῦν πλέον τόν ἑαυτό τους «στερημένο» ἀπό τά τόσα «ἀγαθά», μέ τήν ἁγία πτωχεία τοῦ κυρ-᾿Αλέξανδρου, τήν εἰρήνη τοῦ Χριστοῦ πού κατεῖχε καί δέν ἀπελπιζόταν, δέν τρελλαινόταν, δέν μισοῦσε (ταξικά, φυλετικά ἤ ὅ,τι ἄλλο) ἄν καί γνώριζε τίς αἰτίες τοῦ κακοῦ καί τίς ἔδειχνε, τήν ἁπλή φυσική χαρά τῆς ζωῆς ὡς δῶρο τοῦ πλάσαντος τή φύση Θεοῦ. Καί τότε, ἴσως τότε, πάρουμε εἴδησι σέ ποιό ἀδιέξοδο μᾶς ἔφερε ὁ «σύγχρονος τρόπος ζωῆς».
῎Ισως, μέ αὐτόν τόν Παπαδιαμάντειο λόγο τῶν μικρῶν διηγηματίων, πού ψάλλουν τόν Χριστό καί τή φύση τῆς ὑπαίθρου, τούς ἁπλούς ἀνθρώπους, πού διατηροῦν μιάν ἄλλη ἀπαντοχή στά βάσανα καί τά πάθια τοῦ κόσμου τούτου, ἴσως μπορέσουμε νά ἀνασάνουμε, νά γλυτώσουμε ἀπό τό προκατασκευαζόμενο χάος τῆς κρίσης. Πιό ἐπίκαιρος ἀπό ποτέ, ὁ κυρ-᾿Αλέξανδρος μᾶς ὁδηγεῖ στήν κατάφαση μιᾶς ζωῆς πού ξεχάσαμε, σβύσαμε (καί εἶναι ἡ ζωή τῶν πατέρων μας κυριολεκτικά) καί τώρα μᾶς ἐπιβάλλουν. ᾿Αρκεῖ νά ἀνατάξουμε τή ζωή αὐτή στήν ἐλπίδα καί ὄχι στήν ἀπελπισία, στήν ἐκκλησιαστική κοινότητα τῆς ἀλληλοβοήθειας καί ὄχι στή διαλυτική σπορά τοῦ κοινωνικοῦ μίσους.
Εἰδάλλως, θά κινδυνεύσουμε νά δοῦμε ἀπό μακρυά τό «πρικιό» μας (τήν ζωή στή χώρα μας) ἐνῶ θά χανόμαστε, ὅπως ἡ Φραγκογιαννοῦ, ἀνάμεσα στή στεριά καί τήν θάλασσα, τήν ἄμμο καί τό κῦμα, τήν ἅλμη καί τούς σκοίνους, στό ὕστερο σημεῖο τοῦ δρόμου μεταξύ θείας καί ἀνθρώπινη δικαιοσύνης, μεταξύ θείας ἐγκατάλειψης καί ἀνθρώπινης ὀργῆς.