Μισθολογικό κόστος και ανταγωνιστικότητα
Του Κοσμά Ιατρίδη*
Στην 90η θέση της παγκόσμιας κατάταξης της ανταγωνιστικότητας ανάμεσα σε 142 χώρες από όλο τον κόσμο, βρίσκεται η Ελλάδα, σύμφωνα με έρευνα του World Economic Forum. Η έρευνα δείχνει ότι η Ελλάδα είναι λιγότερο ανταγωνιστική από γειτονικές χώρες όπως η Ρουμανία, η Αλβανία και το FYROM, αλλά και την Μποτσουάνα, τη Γουατεμάλα και το Λίβανο και βρίσκεται στην τελευταία θέση σε ανταγωνιστικότητα μεταξύ των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Πρώτη στην κατάταξη έρχεται η Ελβετία, ακολουθούμενη από την Σιγκαπούρη που παραγκώνισε την Σουηδία στην τρίτη θέση. Στην συνέχεια της λίστας βρίσκονται η Φιλανδία , οι Η.Π.Α., η Γερμανία, η Ολλανδία, η Δανία, η Ιαπωνία και η Βρετανία καταλαμβάνοντας τις θέσεις 4 ως 10 αντίστοιχα.
Με μία πρώτη ανάγνωση μπορούμε να παρατηρήσουμε ότι το μισθολογικό κόστος δεν είναι ο κύριος παράγοντας που η Ελλάδα βρίσκεται σε τόσο χαμηλή θέση στους δείκτες της ανταγωνιστηκότητας, καθώς, όπως γίνεται εύκολα αντιληπτό, οι 9 στις 10 χώρες που βρίσκονται στην πρώτη δεκάδα της λίστας έχουν υψηλότερο μέσο αλλά και βασικό μισθό.
Για του λόγου το αληθές με βάση τα στοιχεία της Ομοσπονδίας Ευρωπαϊκών Εργοδοτικών Οργανώσεων (FedEE) για το οικονομικό έτος 2011, οι μεικτές κατώτερες αμοιβές στον πυρήνα της Ευρωζώνης, διαμορφώθηκαν ως εξής:
Χώρα Κατώτερος μισθός Κύρωσης της τελευταίας συμφωνίας
Λουξεμβούργο 1,757.56 ευρώ 01/01/2011
Βέλγιο 1,498.87 ευρώ 05/01/2011
Ιρλανδία 1499,33 ευρώ 01/07/2011
Ολλανδία 1,424.40 ευρώ 01/01/2011
Γαλλία 1,365.00 ευρώ 01/01/2011
Αυστρία 1.000 ευρώ 1/01/2009
Κύπρος 909,00 ευρώ 01/04/2011
Ελλάδα 739,56 ευρώ 15/07/2010
Μάλτα 664,95 ευρώ 01.01.2011
Ισπανία 653 ευρώ 01/03/2011
Πορτογαλία 485 ευρώ 01/01/2011
Σλοβακία 317,00 ευρώ 01/01/2011
Εσθονία 278,02 ευρώ 01/01/2008
(Στον πίνακα δεν αναφέρονται η Γερμανία, η Ιταλία και η Φινλανδία διότι δεν υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία από την FedEE)
Ο ελάχιστος μηνιαίος μισθός έχει καθιερωθεί σε 20 από τα 27 κράτη – μέλη (Βέλγιο, Ισπανία, Εσθονία, Ελλάδα, Γαλλία, Ουγγαρία, Ιρλανδία, Λετονία, Λιθουανία, Λουξεμβούργο, Μάλτα, Ολλανδία, Πολωνία, Πορτογαλία, Σλοβακία, Σλοβενία, Τσεχία, Βουλγαρία, Ρουμανία και Ηνωμένο Βασίλειο). Από τα παραπάνω στοιχεία παρατηρουμε , ότι αν και κάποιες χώρες έχουν (ή είχαν μέχρι πρότινος) χαμηλότερο βασικό μισθό από αυτόν της Ελλάδος, έχουν αρκετά μεγαλύτερο μέσο μηνιαίο εισόδημα . Παραδείγματος χάριν η Ισπανία όπου ο μέσος μισθός είναι 1757 ευρώ ενώ στην Ελλάδα αγγίζει τα 1447 ευρώ σύμφωνα με το περιοδικό Forbes και στοιχεία της Eurostat για την χρονιά του 2010. Αλλά ακόμα και η ανταγωνιστικότητα της Γερμανίας δεν στηρίζεται στο χαμηλό μισθολογικό κόστος. Σύμφωνα με έρευνα του Γερμανικό Ινστιτούτο Οικονομικών Ερευνών (DIW) του Βερολίνου τα 2/3 των εργαζόμενων πλήρους απασχόλησης στη Γερμανία (14,9 εκατομμύρια εργαζόμενοι) έχουν μηνιαίο εισόδημα 2922 ευρώ μεικτά. Εδώ θα πρέπει να αναφέρουμε ότι η αγοραστική δύναμη των Ελλήνων το 2009 αντιστοιχούσε στο 94% των Βορειοευρωπαίων (Eurostat). Για την χρονιά του 2011 έκθεση του ινστιτούτου εργασίας της ΓΣΕΕ, που δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα ΗΜΕΡΗΣΙΑ έδειξε ότι η αγοραστική δύναμη όσων έχουν την ατυχία να αμείβονται μόνο με τον κατώτερο μισθό, έχει υποχωρήσει σε προ του 1984 επίπεδα.
Τίθεται όμως το ερώτημα: πως ορίζεται η ανταγωνιστικότητα και με ποιους παράγοντες συνδέεται;
Ανταγωνιστικότητα είναι ο βαθμός στον οποίο ένα κράτος μπορεί, υπό συνθήκες ελεύθερης και δίκαιης αγοράς, να προσφέρει αγαθά και υπηρεσίες που πληρούν τα κριτήρια των διεθνών αγορών, διατηρώντας και αυξάνοντας ταυτόχρονα τα πραγματικά εισοδήματα των ανθρώπων μακροχρόνια.(OECD 1992: 237)
Στην κυρίαρχη οικονομική θεώρηση η ανταγωνιστικότητα ορίζεται ως το αντίστροφο του Μοναδιαίου Κόστους Εργασίας (unit labor c
ost). Το Μοναδιαίο Κόστος Εργασίας ορίζεται ως εξής: Ο λόγος του κόστους εργασίας ανά εργαζόμενο, (μισθολογικό κόστος + μη μισθολογικό κόστος), ως προς τον αριθμό μονάδων προϊόντος ανά εργαζόμενο, δηλαδή την παραγωγικότητα της εργασίας του. Δηλαδή το μοναδιαίο κόστος εργασίας είναι το κόστος για την παραγωγή μιας μονάδας προϊόντος.
Συμπεραίνουμε λοιπόν, ότι η ανταγωνιστικότητα εξαρτάται άμεσα από 5 παράγοντες: (1) το μισθολογικό κόστος, (2) το μη-μισθολογικό κόστος, (3) την απόδοση του εργαζομένου, δηλαδή την παραγωγικότητα της εργασίας του (4) την συναλλαγματική ισοτιμία όταν πρόκειται για εξαγωγές σε χώρες με διαφορετικό νόμισμα (5) και το γενικότερο οικονομικό – φορολογικό και θεσμικό πλαίσιο που προσφέρει μία χώρα στους επιχειρηματίες, δηλαδή το κατά πόσον ευνοεί τις επενδύσεις.
Άμεση απόρροια τον παραπάνω είναι ότι το κόστος εργασίας είναι συσχετισμένο με την παραγωγικότητα, και κατά συνέπεια την ανταγωνιστικότητα μιας οικονομίας, αλλά δεν αποτελεί τη μοναδική αλλά ούτε καν την ισχυρότερη ερμηνευτική μεταβλητή. Είναι χαρακτηριστικό ότι χώρες με υψηλό κόστος εργασίας παρουσιάζουν υψηλή παραγωγικότητα όπως η Νορβηγία, η Γερμανία, το Βέλγιο και οι ΗΠΑ ενώ χώρες με χαμηλό κόστος εργασίας παρουσιάζουν χαμηλή παραγωγικότητα, όπως η Πολωνία, η Εσθονία, η Λιθουανία και η Ουγγαρία.
(Επίπεδο παραγωγικότητας και Κόστος Εργασίας το 2010. Στοιχεία για τον τομέα μεταποίησης ανά ώρα εργασίας, Δείκτης για Γερμανία = 100)
Από τον πίνακα προκύπτει πως δεν προσδιορίζεται μία άμεση σχέση του κόστους εργασίας, δηλαδή του μισθολογικού κόστους συμπεριλαμβανομένου και του μη μισθολογικού κόστους, με την παραγωγικότητα, αν δεν εξετάζονται όλοι οι παράπλευροι παράγοντες που μπορούν να επηρεάσουν το επιχειρηματικό κλίμα μίας χώρας. Ακόμα μπορούμε να παρατηρήσουμε ότι χώρες με το ίδιο εργατικό κόστος, όπως η Ελλάδα και η Νότιος Κορέα (36 και 37 αντίστοιχα) έχουν τεράστια απόκλιση στην παραγωγικότητα (49 και 72 αντίστοιχα) και κατά συνέπεια στην ανταγωνιστικότητα. Αυτό είναι ακόμα μία απόδειξη ότι στο μισθολογικό κόστος αποδίδεται πολύ μεγαλύτερη σημασία από την πραγματική του αξία σαν στοιχείο υποβοήθησης της ανταγωνιστικότητας.
Επίσης δεν πρέπει να παραλείψουμε να αναφέρουμε και το γνωστό στην οικονομία ως "παράδοξο του Kaldor" σύμφωνα με το οποίο, χώρες οι οποίες μεταπολεμικά επέδειξαν τη μεγαλύτερη αύξηση του εργασιακού κόστους, πήραν επίσης και μεγαλύτερο μερίδιο της αγοράς. Αλλά και ακόμα μία ανάλυση μιας διαφορετικής περιόδου, 1978-1994, που έγινε από τον Fagerber επιβεβαίωσε το παράδοξο του Kaldor, ότι η αντίληψη ότι μικρό μισθολογικό κόστος οδηγεί σε αύξηση της ανταγωνιστικότητας δεν μπορεί να αποδειχθεί ιστορικά.
Αλλά ακόμα και η ίδια η μέτρηση του μοναδιαίου κόστους εργασίας (αντίστροφο της ανταγωνιστικότητας) στην Ελλάδα δεν μπορεί να εκτιμιθεί με ακρίβεια. Παρακάτω παραθέτουμε γράφημα με την χρονική εξέλιξη του μοναδιαίου κόστους εργασίας μετρημένο από τους πλέον αξιόπιστους οργανισμούς. Μπορούμε να παρατηρήσουμε την τεράστια απόκλιση ως προς τον υπολογισμό της ακριβής τιμής .
Ένα επιπρόσθετο στοιχείο είναι η έρευνα που έγινε από την ΓΣΕΒΕΕ τον Ιανουάριο του 2012 και αφορούσε μικρομεσαίες επιχειρήσεις, δηλαδή την ραχοκοκκαλιά της ελληνικής οικονομίας. Τα ευρήματα ήταν ενδεικτικά για το κατά πόσον οι ίδιοι επιχειρηματίες θεωρούν "φρένο" στην ανάπτυξη της επιχείρησης τους το μισθολογικό κόστος.
Και ο ΣΕΒ μέσω του προέδρου του κ. Δημήτρη Δασκαλόπουλου, πρότεινε να τηρηθεί η Εθνική Σύμβαση για φέτος μέχρι τη λήξη της τον Δεκέμβριο, χωρίς μειώσεις ως προς τον κατώτατο μισθό και τον 13ο και 14ο μισθό. Σε αυτό είχαν συμφωνήσει και η Εθνική Συνομοσπονδία Ελληνικού Εμπορίου, η Γενική Συνομοσπονδία Εμποροβιοτεχνών και ο Συνδέσμος Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων.
Και ενώ δεν υπάρχει ουδεμία επιστημονική απόδειξη ότι η μείωση του μισθολογικού κόστους οδηγεί σε βελτίωση της ανταγωνιστικότητας, και ενώ όλοι οι κοινωνικοί εταίροι τον Φεβρουάριο είχαν συμφωνήσει ότι δεν τίθεται θέμα βασικού μισθού, οι απαιτήσεις της Τρόικας συνεχίζουν να κινούνται προς αυτή την κατεύθυνση. Δεν έχει περάσει πολύς καιρός που ψηφίστηκε η μείωση του βασικού μισθού κατά 22% και οι επιταγές της τρόικας για τον Ιούνιο, στην επικαιροποίηση του μνημονίου 2, είναι νέα μείωση τουλάχιστον κατά 10 ποσοστιαίες μονάδες. Οι ελπίδες για πτώση των τιμών στις υπηρεσίες και τα αγαθά αποδείχτηκαν αβάσιμες. Οικονομικές ιδεολογικές αγκυλώσεις εν είδη θρησκευτικής πίστεως οδηγούν σε περικοπές μισθών, ενώ το αποτέλεσμα είναι η ύφεση, η πτώση της ζήτησης και η συρρίκνωση του ΑΕΠ, πράγμα που με την σειρά του οδηγεί σε μεγαλύτερο χρέος, ακριβώς το αντίθετο αποτέλεσμα από το ζητούμενο.
Σαφέστατα στην ελληνική οικονομία πρέπει να αλλάξουν πολλά . Όσο επιζήμιες είναι οι πολιτικές που υποστηρίζουν το αντίθετο και επιζητούν την στασιμότητα , τόσο επιζήμιες είναι και οι πολιτικές που οδηγούν στην οικονομική οπισθοδρόμηση στην 10ετία του 80. Διότι αυτό είναι το αποτέλεσμα της εδώ και 2 χρόνια ακολουθούμενης πολιτικής. Η πραγματική ανάπτυξη θα έρθει με επεμβάσεις καίριας σημασίας, όπως ο περιορισμός της γραφειοκρατίας, η ουσιαστική ενίσχυση της διαφάνειας, η έγκαιρη απονομή δικαιοσύνης, η ενθάρρυνση της επιχειρηματικότητας, ο εκσυγχρονισμός του θεσμικού πλαισίου, η οργάνωση και τόνωση της επιστημονικής έρευνας, η συνεχής και υψηλού επιπέδου κατάρτιση των εργαζομένων, η βελτίωση των υποδομών, η ολοκλήρωση της μηχανοργάνωσης και γενικά η ψηφιοποίηση στο δημόσιο τομέα, η δημιουργία ενός απλού, ξεκάθαρου και σταθερού φορολογικού συστήματος και γενικότερα την βελτίωση της λειτουργίας του κρατικού τομέα. Αυτές είναι οι προϋποθέσ6εις της ανταγωνιστικότητας και της δόμησης ενός πραγματικά σύγχρονου ευρωπαϊκού κράτους. Γιατί είναι πραγματικά εφικτή η μετεξέλιξη της Ελλάδος σε ένα κράτος με εύρυθμη λειτουργία της ελεύθερης αγοράς ταυτόχρονα με την συνύπαρξη των κοινωνικών δικαιωμάτων που την κατατάσσουν στον δυτικό και όχι στον αναπτυσσόμενο κόσμο.
* Ο Κοσμάς Ιατρίδης διδάσκει στο Aristotle University of Thessaloniki
ΠΗΓΗ: 21-03-2012, http://politicaldoubts.com/index.php/oikonomia-anaptixi/62-antagonistikotita.html