Το μπόλιασμα της τεχνοκρατίας από τη φιλοσοφία

Το μπόλιασμα της τεχνοκρατίας από τη φιλοσοφία*

 

Του Γιάννη Στρούμπα

 

Στην απόπειρα μείωσης του ελληνικού χρέους μέσα από την ανταλλαγή των παλιών ομολόγων με νέα, η εθελοντική συμμετοχή των ιδιωτών πιστωτών ανήλθε στο 85,8%, ποσοστό που αυξήθηκε στο 95,7% με την ενεργοποίηση των ρητρών συλλογικής δράσης (CACs) (9/3/2012, http://www.nooz.gr/economy/elikse-i-pro8esmia-gia-to-psi). Η ενεργοποίηση των ρητρών συλλογικής δράσης σημαίνει πως ορισμένοι κάτοχοι ομολόγων υποχρεώνονται, παρά τη θέλησή τους, να συμμετέχουν στην απομείωση του χρέους.

Η εξέλιξη αυτή θεωρήθηκε από την Ένωση Παραγώγων (International Swap and Derivatives Association) πιστωτικό γεγονός, εφόσον «περιορίζεται το δικαίωμα όλων των κατόχων των συγκεκριμένων ομολόγων να πληρωθούν» (9/3/2012, http://www.nooz.gr/economy/pistotiko-gegonos-gia-tin-ellada). Έτσι ενεργοποιούνται πλέον τα ασφάλιστρα κινδύνου έναντι της ελληνικής χρεοκοπίας (CDS), άρα όσοι είχαν επιχειρήσει να κερδοσκοπήσουν ποντάροντας στη χρεοκοπία της Ελλάδας δικαιώνονται.

Το κερδοσκοπικό παιχνίδι είναι ένα από τα ζητήματα που συζητούνται στον τόμο «Η βαθιά ελληνική κρίση», όπου ο Θανάσης Νιάρχος, σε ρόλο διαμεσολαβητή και συντονιστή, φέρνει σε επαφή έναν λογοτέχνη, τον Βασίλη Βασιλικό, κι έναν οικονομολόγο, τον Γιάννη Στουρνάρα, προκειμένου να συζητήσουν πάνω στο επίμαχο θέμα της οικονομικής κρίσης με τρόπο εύληπτο από το ανειδίκευτο οικονομικά αναγνωστικό κοινό. Τα οικονομικά ζητήματα που προσκομίζονται προς συζήτηση είναι ποικίλα, θα άξιζε όμως η ανατροπή της φυσικής τους ροής στον διάλογο των δύο αντρών, ώστε να προβληθεί εμφαντικά η παρουσίαση του κερδοσκοπικού παιχνιδιού, τόσο λόγω της ευόδωσής του τον Μάρτιο του 2012, όσο κι επειδή τίθεται από νωρίς στον διάλογο Βασιλικού – Στουρνάρα, ήδη προτού αυτό καρποφορήσει για τους κερδοσκόπους.

Η παρουσίαση των κερδοσκοπικών κινήσεων από τον Στουρνάρα είναι ένα από τα δυνατότερα σημεία του τόμου, αφού ο οικονομολόγος πετυχαίνει ευσύνοπτα και με επάρκεια να εξηγήσει τι διακυβεύεται. Πρόκειται για μία αρρωστημένη «επενδυτική» πραγματικότητα, καθώς αφορά ασφαλιστήρια συμβόλαια στην προοπτική κατάρρευσης της Ελλάδας, τα οποία όμως συνάπτονται από πρόσωπα που δεν κατέχουν ελληνικά ομόλογα! Τα συγκεκριμένα ασφαλιστήρια συμβόλαια είναι τα λεγόμενα «γυμνά CDS». Ο Στουρνάρας τα χαρακτηρίζει ως έναν από τους παραλογισμούς του καπιταλισμού, εφόσον λογικό θα ήταν να έχει κανείς το δικαίωμα της ασφάλισης για προϊόντα που κατέχει, κι όχι για προϊόντα που δεν κατέχει! Η ασφάλιση για ανύπαρκτους τίτλους ιδιοκτησίας, εν προκειμένω για τα ελληνικά ομόλογα, συνιστά στην ουσία τζόγο, όχι επένδυση. Εκλαϊκεύοντας, ο Στουρνάρας παραλληλίζει τον διεξαγόμενο τζόγο με την υποθετική δυνατότητα να συνάψει κανείς ασφαλιστήριο συμβόλαιο για το σπίτι ενός τρίτου, το οποίο δεν του ανήκει. Στην περίπτωση αυτή θα είχε, βεβαίως, κάθε λόγο να πυρπολήσει το ξένο σπίτι, για να καρπωθεί τα λεφτά της ασφάλισης. Αυτό ακριβώς συμβαίνει και με την περίπτωση των ελληνικών ομολόγων.

Ο Στουρνάρας θεωρεί κάθε επένδυση στην καταστροφή του άλλου ως το πιο μελανό κι ανήθικο στοιχείο του καπιταλισμού. Στη χρεοκοπία της Ελλάδας έχουν επενδυθεί 8 δισεκατομμύρια ευρώ παγκοσμίως, γι' αυτό και οι τζογαδόροι έχουν κάθε λόγο να παράγουν φήμες για την εξώθηση της Ελλάδας στη χρεοκοπία. Το ερώτημα για έναν υγιή νου είναι, φυσικά, γιατί επιτρέπεται αυτού του είδους η αρρωστημένη «επένδυση». Όπως εξηγεί ο Στουρνάρας, η απαγόρευση των γυμνών ασφαλιστήριων συμβολαίων ισχύει -ορθώς- μόνο στη Γερμανία και, δυστυχώς, όχι πανευρωπαϊκά, επειδή τα λόμπι που κερδίζουν από τα συμβόλαια αυτού του είδους είναι πια πανίσχυρα, χρηματοδοτούν κράτη και κόμματα και τα ελέγχουν, επιβάλλοντας τα συμφέροντά τους επί των πολιτικών συστημάτων, που αποδεικνύονται επίορκα, διαπλεκόμενα και διεφθαρμένα.

Με τις επενδύσεις σε ομόλογα συνδέεται και το πρόβλημα με την ανάδειξη των οίκων αξιολόγησης σε υπερεξουσίες. Το δικαίωμα της αξιολόγησης οι οίκοι το παίρνουν από την ίδια τη λειτουργία της καπιταλιστικής αγοράς, όπως εξηγεί ο Στουρνάρας. Όποιος επιθυμεί να επενδύσει σε ομόλογα χρειάζεται κάποια αξιολόγηση αυτών. Την αξιολόγηση την προσφέρουν οι σχετικοί οίκοι. Το παράδοξο όμως της υπόθεσης είναι πως οι οίκοι που προβαίνουν στις αξιολογήσεις δεν πληρώνονται από τους πελάτες τους αλλά από τη χώρα ή την εταιρεία που αξιολογούν! Αν η στάση τους αυτή συνδεθεί και με τα κερδοσκοπικά παιχνίδια σε σχέση, για παράδειγμα, με τη χρεοκοπία της Ελλάδας ή τη διάλυση του ευρώ, προκύπτει πως η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν έχει περιθώρια να παραμένει εξαρτημένη από τις αξιολογήσεις των οίκων κι αδρανής. Θα πρέπει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα να ιδρύσει και τους δικούς της οίκους αξιολόγησης.

Η κρίση της Ελλάδας, επομένως, οφείλεται σε κινήσεις που σημειώνονται στη διεθνή οικονομική σκηνή, δεν πρέπει όμως να προσπερνιούνται και οι ελληνικές ευθύνες, που απορρέουν από την προβληματική λειτουργία του ελληνικού κράτους με την κυριαρχούσα σ' αυτό κομματικοκρατία. Ο Στουρνάρας επισημαίνει στρεβλώσεις στην ελληνική δημόσια διοίκηση, όπως είναι η αλόγιστη επέκταση του κράτους με το ένα εκατομμύριο δημόσιους υπαλλήλους, η ανισορροπία στους μισθούς, η αναξιοκρατία, η έλλειψη μέτρησης αποτελεσμάτων, η σύσταση δημόσιων οργανισμών με μοναδικό τους στόχο την τοποθέτηση διευθυντών και κομματικών ψηφοφόρων. Πρόβλημα αποτελεί και η φοροδιαφυγή, καθώς το 30% του ελληνικού εθνικού προϊόντος δεν αναφέρεται πουθενά.

Η εξειδικευμένη γνώση του Στουρνάρα σε οικονομικά θέματα του επιτρέπει να προβαίνει σε εύστοχες ως επί το πλείστον επισημάνσεις· η πολιτική συμπόρευσή του ωστόσο με τις κυβερνήσεις του κ. Κώστα Σημίτη συχνά θολώνει τις κρίσεις του, οι οποίες εκτροχιάζονται κι αστοχούν. Όταν ερμηνεύει, για παράδειγμα, τη μεταφορά της οικονομικής κρίσης στην Ελλάδα, με την κατάρρευση της επενδυτικής τράπεζας Lehman Brothers στις Η.Π.Α., ως προϊόν της ελληνικής αδυναμίας λόγω της αλόγιστης επέκτασης του κράτους και της απώλειας κάθε ελέγχου στα δημοσιονομικά του κράτους κατά την περίοδο 2004-2009 (κυβερνήσεις Νέας Δημοκρατίας), προβαίνει σε μία υπεραπλούστευση που επιλέγει να αγνοεί πως οι διεθνείς δρομολογημένες εξελίξεις από τα καπιταλιστικά κέντρα θα οδηγούσαν ούτως ή άλλως σε επίθεση εναντίον της Ελλάδας, ασχέτως των δικών της επιμέρους κινήσεων. Όταν πάλι μιλά για τα λάθη του Ανδρέα Παπανδρέου, τα οποία θα έπρεπε να τα διορθώσει ο γιος του κ. Γιώργος Παπανδρέου από τη θέση του πρωθυπουργού που κατείχε μέχρι πρότινος, υιοθετεί απλώς ένα βολικό ερμηνευτικό σχήμα της μεταπολίτευσης, που αποδίδει στον Ανδρέα Παπανδρέου όλα τα δεινά του τόπου, υποπίπτοντας μάλιστα και σε αντιφάσεις, εφόσον δέχεται ότι μεταξύ πατέρα και γιου Παπανδρέου υπήρξαν οι εκσυγχρονιστικές μεταρρυθμίσεις του κ. Σημίτη αλλά και η συντριβή των δημοσιονομικών που προκλήθηκε επί κυβερνήσεων του κ. Κώστα Καραμανλή.

Η πιο χαρακτηριστική περίπτωση αστοχίας του Στουρνάρα λόγω των προσωπικών του πολιτικών επιλογών είναι η ερμηνεία του για το σκάνδαλο του ελληνικού χρηματιστηρίου την πρώτη δεκαετία του 2000, το οποίο λίγο-πολύ το αποδίδει στην απληστία των Ελλήνων, που αποπειράθηκαν να γίνουν πλούσιοι «μέσα σε δύο ώρες», και κατηγόρησαν στη συνέχεια την τότε κυβέρνηση για το σκάσιμο της χρηματιστηριακής φούσκας. Ο Στουρνάρας, έχοντας θητεύσει σε καίρια οικονομικά πόστα επί κυβερνήσεων του κ. Σημίτη, αδυνατεί να αποστασιοποιηθεί από τη γραμμή επιχειρηματολογίας της τότε κυβέρνησης, και την καθαγιάζει απαλλάσσοντάς την από κάθε ευθύνη. Όμως η κυβέρνηση του κ. Σημίτη φέρει αναμφίβολα βαρύτατες ευθύνες για το χρηματιστηριακό σκάνδαλο, γιατί καλλιέργησε την τάση των πολιτών να «επενδύσουν» στο χρηματιστήριο, εξωθώντας με δημόσιες δηλώσεις προς τη συγκεκριμένη κατεύθυνση όχι μόνο τους ιδιώτες αλλά ακόμη και τα ασφαλιστικά ταμεία, τα οποία θα 'πρεπε να «αξιοποιήσουν» τα κεφάλαιά τους τοποθετώντας τα στο χρηματιστήριο. Έτσι, παρά την επίγνωση της επερχόμενης χρηματιστηριακής κατάρρευσης, ο κ. Σημίτης επέλεξε για ψηφοθηρικούς λόγους να διατηρήσει μία επίπλαστη ευφορία τονώνοντας το χρηματιστήριο με κεφάλαια των ασφαλιστικών ταμείων, παγιδεύοντας τους ιδιώτες κι εγκληματώντας σε βάρος των ταμείων. Την πραγματικότητα τούτη ο κ. Στουρνάρας δεν δικαιούται να την προσπερνά χρεώνοντας απλοϊκά τις αρνητικές εξελίξεις στην «απληστία» του Έλληνα.

Είναι εμφανές πως στη συνομιλία Βασιλικού – Στουρνάρα πρωτοστατεί στην ερμηνεία των εξελίξεων ο Στουρνάρας, ως αρμοδιότερος επί οικονομικών ζητημάτων. Εκείνος όμως που διακρίνεται για την ευστοχία των παρατηρήσεών του και των κατευθύνσεων που δίνει στη συζήτηση, παρά την επιλογή του να μην κρατήσει στον παρόντα διάλογο ρόλο πρωταγωνιστικό, είναι ο Βασίλης Βασιλικός. Ο Βασιλικός επιβεβαιώνει με τις επισημάνσεις του την ικανότητά του να τοποθετεί τα γεγονότα σε περιβάλλοντα διεθνή και να τα συσχετίζει με ιστορικές εξελίξεις, οι οποίες φωτίζουν τις διαχρονικές επιδιώξεις των παραγόντων που εμπλέκονται σ' αυτές. Έτσι, στην ευρωπαϊκή αντιπροσωπεία («τρόικα») που εποπτεύει σήμερα την ελληνική κυβέρνηση, ο Βασιλικός βλέπει τις τρεις «εγγυήτριες» δυνάμεις που επόπτευαν το νεοσύστατο ελληνικό κράτος γύρω στα 1840. Τη σύγχρονη ελληνική κρίση, πάλι, την εντάσσει σε χορεία εξωτερικών επεμβάσεων που αντιμετώπισαν την Ελλάδα σαν πειραματόζωο, όπως συνέβη με τον ελληνικό εμφύλιο ή την αμερικανοκίνητη χούντα των συνταγματαρχών. Την ουσιώδη μεταφορά στην ερμηνεία της κρίσης από το εσωτερικό στο εξωτερικό ο Βασιλικός την ανακινεί, με τις εύστοχες ερωτήσεις του για τους οίκους αξιολόγησης, τον ρόλο τους στις οικονομικές εξελίξεις και την απόπειρα της καπιταλιστικής τάξης να κατεδαφίσει τα συστήματα κοινωνικών πολιτικών προς όφελός της. Ακόμη και η εναλλακτική λύση υπέρβασης της κρίσης μέσα από τη συνεργασία της Ελλάδας με άλλες ισχυρές κρατικές οντότητες και πέρα από την Ευρωπαϊκή Ένωση, όπως η Κίνα, από τον Βασιλικό προτείνεται.

Ο εμπνευστής του διαλογικού εγχειρήματος στον παρόντα τόμο Θανάσης Νιάρχος, έχοντας δώσει εξαρχής τη γραμμή της εκλαΐκευσης που θα συμβάλει στη διαφώτιση των αναγνωστών, γνωρίζει καλά, μετά την ένωση των πνευματικών δυνάμεων Βασιλικού – Στουρνάρα, πώς να τηρεί στάση διακριτική, ώστε να μην παρεμποδίζει τη ροή της συνομιλίας. Άλλωστε η τοποθέτηση ενός λογοτέχνη με φιλοσοφικό υπόβαθρο πλάι στον τεχνοκράτη οικονομολόγο, έρχεται να επιβεβαιώσει την πεποίθηση καί των δύο συνομιλητών πως στα δημόσια πράγματα είναι απαραίτητη η παρουσία ανθρώπων με φιλοσοφικό υπόβαθρο που θα μπολιάσουν την απόλυτη τεχνοκρατία. Κι η φιλοσοφική τούτη προσέγγιση βρίσκεται εξάλλου στο τελικό αισιόδοξο μήνυμα που εκπέμπει ο Βασιλικός, όταν επισημαίνει πως απέναντι στην καταστροφολογία οι Έλληνες επέδειξαν μία τρομερή ψυχραιμία.

 

Βασίλης Βασιλικός – Γιάννης Στουρνάρας, «Η βαθιά ελληνική κρίση. Με τη ματιά ενός λογοτέχνη και ενός οικονομολόγου», επιμ. Θανάσης Θ. Νιάρχος, εκδ. Οδός Πανός, Αθήνα 2011, σελ. 112.

 

«[…] ΒΑΣΙΛΗΣ ΒΑΣΙΛΙΚΟΣ: Μιλήσατε για την καπιταλιστική κοινωνία και έχω ένα άλλο ερώτημα να κάνω, σε σχέση με μια κριτική που δημοσιεύτηκε στο ιταλικό Il Fatto Quotidiano και τη μεταφράσανε στην Εποχή. Τίτλος "The enigma of capital and the crises of capitalism" του David Harvey. Θα σας πω ποιο σημείο…

ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΤΟΥΡΝΑΡΑΣ: Ιστορικός είναι ο David Harvey;

ΒΑΣΙΛΗΣ ΒΑΣΙΛΙΚΟΣ: Κοινωνιολόγος. Γράφει το άρθρο: "Όποιος χρησιμοποιεί το youtube, είναι πιθανόν να γνωρίζει τον γεωγράφο και κοινωνιολόγο David Harvey, χάρη στα κινούμενα σχέδιά του για την κρίση του καπιταλισμού που είχαν μεγάλη επιτυχία. Πάνω από 12.000.000 επισκέψεις. Πριν από λίγο καιρό τα σχέδια μεταφράστηκαν και στα ιταλικά". Αυτός είναι. Και λέει εδώ ένα πράγμα με το οποίο εγώ συμφωνώ απολύτως. Μιλάει πάντα για την καπιταλιστική οικονομία και αναφέρει έναν δισεκατομμυριούχο των Ηνωμένων Πολιτειών, τον Warren Buffett, με τον εξής τρόπο: Έχει πει ο τελευταίος ότι "υπάρχει ταξική πάλη, είναι αλήθεια, αλλά η τάξη μου, η πλούσια τάξη, είναι αυτή που διεξάγει τον πόλεμο και πάντα νικάει". Ξεκινώντας από αυτό παρατηρεί ο Harvey ότι "σε μεγάλο μέρος των εξελιγμένων καπιταλιστικών οικονομιών, με τη δικαιολογία της κρίσης υπερβολικού χρέους, η καπιταλιστική τάξη άρχισε να κατεδαφίζει ό,τι απομένει απ' τα συστήματα κοινωνικών παροχών μέσα από μια πολιτική λιτότητας. Κατ' αυτό τον τρόπο, επανεντάσσονται στη λογική του κέρδους υπηρεσίες και παροχές που αποσπάστηκαν απ' αυτήν πριν από δεκαετίες". Και συνεχίζει ο Harvey, "κάποιες σημαντικές περιοχές δημόσιας παρέμβασης, αρχής γενομένης από την κοινωνική πρόνοια και τα δημόσια συνταξιοδοτικά συστήματα, πρέπει να ιδιωτικοποιηθούν και πάλι. Και αυτή η κρίση προσφέρει αυτή την ευκαιρία. Η σημερινή έμφαση στα προγράμματα λιτότητας δεν είναι επομένως παρά ένα από τα πολλά βήματα προς την εξατομίκευση του κόστους της κοινωνικής αναπαραγωγής". […]»

 

* α΄ δημοσίευση: εφημ. «Αντιφωνητής», αρ. Φύλλου 339, 16/3/2012.

Ο «Α», επιχειρώντας να φωτίσει το ζήτημα της οικονομικής κρίσης, προβαίνει σε μια σειρά βιβλιοπαρουσιάσεων, που έχουν ως στόχο τους την πολύπλευρη προσέγγιση του θέματος από ποικίλες οπτικές. Τα τελικά συμπεράσματα ας διαμορφωθούν στο τέλος αυτής της πορείας από τους αναγνώστες.

 

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.