Η Αξιολόγηση των εκπαιδευτικών: Η συγκυρία, το πλαίσιο και οι μεταμφιέσεις – Μέρος ΙΙ
Του Χρήστου Κάτσικα
Συνέχεια από το μέρος Ι
Μύθος και πραγματικότητα για την αξιολόγηση των «καλών» και «κακών» σχολείων
Πολύχρονες και πολυάριθμες έρευνες στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, αλλά και οι επίσημες κρατικές στατιστικές έχουν τεκμηριώσει με αδιάσειστα στοιχεία ότι στο «πατρόν» της σχολικής επιτυχίας/αποτυχίας παρεμβαίνουν μια σειρά εξωσχολικοί και εσωσχολικοί παραγόντες που δραστηριοποιούνται στο έδαφος των κοινωνικών ανισοτήτων.
Η γνωστική αυτή κατάκτηση, που στοιχειοθετείται στο «δάσος» των πορισμάτων εκατοντάδων ερευνών, αίφνης, τα τελευταία χρόνια «ξεχνιέται» όλο και πιο συχνά.
«Πώς γίνεται» ρωτούν με επιτηδευμένη αφέλεια κάποιοι «Λύκεια που εδρεύουν στις ίδιες περιοχές, όπου δεν υπάρχει ούτε διαφορά στην κοινωνική προέλευση ούτε στη δυνατότητα φοίτησης σε φροντιστήρια, να παρουσιάζουν τόσο τρομακτικές ανισότητες στην επίδοση των μαθητών τους;». Και συνεχίζουν: «Εφόσον», λένε, «υπάρχουν οι ίδιες δημόσιες χρηματοδοτήσεις, το ίδιο πρόγραμμα και οι ίδιες πάνω κάτω μέθοδοι, οι διαφορές οφείλονται στην έλλειψη αξιολόγησης των εκπαιδευτικών γεγονός που σηματοδοτεί την ανάγκη για άμεση και αντικειμενική αξιολόγηση όλων των σχολείων στην Ελλάδα».
Η πραγματικότητα που κρύβεται με επιμέλεια
– Αγνοούν το Υπουργείο Παιδείας και οι «ειδικοί μας» ότι σε κάθε γεωγραφική περιοχή υπάρχει κοινωνική, οικονομική, μορφωτική, δηλαδή ταξική διαφοροποίηση;
– Αγνοούν ότι υπάρχουν σχολεία σε κάθε πόλη, ακόμη και στη μικροκλίμακα μιας περιοχής, που παραδοσιακά «στρατολογούν» και «στρατολογούνται» από παιδιά ευπόρων και μορφωμένων οικογενειών;
Η παρουσίαση των επιδόσεων στους Δήμους Περιστερίου, Αιγάλεω, Άνω Λιοσίων, Αγ. Βαρβάρας, Νίκαιας, Περάματος, Κερατσινίου, Δραπετσώνας, κ.ά. από τη μια και Κηφισιάς, Ψυχικού, Εκάλης, Αμαρουσίου, Αγ. Παρασκευής, Βριλησσίων, Παπάγου, Γλυφάδας, Βούλας κ.ά. από την άλλη οριοθετεί μια ανισοκατανομή που επιβεβαιώνει τη «γραμμή» των πορισμάτων της εκπαιδευτικής έρευνας, τα οποία συνοψίζονται στο ότι «η κοινωνική ανισότητα διευθύνει τη σχολική».
Εκπαιδευτικοί: οι «αποδιοπομπαίοι τράγοι» της σχολικής αποτυχίας!
Είναι προφανές ότι η πολιτική ηγεσία και οι τεχνοκράτες του ΥΠΕΠΘ γνωρίζουν πολύ καλά τις κοινωνικές παραμέτρους της σχολικής επίδοσης. Η στόχευση είναι αλλού και «φωτογραφίζει» κατευθείαν τον εκπαιδευτικό.
Το ΥΠΕΠΘ θεωρεί κατάλληλο το χρόνο να προβάλει συστηματικά μια, έτσι κι αλλιώς, διαδεδομένη αντίληψη σύμφωνα με την οποία για ό,τι «καλό» ή «κακό» γίνεται στα σχολεία την ευθύνη την έχει ο εκπαιδευτικός. «Το παν εξαρτάται από το δάσκαλο» θα αναφωνήσει σε λίγο με βικτοριανή υποκρισία
Μια τέτοια αντίληψη, όπως γίνεται φανερό, εναποθέτει μεγάλο φορτίο ευθύνης στους ώμους του δασκάλου και συνήθως, όταν τίθεται θέμα σχολικής αποτυχίας ή εκπαιδευτικής κρίσης, ο δάσκαλος είναι ο «αποδιοπομπαίος τράγος». Με αυτό τον τρόπο γίνεται ευκολότερη υπόθεση η επιβολή αυταρχικών μέτρων αξιολόγησης, εντατικοποίησης και διοικητικού ελέγχου.
Είναι αλήθεια ότι ο εκπαιδευτικός αναδεικνύεται συχνά σε κεντρικό θέμα της «ημερήσιας διάταξης» για την εκπαίδευση. Το ερώτημα όμως που συνήθως δεν τίθεται είναι:
Πού συναντιέται η ευθύνη των εκπαιδευτικών με την ευθύνη του κράτους και πώς οριοθετείται το έργο των εκπαιδευτικών κάτω από συγκεκριμένες επιλογές που γίνονται κατά την άσκηση της επίσημης εκπαιδευτικής πολιτικής;
Η αξιολόγηση του εκπαιδευτικού μπορεί να έχει θετικές ή αρνητικές συνέπειες, που μερικές φορές μάλιστα ξεπερνούν την παιδική και εφηβική ηλικία του μαθητικού πληθυσμού και προεκτείνονται σε ολόκληρη τη ζωή του.
Όμως, τα «συμβαλλόμενα υποκείμενα» της σχολικής επίδοσης δεν εξαντλούνται σε καμιά περίπτωση στη «θέληση» του μαθητή ή στο «ταλέντο» και την «αποδοτικότητα» του δασκάλου. Το «μαύρο κουτί» της αίθουσας διδασκαλίας περιλαμβάνει, όπως υπαινιχθήκαμε παραπάνω, αρκετούς «καταλύτες».
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 1
ΜΕΡΙΚΟΙ ΛΟΞΟΚΟΙΤΑΖΟΥΝ ΤΙΣ ΑΝΤΙΔΡΑΣΤΙΚΕΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΕΣ ΑΛΛΑΓΕΣ ΠΟΥ ΠΡΟΩΘΕΙ Ο ΟΜΠΑΜΑ ΣΤΙΣ ΗΠΑ
Πριν δυο περίπου χρόνια (16/3/2010) δημοσιεύθηκε στη The Guardian ένα άρθρο του Νίαλ Στάνειτζ που παρουσιάζει -επιδοκιμάζοντας- τις αλλαγές που επιχειρεί ο Μπάρακ Ομπάμα στην εκπαίδευση των ΗΠΑ. Το άρθρο του Νίαλ Στάνειτζ (με τίτλο Obama knows teachers must try harder: O Ομπάμα έχει συνειδητοποιήσει πως οι δάσκαλοι πρέπει να δουλέψουν περισσότερο) – παρόλο που γράφεται με μια άκρως νεοφιλελεύθερη ματιά- έχει ιδιαίτερη σημασία καθώς παρουσιάζει τις αλλαγές που γίνονται στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού ο άνεμος των οποίων έρχεται και στην Ευρώπη.
Το 41 σελίδων κείμενο καλείται να αντικαταστήσει το νόμο «κανένα παιδί να μη μείνει πίσω» (NCLB), που τον ψήφισε το 2002 ο πρόεδρος Μπους (Bush) και άφησε πίσω του αγράμματα παιδιά, κλειστά σχολεία, απολυμένους εκπαιδευτικούς και παιδεία σε συσκευασία κουπονιών και «μετρήσιμων στόχων». Τώρα ο Ομπάμα θέλει να προχωρήσει περισσότερο. Μερικές από τις αλλαγές που προτείνει ο Ομπάμα : Αντί π.χ. της διαδικασίας δημόσιας αξιολόγησης των σχολείων, με βάση αποκλειστικά τον έλεγχο στις επιδόσεις των μαθητών του στη γλώσσα και τα μαθηματικά, προτείνεται οι εκπαιδευτικοί να αξιολογούνται και με άλλα κριτήρια, όπως π.χ. η άνοδος της συχνότητας της παρουσίας των μαθητών στα μαθήματα ή η αύξηση των ποσοστών επιτυχούς τους αποφοίτησης. Πως θα αντιμετωπίζονται τα σχολεία που δεν έχουν καλά αποτελέσματα; Ο Ομπάμα το λεει καθαρά: με πλήρες κλείσιμό τους ή η απόλυση τουλάχιστο του 50% του διδακτικού προσωπικού Παράλληλα ο Ομπάμα επιχειρεί να επεκτείνει τα λεγόμενα «καταστατικά σχολεία» (σχολεία που χρηματοδοτούνται από το κράτος, αλλά λειτουργούν με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια, επιλέγοντας εντελώς ελεύθερα το προσωπικό τους).
Στη σημαντικότερη, από την ημέρα της εκλογής του στην προεδρία, ομιλία του για την εκπαίδευση, στο «επιμελητήριο ισπανόφωνων εμπόρων», εδώ κι ένα χρόνο ο Ομπάμα έδειξε τις πεποιθήσεις και τις προθέσεις του : «από τη στιγμή που οι μαθητές περνούν την πύλη ενός σχολείου, καθοριστικός παράγοντας της επιτυχίας ή της αποτυχίας τους δεν είναι το χρώμα του δέρματός τους ή το εισόδημα των γονιών τους, αλλά ο δάσκαλος που στέκεται εμπρός τους στην τάξη», δήλωσε. «Οι καλοί εκπαιδευτικοί που οι επιδόσεις των μαθητών τους βελτιώνονται περισσότερο, θα αμείβονται καλύτερα… Και είμαι σαφής πως δεν υπάρχει καμία δικαιολογία να συνεχίσουν να διδάσκουν άνθρωποι που τους έχει δοθεί μία ευκαιρία, δύο ευκαιρίες, τρεις ευκαιρίες για να βελτιωθούν -και δεν το κάνουν»..
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 2
ΠΕΝΤΕ ΣΗΜΕΙΑ ΓΙΑ ΕΝΑ ΕΡΩΤΗΜΑ: ΠΟΙΟΣ, ΠΟΙΟΝ ΚΑΙ ΓΙΑΤΙ
Σήμερα οφείλουμε να επαναφέρουμε τη συζήτηση για τα ζητήματα της αξιολόγησης του εκπαιδευτικού, ερχόμενοι σε ρήξη με την εικονική αναπαράσταση της πραγματικότητας, με τις «αρχάριες» αυταπάτες για την εκπαίδευση και τους βολικούς της μύθους.
Θεωρούμε ότι για να «μιλήσει» κανείς για την αξιολόγηση του εκπαιδευτικού πρέπει να απαντήσει σε ένα βασικό ερώτημα που συνοψίζεται σε λίγες λέξεις: ποιος αξιολογεί, ποιον αξιολογεί, γιατί τον αξιολογεί;
Ας δούμε, λοιπόν, επί της ουσίας την απάντηση στο παραπάνω ερώτημα.
1. Φυσικές και κοινωνικές αναγκαιότητες
Οι περισσότερες θεωρητικές προσεγγίσεις αναφέρονται στην «αξιολόγηση» ως έννοια «καθαυτήν», πέρα και πάνω από ιστορικούς και κοινωνικούς προσδιορισμούς. «Οι πάντες αξιολογούν τους πάντες και τα πάντα» είναι η φράση που συμπυκνώνει ποικίλες ιδεαλιστικές προσεγγίσεις, που προβάλλουν την υπερ-κοινωνικότητα και την αιωνιότητα των αξιών. Επιχειρώντας ένα πρώτο βασικό εννοιολογικό ξεκαθάρισμα επισημαίνουμε ότι, όταν αναφερόμαστε στην αξιολόγηση, «ανακαλύπτουμε» στο «σκληρό της δίσκο» το σύνολο των κοινωνικών πράξεων (με την ευρεία έννοια) και των νοητικών λειτουργιών που είναι απότοκός τους (πράξη – θεωρία – πράξη).
Μπορούμε, δηλαδή, απονευρώνοντας κάθε επιχείρηση φυσιοποίησης του κοινωνικού να συλλάβουμε την αξιολόγηση (ατομική – ομαδική – συλλογική) σε δύο πεδία:
α) στο πεδίο της φυσικής αναγκαιότητας που «πιστώνεται» στις πρωταρχικές αναγκαιότητες (φαγητό, στέγη κ.λπ.)
β) στο πεδίο της κοινωνίας, του κοινωνικού ανθρώπου ως «πολιτικού όντος».
Είναι φανερό ότι στο δεύτερο πεδίο η αξιολόγηση περιλαμβάνει στις προδιαγραφές της την κυρίαρχη δομή, τον καταμερισμό εργασίας και τις παραγωγικές σχέσεις, την ταξική διαίρεση και την ιδεολογία.
2. Η αξιολόγηση δεν είναι ουδέτερη διαδικασία (ποιος αξιολογεί;)
Σε μια κοινωνία διαιρεμένη σε τάξεις δεν μπορούμε να αντιληφθούμε τις έννοιες παρά μόνο μέσα από τις διαφορετικές οπτικές των βασικών αντίπαλων κοινωνικών τάξεων, των αναγκών και των συμφερόντων τους.
Έτσι οι «έννοιες» δίκαιο, ειρήνη, πόλεμος, παιδεία, οικονομία, διαφορετικά πράγματα σημαίνουν για τον εργαζόμενο και διαφορετικά για τον εργοδότη.
Με αυτό τον τρόπο οφείλουμε να «συλλάβουμε» τη φενάκη της θεωρίας της οικουμενικότητας, που από μια «σύγχρονη» σκοπιά επιχειρεί να δώσει διαταξική, υπεριστορική και υπερχρονική διάσταση στα σημερινά προβλήματα.
Υποστηρίζοντας την αρχή του διχασμού των εννοιών «απογαλακτιζόμαστε» από τις «συγκλησιακές» ή θεολογικές απόψεις των «θαυματουργών» της κυρίαρχης ιδεολογίας, ακυρώνουμε την «καθολικότητα» της αστικής σκέψης, υπερβαίνουμε την τριάδα «θέση – αντίθεση – σύνθεση» και «ξαναβαφτίζουμε» την ανάλυσή μας στην «πίστα» της διαλεκτικής που υποστηρίζει την ενότητα των αντιθέτων. Με αυτή την έννοια οριοθετούμε την ύπαρξη δύο τουλάχιστον αξιολογικών κρίσεων, την αξιολόγηση, που με πυλώνες τον έλεγχο, τη χειραγώγηση και την κατηγοριοποίηση-ιεράρχηση συντηρεί και αναπαράγει το αστικό σύστημα, και από την άλλη την αξιολόγηση που στοχεύει στην κοινωνική ανατροπή. Η δεύτερη σχετίζει την κριτική και τα μεθοδολογικά της όπλα (διαλεκτική, ανάλυση, σύνθεση) με ό,τι αποσαθρώνει, ουδετεροποιεί, αποδιοργανώνει το κεφαλαιοκρατικό σύστημα.
3. Η αξιολόγηση δεν είναι αυτόνομη λειτουργία (γιατί αξιολογεί;)
Λέγοντας «αυτόνομη» εννοούμε ότι, ενώ έχει αρχή (που είναι η μέτρηση της ανθρώπινης πνευματικής εργασίας και των αποτελεσμάτων της), ουκ έσται τέλος! Το τέλος της -υποτίθεται- παιδαγωγικής της διάστασης χάνεται στους οικονομικούς και εργασιακούς λαβυρίνθους· κοντολογίς, ανταποκρίνεται πλήρως στο καταστατικό των απαιτήσεων της αγοράς εργασίας που αποτελούν τη σύγχρονη ιδεολογική «γκαρνταρόμπα» του «σχολείου που άλλαξε αιώνα».
Σήμερα, που η αλλαγή των εργασιακών σχέσεων είναι υπ΄ αριθμόν ένα στόχος, η αξιολόγηση δένεται μ΄ αυτόν και άρα όταν αναφερόμαστε στην αξιολόγηση, πρέπει να έχουμε κατά νου ότι το κύριο είναι τα παρεπόμενά της, και όχι καθαυτήν η λεγόμενη παιδαγωγική της σημασία (η οικονομία είναι το κύριο!).
4. Γιατί μόνο το ζωντανό στοιχείο; (Ποιον;)
Δεν ισχυριζόμαστε ότι οι εκπαιδευτικοί είναι «άγγελοι». Ο εκπαιδευτικός δεν είναι ούτε «μοναδικός ένοχος» ούτε «ολοκληρωτικά αθώος» για όσα συμβαίνουν στη διάρκεια της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Κανείς, όμως, σοβαρός μελετητής των εκπαιδευτικών μας πραγμάτων δε θεωρεί αποκλειστικές παραμέτρους στην εκπαίδευση τα ζωντανά της στοιχεία (μαθητές – εκπαιδευτικοί). Μια σειρά άλλοι όροι, όπως το αναλυτικό πρόγραμμα, η υποδομή, τα βιβλία, ο κοινωνικός περίγυρος, η τιμή του απολυτηρίου, ο μισθός εργασίας, οι παιδαγωγικές μέθοδοι είναι εξίσου σημαντικοί. Μια «σοβαρή» αξιολογητική προσπάθεια θα συμπεριλάμβανε, λοιπόν, τη μέτρηση-κατάταξη του συνόλου των όρων για το «επιθυμητό αποτέλεσμα». Εντούτοις βλέπουμε ότι το επιλεκτικό κριτήριο υπερισχύει. Μόνο η ανθρώπινη προσπάθεια αξιολογείται, και όχι τυχαία.
5. Θύτες και θύματα ή ο διχασμός του εκπαιδευτικού (ούτε ολοκληρωτικά αθώοι ούτε μοναδικοί ένοχοι!)
Αν θέλουμε να είμαστε τόσο επιστημονικά ακριβείς όσο και δίκαιοι, οφείλουμε να «αναγνώσουμε» τη σχολική πραγματικότητα από όλες τις πλευρές. Ο εκπαιδευτικός καλείται όχι μόνο να μεταδώσει γνώσεις (θεωρίες περί του λειτουργήματος), αλλά και να απορρίψει, να κατηγοριοποιήσει, να κατατάξει το μαθητικό δυναμικό. Χωρίς να είναι αποκλειστικός ένοχος για τους ταξικούς φραγμούς (κοινωνικοί όροι, οικογενειακή κατάσταση κ.λπ.), εντούτοις αποτελεί το ενδιάμεσο αναγκαίο μεσολαβητικό στάδιο για την κοινωνική αναπαραγωγή των ανισοτήτων στο χώρο του σχολείου.
Ο κατανεμητικός και ιδεολογικός μηχανισμός της εκπαίδευσης χρησιμοποιεί τον εκπαιδευτικό στο σημείο-κλειδί της λειτουργίας του στην αξιολόγηση. Ο μικροαστικός οικονομισμός αρνείται να δει το διπλό ρόλο του εκπαιδευτικού, ενώ ο μικροαστικός ρομαντισμός και οι οπαδοί της «κοινωνίας χωρίς σχολεία» περιορίζονται μόνο στην κριτική της μιας δράσης του. Η αλήθεια βρίσκεται στη διπλότητα του ρόλου των δασκάλων.
Ούτε «μοναδικοί ένοχοι» ούτε «ολοκληρωτικά αθώοι». Η συζήτηση-απάντηση για την αξιολόγηση είναι δίκαιη και ολοκληρωμένη, όταν συμπεριλάβει και την αθέατη πλευρά της εκπαιδευτικής λειτουργίας απέναντι στους μαθητές.
ΠΗΓΗ: 18-03-2012, http://www.alfavita.gr/artrog.php?id=59971