Για την αξιολογική ουδετερότητα[1]
Κείμενο του Γιώργου Φαράκλα σε δημιουργική (επεμβατική) αντιγραφή του Σωτήρη Ντελή
«Οι πολιτικοί που θεωρούν τους πολίτες «όπως
είναι ακριβώς», τους έκαναν οι ίδιοι έτσι»
Ι. Καντ
Συχνά έχουμε ακούσει διάφορους κοινωνικούς επιστήμονες να διατείνονται πως εξετάζουν τους ανθρώπους «ως έχουν», «ως είχαν», και «ως θα έχουν»… Ότι δεν θέλουν να παρεμβαίνουν ή να παρεμβάλλουν, στην εξέτασή τους, την άποψή τους για το πώς θα όφειλαν να δρουν οι άνθρωποι.
Όμως, μοιραία, ψεύδονται σ’ ένα σημείο.
[1] Βλ. σχετ., το σημείωμα του Γ. Φαράκλα στο: Ψυχοπαίδης, Κ. (2001). Κριτική φιλοσοφία και λογική των θεσμών. (Ό. Σταθάτου, μετάφρ.). Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της «Εστίας». σσ. 9-14.
Όταν κάποιος λέει ότι ατενίζει την κοινωνία, χωρίς να παρεμβαίνει, το πιθανότερο είναι πως έχει δώσει έμφαση σε όψεις της κοινωνικής δράσης που θεωρεί αντικειμενικότερες. Και αντικειμενικότερες όψεις της κοινωνικής δράσης, κατά κανόνα, θεωρεί όσες είναι αναλύσιμες με όρους αιτίας-αποτελέσματος, αιτιακών νόμων.
Έτσι, θεωρεί σταθερούς αιτιακούς συνδέσμους, ή ακόμη περισσότερο την ενδεχόμενη ποσοτική έκφραση τέτοιων νόμων, που θα μπορούσαν να αναφέρονται στις κοινωνικές δράσεις αυτές.
Άρα έχει παρέμβει ήδη, γιατί:
1) Έχει συγκροτήσει την κοινωνία σε γνωστικό αντικείμενο
2) Η συγκρότηση αυτή έχει πραγματωθεί μ’ έναν ορισμένο τρόπο.
Ο Weber είναι ένας απ’ αυτούς που εγείρουν την αξίωση αξιολογικής ουδετερότητας, στις έρευνές του για την κοινωνία. Αναλύει την κοινωνία με όρους αιτίας και αποτελέσματος, αλλά αρνείται ότι μπορούν να βρεθούν σχετικοί νόμοι.
Οι θετικιστές φιλοδοξούν να υπερβούν και αυτό το όριο.
Όλοι, πάντως, έχουν αποφασίσει ότι οι όψεις της κοινωνίας, που είναι αιτιακά και νομοτελειακά αναλύσιμες, είναι σε θέση να εξηγήσουν και τις υπόλοιπες όψεις της, που δεν είναι αναλύσιμες κατ’ αυτό τον τρόπο. Ότι οι πρώτες είναι οι «ουσιώδεις» όψεις της κοινωνίας, ακόμα και για τις μη αναλύσιμες όψεις της.
Έχουν λοιπόν, κατ’ ουσίαν, πάρει μια απόφαση λίγο έως πολύ σαν τις αποφάσεις που καταγράφονται στην πορεία της νεώτερης φυσικής επιστήμης, η οποία δέχεται ότι οι αιτιακές και νομοτελειακές όψεις της φύσης μπορούν να εξηγήσουν και άλλες όψεις της που δεν φαίνεται πώς θα μπορούσαν να είναι νομοτελειακές.
Ο κοινωνικός μας επιστήμονας, δηλαδή, έχει προαποφασίσει. Έχει αποφασίσει πως ό,τι φαίνεται αιτιακά ή νομοτελειακά απροσδιόριστο υπακούει, τελικά, σε μια κρυφή αιτιότητα, σε μια νομοτέλεια, ή ακόμη περισσότερο σε μια ποσοτικά εκφράσιμη νομοτέλεια.
Όμως εδώ μπορούν να τεθούν κάποια ζητήματα:
1ον) Είναι δεδομένο ότι η απόφαση που ορίζει το νομοτελειακό ως «ουσία», και του φαινομενικά μη νομοτελειακού, μπορεί να είναι μια γόνιμη πρακτική στις κοινωνικές επιστήμες (αν όχι και στις φυσικές);
2ον) Γιατί ο νόμος και η ποσοτική ανάλυση να είναι πρότυπο επιστημονικής εξήγησης;
3ον) Μήπως υπάρχουν «ελεύθερες» αντιδράσεις σε μια κοινωνική κατάσταση; Γιατί, αν υπάρχουν, αυτές δεν μπορούν να ορίζονται ως αιτιώδη αποτελέσματα μιας πρότερης κατάστασης.
Πολλές φορές, κομμάτι της Ιστορίας αποτελεί και η σπουδή μας πάνω σε αλλαγές, στον τρόπο λειτουργίας των κοινωνιών, που φαίνεται να απαιτούν να υπάρχουν αντιδράσεις αιτιακά απρόβλεπτες, με βάση την πρότερη κατάσταση.
Αν ισχύουν τα παραπάνω, οι κοινωνίες δεν ακολουθούν πάντα τις ίδιες νομοτέλειες, ούτε και τις ίδιες συνδέσεις αιτίας και αποτελέσματος.
Θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι, ακόμη και αν δεχθούμε την ύπαρξη τέτοιων αλλαγών, δεν έχει νόημα να μας απασχολούν γιατί δεν επαναλαμβάνονται με μια κανονικότητα.
Το πρόβλημα όμως δεν παύει να υπάρχει, έστω και έτσι, γιατί αν δεχθούμε ένα τέτοιο ενδεχόμενο, δεν θα μπορέσουμε να βρούμε «δευτεροβάθμιους» νόμους που θα μας ήταν απαραίτητοι προκειμένου να πούμε ότι στην, υπό μελέτη, κατάσταση έχουμε (ή θα έχουμε) μια μετάβαση από μια «ελεύθερη» κατάσταση σε μια κατά έναν συγκεκριμένο τρόπο αιτιοκρατούμενη.
Θα μπορούσε όμως κανείς να ανακαλύψει ότι η μη επαναληψιμότητα των «ελεύθερων» (αιτιακά ασύνδετων) καταστάσεων συνδέεται, με έναν βαθμό αιτιώδους συσχετίσεως, με την εμφάνιση νέων δομών που δημιουργούν ένα προηγούμενο, όπως λέμε.
Και πάλι, όμως, μια αιτιακή ανάλυση της μετάβασης θα έχει πάντα κάποιο υπόλοιπο, επομένως δεν θα συνιστά επαρκή εξήγηση της μετάβασης αυτής.
Έτσι, λέμε ότι η ιστορικότητα της κοινωνίας δεν ευνοεί την εφαρμογή του φυσικο-επιστημονικού προτύπου σ’ αυτήν.
Από τα παραπάνω προκύπτει ότι η πρόθεση να εξετάσουμε μια κοινωνία με αξιολογικά ουδέτερο τρόπο προϋποθέτει μια απόφαση. Ακόμη κι αν, όπως ο Βέμπερ, ψάχνουμε για αιτιακές συνδέσεις κι όχι για νομοτέλειες. Δηλαδή, ακόμη και αν δεν δεχόμαστε ολόκληρο το θετικιστικό σχέδιο.
Το ζήτημα είναι: Αυτή η απόφαση είναι αξιολογικά ουδέτερη;
Για τον Βέμπερ, κάθε θεωρία οφείλει να θέλει να είναι αξιολογικά ουδέτερη για να είναι αντικειμενική, για να μην είναι προκατειλημμένη. Ταυτόχρονα επισημαίνει πως δεν μπορεί η θεωρία να συγκροτηθεί αν δεν προϋποθέτει κάποιες αξίες που θα της επιτρέπουν να αξιολογεί το υλικό της. Έχει πάντα «αξιακή συγκρότηση», γιατί δεν μπορεί να συγκροτηθεί αν δεν δώσει έμφαση προκαταβολικά σε ορισμένες όψεις του δεδομένου.
Η έμφαση, όμως, στις αιτιακές συνδέσεις είναι μια τέτοια περίπτωση, αξιακής συγκρότησης. Η έμφαση αυτή φαίνεται να ευνοεί την αξιολογική ουδετερότητα, ειδικά, λόγω του ότι αναγνωρίζουμε στην έννοια της αιτιότητας, εκ πρώτης όψεως, να μην έχει υποκειμενικό χαρακτήρα.
Κάτι τέτοιο δεν φαίνεται να έχει ορατές επιπτώσεις στις φυσικές επιστήμες, που τα αντικείμενά της δεν είναι ιστορικά με την έννοια που είπαμε.
Η ίδια συνθήκη, όμως, έχει σαφείς συνέπειες στην κοινωνική θεωρία.
Η απόφαση υπέρ της αξιολογικής ουδετερότητας, αν ευνοείται ως απόφαση υπέρ της αιτιακής όψης των πραγμάτων, είναι μάλλον συντηρητική, ίσως και καταπιεστική.
Εξηγούμαι:
Όταν ο μελετητής αποφασίζει πως η «ουσία» των κοινωνικών πραγμάτων έγκειται σ’ εκείνες τις όψεις τους που είναι σταθερότερες, ακόμα και αν δεν είναι εκφράσιμες με νομοτελειακό (δηλαδή, απόλυτα σταθερό) τρόπο, μας οδηγεί στο να συγκροτούμε το γνωστικό μας αντικείμενο με τον ακόλουθο τρόπο: Ευνοούμε στο γνωστικό μας αντικείμενο τα μη μεταβαλλόμενα, τα μη ιστορικά του στοιχεία.
Και αυτό έχει σαν συνέπεια να συντασσόμαστε, εκών άκων, με τη θέση που προβάλλει την ίδια απόφαση και στο πολιτικό επίπεδο.
Η εφαρμογή της θεωρίας, τότε, δίνει βάρος στα αναλλοίωτα.
Άρα, μοιραία, ενισχύει τις θέσεις που αφορούν στον πάγιο χαρακτήρα της συγκεκριμένης κατάστασης πραγμάτων.
Επιπλέον, αυτοί οι όροι της κατάστασης πραγμάτων είναι οι πιο ελέγξιμοι.
Αλλά, στο βαθμό που είναι πιο ελέγξιμοι καθίστανται, ταυτόχρονα, και οι πιο ανελεύθεροι.
Όταν, λοιπόν, η θεωρία βλέπει την κοινωνία ανιστορικά, η ανάλογη πρακτική κάνει την κοινωνία ανιστορική: σταθερή, ελέγξιμη και αιτιακή.
Κάνει τους ανθρώπους ακριβώς έτσι όπως διατείνεται ότι («αξιολογικά ουδέτερα») τους ερευνά. Κατά τον Καντ, αυτό κάνει κάθε «ρεαλιστής» πολιτικός. Και ο Βέμπερ, εξάλλου, συντηρητικά πολιτευόταν.
Οι αποφάσεις, λοιπόν, που συνδέονται με την απαίτηση μιας δήθεν αξιολογικής ουδετερότητας, δεν συμφωνούν με την ίδια την προϋπόθεσή τους. Υπήρχε η απαίτηση, για την έρευνα, να είναι αξιολογικά ουδέτερη και όχι στρατευμένη (εν τοις πράγμασι) υπέρ της συντήρησης.
Για να υπερβούμε την ασυνέπεια αυτή φαίνεται να είναι ωφέλιμη κάποια συγκεκριμένη μορφή θεωρητικού «αντισυντηρητισμού». Συγκεκριμένα, απαιτείται κάποια τροποποίηση της αξίωσης για «αξιολογική ουδετερότητα» που δεν θα εξοβελίζει την ιστορικότητα των στοιχείων που υπεισέρχονται στην αλλαγή του τρόπου λειτουργίας της κοινωνίας.
Η βεμπεριανού τύπου αξιολογική ουδετερότητα, λοιπόν, διαφωνεί με τις προϋποθέσεις της. Η θεωρία που στηρίζει παραμένει αξιακά φορτισμένη όπως οι θεωρίες από τις οποίες θέλει να διακριθεί. Γιατί η αξιολογική ουδετερότητα συνιστά, ήδη, θεωρητική απόφαση. Δεν θα υπήρχε ασυνέπεια αν μπορούσε η θεωρία να μην αποφασίζει, να μην συγκροτείται αξιακά. Όμως, ενός τύπου απόφαση είναι αναπόφευκτη.
Ποιο θα μπορούσε να είναι το είδος εκείνο της απόφασης που θα συμφωνούσε με το γεγονός ότι είναι μια απόφαση;
Υπάρχει μια «στράτευση» που να ευνοεί την αντικειμενικότητα της θεωρίας, αφού ούτως ή άλλως δεν φαίνεται να μπορεί να υπάρχει ουδέτερη θεωρία;
Πώς η μαρξιστική ή γενικότερα η διαλεκτική προοπτική θα μπορούσε να καταστεί εύλογη, εδώ, ως επιλογή;
Βέβαια, το αιτιακό πρότυπο φαίνεται αντικειμενικότερο.
Θα μπορούσαμε να εμμείνουμε σ’ αυτό, όπως προτείνει ο Βέμπερ, παρά την ασυνέπεια που τυχόν δημιουργείται ανάμεσα στις ουδέτερες προϋποθέσεις (και προθέσεις) της θεωρίας και τον μοιραίο χρωματισμό της.
Δεν χρειάζεται, όμως, να καταφύγουμε σε «εμμονές», αν δεχθούμε ότι μια αντικειμενική εξήγηση πρέπει να είναι συνεκτική, να φιλοδοξεί να εξηγήσει και όχι ν’ αποτυπώσει απλώς «πως έχουν τα πράγματα». Γιατί «τα πράγματα» απηχούν, πολλές φορές, τις αξιώσεις μιας ή πολλών ομάδων.
Εξάλλου αυτές οι αξιώσεις είναι πολύ πιθανόν ν’ αντιφάσκουν και εσωτερικά, μεταξύ τους.
Βέβαια, πρέπει να πασχίσουμε ν’ αποφύγουμε και το αντίστροφο ελάττωμα: την «υπερ-επαναστατική» προσήλωση σε μια «αξιακή συνέπεια» που ισοδυναμεί με παραίτηση από την «αντικειμενικότητα».
Γιατί το θέμα δεν είναι, προφανώς, η υιοθέτηση ενός δόγματος, αλλά η εξεύρεση ενός αντικειμενικού τρόπου γνώσης.
Ο «ρεαλισμός» του συντηρητικού (δήθεν «αξιολογικά ουδέτερου») λόγου δεν είναι αντικειμενικός. Διαφωνεί με τις αναπόφευκτες προϋποθέσεις του και είναι ασυνεπής.
Αλλά, αληθινά συνεπής δεν είναι ούτε ο υπερ-επαναστατικός λόγος, που απομακρύνεται από την αντικειμενικότητα.
Μια αντικειμενική εξήγηση δεν είναι συνεκτική, ούτε και εξηγεί κάτι.
Μια συνεκτική εξήγηση δεν είναι αντικειμενική, και συνεπώς είναι εγγενώς ελλιπής και ασυνεπής.
Η πρώτη είναι δογματική.
Η δεύτερη είναι σκεπτικιστική, αφού εμφανίζει τη γνώση ως ανέφικτη.
Πάτρα, 18/3/2012