Ο ρόλος του Χρήματος. Από το 1945 ως την εποχή της μαϊμούς – Μέρος ΙΙΙ
Του Γιώργου Π. Τριανταφυλλόπουλου
Στη Γερμανία μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο το νόμισμά της, το ράιχσμαρκ, το οποίο είχε αντικαταστήσει το Rentenmark, βρέθηκε πάλι χωρίς αξία και το 1948 αντικαταστάθηκε χωρίς κλυδωνισμούς και χωρίς άνοδο των τιμών από το ντόϋτσμαρκ. Η φθίνουσα παραγωγική ικανότητα της Βρετανίας υπονόμευσε το ρόλο της στερλίνας ως παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα. Η στερλίνα υποτιμήθηκε, ως προς το δολάριο, το 1949 και ξανά το 1967 επιτρέποντας έτσι στη Βρετανία να παραμένει ανταγωνιστική.
Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1950 το μισό, περίπου, του συνόλου του παγκόσμιου εμπορίου εξακολουθούσε να εκφράζεται σε στερλίνες αλλά ο διεθνής του ρόλος συνεχώς μειωνόταν. Μετά τη δεύτερη υποτίμηση, το 1967, η στερλίνα έπαψε να αποτελεί το δεύτερο παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα και μόνο το 20% του παγκόσμιου εμπορίου εκφραζόταν σε στερλίνες κατά τη δεκαετία του 1970.
Ο άνισος καταμερισμός του παγκόσμιου αποθέματος χρυσού μετά τον πόλεμο, από τα παγκόσμια αποθέματα χρυσού αξίας 34 δισεκατομμυρίων δολαρίων τα 24 δισεκατομμύρια βρίσκονταν στην κατοχή των ΗΠΑ, αλλά και οι ανάγκες του διεθνούς εμπορίου επέβαλαν την ύπαρξη μιας νέας νομισματικής συμφωνίας. Η συμφωνία που επιβλήθηκε από τις Ηνωμένες Πολιτείες στη συνάντηση που έγινε στο Bretton Woods το 1944, στην οποία συμμετείχαν 44 χώρες, καθόρισε σταθερές και προκαθορισμένες ισοτιμίες μεταξύ των νομισμάτων των διαφόρων χωρών με μια διακύμανση της τάξης του 1%. Χωρίς δηλαδή να έχουμε αναβίωση του κανόνα του χρυσού καθορίστηκαν απλά οι σταθερές ισοτιμίες των νομισμάτων. Οι Κεντρικές Τράπεζες των χωρών υποχρεώνονταν να στηρίζουν το νόμισμα της χώρας όταν δεχόταν πιέσεις με στόχο τη διατήρηση της ισοτιμίας του στα καθορισμένα επίπεδα.
«Το σύστημα Μπρέντον Γουντς, που θεμελιώθηκε το 1944, ενίσχυσε τη σχετική σταθερότητα των τιμών (την ανταλλακτική αξία του χρήματος). Το σύστημα έθεσε σταθερές τιμές συναλλάγματος μεταξύ του αμερικανικού δολαρίου και των άλλων νομισμάτων, δεδομένης της υποχρέωσης των ΗΠΑ να μετατρέπουν 35 δολάρια σε 1 ουγκιά χρυσού, αν δέχονταν τέτοιο αίτημα ξένων κυβερνήσεων ή νομισματικών αρχών» γράφουν οι Λαπαβίτσας και Itoh.
Παράλληλα αποφασίστηκε η δημιουργία ενός Ταμείου, το οποίο θα μετεξελισσόταν στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, ως ύστατη λύση καταφυγής σε περίπτωση που οι Κεντρικές Τράπεζες εξαντλούσαν τις δυνατότητές τους στήριξης του νομίσματος. Κάθε χώρα μέλος συνεισέφερε ένα ποσό για τη δημιουργία του Ταμείου και το ποσό που μπορούσε να δανειστεί ήταν ανάλογο της συνεισφοράς της. Ουσιαστικά δηλαδή το Ταμείο ήταν ένας γρήγορος τρόπος δανεισμού.
Όταν μια χώρα κατέφευγε στο Ταμείο για την προμήθεια χρυσού ή σκληρού νομίσματος κατέθετε στο Ταμείο ίσης αξίας ποσό του νομίσματός της. Σε περίπτωση όμως καταφυγής στο Ταμείο μια σειρά από υποχρεώσεις αναλάμβανε η χώρα με αποτέλεσμα η λειτουργία του Ταμείου να είναι κάτι πολύ παραπάνω απ’ ότι περιγράψαμε εδώ, με το Ταμείο να γίνεται ουσιαστικά ένας οργανισμός που καθόριζε την οικονομική πολιτική της χώρας που κατέφευγε στη βοήθειά του. Το Ταμείο ξεκίνησε τη λειτουργία του το 1947. Οι αρχικοί πόροι του Ταμείου ήσαν 2,75 δισεκατομμύρια δολάρια που προσέφεραν οι ΗΠΑ και 6,8 δισεκατομμύρια που προσέφεραν οι υπόλοιπες χώρες μέλη. Ποσό μικρό συγκρινόμενο ακόμη και με τα 12,5 δισεκατομμύρια δολάρια του Σχεδίου Μάρσαλ.
Το σύστημα του Bretton Woods στηριζόταν στην απόλυτη ηγεμονία των ΗΠΑ επί του καπιταλιστικού κόσμου. Μια ηγεμονία που είχε σαν βάση της την οικονομική και παραγωγική πρωτοκαθεδρία των ΗΠΑ. Μετά τον πόλεμο οι ΗΠΑ δεν κατείχαν απλά τα δύο τρίτα των επίσημων παγκόσμιων αποθεμάτων χρυσού αλλά πρωτίστως μια τεράστια παραγωγική ικανότητα. Από τα τέλη της δεκαετίας του 1960 ο πλεονασματικός χαρακτήρας του εμπορικού ισοζυγίου των ΗΠΑ ανατράπηκε. Το 1971 οι ΗΠΑ αναστέλλουν τη μετατρεψιμότητα των δολαρίων σε χρυσό και προχωρούν σε υποτίμηση του δολαρίου σε σχέση με το χρυσό το 1971 και για δεύτερη φορά το 1973. Το σύστημα του Bretton Woods κατέρρευσε και η προσπάθεια δημιουργίας ενός συστήματος ισοτιμιών μέσα σε μια ευρεία ζώνη διακύμανσης δε μπόρεσε να σταθεροποιήσει την ισοτιμία του δολαρίου.
Έχουμε παρακολουθήσει σε προηγούμενα άρθρα την ιστορική πορεία μεταβολών του χρήματος και δημιουργίας των τραπεζογραμματίων από το 1000 ως και τη δεκαετία του 1970. Στις αρχές της δεκαετίας του 1970 μια σημαντική ανατροπή έγινε ως προς την ίδια την έννοια του χαρτονομίσματος και του χρήματος γενικότερα. Τον Αύγουστο του 1971 το δολάριο, το νόμισμα με το οποίο ήσαν συνδεδεμένα όλα τα άλλα νομίσματα, έπαψε να είναι ανταλλάξιμο με χρυσό. Ο ομφάλιος λώρος που συνέδεε το νόμισμα με το χρυσό ή τον άργυρο από γεννησιμιού του αποκόπηκε και τα νομίσματα συνέχισαν τον ανεξάρτητο από οποιοδήποτε εμπόρευμα πορεία τους, μετατρεπόμενα τα ίδια σε εμπόρευμα. Αυτό δεν ήταν φυσικά κάτι καινούριο. Εκείνο που ήταν καινούριο ήσαν οι νέες μορφές χρήματος, και ιδιαίτερα η ένταση αυτών, που αναδύονταν και που συνδέονταν άρρηκτα με τη νέα φάση στην οποία εισερχόταν ο καπιταλισμός από τη δεκαετία του 1970.
Η εξέλιξη αυτή δεν ήταν φυσικά ξαφνική. Η εξέλιξη της καπιταλιστικής οικονομίας, ο διεθνικός χαρακτήρας της και οι πολιτικές ανατροπές στο διεθνή καταμερισμό της δύναμης είχαν αναδείξει, από τη δεκαετία του 1920, τον προβληματικό χαρακτήρα της σύνδεσης των νομισμάτων με το χρυσό. Στη συνέχεια θα παρακολουθήσουμε τη μοναχική και ενδιαφέρουσα πορεία του χρήματος από τη δεκαετία του 1970 και μετά. Πριν προχωρήσουμε πρέπει να κάνουμε κάποιες τεχνικές διευκρινήσεις για την καλύτερη παρακολούθηση των στοιχείων που θα παραθέτουμε.
Τι είναι τελικά το χρήμα μετά ιδιαίτερα την αποδέσμευσή του από το χρυσό; Παρότι υπάρχουν διαφορετικές προσεγγίσεις του θέματος μπορούμε να θεωρήσουμε δεδομένο πως το χρήμα δεν είναι μόνο ένα μέσο ανταλλαγής αλλά κάτι πολύ περισσότερο. Η πιο στενή έννοια του χρήματος είναι αυτή που ορίζει ως τέτοιο τα χαρτονομίσματα και τα κέρματα που βρίσκονται σε κυκλοφορία συν τις καταθέσεις όψεως. Είναι δηλαδή εκείνο το χρήμα το οποίο συμμετέχει στην εξυπηρέτηση της παραγωγής και του εμπορίου και με το οποίο έχει σχέση η συντριπτική πλειονότητα των ανθρώπων.
Η πιο ευρεία έννοια είναι αυτή που ορίζει ως χρήμα το άθροισμα των νομισμάτων που βρίσκονται σε κυκλοφορία, των νομισμάτων που βρίσκονται στα θησαυροφυλάκια τραπεζών, τις ταξιδιωτικές επιταγές, τις καταθέσεις κάθε τύπου, τα θεσμικά αμοιβαία κεφάλαια, τις βραχυπρόθεσμες συμφωνίες επαναγοράς και άλλα μεγαλύτερα ρευστά στοιχεία ενεργητικού. Ανεξάρτητα πάντως από τον ορισμό του χρήματος εκείνο που μας ενδιαφέρει είναι το πώς, όλα τα παραπάνω επηρεάζουν τις οικονομίες των διαφόρων χωρών και τη ζωή των δισεκατομμυρίων κατοίκων της γης. Θα δούμε τώρα τις κατηγορίες του χρήματος, όπως θα παρουσιαστούν παρακάτω.
Ως Μ0 ορίζεται το σύνολο του φυσικού χρήματος που βρίσκεται σε κυκλοφορία μαζί με τους λογαριασμούς της Κεντρικής Τράπεζας. Ως Μ1 ορίζεται το άθροισμα του Μ0+τα ποσά των τρεχούμενων λογαριασμών και των καταθέσεων όψεως. Είναι εκείνο δηλαδή το χρήμα το οποίο μπορεί να μπει γρήγορα σε κυκλοφορία. Ως Μ2 ορίζεται το Μ1+αμοιβαία κεφάλαια+αποταμιευτικοί λογαριασμοί+μικρές προθεσμιακές καταθέσεις (ως 100.000 δολάρια). Ως Μ3 ορίζεται το Μ2+μεγάλες προθεσμιακές καταθέσεις+τα ποσά της θεσμικής αγοράς χρήματος+αμοιβαία κεφάλαια ταμείων+ το σύνολο των συμφωνιών επαναγοράς+ πιστοποιητικά καταθέσεων.
Στο επόμενο διάγραμμα βλέπουμε τη μεταβολή στην παγκόσμια προσφορά χρήματος, σε όλες τις παραπάνω μορφές, από το 1971 ως το 2009.
Διάγραμμα 1 – ΠΗΓΗ: http://dollardaze.org/blog/?post_id=00082
Στο παραπάνω διάγραμμα παρατηρούμε την αύξηση όλων των μορφών χρήματος από το 1971 και μετά, και την κατακόρυφη άνοδό του από το 2000 και μετά.
Ένα μέρος αυτής της αύξησης είναι αποτέλεσμα τις αυξημένης παραγωγής και του συνακόλουθα αυξημένου εμπορίου σε μια σειρά χωρών αλλά και παγκοσμίως.
Η αύξηση επομένως αυτή αντανακλά τις ανάγκες της πραγματικής οικονομίας, της παραγωγής δηλαδή και του εμπορίου, για νομισματική κάλυψη των αναγκών του. Η αύξηση της παγκόσμιας παραγωγής και του εμπορίου είχαν σαν αποτέλεσμα, για να εξυπηρετηθούν, από μεγαλύτερη ποσότητα χρήματος, από μεγαλύτερη ταχύτητα κυκλοφορίας ή και τα δύο. Παρ΄ όλα αυτά παρατηρούμε πως το χρήμα Μ0, το χρήμα δηλαδή εκείνο το οποίο βρίσκεται σε ουσιαστική κυκλοφορία και οι μικρές καταθέσεις γνώρισαν μικρή αύξηση.
Αυτό είναι σε σημαντικό βαθμό το χρήμα που βρίσκεται στη διάθεση των εργαζόμενων και των οικονομικά ασθενέστερων τμημάτων του πληθυσμού. Η διόγκωση του χρήματος παρατηρείται στο Μ1 και Μ2. Αυτό φανερώνει μια αύξηση των παγκόσμιων καταθέσεων, την αύξηση δηλαδή του λιμνάζοντος χρήματος.
Στο επόμενο διάγραμμα βλέπουμε την προσφορά, με τις παραπάνω μορφές τους, για το δολάριο. Από το 2005 η Federal Reserve σταμάτησε τη δημοσιοποίηση στοιχείων για το Μ3 με μια απόφαση με την οποία χαρακτήριζε ως ασήμαντη τη δημοσιοποίησή του σε σχέση με το κόστος συλλογής των στοιχείων. Φυσικά μόνο ασήμαντα δεν είναι τα παραπάνω στοιχεία μέσα στα οποία υπάρχουν εκείνα τα χρήματα που χρησιμοποιούνται στις χρηματαγορές, τα χρηματιστήρια, στα παράγωγα και σε όλες τις σύγχρονες μορφές μεταφοράς πλούτου από τις αναπτυσσόμενες χώρες στις αναπτυγμένες και από τους εργαζόμενους στην αστική τάξη.
Διάγραμμα 2 – ΠΗΓΗ: http://www.federalreserve.gov/releases/h6/hist/
Το 2000 ένα νέο νόμισμα τέθηκε σε κυκλοφορία. Ήταν το ευρώ. Το νόμισμα 15 χωρών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η χώρες που αποτελούν τις χώρες κυκλοφορίας του ευρώ αποκαλούνται και ευρωζώνη.
* Άρθρα που ολοκληρώνουν την παρούσα ανάρτηση:
ΤΟ ΧΡΗΜΑ Ι: http://eparistera.blogspot.com/2011/12/blog-post_28.html
ΤΟ ΧΡΗΜΑ ΙΙ: http://eparistera.blogspot.com/2012/01/1800-1945.html
ΠΗΓΗ: Tue, 2012-03-06, http://aristeroblog.gr/node/548