Αξίζει το ευρώ το τίμημα της υφεσιακής πολιτικής;

Αξίζει το ευρώ το τίμημα της υφεσιακής πολιτικής και της "εσωτερικής υποτίμησης";

 

Των  Μαρκ Γουάισμπροτ* και Χουάν Αντόνιο Μοντετσίνο – [Μετάφραση στα ελληνικά: Χριστίνα Λαζαρίδου]


 

Την εβδομάδα αυτή η ελληνική κυβέρνηση κατέληξε σε συμφωνία με τις ευρωπαϊκές αρχές και το ΔΝΤ για νέο δανεισμό 130 δισ. ευρώ, στο πλαίσιο ενός νέου πακέτου δημοσιονομικής προσαρμογής για την αντικατάσταση του τρέχοντος προγράμματος, που ξεκίνησε το Μάιο του 2010. Μολονότι η νέα συμφωνία θα επιτρέψει στην κυβέρνηση να μην προχωρήσει σε αθέτηση πληρωμών τον Μάρτιο, αμφισβητείται έντονα το αν θα οδηγήσει τη χώρα σε επιστροφή στην ανάπτυξη και σε βιώσιμο επίπεδο δανειακής επιβάρυνσης, ώστε να μπορεί να δανειστεί από τις ιδιωτικές κεφαλαιαγορές.

Το πιο σημαντικό πρόβλημα με τις δεσμεύσεις της Ελλάδας τα τελευταία δύο χρόνια είναι ότι η δημοσιονομική πολιτική είναι προκυκλική – δηλαδή, η κυβέρνηση δεσμεύεται να περιορίζει τον κρατικό προϋπολογισμό, ενώ η οικονομία βρίσκεται σε ύφεση. Το 2010-11 η ελληνική κυβέρνηση επέβαλε μέτρα για περικοπή των δαπανών κατά 8,7% του ΑΕΠ.

Αλλά καθώς η οικονομία συνεχίζει να συρρικνώνεται, γίνεται ακόμη πιο δύσκολο να επιτευχθούν οι στόχοι των εσόδων. Οι προβλέψεις του ΔΝΤ επανειλημμένα υποτιμούν την απώλεια ΑΕΠ, κι έχουν αναθεωρηθεί προς τα κάτω κατά ένα τεράστιο ποσοστό, 6,9%, από την Πρώτη Επισκόπηση-Αξιολόγηση στο Πλαίσιο της Σύμβασης Δανειακής Διευκόλυνσης (από δω και πέρα Αξιολόγηση), τον Σεπτέμβριο του 2010. Τα δύο τρίτα αυτής της αναθεώρησης σημειώθηκαν μεταξύ της Τέταρτης και Πέμπτης (τον Δεκέμβριο 2011) Αξιολόγησης του προγράμματος, δηλαδή μέσα σε μόνο πέντε μήνες.

Αν και η προγραμματισμένη προσαρμογή για το 2012 προβλέπεται να αφορά κυρίως αύξηση των εσόδων, η Πέμπτη Αξιολόγηση του ΔΝΤ δηλώνει σαφώς ότι θα πρέπει να γίνει στροφή προς τις περικοπές δαπανών το 2013-2014. Αυτό θα αυξήσει τον κίνδυνο καθήλωσης σε παρατεταμένη ύφεση.

Το πρόγραμμα του ΔΝΤ επίσης προβλέπει υπερβολικά μεγάλα έσοδα από τις ιδιωτικοποιήσεις – περίπου 15% του ΑΕΠ μέσα στα επόμενα δύο χρόνια, και 22% του ΑΕΠ μέχρι το 2017. Αλλά μέχρι στιγμής τα έσοδα από τις ιδιωτικοποιήσεις τα τελευταία δύο χρόνια είναι μικρά, και η Πέμπτη Αξιολόγηση σημειώνει ότι τα μειωμένα έσοδα από τις ιδιωτικοποιήσεις αρκούν για να οδηγήσουν τον στόχο για χρέος προς ΑΕΠ το 2020 από το 120% στο 138%. Το πρόγραμμα επίσης μπορεί εύκολα να εκτροχιαστεί αν η ανάπτυξη είναι χαμηλότερη από την αναμενόμενη. Με δεδομένη την τρέχουσα οικονομική συρρίκνωση της ευρωζώνης, αυτό φαίνεται αρκετά πιθανό.

Την περασμένη Δευτέρα δημοσιεύτηκαν άρθρα βασισμένα σε μια απόρρητη έκθεση, προετοιμασμένη για τους ευρωπαίους υπουργούς Οικονομικών, που διέρρευσε. Αυτή περιλάμβανε ένα ακόμα πιο απαισιόδοξο σενάριο για την ελληνική οικονομία: το χρέος εκρήγνυται και η Ελλάδα χρειάζεται «περίπου 245 δισ. ευρώ σε νέο δανεισμό, πολύ περισσότερα από τα 170 δισ. ευρώ που προβλέπει το «σενάριο βάσης» το οποίο χρησιμοποιούν οι υπουργοί της ευρωζώνης». Το χρέος θα είναι 160% του ΑΕΠ το 2020. Αν θυμηθούμε τη μέχρι στιγμής υποεκτίμηση του ΔΝΤ για τη μείωση του ΑΕΠ, καθώς και ότι οι ευρωπαϊκές αρχές παραγνώρισαν τις αρνητικές επιπτώσεις της δημοσιονομικής συστολής, αυτό το πιο απαισιόδοξο σενάριο μπορεί ν’ αποδειχθεί και το πιο ρεαλιστικό.

Το οικονομικό κόστος της ελληνικής δημοσιονομικής προσαρμογής είναι ήδη αρκετά υψηλό – σύμφωνα με τις προβλέψεις του ΔΝΤ, ενημερωμένες με τα τελευταία στοιχεία -, αν η οικονομία αρχίσει να ανακάμπτει μέσα στο 2012 θα έχει ήδη χάσει 15,8% του προ-υφεσιακού ΑΕΠ της. Η Ελλάδα θα έχει γνωρίσει μία από τις χειρότερες απώλειες παραγωγής εξαιτίας οικονομικής κρίσης στον 20ό και τον 21ο αιώνα.

Η Ελλάδα έχει επίσης την υψηλότερη, ανάμεσα στις χώρες της ΕΕ, επιβάρυνση από τόκους του δημόσιου χρέους φτάνοντας 6,8% του ΑΕΠ. Μόνο δύο άλλες χώρες βρίσκονται στην περιοχή του 4%, η Ιταλία και η Πορτογαλία, ενώ ελάχιστες χώρες στον κόσμο έχουν επιβαρυνθεί βαρύτερους τόκους από την Ελλάδα, και είναι απίθανο να μειωθεί τούτη η επιβάρυνση κάτω από το 6%, ακόμη και με τη σχεδιαζόμενη αναδιάρθρωση του χρέους.

Το κοινωνικό και ανθρώπινο κόστος της ύφεσης στην Ελλάδα είναι τεράστιο. Σύμφωνα με τα επίσημα ελληνικά στοιχεία, η ανεργία έσπασε ιστορικό ρεκόρ τον Νοέμβριο, φθάνοντας το 20,9% του εργατικού δυναμικού. Οι τελευταίες προβλέψεις του ΔΝΤ δείχνουν ότι η ανεργία θα είναι 17% το 2016, ίσως και μεγαλύτερη. Οι προβλέψεις του ΔΝΤ για την ανεργία το 2013 αυξήθηκαν μεταξύ της πρώτης και πέμπτης αξιολόγησης κατά περισσότερο από ένα τρίτο, από 14,5% σε 19,5%. Η απασχόληση ως ποσοστό του πληθυσμού σε ηλικία εργασίας είναι τώρα λιγότερη από ότι ήταν το 1994. Υπήρξαν μεγάλες αυξήσεις στις αυτοκτονίες και την βίαιη εγκληματικότητα, και η πρόσβαση στην υγειονομική περίθαλψη έχει μειωθεί.

Η ελληνική κυβέρνηση έχει συμφωνήσει με την Τρόικα να μειώσει την απασχόληση στον δημόσιο τομέα κατά 150.000 δημόσιους υπάλληλους μέχρι το 2015, τον κατώτατο μισθό κατά 20% (και 32% για όσους είναι κάτω των 25), και να αποδυναμώσει τις συλλογικές συμβάσεις. Όλα αυτά θα φέρουν μείωση του βιοτικού επιπέδου για τους εργαζομένους και αναδιανομή του εισοδήματος προς τα πάνω.

Η οικονομική θεωρία που στηρίζει αυτές τις αλλαγές είναι της «εσωτερικής υποτίμησης»: το κόστος των μισθών, μειωμένο από την ύφεση και την υψηλή ανεργία, συμπιέζεται τόσο πολύ ώστε η οικονομία να γίνει πιο ανταγωνιστική διεθνώς και να ανακάμψει μέσω των εξαγωγών. Αλλά μετά από τέσσερα χρόνια ύφεσης και σπάσιμο ρεκόρ στην ανεργία, η πραγματική σταθμισμένη συναλλαγματική ισοτιμία της Ελλάδας εξακολουθεί να είναι υψηλότερη απ’ ό,τι ήταν το 2006. Με άλλα λόγια, δεν έχει γίνει ακόμη καμία εσωτερική υποτίμηση.

Η έκθεση επίσης εξετάζει εν συντομία την εναλλακτική λύση της οργανωμένης αθέτησης πληρωμών και έξοδο από το ευρώ. Θεωρούμε ότι μπορεί να συμβεί έτσι κι αλλιώς, λόγω των επαναλαμβανόμενων κρίσεων και της συνεχιζόμενης ύφεσης. Η επιτυχημένη αθέτηση πληρωμών και νομισματική υποτίμηση της Αργεντινής προσφέρεται εδώ για σύγκριση. Η Αργεντινή προσπάθησε μάταια επί τρεισήμισι χρόνια, από την αρχή της ύφεσης ως τα μέσα του 1998, να επιβάλει εσωτερική υποτίμηση. Μετά την χρεοκοπία τον Δεκέμβριο του 2001 και την υποτίμηση του νομίσματός της λίγες εβδομάδες αργότερα, η οικονομία συρρικνώθηκε για ένα μόνο τρίμηνο (κατά 4,9% του ΑΕΠ), αλλά στη συνέχεια ανέκαμψε κατά περισσότερο από 63% τα επόμενα έξι χρόνια. Η Αργεντινή χρειάστηκε τρία χρόνια για να ξαναφτάσει το ΑΕΠ που είχε πριν την ύφεση· η Ελλάδα σήμερα αναμένεται να χρειαστεί περισσότερο από μια δεκαετία. Αντίθετα με όσα πολλοί ισχυρίζονται, η ανάκαμψη της Αργεντινής δεν προήλθε από καμιά άνθηση των εξαγωγών εμπορευμάτων, ούτε καν στηρίχτηκε στις εξαγωγές. Αντιθέτως, προήλθε από την εγχώρια κατανάλωση και τις επενδύσεις, που έγιναν δυνατές μόνο αφού η Αργεντινή κατόρθωσε να εγκαταλείψει την «εσωτερική υποτίμηση» και τις προ-κυκλικές πολιτικές που η κυβέρνησή της – όπως και η ελληνική σήμερα – είχε δεσμευθεί να υλοποιήσει.

Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι η σημερινή Ελλάδα έχει εξαγωγές προϊόντων και υπηρεσιών περίπου διπλάσιες ως ποσοστό του ΑΕΠ απ’ ό,τι η Αργεντινή πριν από την αθέτηση πληρωμών. Καταλήγουμε λοιπόν στο συμπέρασμα ότι η αθέτηση πληρωμών και η έξοδος από το ευρώ θα πρέπει να ληφθούν σοβαρά υπόψη στην Ελλάδα ως εναλλακτική λύση στα σημερινά προβλεπόμενα σενάρια.

Διαβάστε ολόκληρο το κείμενο της μελέτης στο http://www.cepr.net/documents/publications/greece-2012-02-greek.pdf

 

ΠΗΓΗ: http://aristerovima.gr/details.php?id=3185

* http://www.enet.gr/?i=news.el.article&id=169386

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.