ΠΩΣ ΜΑΣ ΒΛΕΠΟΥΝ ΟΙ ΑΛΛΟΙ;

ΠΩΣ ΜΑΣ ΒΛΕΠΟΥΝ ΟΙ ΑΛΛΟΙ;

 

Του Απόστολου Παπαδημητρίου


 

Η κρίση που ταλανίζει τη χώρα μας από διετίας την έφερε στο επίκεντρο της διεθνούς επικαιρότητας. Στην αρχή έφθασαν κάποιοι κύκλοι να τονίσουν ότι η πτώση μας θα παρασύρει και άλλες χώρες με συνέπεια η οικονομία της Ευρώπης να βυθιστεί στο χάος. Με την πάροδο του χρόνου δείχθηκε ξεκάθαρα ότι δεν είμαστε ικανοί να επιφέρουμε τόσο μεγάλο κακό στους άλλους λαούς.

Άλλωστε δεν είμαστε μαθημένοι να το πράττουμε. Οι Έλληνες διαχρονικά προσπαθούσαν να διατηρήσουν άσβεστο το φώς της γνώσης, της φιλοσοφίας, της πίστης. Κάποιοι όμως πολιτικοί για λόγους μικροκομματικούς μας έδειξαν με το δάκτυλό τους στους ανυποψίαστους και αδιάφορους πολίτες τους ως υπεύθυνους για την κακοδαιμονία της αγοράς. Δεν ήταν δύσκολο στη συνέχεια για τους αρμόδιους της πληροφόρησης να επαναφέρουν στο προσκήνιο την από αιώνες κακοσχεδιασμένη εικόνα του Έλληνα.

Ίσως έχουμε την εντύπωση ότι υπάρχει μεταξύ των λαών της δυτικής και βόρειας Ευρώπης ανθελληνικό πνεύμα, το οποίο είναι πολύ εύκολο να εκδηλωθεί ακόμη και με ασήμαντες αφορμές. Η εντύπωση αυτή είναι εσφαλμένη. Οι λαοί της οικονομικής ευμάρειας κατά κανόνα αγνοούν τα συμβαίνοντα και εκδηλώνουν ελάχιστο ενδιαφέρον για ενημέρωση. Γι’ αυτό και είναι εύκολη λεία της παραπληροφόρησης. Αντιδρούν με αγανάκτηση εκδηλώνοντας την εγωπάθειά τους με ακραίες ενέργειες, όταν κάποιοι τους προβάλλουν την απειλή ότι ενδέχεται να μειωθεί εξ αιτίας άλλων η αγοραστική τους δύναμη. Είναι άνθρωποι καταναλωτές και μόνο, δεν διακατέχονται από το πάθος των εθνικών αντιθέσεων.

Στο μέτρο που οι πολίτες αισθάνονται να βιώνουν σε ευνομούμενη Πολιτεία, στην οποία οι νόμοι λειτουργούν, η κρατική μηχανή είναι καλοκουρδισμένη, η παραγωγή αγαθών και η εξαγωγή σημαντικού μέρους αυτών καλά κρατεί, είναι πολύ εύκολο να πεισθούν ότι, αν σε μία χώρα δεν συμβαίνουν αυτά, η ευθύνη βαρύνει τους πολίτες της. Φυσικά δεν λείπουν οι εργασίες αξίων και εντίμων αναλυτών της Δύσης, μέσω των οποίων αποκαθίσταται η αλήθεια. Ποιος όμως ενδιαφέρεται στον καιρό μας για την αλήθεια; Και σε τελευταία ανάλυση «τι εστίν αλήθεια;». Το ερώτημα τίθεται με περισσή αδιαφορία και σήμερα, όπως τότε από τον Πιλάτο.

Οι χώρες της Δύσης υπήρξαν κατά το πλείστον αποικιοκρατικές. Μόνο οι Σκανδιναβικές δεν υπέκυψαν στο δέλεαρ του πλουτισμού από την εκμετάλλευση των φτωχών και καταφρονεμένων της γης. Ούτε όμως και μάτωσαν, όπως εμείς, στην αρχή για να ανακτήσουμε την ελευθερία μας και στη συνέχεια ευρισκόμενοι στη δίνη της αντιθέσεως συμφερόντων των ισχυρών δυτικών χωρών. Βέβαια κάποιος θα μπορούσε να προβάλει ως παράδειγμα προς μίμηση την Αυστρία και, ίδίως, την ολοσχερώς κατεστραμμένη μετά τον Β΄ μεγάλο πόλεμο Γερμανία. Για την πρώτη υπενθυμίζουμε ότι οι Αψβούργοι φρόντιζαν να σωρεύουν τους θησαυρούς των δυναστευομένων γειτονικών λαών σε αυστριακό έδαφος. Η ενσωμάτωση της χώρας στη Γερμανία, παρά τη αντίθεση μεγάλου μέρους των πολιτών της, ευτυχώς για την Αυστρία δεν είχε καταστρεπτικές συνέπειες. Η Γερμανία ανορθώθηκε χάρη στις αρετές του λαού της αλλά και στα άφθονα χρήματα, τα οποία διέθεσαν οι ΗΠΑ, ώστε να εξασφαλίσουν πιστό σύμμαχο κατά τη διάρκεια του ψυχρού πολέμου. Αυτά πού διέθεσαν σε μας είναι ψίχουλα συγκρινόμενα με τα διατεθέντα για την οικονομική ανόρθωση της Γερμανίας. Στην ανόρθωσή της συμβάλαμε και εμείς, αφού αποδεχθήκαμε την εντολή των «προστατών» μας Αμερικανών να μη διεκδικήσουμε πολεμικές αποζημιώσεις από τους καταστροφείς μας!

Η Ελλάδα βγήκε ολοσχερώς κατεστραμμένη από τον εμφύλιο, που μας προσέφεραν ως δώρο οι «σύμμαχοί» μας και το δεχθήκαμε λόγω της δουλοπρέπειας προς τους ξένους ολοκλήρου του πολιτικού φάσματος της χώρας μας. Παρ’ αυτό, καταπληγωμένη και αποδιώχνοντας τα παιδιά της για εργασία στο εξωτερικό, κατάφερε η χώρα μας να ορθοποδήσει και να σημειώνει διόλου ευκαταφρόνητη οικονομική άνθιση περί τα τέλη της δεκαετίας του 1970. Κι ας μας τρόμαζαν οι «σύμμαχοι» και οι ασκούντες την εξουσία με τον κίνδυνο της εκ βορρά απειλής, κίνδυνο που δεν πολυπιστεύαμε. Κι ας νιώθαμε μεγαλύτερο τον εξ Ανατολών κίνδυνο, καθώς την «σύμμαχο» Τουρκία ερέθιζαν διαρκώς οι «προστάτες» μας, ώστε να μην μπορεί να πάρει ανάσα η χώρα μας (Σεπτεμβριανά 1955 στην Κωνσταντινούπολη, Κυπριακό, παραβιάσεις στο Αιγαίο).

Πόσο μπορούσε να αντέξει ένας λαός χωρίς πολιτικούς και πνευματικούς ηγέτες; Η αστική πολιτική ηγεσία παραδομένη άνευ όρων στους ισχυρούς της σφαίρας επιρροής, στους οποίους δοθήκαμε κατά τη μοιρασιά. Από υποστηρικτής του εντοπίου κεφαλαίου αρχικά μετατράπηκε σε θεραπαινίδα του παγκοσμιοποιημένου κεφαλαίου στη συνέχεια. Η μαρξιστική κολλημένη σαν στρείδι στον κομμουνιστικό διεθνισμό κατάφερνε να καλύπτει όλες τις προδοσίες του παρασκηνίου της πρώτης. Η διανόηση, αστική και μαρξιστική, εκδήλωνε σαφή την περιφρόνησή της προς την παράδοση της Ρωμηοσύνης. Ο Παπαδιαμάντης της ήταν (και είναι) ανυπόφορος! Τέλος η Διοικούσα Εκκλησία, η οποία ακόμη δεν έχει συνειδητοποιήσει τις ευθύνες της από τη μη αποσόβηση του εμφυλίου πολέμου, παρακολουθούσε ως απλός θεατής τον κοινωνικό μετασχηματισμό που ως στόχο είχε την περιθωριοποίησή της και την υποβάθμιση της εκκλησιαστικής ζωής σε ιδιωτική υπόθεση από επίκεντρο του βίου των Νεοελλήνων. Τη χαριστική βολή έδωσε η χωρίς επιφυλάξεις στήριξη της ξενοκίνητης δικτατορίας από πλείστα όσα μέλη της.

Ήταν αναμενόμενο ο ακαλλιέργητος λαός, να υποκύψει στη λαγνεία της οικονομικής ευμάρειας, όταν, μετά την ένταξή μας στην ευρωπαϊκή Ένωση των οικονομικών μονοπωλίων αρχίσαμε να καταβροχθίζουμε, χωρίς να το αντιλαμβανόμαστε, τις σάρκες μας. Και τώρα που βρισκόμαστε στην παγίδα των θηρευτών μας, οι οποίοι ζητούν από μας τον έσχατον κοδράντην, σιωπούμε αποδεχόμενοι εν πολλοίς την ενοχή μας, την συλλογική ενοχή. Αλλά δεν πρέπει να διακατεχόμαστε όλοι από την ίδια μορφή ενοχής. Άλλη είναι η ενοχή εκείνων, οι οποίοι εγκατέλειψαν πίστη και φιλοπατρία των προγόνων μας και αποδέχθηκαν να συμπορευθούν με τους δημίους μας εν γνώσει (ναι εν γνώσει!) ότι οδηγούν τη χώρα σε οικονομική αιχμαλωσία και, κατά συνέπεια, σε εθνική υποτέλεια. Άλλη είναι η ενοχή του λαού, που παρασύρθηκε από το δελεαστικό όραμα ενός βίου χωρίς τον κόπο, με τον οποίο μεγάλωναν οι γενιές που έζησαν πριν από μας. Ο λαός δεν δημιουργεί την ιστορία. Ο λαός ακολουθεί τους ηγέτες του. Αν εκείνοι έχουν ευγενή οράματα, τότε και ο λαός μεγαλουργεί. Αν οι ηγέτες είναι πρόθυμοι να ξεπουλήσουν τον λαό, τότε αυτός γεύεται συμφορές.

Πρέπει να παραδεχθούμε ότι έχουμε αλλοτριωθεί. Δεν «έχουμε μούτρα» να αντικρύσουμε τους επαναστάτες του 21, τους Μακεδονομάχους, τους πολεμιστές του 40, τους αγωνιστές της ΕΟΚΑ. Και όλα αυτά γιατί; Επειδή γίναμε σας και αυτούς που δεν παύουν να μας χλευάζουν, επειδή καταντήσαμε, χωρίς να το έχουν συνειδητοποιήσει, σαν κι αυτούς: Ανάλγητοι μπροστά στον ανθρώπινο πόνο, λάτρεις του καταναλωτισμού, εγωπαθείς στο έπακρο ολοπρόθυμοι να εξαπατήσουμε τον συνάνθρωπό μας και συμπολίτη μας. Γι’ αυτό μας χλευάζουν. Και εμείς χωρίς ρίζες, αφού τις δικές μας φροντίσαμε να ξερριζώσουμε χωρίς να κεντριστούμε ακόμη στον δυτικό κορμό, φαντάζουμε φύλλα που τα φέρνει εδώ και κει ο άνεμος. Τι, επί τέλους, είμαστε Συνέλληνες;

Ακούγεται τελευταία να εκδηλώνεται κάποιο φιλελληνικό κίνημα στη Δύση. Μας θυμίζει αυτό το ανάλογο του 1821. Αλλά τότε ήταν έντονη η επίδραση του ρομαντισμού και η επιθυμία της περιπέτειας. Όλοι εκείνοι, μέτοχοι ανθρωπιστικής παιδείας, που είχε ως βάση την αρχαιοελληνική γραμματεία, σχημάτιζαν για τον Νεοέλληνα ιδανική και τραγικά εσφαλμένη εικόνα, με συνέπεια την πλήρη απογοήτευση τους μετά την πρώτη επαφή μ’ εκείνον. Ο Ρωμηός – Νεοέλληνας είχε αλλάξει ταυτότητα. Δεν ήταν όμως χωρίς ταυτότητα. Σήμερα έχουμε ταυτότητα;

 

                                                            «ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ», 05-03-2012

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.