Η υπεράσπιση του δημόσιου πανεπιστημίου είναι υπεράσπιση της κοινωνίας
Του Θανάση Αλεξίου
Σε συνθήκες γενικευμένης απονομιμοποίησης της πολιτικής εκπροσώπησης, το να επιμένει κανείς να εφαρμόσει ένα νόμο, στην συγκεκριμένη περίπτωση τον 4009/11 για τα ΑΕΙ, ο οποίος ελέγχεται εκτός των άλλων και για τη συνταγματικότητά του, ενώ ποτέ δεν είχε τη συναίνεση της ακαδημαϊκής κοινότητας, είναι καθαρός νομικισμός. Ενδεχομένως η προσφυγή στη λαϊκή βούληση – ας έχουμε υπόψη ότι το κόμμα που πρότεινε αυτό τον νόμο απώλεσε τη «δεδηλωμένη» της Βουλής – θα αποκαθιστούσε εν μέρει τη διαρραγείσα σχέση μεταξύ κοινωνίας και πολιτικής εκπροσώπησης. Στις συνθήκες αυτές ποιο νόμο να εφαρμόσουμε και με ποιον (αξιόπιστο) συνομιλητή; Ο κίνδυνος της πλήρους διάλυσης και φεουδαλοποίησης του πανεπιστημίου είναι υπαρκτός.
Προσωπικά πιστεύω ότι πολλά πράγματα πρέπει να αλλάξουν στο πανεπιστήμιο και ας μη θεωρηθεί ότι όποιος είναι αντίθετος στον νέο νόμο είναι υπέρ της διατήρησης της υφιστάμενης μίζερης κατάστασης. Θα έλεγα μάλιστα ότι η αδυναμία της ακαδημαϊκής κοινότητας να προτείνει τις αναγκαίες αλλαγές "νομιμοποίησε" το υπουργείο Παιδείας να προχωρήσει στον "εξορθολογισμό", ενισχύοντας όμως την αγοραία τάση που υπήρχε στο πανεπιστήμιο τα τελευταία χρόνια. Πάλι όμως, η ακαδημαϊκή κοινότητα δεν είναι μια ομοιογενής κοινωνική κατηγορία για να εκφράζεται και ενιαία. Υπάρχουν οι γιατροί, οι νομικοί κ.ά., που χρησιμοποιούν το κύρος της πανεπιστημιακής ιδιότητας για να ανεβάζουν την ταρίφα όταν «συναλλάσσονται» με τους πολίτες, από τη μία, και υπάρχουν, από την άλλη, και εκείνοι – μεταξύ άλλων και πολλοί από τις προαναφερθείσες επαγγελματικές κατηγορίες – που είναι η πλειοψηφία και ζουν από τον μισθό τους. Εδώ αποκαθίστανται, κατά την άποψή μου, και οι συμμαχίες ανάμεσα στους (μισθωτούς) πανεπιστημιακούς και την κοινωνία. Φρονώ δηλαδή ότι η (εργαζόμενη) κοινωνία παραχωρεί στο πανεπιστήμιο ένα ιδιότυπο άσυλο και στους πανεπιστημιακούς ένα σχεδόν ανεξάρτητο καθεστώς εργασίας – αυτοί, σε αντίθεση με πολλούς άλλους εργαζόμενους, μπορούν να ορίζουν το περιεχόμενο της εργασίας τους -, ώστε το πανεπιστήμιο να αναστοχάζεται ακέραια, έξω από τη μερικότητα της καθημερινής ζωής, για λογαριασμό της.
Αυτό αποτυπώνεται σε τελική ανάλυση στον συνταγματικό προσδιορισμό του ακαδημαϊκού ασύλου και των πανεπιστημιακών ως δημόσιων λειτουργών. Ακριβώς αυτό το άσυλο και αυτό το καθεστώς εργασίας έρχεται να ανατρέψει ο νέος νόμος και μʼ αυτή την έννοια στρέφεται κατά της κοινωνίας. Γιατί ο έλεγχος της ακαδημαϊκής εργασίας στη βάση εξωακαδημαϊκών (αγοραίων) κριτηρίων από ένα Συμβούλιο "επιφανών αντρών" σημαίνει ουσιαστικά ότι αυτή κατακερματίζεται, αποειδικεύεται και μετατρέπεται σε εξαρτημένη εργασία (τεϊλορισμός). Αυτό σημαίνει επίσης, και από τη στιγμή που το πανεπιστήμιο θα προσφύγει σε χορηγούς, ότι οι έρευνες για την υγεία, το περιβάλλον, τον πολιτισμό κ.λπ. θα είναι "πειραγμένες", με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την αναπαραγωγή της κοινωνίας ως ολότητας.
Συμπληρωματικά και σε σχέση με τα παραπάνω οφείλω να κάνω δύο παρατηρήσεις:
α) Η κοινωνική απονομιμοποίηση της πολιτικής εκπροσώπησης δεν προκύπτει μόνο κοινοβουλευτικά, αλλά και κοινωνικά. Δεν είναι δυνατόν λοιπόν να μην λαμβάνουμε υπόψη τη "δομική βία" (J. Galtung) που ασκείται στο πλαίσιο των συγκεκριμένων πολιτικών. Και κοινωνικοί δείκτες που προσμετρούν τις επιπτώσεις της δομικής βίας στην κοινωνία είναι μεταξύ άλλων η ανεργία, το χαμηλό εισόδημα, οι χαμηλές προσδοκίες των ανθρώπων, το ισχνό κοινωνικό κεφάλαιο, η μείωση του προσδόκιμου ζωής, η επιβάρυνση της υγείας κ.ά. Επομένως ποια κοινωνική νομιμοποίηση μπορούν να έχουν αυτές οι πολιτικές και οι εκπρόσωποί τους όταν η χώρα μας μετράει ενάμισι εκατομμύριο ανέργους, όταν τα παιδιά της και οι επιστήμονες μισεύουν, όταν οι μαθητές υποσιτίζονται, όταν η υγεία εμπορευματοποιείται, όταν τα πανεπιστήμια υποχρηματοδοτούνται κ.λπ. και
β) Ενώ ο ανεξάρτητος τρόπος εργασίας των πανεπιστημιακών είναι αναγκαία συνθήκη για τη λειτουργία του πανεπιστημίου, αυτός ο τρόπος εργασίας διαμορφώνει συχνά και μια ελιτίστικη και πολλές φορές αλαζονική συμπεριφορά απέναντι στους υπόλοιπους εργαζόμενους, των οποίων η εργασία έχει αποειδικευτεί και τη βιώνουν ως κάτι ξένο, ως αγγαρεία. Εδώ χρειάζεται αυτογνωσία, τόσο επειδή οι πανεπιστημιακοί διαχειρίζονται προσωρινά και στο πλαίσιο του υφιστάμενου κοινωνικού καταμερισμού εργασίας τη γνώση – απ’ όπου απορρέει εξάλλου και το πρόσθετο κύρος που απολαμβάνουν – όσο και επειδή όλες οι εργασίες είναι εξίσου αναγκαίες για την κοινωνία. Ωστόσο για να αποφευχθούν αυτές οι συμπεριφορές θα πρέπει να ενισχυθούν οι μηχανισμοί ελέγχου του πανεπιστημίου από την κοινωνία. Κατά τη γνώμη μου, στη μορφή του δημόσιου πανεπιστημίου, αυτός ο έλεγχος – παρ’ όλο που η έλλειψη ακαδημαϊκής κουλτούρας τον καθιστούσε συχνά ανενεργό – μπορούσε να ασκηθεί. Εδώ οι πανεπιστημιακοί οφείλουν να καταθέσουν συγκεκριμένες προτάσεις.
* Ο Θανάσης Αλεξίου είναι καθηγητής Κοινωνιολογίας (Πανεπιστήμιο Αιγαίου)
ΠΗΓΗ: 26-02-2012, http://www.alfavita.gr/artrog.php?id=58405