Η ιερότητα των συμβόλων ως πολιτισμική αναγκαιότητα της ανοικτής κοινωνίας – Μέρος V
Του Χριστόφορου Αρβανίτη*
Συνέχεια από το Μέρος IV Κοινωνιολογικά αὐτή ἡ διαδικασία τῆς προετοιμασίας καί τῆς ὁλοκλήρωσης τοῦ προσφερομένου γεύματος (τῆς γιορτῆς, ὅπως τήν ἀποκαλοῦν οἱ ντόπιοι), ἀποτελεῖ πρακτική αἰώνων, ἡ ὁποία δυναμοποιεῖ τό πολιτισμικό στοιχεῖο τοῦ θρησκευτικοῦ φαινομένου, μεταμορφώνοντάς το σέ στοιχεῖο κοινωνικῆς συνοχῆς. Παρ’ὅτι προέρχεται ἀπό μιά καθαρά θρησκευτική θυσιαστική διαδικασία λατρείας πρός τούς δώδεκα θεούς κατά τήν ἀρχαιοελληνική περίοδο, (στή Σάμο ἄλλωστε ὑπῆρχε ἕνα ἀπό τά μεγαλύτερα ἱερά τῆς ἐποχῆς πρός τιμήν τῆς θεᾶς Ἥρας, τό Ἡραῖον), στήν ἱστορική του πορεία ἀπέβαλλε τά εἰδωλολατρικά στοιχεῖα καί ἐκχριστιανίσθηκε, παραμένοντας μέχρι σήμερα το πιό δυναμικό πολιτισμικό ἔθιμο τῶν κατοίκων τῆς Σάμου.
Αὐτή ἡ διαδικασία ἀποδεικνύει ὅτι ἤθη καί ἔθιμα τά ὁποῖα ἐκδηλώνουν συνεχῶς καί προβάλλουν στοιχεῖα τῆς πολιτισμικῆς ἰδιομορφίας καί ἰδιαιτερότητας μιᾶς περιοχῆς παραμένουν ζωντανά καί θά συνεχίσουν νά ὑπάρχουν. Ἀντίθετα, στοιχεῖα τά ὁποῖα δέν ἐμπεριέχουν πολιτισμική δυναμική, ἀλλά ἁπλῶς καί μόνο ἐπαναλαμβάνονται μιμητικά στό χῶρο καί στό χρόνο εἶναι καταδικασμένα ἤ νά περιθωριοποιηθοῦν ἤ νά καταργηθοῦν.
Τά δύο παραδείγματα, αὐτό τοῦ τάματος καί αὐτό τοῦ ἐθίμου τῆς «γιορτῆς» τῶν κατοίκων τῆς Σάμου ἐντάσσονται σέ ἕνα εὐρύτερο πλαίσιο κοινωνικῆς πραγματικότητας, κυρίως αὐτό τῆς συλλογικῆς συνύπαρξης καί ἀποδοχῆς τοῦ ἄλλου. Ἄνθρωποι διαφόρων κοινωνικῶν τάξεων καί θέσεων συνυπάρχουν γύρω ἀπό τό «καζάνι» τῆς προετοιμασίας, χωρίς διακρίσεις καί πρωτοκαθεδρίες. Αὐτή ἡ συλλογικότητα κινεῖ ἕνα εὐρύτερο σύνολο δραστηριοτήτων, οἱ ὁποῖες δέν καθορίζονται ἀπό ἰδιοτελή γιά παράδειγμα οἰκονομικά κίνητρα, ἀλλά, λειτουργώντας ἐκτός πλαισίου ἀνταγωνισμοῦ ἤ ὠφελιμισμοῦ καθορίζουν σχέσεις οἱ ὁποῖες ἔστω καί γιά λίγο ἐπιτρέπουν τήν ὑπέρβαση τῶν κοινωνικῶν καί οἰκονομικῶν ἰδιαιτεροτήτων τοῦ καθενός. Εἶναι χαρακτηριστικό δέ τό γεγονός ὅτι ἐλάχιστοι προσκυνητές πορεύονται σέ ἐξωκκλήσια στά ὁποῖα δέν ὑπάρχει αὐτή ἡ διαδικασία κοινωνικοποίησης τῆς τιμῆς πρός τόν ἅγιο. Ἀκόμη δέ πιό χαρακτηριστικό τό γεγονός ὅτι σέ καμία περίπτωση δέν μοιράζεται «ἡ γιορτή» ἄν δέν ἁγιασθεῖ ἀπό τόν ἱερέα.
Τυπολογικά, ἀπό τή λατρευτική θυσία τοῦ ζώου κατά τήν ἀρχαιοελληνική δωδεκαθεϊστική περίοδο περνᾶμε σέ μιά κοινωνιολογική διαδικασία προετοιμασίας τοῦ συλλογικοῦ γεύματος τῆς κοινότητας πού συμμετέχει ἐνεργά καί ὄχι παθητικά ἐνῶ ἡ θυσία ἀπό αἱματηρό λατρευτικό γεγονός ἀντικαθίσταται ἀπό τήν ἀναίμακτη προσφορά θυσίας στό θυσιαστήριο τοῦ σώματος καί τοῦ αἵματος τοῦ Χριστοῦ. Ὅλα κινοῦνται στή λογική τῆς κοινοτικῆς λειτουργίας πρίν καί μετά τή Θ. Λειτουργία καί ἐπιβεβαιώνουν ὅτι ἡ συλλογικότητα μπορεῖ νά ἐκφράζεται μέσα ἀπό συμβολικές κινήσεις παρουσίας τοῦ ἱεροῦ πού κάθε ἄλλο παρά ἐθιμοτυπικές ἤ φαινομενικές εἶναι.
Ἡ ἀτομικότητα ἐντάσσεται στό συλλογικό, ἐγκαταλείποντας τά ὁποιαδήποτε ἰδιαίτερα κοινωνικά χαρακτηριστικά της, φέρνοντας μαζί της μόνο τήν προσωπική παρουσία της ὡς ἀνθρώπινης ὀντότητας πού μοιράζεται τήν ὕπαρξή της ὡς πρόσωπο μέ πολλά ἄλλα πρόσωπα. Τό ἄτομο κοινωνικοποιεῖται γύρω ἀπό τή διαδικασία δράσης ἑνός θρησκευτικοῦ φαινομένου καί μέσα ἀπό αὐτή τή διαδικασία ἐξατομικεύει τήν ἀτομικότητά του, μετατρέποντάς την σέ μέρος τοῦ συλλογικοῦ. Ἡ προετοιμασία τῆς «γιορτῆς» ἀπό θυσία μέ θρησκευτικό περιεχόμενο γίνεται σύμβολο τῆς συλλογικότητας τοῦ πολιτισμικοῦ δεδομένου τῆς τοπικῆς κοινωνίας, ὅπου, ὅμως, τό ἄτομο ἀποφασίζει ἐλεύθερα γιά τή συμμετοχή του. Αὐτή ἡ πολιτισμική συμβολικότητα τῆς ὅλης διαδικασίας δέν θέτει σέ σύγκρουση τό συλλογικό μέ τό ἀτομικό, ἐπιτρέπει τό πέρασμα ἀπό τίς ἐκδηλώσεις τῆς ἀτομικῆς συνείδησης στίς συλλογικές ἀναπαραστάσεις μέσα ἀπό μιά συνεχή σειρά μεταβάσεων,[22] καθώς «ἕνα ἀπό τά χαρακτηριστικά γνωρίσματα τοῦ κοινωνικοῦ γεγονότος εἶναι ἀκριβῶς ἡ συμβολική του ὄψη». [23]
Αὐτή ἡ συμβολική πολιτισμική λειτουργία τοῦ κοινωνικο-θρησκευτικοῦ φαινομένου ἐκδηλώνεται ὡς μέρος τῆς πολιτισμικῆς κοινωνικῆς δραστηριότητας μιᾶς τοπικῆς κοινωνίας, ἐνσωματώνοντας καί μεταφέροντας τήν ἔννοια τῆς κοινωνικοποίησης μέσα ἀπό δραστηριότητες καθ’ὅλα κοινωνικές. Τροπικά πλέον ἡ θρησκεία δέν εἶναι μόνο ἔκφραση τοῦ ἱεροῦ, ἀλλά ἡ συμβολική ἔκφραση τοῦ ἱεροῦ, μεταβάλλεται σέ μιά συμβολική δραστηριότητα μέ ἰδιαίτερη ὑπόσταση πού προσδιορίζεται σχετικά αὐτόνομα ἀπέναντι στούς κοινωνικούς καθορισμούς. Ἀποτελεῖ ἕνα κόσμο σημείων καί σημασιῶν πού δίνει νόημα στίς ἀνθρώπινες σχέσεις. Ἕνα σύστημα συμβόλων πού συγκροτεῖ καί ἀναπαράγει τήν κοινωνική ζωή καί δίνει νόημα στά μέλη της. [24]
Τά ἄτομα παρ’ ὅτι δροῦν ἐλεύθερα, δροῦν συλλογικά ἀποδεχόμενοι τή συμβολικότητα τῆς ὅλης διαδικασίας, ἐκφράζοντας συναισθήματα, σκέψεις καί πιστεύω ὅτι πράγματι ἔτσι εἶναι, χωρίς κατ’ἀνάγκη αὐτό νά ἀληθεύει. Ἡ ἑνότητα προσώπων καί συμβολισμῶν διαμορφώνει ἀνθρώπινες σχέσεις οἱ ὁποῖες συντελοῦνται γύρω ἀπό ἕνα θρησκευτικό γεγονός (ἡ τιμή πρός τόν ἅγιο) τό ὁποῖο ἐπιβεβαιώνει διαχρονικά τή σχέση τῆς τοπικῆς κοινωνίας μέ τό θεῖο. Κόσμος, Φύση, Ἄνθρωπος, Κοινωνία, Θεός παράγουν ἕνα κοινωνικό καί πολιτισμικό συμβολισμό, ὁ ὁποῖος ἔρχεται νά καταργήσει τήν κυριαρχούσα μονοδιάστατη ἀνταγωνιστική κοινωνική δράση καί νά ἀφήσει ἐλεύθερο τόν ἄνθρωπο νά δηλώσει συμμετοχή στή συλλογικότητα χωρίς νά ἐκμηδενίσει τήν προσωπική του ἀτομικότητα. Οἰκογένειες, συγγενεῖς, φίλοι, περαστικοί καί ἄγνωστοι ἀποτελοῦν ἕνα συμβολικό κύκλο συλλογικότητας, ὁ ὁποῖος ἐπιλέγει μιά ὁλονύκτια πολιτισμική δράση καί διαμορφώνει μιά αὐτόνομη κοινότητα ἀναμένοντας τήν ὁλοκλήρωση τῆς τιμῆς πρός τόν ἅγιο, νοηματοδοτώντας τήν ἀνθρώπινη ὕπαρξη. [25]
Αὐτή ἡ ὑπαρξιακή νοηματοδότηση εἶναι ὁλοφάνερη ἄν γιά παράδειγμα ἐπιχειρούσαμε μιά καταγραφή τῆς προσφορᾶς τοῦ χριστιανισμοῦ στόν Εὐρωπαϊκό πολιτισμό μέσα ἀπό ὀνόματα καί παρεμβάσεις. Θά ἔπρεπε νά ἀναφερθοῦμε ἀπαραιτήτως στούς Ἕλληνες καί Λατίνους Πατέρες, στόν Δάντη καί τή «Θεία Κωμωδία», στόν «Χαμένο Παράδεισο» τοῦ Milton, στά «Τέσσερα Κουαρτέτα» τοῦ T.S.Eliot, στά «Κατά Ματθαῖον Πάθη» τοῦ Μπαχ, στό «Μεσσία» τοῦ Χαῖντελ, στόν Τζιότο, στό Ντα Βιντσι, στό Μιχαήλ Ἄγγελο, στόν Ραφαήλ, στό Δομήνικο Θεοτοκόπουλο, στόν Ρεμπράντ, στήν Ἁγιά Σοφιά, στό Cluny, στό Ἅγιον Ὅρος, στόν Ντράγιερ, στόν Μπέργκμαν, στόν Ταρκόφσκι, στήν προσπάθεια τῶν πρώτων χρόνων γιά κοινωνική ἀπελευθέρωση, στήν ἄμετρη ἀγάπη τοῦ Εὐαγγελίου, στήν ἀλληλεγγύη, στό νόημα τῆς θυσίας, στόν ἁγιασμό τῆς ὕλης, στή δύναμη τῆς πίστης, στό Θωμά Ἀκινάτη, στόν Ἅγιο Φραγκίσκο τῆς Ἀσσίζης, στόν Πασκάλ, στόν Ἰωάννη τοῦ Σταυροῦ, στόν ἱερό Αὐγουστίνο, στόν Ἅγιο Γρηγόριο Παλαμᾶ, στόν Ἡσυχασμό, στόν Λούθηρο καί τόσους ἄλλους. Τί σημαίνουν ὅλοι αὐτοί καί ὅλα αὐτά γιά τόν Εὐρωπαϊκό Πολιτισμό; Ἀποτελοῦν τούς φορεῖς ἑνός μηνύματος, τοῦ χριστιανικοῦ, διαφορετικοῦ κατά ἐποχές, πού ἐμπλουτίζει τόν πολιτισμό ἐπίσης κατά ἐποχές. Ἀνάμεσά τους ὑπάρχουν χρονικές διαφορές 1000 καί 1500 χρόνων, κοινωνικές διαφορές, πολιτικές καί οἰκονομικές διαφορές, διαφορές γιά τό ἴδιο τό μήνυμα πού μετουσιώνουν.
Παραμένουν ὅμως καταγεγραμμένα ὡς δρώμενα πού ἐπιτυγχάνουν νά περάσουν τό μπόλιασμα τοῦ χριστιανισμοῦ μέ τόν πολιτισμό. Ὡς στοιχεῖα πού ἀποδεικνύουν πώς ὁ χριστιανισμός ἀποτελεῖ ἕνα ἀπό τά πιό δυναμικά σύμβολα τοῦ εὐρωπαϊκού πολιτισμοῦ. Ἐπί πλέον ἀποδεικνύει ὅτι στόν εὐρωπαϊκό χῶρο, ἄτομα, ὁμάδες καί κοινότητες μποροῦν νά ἐκφράζουν πολιτισμικά τή θρησκευτικότητά τους καί νά μετατρέπουν τήν πολυθρησκευτικότητα σέ πολυπολιτισμικότητα, χωρίς νά παραβλέπουν τό γεγονός ὅτι ὁ χριστιανισμός ἀπετέλεσε τήν ἀφετηρία τῶν ἀνθρωπιστικῶν κινημάτων. Κατά τόν Hartmut von Heting:
«ἡ θρησκεία ἀποτελεῖ ἕνα μέρος τοῦ πολιτισμοῦ μας, ἀκόμη καί στήν ἐκκοσμικευμένη της μορφή. Δέν κατανοεῖ κανείς αὐτό τόν πολιτισμό, ἐάν δέν δεῖ τή θρησκευτική ρίζα τῶν θεσμῶν, τῶν μορφῶν καί τῶν ἀξιῶν του. Ἡ ἠθική μας, ἡ τέχνη μας, ἡ ἐπιστήμη μας, οἱ θεμελιώδεις κοινωνικές δομές ἀναπτύχθηκαν μέσα ἀπό τή θρησκεία ἤ μέσα ἀπό τήν ἀντιπαράθεση μέ αὐτήν. Ἡ γενική μόρφωση, ἀκόμη καί ἐνός ἄθεου στόν κόσμο μας, δέν μπορεῖ νά εἶναι «γενική», ἐάν δέν περιλαμβάνει τή θρησκεία».[26]
Σήμερα, ὑπάρχει μιά δεδομένη ἀντιστροφή, καθώς ἡ συνύπαρξη τῶν πολιτισμῶν ἀποτελεῖ ζήτημα ἐπιβίωσης καί γιά τήν ἴδια τήν Εὐρωπαϊκή Ἕνωση. Ἡ προβληματική κατάσταση τῶν προηγουμένων χρόνων ἔχει μετατραπεῖ πλέον σέ ἀξία γιά τόν δυτικό ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος ἀνακαλύπτει ἐκ νέου τή σημασία τῆς συνύπαρξης τῶν πολιτισμῶν.[27] Ἡ ἐλευθερία ὡς δῶρο τοῦ Θεοῦ πρός τόν ἄνθρωπο ἀποτελεῖ ἕνα συνεχή ἀγώνα γιά ἀπαλλαγή τοῦ ἀνθρώπου ἀπό παρελθοντικά ἰδεολογήματα καί ἀπολυτοποιήσεις. Ἡ πρόκληση γιά τόν εὐρωπαϊκό πολιτισμό καί τόν εὐρωπαῖο ἄνθρωπο εἶναι νά κατορθώσει τήν ἔξοδό του ἀπό τή μοναδικότητα τῆς ἀπόλυτης ἀλήθειας πού κατά τρόπο ἰδεοληπτικό καί διαστρεβλωτικό διαμόρφωσε σέ προηγούμενες ἐποχές.
Παραπομπές
[22]Παπαγεωργίου Ν., ibid., p.288, από τό SCG, p.161 («Sociologie», Grande Encyclopédie, t.30, 1901, (Oeuvres III, pp.139-177).
[23]Παπαγεωργίου Ν., ibid., 290, στό «Πραγματικές καί πρακτικές σχέσεις της ψυχολογίας καί της κοινωνιολογίας» Journal de psychologie normale et pathologique 2, 1924, Κοινωνιολογία καί ανθρωπολογία, ibid., pp.63-103.
[24]Παπαγεωργίου Ν. Ibid., pp. 323-324.
[25]Βλ. Επίσης, Émile Durkheim, Les formes élémentaires de la vie religieuse, PUF, Paris, 1985, pp.331-332.
[26]H. von Hentig, Glaube. Fluchten auw der Aufklärung, Düsseldorf, 1992, p.113, στό Δεληκωνσταντή Κ., «Η ευρωπαϊκή μας ταυτότητα μεταξύ χριστιανικής παράδοσης καί πλουραλισμού» στό περ. ΣΥΝΑΞΗ, τ. 74, p.39.
[27]George M. Condothra, «Ευαγγέλιο καί πολιτισμός» στό Καθ’ οδόν τ.4, pp.55-63
* Ο Χριστόφορος Ἀρβανίτης είναι Δρ. Κοινωνιολογίας του Χριστιανισμού καί τῆς Θρησκείας, εκλεγμένος Επίκουρος Καθηγητής στην ΑΕΑΗ Κρήτης.
ΠΗΓΗ: Τρίτη, 5 Απριλίου 2011, http://theo-eco-culture.blogspot.com/2011/04/blog-post.html?spref=fb