Η ιερότητα των συμβόλων ως πολιτισμική αναγκαιότητα της ανοικτής κοινωνίας – Μέρος ΙV
Του Χριστόφορου Αρβανίτη*
Συνέχεια από το Μέρος ΙΙΙ Ἡ πολεμική τῶν κλειστῶν πολιτισμικῶν συστημάτων ἐνάντια στήν εἰρηνική συνύπαρξη τῶν πολιτισμῶν ἀποτελεῖ προσπάθεια ἐπιστροφῆς στό παρελθόν ὄχι μόνο πολιτισμικά, ἀλλά καί θεσμικά, γεγονός πού ὑποδηλώνει ὅτι δέν μποροῦν νά κατανοήσουν ὅτι οἱ συγκεκριμένες παρελθοντικές πολιτισμικά καί θεσμικά δράσεις, ἀνταποκρίνονταν σέ συγκεκριμένες, ἐπίσης, παρελθοντικές πολιτισμικά κάι θεσμικά ἀνάγκες.
Πολιτισμός ἐξ ἄλλου σημαίνει δημιουργία καί ἡ δημιουργία δέν μπορεῖ νά ταυτίζεται οὔτε κἄν μέ τή στασιμότητα πόσο μᾶλλον μέ τήν ἐπιστροφή. Ἡ γλώσσα, ἡ μουσική, ἡ ποίηση, ἡ τέχνη, ἡ ἐπιστήμη ἀποτελοῦν πολιτισμικοί κόσμοι μέ δεδομένες κοινωνικές ἀναφορές, ὅμως, πολιτισμικά αἰτήματα ἀποτελοῦν καί οἱ ἀρχές τῆς ἐλευθερίας, τῆς ἰσότητας, τῆς ἀλληλεγγύης καί τῆς συνύπαρξης. Οἱ θεσμοί πού ἐκπροσωποῦνται στήν κοινωνία δημοκρατικά ἀντιλαμβάνονται πόσο καταλυτικό γιά τόν ἄνθρωπο εἶναι τό γεγονός τῆς συνύπαρξης μέ τό διαφορετικό χωρίς κανόνες καί ὅρους συλλειτουργίας.
Σήμερα οἱ κλειστές κοινωνίες τοῦ φόβου, τῆς ἐθνικιστικῆς καί φυλετικῆς ἀσφάλειας ἔχουν καταρρεύσει, ὅπως κατέρρευσαν μετά ἀπό ὀκτώ μῆνες τρομοκρατίας ὁ Κριτίας καί οἱ Τριάκοντα Τύραννοι. Ὁ ἠθικός καί πολιτισμικός μηδενισμός τοῦ Παλαιοῦ Ὁλιγαρχικοῦ ἀποδείχθηκε μέσα ἀπό τήν τυραννία τῶν Τριάκοντα, καθώς ἡ καταπολέμηση τῆς ἐλευθερίας τῆς σκέψης καί τῆς ἀλήθειας βασίστηκε κυρίως στή δυσπιστία ἔναντι τοῦ ἀνθρώπινου πολιτισμοῦ. Ἡ ἐπιστροφή σέ τέτοιες ἐπιλογές ἤ σέ ἐπιλογές Ἱερᾶς Ἐξέτασης καί Μυστικῆς Ἀστυνομίας ἀποτελοῦν ἐπιλογές γιά ἐπιστροφή σέ μιά κοινωνία θηρίων γιά τήν ἀλλαγή τῆς ὁποίας ὁ εὐρωπαϊκός πολιτισμός ἔχυσε πολύ αἷμα.[17] Σέ αὐτό τό σημεῖο θά πρέπει νά γίνει κατανοητό ὅτι ἡ θρησκεία ὡς ἀνθρώπινη ἀνάγκη κινεῖται μέσα στήν ἀνθρώπινη δυστυχία γιά νά παρηγορήσει καί νά προσφέρει παραμυθία. Κινεῖται μέσα στήν ἀνθρώπινη εὐτυχία γιά νά προκαλέσει εὐθυμία καί ψυχαγωγία. Κινεῖται δυναμικά μέσα ἀπό διαθέσεις, συναισθήματα, πάθη καί αἰσθήματα, παρέχοντας σέ ὅσους τήν ἀποδέχονται ἐγγυήσεις γιά τήν κατανόηση τοῦ κόσμου, δημιουργώντας ταυτόχρονα πολιτισμικές προϋποθέσεις.
Tό ζητούμενο λοιπόν γιά τό θρησκευτικό φαινόμενο στή σχέση του μέ τόν πολιτισμό ὡς παράγωγο τῆς ἀνθρώπινης ἰδιοσυγκρασίας εἶναι κατά πόσο αὐτό καθ’ἕαυτό ὡς ὑπαρκτό γεγονός μετασχηματίζει ἐμπειρίες, ἀτομικές ἤ συλλογικές καί γνώσεις σέ πολιτισμικά δεδομένα μέσα ἀπό διαδικασίες καί ἀναφορές πού χάνονται στά βάθη τῆς πρώτης παρουσίας τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ ἐκκλησία: «παράγει μεταμορφωμένο πολιτισμό, ἀφοῦ ἀναπότρεπτα τούτη ἡ πορεία ἔχει ἄμεση σχέση πρός τά ἔργα καί τή συμπεριφορά τοῦ ἀνθρώπου, ἀκόμη καί ὅταν τά μέλη της μέ ἔντονη ἐσχατολογική ἀναμονή βλέπουν νά ζυγώνει κοντά τους τό ἀνακαινιστικό τέλος τοῦ κόσμου» [18]
Ἐπιδράσεις καί προσλήψεις στήν ποίηση καί στήν πεζογραφία, ἐπιδράσεις κάι προσλήψεις στή μουσική, στή ζωγραφική, στήν ἀρχιτεκτονική, στήν κοσμηματοποιεία ἀπό ἀνθρώπους πού κατόρθωσαν νά μπολιάσουν δημιουργικά τούς πολιτισμούς, ὅπως ὁ Διονύσιος Σολωμός, ὁ Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης, ὁ Φώτης Κόντογλου, ὁ Νίκος Καζαντζάκης, ὁ Γιῶργος Σεφέρης, ὁ Ὁδυσσέας Ἐλύτης, ὁ Τάσος Λειβαδίτης, ὁ Γιάννης Τσαρούχης, ὁ Ντίνος Χριστιανόπουλος, ὁ Γαβριήλ Πεντζίκης, ὁ Μάνος Χατζηδάκης, ὁ Μίκης Θεοδωράκης, ὁ Κάρολος Κούν, ὁ Ἀπόστολος Καρδάρας, ὁ Σταῦρος Κουγιουμτζῆς, οἱ μαντιναδῶροι καί τά ριζίτικα τῆς Κρήτης, οἱ Σμυρνιοί μικρασιάτες ρεμπέτες, καί πολύ ἄλλοι σύγχρονοι, ἐπώνυμοι-ἀνώνυμοι, οἱ ὁποῖοι ἀσχολήθηκαν μέ αὐτό τό χαρισματικό στοιχεῖο τῆς ὀρθόδοξης πνευματικότητας, μετουσιώνοντάς το σέ πολιτισμικό δρώμενο μακρυά ἀπό θεσμικές νόρμες καί μέ μοναδικό στοιχεῖο τό μεγαλεῖο τῆς προσωπικῆς τους βιωτῆς.
Ἡ πίστη στήν κατ’εἰκόνα καί καθ’ὁμοίωσιν δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ἀποδοχή τῆς ἀποκάλυψης τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ στόν ἄνθρωπο, ἡ ἐνσάρκωση, ἡ σταύρωση, ἡ ἀνάσταση, ἡ τελική κρίση. Ὅλες αὐτές οἱ ἀβέβαιες βεβαιότητες τῆς πίστης στόν χριστιανισμό συλλαμβάνουν ποικίλες πολιτισμικές καί κοινωνικές προβολές, καθώς καθορίζουν ἕναν ἰδιαίτερο τρόπο κατανόησης τῆς ζωῆς πού μπορεῖ ταυτόχρονα νά εἶναι καί ἱστορική καί ἐπιστημονική καί αἰσθητική ἤ μπορεῖ νά μήν εἶναι τίποτε ἀπ’ὅλα αὐτά καί νά εἶναι ἀσκητική, ἀναχωρητική, μή κοσμική. Πάντως καί στή μιά καί στήν ἄλλη περίπτωση οἱ πολιτισμικές ἐπιδράσεις δέν μποροῦν νά εἶναι μόνο στόν τελετουργικό χῶρο ἤ στό χῶρο τῆς λατρείας, καθώς ἀντανακλοῦν ἀντιλήψεις πού ἀναφέρονται στόν ὅλο ἄνθρωπο.
«Ἡ ἀναμονή τοῦ Θεοῦ εἶναι ἐν μέρει μιά ἀναζήτηση γιά μιά γλώσσα καί ἕνα ὕφος πού θά μᾶς βοηθοῦσε, ἴσως, νά σταθοῦμε γιά ἄλλη μιά φορά ἐνώπιόν του, γοητευμένοι ἀπό τήν παρουσία του. Τόν καιρό τῆς προσμονῆς, ἔχουμε ἕνα τόπο νά περιμένουμε΄ ὄχι μπροστά σ’ἕνα βωμό, ἀλλά μέσα στόν κόσμο, στή πόλη, δίπλα στόν ἄπορο γείτονα καί τόν ἐχθρό».[19] Στίς σύγχρονες κοινωνίες παρά τό ὅτι ἡ πορεία της ἐκκοσμίκευσης ὡς διαδικασία ἀπελευθέρωσης ἀπό τήν ἀπόλυτη ἱερή αὐθεντία συνεχίζει νά ὑφίσταται, ἐν τούτοις θεσμοί, ἤθη, ἔθιμα, συστήματα καί ἀξίες πολλές φορές ἀποδεικνύεται ὅτι ἐμπεριέχουν συμβολικότητες οἱ ὁποῖες κρυπτογραφοῦν ἀρκετές δραστηριότητες τοῦ ἀνθρώπινου πολιτισμοῦ.[20] Γιά παράδειγμα ἡ ἔννοια τοῦ τάματος ἑνός πιστοῦ πρός κάποιο ἅγιο. Ἀκολουθώντας ἀναλυτικά τά βήματα παρουσίασης τοῦ φαινομένου στό πλαίσιο τῆς συμβολικότητας, παρατηροῦμε ὅτι:
α. ἡ ἔννοια τοῦ τάματος ἀπό τόν πιστό πρός τόν ἅγιο ἐμπεριέχει τήν ἀποδοχή ἀπό μέρους τοῦ πιστοῦ ὅτι ὁ ἅγιος μπορεῖ μέσα ἀπό κάποιες ἀπροσδιόριστες συχνά δυνάμεις πού ἔχει νά προσφέρει πρός τόν πιστό λύσεις σέ ὑπαρκτά-ὑλικά προβλήματα πού ἀντιμετωπίζει, ἀποδίδοντας στό ἅγιο ὑπερφυσικές δυνατότητες
β. αὐτές οἱ δυνάμεις ταυτίζονται μέ τήν ἁγιότητα καί τήν ἱερότητα τοῦ προσώπου πού προσκαλεῖται νά ἐπιλύσει τά προβλήματα μέ τρόπο θαυμαστό
γ. ἐμπεριέχει ἕνα εἶδος ἱερῆς ἐπικοινωνίας, καθώς ὁ ἄνθρωπος πού παρακαλεῖ ἐπικοινωνεῖ μέ τόν ἅγιο ὡς ἕνα πρόσωπο οἰκεῖο καί ἀγαπητό
δ. ἐμπεριέχει τήν ἔννοια τῆς ἀνταλλαγῆς, καθώς τό τάμα ταυτίζεται μέ τό τάξιμο. Ὁ πιστός «ἔταξε» στόν ἅγιο ὅτι ἐάν ὑπάρξει ἀνταπόκριση ἀπό αὐτόν τότε αὐτός θά τοῦ προσφέρει κάτι ὡς ἀνταπόδοση. Κάτι σάν ἕνα εἶδος συναλλαγῆς καί ἀνταπόδοσης ὑπό προϋποθέσεις στό πλαίσιο: «κάνε μου αὐτό καί γώ θά σοῦ κάνω ἐκεῖνο»
ε. ὁ κοινωνικός περίγυρος μυεῖται καί αὐτός στό τάμα, καθώς συμμετέχει καί αὐτός στή διαδικασία τῆς κοινωνικοποίησης τῆς σχέσης πιστοῦ–ἁγίου, ἐλπίζοντας ὅτι καί ὁ ἴδιος σέ ἀνάλογη περίπτωση θά τύχει εὐνοϊκῆς ἀντιμετώπισης ἀπό μέρος τοῦ ἁγίου
στ. πολλές φορές ἡ κοινωνικοποίηση τοῦ τάματος ἀποτελεῖ ἀπαραίτητο ὅρο ὑλοποίησης του καί ἡ μή τήρηση τῆς διαδικασίας μπορεῖ νά ὁδηγήσει σέ ἀναίρεση τοῦ ἴδιου τοῦ φαινομένου
ζ. ἀρκετές φορές τό τάμα ἀποτελεῖ προσφορά πρός τόν ἅγιο χωρίς νά ὑπάρχει προηγούμενη συμφωνία ἤ ὑπόσχεση, ἀλλά γιατί ὁ πιστός θεωρεῖ ὅτι ὑπῆρξε παρέμβαση κάποιου ἁγίου σέ κάποιο σημαντικό γεγονός τῆς ζωῆς του. Χαρακτηριστικές οἱ περιπτώσεις ἀνέργεσης ναῒσκων (προσκυνητάρια) στίς ἄκρες τῶν δρόμων ἤ σέ ἐπικίνδυνα σημεῖα τῶν δρόμων στά ὁποῖα ἔχουν συμβεῖ ἀτυχήματα
η. πολλές φορές ἡ πρακτική τοῦ τάματος ξεπερνᾶ τά ὅρια τῆς λαϊκῆς εὐσέβειας καί μετατρέπεται σέ δεισιδαιμονία
θ. εἴτε ὡς λαϊκή εὐσέβεια εἴτε ὡς δεισιδαιμονία ἡ ἀναγκαιότητα πού ἐκφράζεται μέσα ἀπό τήν ἐπιλογή τοῦ τάματος εἶναι καθόλα συμβολική καί συμβολίζει μέ ποικίλους τρόπους ὅτι ἡ θρησκεία ἀποτελεῖ προϊόν τοῦ ἀνθρωπίνου πολιτισμοῦ πού ἐνδιαφέρεται νά ἐκδηλώνει εἴτε συλλογικά εἴτε ἐξατομικευμένα τή σχέση του μέ τό θεῖο
Χαρακτηριστικό παράδειγμα πολιτισμικότητας τοῦ τάματος ἀποτελεῖ ἡ διαδικασία ἑορτασμοῦ τῶν ἐκκλησιδίων (ἐξωκκλήσια) στή Σάμο, ὅπου ἡ προετοιμασία τῆς ἑορτῆς τοῦ τιμομένου ἁγίου περιλαμβάνει ἀπό τήν παραμονή σφαγή ζώου(αἵγα), ὁλονύκτια προετοιμασία τοῦ φαγητοῦ μέ συζητήσεις, χορούς καί ἀστεῖα μεταξύ τῶν παρευρισκομένων, τέλεση Θ. Λειτουργίας πρός τιμή τοῦ ἑορτάζοντος ἁγίου, προσφορά ἀρτοκλασίας καί τό βράσιμο τοῦ σιταριοῦ. Μετά τό πέρας τῆς Θ. Λειτουργίας, τό ἰδιαίτερο αὐτό φαγητό ἁγιάζεται ἀπό τόν ἱερέα καί μοιράζεται στούς προσκυνητές καί στούς περαστικούς. Ἡ ἄφιξη τῶν προσκυνητῶν γίνεται κυρίως μέ τά πόδια, ἀκολουθώντας γνωστά μονοπάτια τῆς περιοχῆς καί κατά παρέες. [21]
Παραπομπές
[17] Ἀρβανίτη Χριστοφ., «Ἡ ἠθική τῆς ἐλευθερίας στήν ἐποχή τῆς νεωτερικότητας» στό περ. Γρηγόριος Παλαμάς, τ.799.
[18] Ματσούκα Νικολάου., «Πολιτισμός καί ἐκκλησιαστική ταυτότητα», στό περ. ΣΥΝΑΞΗ τ.88, p.8.
[19] Altizer T and Hamilton W, Radical Theology and the Deth of God, Penguin, Baltimore, 1968, p.157
[20]Παπαγεωργίου Ν. Μεταμορφώσεις τοῦ ἱεροῦ, Κοινωνιολογία καί θρησκεία στό ἔργο τοῦ Marcel Mauss, Πουρναράς, Θεσσαλονίκη, pp.256-258.
[21]Βαρβούνη Μ., Λαϊκή λατρεία καί θρησκευτική συμπεριφορά τῶν κατοίκων τῆς Σάμου, Πνευματικό Ἵδρυμα Σάμου «Νικόλαος Δημητρίου», Βιβλιοθήκη Ἐπιστημονικών Εκδόσεων, Αθήνα, 1992, pp.99-113, Ιδιαίτερα 109-113.
* Ο Χριστόφορος Ἀρβανίτης είναι Δρ. Κοινωνιολογίας του Χριστιανισμού καί τῆς Θρησκείας, εκλεγμένος Επίκουρος Καθηγητής στην ΑΕΑΗ Κρήτης.
ΠΗΓΗ: Τρίτη, 5 Απριλίου 2011, http://theo-eco-culture.blogspot.com/2011/04/blog-post.html?spref=fb