Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ο χρόνος…
Του Γιώργου Μαυρογιώργου*
Θα συνεχίσουμε την ανάλυση μας για τις «πολιτικές χρόνου» στην εκπαίδευση, με μια συνοπτική αναδρομή στους κοινωνικοοικονομικούς όρους και τις συνθήκες κάτω από τις οποίες διαμορφώθηκαν, στο παρελθόν, οι καθιερωμένες πρακτικές διευθέτησης του χρόνου. Θα περιοριστούμε σε ορισμένα παραδειγματικά «στιγμιότυπα» από την ιστορία «μακράς διάρκειας», αναφορικά με την καθιέρωση «πρακτικών χρόνου». Ίσως, αυτό μας βοηθήσει να κατανοήσουμε το στίγμα των προτάσεων που έχουν κατατεθεί για τα Ωρολόγια Προγράμματα του κυπριακού σχολείου.
Είναι σαφές ότι οι πολιτικές χρόνου, ως μέρος της ευρύτερης εκπαιδευτικής πολιτικής, προσδιορίζεται από τις κυρίαρχες επιλογές άσκησης κοινωνικού ελέγχου στη συνολική κοινωνική λειτουργία ενός εκπαιδευτικού συστήματος. Έτσι, εξηγείται γιατί η εκπαιδευτική πολιτική χρόνου αναδεικνύεται σε κεντρικό ζήτημα στη διαπραγμάτευση και τη χάραξη της συνολικής εκπαιδευτικής πολιτικής. Οι συγκρούσεις και οι αντιθέσεις προσφέρουν το πεδίο για διαρκή στοχασμό και παρέμβαση με στόχο την υπέρβασή τους προς την αναζήτηση εναλλακτικών μορφών αξιοποίησης του χρόνου.
Ο χρόνος με βάση «τη δουλειά που πρέπει να γίνει»
Θα βασιστούμε σε ορισμένα από τα συμπεράσματα του Ε. Π. Τόμσον στη μελέτη «Χρόνος ,εργασία και βιομηχανικός καπιταλισμός» (1983). Σύμφωνα με τις απόψεις του, ανάμεσα στα 1300 και στα 1650, στις κοινωνίες της Δυτικής Ευρώπης έγιναν σημαντικές αλλαγές ως προς τον τρόπο αξιοποίησης του χρόνου. Αυτές οι αλλαγές επηρέασαν την πειθαρχία στην εργασία και τον τρόπο που αντιλαμβάνονται το χρόνο οι εργαζόμενοι, καθώς η μετάβαση στην αναπτυγμένη καπιταλιστική βιομηχανική κοινωνία συνδέθηκε με ριζική ανασυγκρότηση των συνηθειών εργασίας, με νέες μορφές πειθαρχίας και κινήτρων, με νέες μορφές οργάνωσης της εργασίας. Όλα αυτά, με τη σειρά τους, συνδέονται με αντίστοιχες αλλαγές στον τρόπο που αντιλαμβάνεται το άτομο το χρόνο.
Στους πρωτόγονους λαούς, η αντίληψη χρόνου συνδέονταν συνήθως με τις διαδικασίες του κύκλου εργασίας σε πολύ στενό πλαίσιο. Δεν υπήρχαν τακτές ώρες για τα γεύματα καθώς «η έννοια της ακρίβειας στα ραντεβού ήταν άγνωστη». Μια τέτοια στάση απέναντι στο χρόνο, σύμφωνα με τον Τόμσον, ήταν δυνατή μόνο σε κοινότητες με απλή οργάνωση, όπου οι δουλειές της ημέρας φαίνονται δεδομένες και σύμφωνες με τη λογική των αναγκών που προκύπτουν στη συγκεκριμένη μορφή οργάνωσης. Έτσι, π.χ. «την εποχή που γεννάνε οι προβατίνες δεν μπορείς να απομακρυνθείς από τη στάνη γιατί τα νεογέννητα χρειάζονται φροντίδα». Αυτός ο τρόπος μέτρησης του χρόνου αναφέρεται ως μέτρηση «με βάση τη δουλειά που πρέπει να γίνει». Ο Τόμσον κάνει μια σημαντική παρατήρηση εδώ σημειώνοντας πως, σε αυτή την περίπτωση, ο διαχωρισμός ανάμεσα σε «εργασία» και «ζωή» δεν είναι τόσο έντονος. Οι κοινωνικές σχέσεις και η εργασία εμπλέκονται: η εργάσιμη μέρα επιμηκύνεται ή επιβραδύνεται, ανάλογα με τη συγκεκριμένη δουλειά, και δεν έχεις την αίσθηση ότι υπάρχει σύγκρουση ανάμεσα στο να εργάζεσαι και στο να «περνάς τη μέρα σου».
Η εργασία με βάση το χρόνο
Η παραπάνω μορφή διευθέτησης του χρόνου γίνεται προβληματική, όταν στις διάφορες ασχολίες έχουμε μισθωτούς εργαζόμενους, καθώς προκύπτουν ζητήματα όπως καταμερισμός των ρόλων, η πειθαρχία στη σχέση εργοδότη/ εργαζόμενου, συντονισμός, απόδοση κ. α.. Το πέρασμα, δηλαδή, από τη «μέτρηση με βάση τη δουλειά που πρέπει να γίνει» στην «εργασία που μετριέται με βάση το χρόνο», συντελείται όταν στις εργασίες απασχολούνται εργαζόμενοι. Ο εργοδότης εκμεταλλεύεται το χρόνο των εργαζομένων και ελέγχει ώστε να μη χαραμίζεται. Όπως υποστηρίζει ο Τόμσον , «απ’ τη στιγμή που ο χρόνος έχει μετατραπεί σε χρήμα, το καθοριστικό δεν είναι η δουλειά που πρέπει να γίνει αλλά η αξία του χρόνου. Ο χρόνος έχει γίνει χρήμα: δεν περνάει αλλά δαπανάται».
Έτσι, σταδιακά είχαμε την εμφάνιση του ρολογιού και τη γενικευμένη χρήση του, στα μέσα του 18ου αιώνα. Η ιστορία του ρολογιού αντανακλά και αποτυπώνει τις αλλαγές στις αντιλήψεις για το χρόνο και τις πρακτικές χρήσης του χρόνου. Όπως ισχυρίζεται ο Πόστμαν, Ν., η επινόηση του ρολογιού προέκυψε από την ανάγκη τήρησης της ακριβέστερης δυνατής τάξης στο μονότονο πρόγραμμα των μοναστηριών. Εκείνο που δεν είχε συνειδητοποιηθεί τότε, ήταν ότι το ρολόι δεν είναι απλώς ένα μέσο καταμέτρησης του χρόνου αλλά και μέσο συγχρονισμού και έλεγχου των ενεργειών του ανθρώπου. Μέχρι τα μέσα του δεκάτου τετάρτου αιώνα, το ρολόι είχε αρχίσει να χρησιμοποιείται και στο χώρο εργασίας, για να προσφέρει μια νέα τάξη στη ζωή του εργαζομένου και του εμπόρου. Όπως, χαρακτηριστικά υποστηρίζει, «Εν ολίγοις, χωρίς το ρολόι, ο καπιταλισμός δε θα είχε υπάρξει. Το παράδοξο, η έκπληξη και το θαύμα είναι ότι, ενώ το ρολόι εφευρέθηκε από τους ανθρώπους που ήθελαν να αφιερώσουν τη ζωή τους αυστηρά στο Θεό, τελικά κατέστη μια τεχνολογία μεγίστης χρησιμότητας για τους ανθρώπους που ήθελαν να αφιερώσουν τη ζωή τους στη συσσώρευση του χρήματος».
Ο χρόνος είχε γίνει ήδη «εμπόρευμα» που θα μπορούσε να κατακερματιστεί, να πουληθεί και να αγοραστεί. Σιγά- σιγά «αντικειμενικοποιήθηκε» και αποσπάστηκε από τη ζωή των υποκειμένων. Το ρολόι είναι η έκφραση της εμπορευματοποίησης του χρόνου, καθώς λαμβάνεται υπόψη στις συμβάσεις εργασίας και συνδέεται με την εμπορευματοποίηση της εργατικής δύναμης. Σήμερα, ο συντονισμός στο χώρο των επιχειρήσεων και των γραφείων, στις δημόσιες- μαζικές συγκοινωνίες, στον κινηματογράφο, στην τηλεόραση, στις κοινωνικές μας σχέσεις, στη εκπαίδευση κ. α. θα ήταν αδιανόητο χωρίς την καθιέρωση του ρολογιού. Το ρολόι αντικειμενικοποίησε το χρόνο σαν κάτι που υπάρχει ανεξάρτητα από την ένταση ή την ύφεση της βιωμένης εμπειρίας.
Στα μέσα του 18ου αιώνα, ο μετρημένος χρόνος και τα ρολόγια ανήκαν ακόμη στις εύπορες τάξεις («τεκμήριο ευπορίας», σύμβολο κοινωνικού κύρους, επιβολή φόρου, κ. α.). Στο τέλος αυτού του αιώνα, άρχισαν να θεωρούνται περισσότερο αντικείμενα πρώτης ανάγκης παρά είδη πολυτελείας και η γενίκευσή τους συνδέεται με το βιομηχανικό καπιταλισμό που απαιτούσε έναν ελεγχόμενο συγχρονισμό της εργασίας. Μέσα από αυτές τις εξελίξεις, η κατανομή του χρόνου και οι αντίστοιχες διευθετήσεις συνδέονται με την πειθαρχία ως προς το χρόνο. Έχουμε ήδη τα χαρακτηριστικά του πειθαρχημένου βιομηχανικού καπιταλισμού, με το φύλλο παρουσίας (κάρτα), τον χρονομετρητή, κ. α.. Έτσι, σιγά-σιγά και μετά από πολλές αντιδράσεις και αντιστάσεις, από την πλευρά των εργαζομένων, καθιερώθηκαν διάφορα μέτρα και τεχνικές, όπως: καταμερισμός της εργασίας, επίβλεψη, τα πρόστιμα, τα κουδουνίσματα, τα ρολόγια, τα υλικά κίνητρα, κ.α. Όλα αυτά ενισχύθηκαν με τη βοήθεια του άμβωνα και του σχολείου, διαμόρφωσαν τις νέες συνθήκες εργασίας και επέβαλαν μια νέα πειθαρχία του χρόνου που συνδέεται με την οικονομία του χρόνου και τη διάκριση ανάμεσα «στη δουλειά» και «στη ζωή».
Στις αρχές περίπου του 20ου αιώνα, με την επινόηση της αυτόματης χρονομέτρησης, την ανάλυση του χρόνου και των κινήσεων, κ.α., με τη λεγόμενη «επιστημονική διαχείριση» και διοίκηση, ο Τέυλορ, εφαρμόζοντας εξισώσεις , υπολόγιζε το μέγιστο χρόνο που ένα άτομο χρειαζόταν για τη διεκπεραίωση μιας συγκεκριμένης δραστηριότητας. Αυτές οι προσεγγίσεις προώθησαν τον καταμερισμό του έργου για αποτελεσματικότερη άσκηση ελέγχου και τυποποίηση. Με την επανάληψη, μέσα από τυφλές ρουτίνες, επιδιώκονταν να εξοικονομείται χρόνος με την αλυσίδα – γραμμή συναρμολόγησης στα εργοστάσια. Έτσι, ο εργαζόμενος αντιμετωπιζόταν, πλέον, ως μηχανή. Αργότερα, οι ίδιες προσεγγίσεις επεκτάθηκαν και στις υπηρεσίες («άσπρα κολάρα») και με τις τεχνολογίες πληροφορίας και επικοινωνίας είναι, πλέον, δυνατό π.χ. να καταγράφεται όχι μόνο πόσο χρόνο διέθεσε ένας υπάλληλος με τον υπολογιστή πάνω σε ένα συγκεκριμένο έργο αλλά και ο χρόνος που ξοδεύτηκε σε άλλες δραστηριότητες. Έτσι, και η εργασία των υπαλλήλων κατακερματίστηκε και τυποποιήθηκε με παρόμοιες τεχνικές «επιστημονικής» διοίκησης. Η αυτονομία του εργαζομένου περιορίστηκε με παρόμοιες τεχνικές και η διανοητική του εμπλοκή περιορίστηκε μέσα από την τυποποίηση, τον καταμερισμό και την επανάληψη. Έτσι, ο έλεγχος του χρόνου περιήλθε απολύτως στη διοίκηση.
Από το χώρο της εργασίας στην εκπαίδευση
Σε όλη αυτή την υπόθεση της επιβολής της πειθαρχίας και της «οικονομίας του χρόνου», δεν ήταν δυνατόν να μην επιστρατευθεί το σχολείο. Οι κανονισμοί των πρώτων σχολείων(18ο αιώνα) μιλάνε για την ακρίβεια και την τάξη ως προς το χρόνο. Από τη στιγμή που το παιδί περνούσε την πόρτα του σχολείου, έμπαινε στο σύμπαν του πειθαρχημένου χρόνου. Έτσι, το σχολείο από πολύ ενωρίς, αναλαμβάνει να διδάξει την πειθαρχία του χρόνου και ότι «ο χρόνος είναι χρήμα»
Τα σχολεία στοιχειώδους εκπαίδευσης, ήδη από τον 19ο αιώνα, είχαν να προσφέρουν πολλές υπηρεσίες στην υπόθεση της πειθαρχίας του χρόνου, με την έμφαση στην ακρίβεια της προέλευσης, την υπακοή και την ρύθμιση της «κανονικότητας». Όλα αυτά δεν αφορούσαν μόνο στους μαθητές αλλά και στους εκπαιδευτικούς. Βέβαια, οι όποιες ρυθμίσεις του χρόνου (π.χ. υποχρεωτική φοίτηση) στην εκπαίδευση, δεν καθιερώθηκαν χωρίς αντιδράσεις και αντιστάσεις. Ακόμη και σήμερα ισχύει η ποινική ρήτρα για τους γονείς που δεν στέλνουν τα παιδιά τους στο υποχρεωτικό σχολείο. Από τις αρχές του προηγούμενου αιώνα, η ακρίβεια στην προέλευση των μαθητών στο σχολείο και η τακτική φοίτηση είχε γίνει αποδεκτή απ’ την συντριπτική πλειοψηφία των γονέων.
Αργότερα, όταν κερδίζουν έδαφος οι μέθοδοι του τεϋλορισμού στη βιομηχανία, εκδηλώνεται έντονο ενδιαφέρον για την αποτελεσματική χρήση του χρόνου και στην εκπαίδευση. Προτείνεται ώστε η οργάνωση της εκπαίδευσης και η χρήση του χρόνου στην εκπαίδευση να υπακούει σε κριτήρια αποτελεσματικής διοίκησης, εγκαταλείποντας «εμπειρικές μεθόδους» και υιοθετώντας συστηματικές διαδικασίες. Κατάλληλα εκπαιδευμένοι εκπαιδευτικοί που διοικούνται από εκπαιδευμένα στελέχη διοίκησης επιδιώκεται ώστε οι εκπαιδευτικοί οργανισμοί να οργανώνονται με τρόπο που να αποφεύγονται διακοπές της εκπαιδευτικής διαδικασίας και να ελαχιστοποιείται η απώλεια χρόνου. Τον απόηχο αυτών των αντιλήψεων τον βρίσκουμε στις προτάσεις που γίνονται, τώρα, στην Κύπρο, όταν δίνεται ιδιαίτερη έμφαση σε «απώλειες διδακτικού χρόνου», «κατάργηση των μισάωρων», «αποδοτικότερη αξιοποίηση διδ, χρόνου», «ισόποση κατανομή ύλης», κ.α.
Η εστίαση στις πολιτικές αξιοποίησης του χρόνου προϋπόθετε αυστηρούς κανονισμούς πειθαρχίας. Ο χρόνος δηλαδή έγινε και υπόθεση πολιτικής κοινωνικοποίησης στην υπακοή και στην τήρηση του ωραρίου. Αρκετοί θιασώτες των αντιλήψεων του τεϋλορισμού στην εκπαίδευση πρότειναν ώστε τα στελέχη της διοίκησης να ασκούν τα καθήκοντα τους ως διευθυντές Επιχειρήσεων, όπου τα προγράμματα και οι μαθητές είναι αντικείμενο επεξεργασίας για επιθυμητά «προϊόντα». Η όλη εκπαίδευση θα μπορούσε, πλέον, να κατακερματιστεί σε επιμέρους μονάδες κόστους ανά ώρα. Η ώρα ανά μαθητή υιοθετήθηκε ως βασική μονάδα κόστους για τον υπολογισμό του κόστους των συνολικού χρόνου διδασκαλίας των διάφορων προγραμμάτων.
Τις δύο τελευταίες δεκαετίες, με τη ραγδαία ανάπτυξη των τεχνολογιών πληροφορίας και επικοινωνίας, έχει προβληθεί συστηματικά η άποψη ότι έχουμε προϋποθέσεις εξοικονόμησης χρόνου (ηλεκτρονικά μηνύματα, κινητή τηλεφωνία, επεξεργασία κειμένου κ.α.). Την ίδια στιγμή, ωστόσο, διαπιστώνουμε ότι έχουμε όλο και λιγότερο ελεύθερο χρόνο. Υπερφορτωμένες εργάσιμες ημέρες για εκπαιδευτικούς και μαθητές, κατακερματισμένος ελεύθερος χρόνος, δυσκολία συγκέντρωσης και διάθεσης χρόνου, κ. α. Ο χρόνος και η τεχνολογία συνδέονται σε νέες διαδικασίες μετασχηματισμού με ολοένα και ταχύτερους ρυθμούς. Όπως υποστηρίζει ο Τh. Eriksen, βρισκόμαστε στην εποχή των υπολογιστών, του διαδικτύου, των δορυφόρων επικοινωνίας, της καλωδιακής τηλεόρασης, του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου και εμπορίου, κ.α. Οι νέες αυτές εξελίξεις έχουν απρόβλεπτες παρενέργειες. Η ταχύτητα και η επιτάχυνση προωθεί την "τυραννία του στιγμιαίου”, δυσκολεύει τη διάκριση εργασίας και ελεύθερου χρόνου, απειλεί τον "αργό χρόνο” και τη δημιουργικότητα. Οπότε;
H ανάλυση αντλεί από το: Μαυρογιώργος Γ.(2008), Εκπαίδευση και Χρόνος, στο Αθανασούλα-Ρέππα, Α. κ.α. Διοίκηση Εκπαιδευτικών Μονάδων, Τόμος Α΄, ΕΑΠ, σ.213-238,Πάτρα.
* Ο Γιώργος Μαυρογιώργος είναι άμισθος αντιπρόεδρος του Επιστημονικού Συμβουλίου του ΥΠΠ Κύπρου, Ιστοσελίδα http://pep.uoi.gr/gmavrog email: gmavrog@cc.uoi.gr
ΠΗΓΗ: 9-2-2012, http://www.alfavita.gr/artrog.php?id=57093