Του Γιάννη Ποταμιάνου
Βοερός, χειμέριος, λυσσώδης
σφυρίζει απόψε ο βοριάς
με τα χαλασμένα δόντια
Κι ο ουρανός κοφτερό λεπίδι
αστράφτει στο σβέρκο
του φτωχού
τα κιτρινισμένα φύλλα
Στροβιλίζονται γύρω μου
οι νιφάδες του χιονιού
παρέα με τ’ αστέρια
Κι εγώ ψάχνω τους φίλους μου
στα χαμένα πρόσωπα
ψάχνω το πρόσωπό μου
στους χαμένους φίλους
Έρχεται απόψε ο βοριάς
άξεστος και βουνίσιος
μπαίνει απ’ γρίλιες στα παλιά
στ’ αραχνιασμένα σπίτια
Ψάχνω για δρόμους διαφυγής
μα χάνομαι στα ποτάμια
Κι’ οι άσπρες γυναίκες του χιονιού
σαν άσπρα κυπαρίσσια
απλόχερα μου προσφέρουνε
το παγωμένο μήλο
κερνούν το χάδι του χιονιού
μέγγενη στην ψυχή μου
Γι’ αυτό κι εγώ ολομόναχος
γυρνώ μέσα στη νύχτα
Ψάχνω με το μάτι στην αυγή
την θαλπωρή του ήλιου
Μα ξέρω πως
πέρασαν οι όμορφες μέρες
οι παλιές
της αμεριμνησίας
Αυτές είναι που μας ετοίμαζαν
τις παγωμένες νύχτες
Τότε που οι στρατηγοί
με τις φανταχτερές στολές τους
παρέδιδαν αμαχητί τα κάστρα μας
Έτσι τώρα πια
ψάχνω στην ποίηση
το ανοξείδωτο όνειρο
Όμως πως με κοιτάνε έτσι
εκείνα τα νηστικά παιδιά
που ψάχνουν στα σκουπίδια;
Αχ πως ντρέπομαι
να τους μοιράζω μόνο
ένα κομμάτι ουρανό