Συνέχεια από το Μέρος ΙΙΙ: http://tomtb.com/modules/smartsection/item.php?itemid=2605
Β) Η πληθυσμιακή οικολογία
Οι ολιστικές αντιλήψεις το κυρίαρχο ρεύμα στο χώρο της κοινωνικής οικολογίας. Στο χώρο της επιστήμης όμως η περίοδος κυριαρχίας τους ήταν σύντομη και δεν ξεπέρασε την περίοδο 1950-1970. Αντίθετα στο χώρο της επιστήμης η κυριαρχία της πληθυσμιακής οικολογίας υπήρξε μακρύτερη. Αυτή αναπτύχθηκε στις αρχές του 20ου αιώνα παράλληλα με την ολιστική οικολογία. Η πληθυσμιακή οικολογία δέχθηκε ισχυρή οικονομική υποστήριξη επειδή οι τεχνικές που διαμόρφωσε π.χ. πίνακες ζωής, καθώς και η γνώση που παρήγαγε π.χ. βιολογικός έλεγχος, έβρισκαν πρακτική εφαρμογή σε προβλήματα που αφορούσαν τη διατήρηση ανανεώσιμων γεωργικών πόρων, όπως το δασικό κεφάλαιο και τα τροφικά διαθέσιμα.
Στην αρχική του εκδοχή το δαρβινικό αναγωγικό πρότυπο είναι ισομορφισμός κοινωνικών διεργασιών στο επίπεδο της βιολογίας. Αυτό αντιστοιχεί στο κοσμοείδωλο της ανερχόμενης αστικής ιδεολογίας όπου η κοινωνική δομή γίνεται αντιληπτή από τις ιδιότητες των ατόμων που την συγκροτούν. Τα άτομα έχουν δικές τους ενδογενείς ιδιότητες, ενώ οι κοινωνικές σχέσεις είναι αποτέλεσμα της σύγκρουσης μεταξύ των ατόμων. Ο αντίστοιχος οικολογικός ισομορφισμός βλέπει την αιτιότητα να κινείται μονόδρομα από τα μόρια στα άτομα και από εκεί στον οργανισμό και τη βιοκοινότητα. Παρόλ' αυτά η εξέλιξη του οικολογικού συστήματος ορίζεται από την φυσική επιλογή. Αυτή πραγματοποιείται στη βάση του οργανισμού και ανάλογα με το περιβάλλον που διαβιώνει ο οργανισμός. Οι έννοιες της φύσης και του οργανισμού δεν συγκροτούν ενότητα. Η σχέση της φύσης, δηλαδή του περιβάλλοντος, με τον οργανισμό είναι μονής κατεύθυνσης, από το περιβάλλον προς τον οργανισμό. Οι μεταλλαγές που γίνονται δεν είναι παρά οι απαντήσεις των οργανισμών στην πανίσχυρη φύση στην προσπάθεια που καταβάλλουν αυτοί ώστε να επιβιώσουν. Η παντοδύναμη φύση βρίσκεται έξω από το υποκείμενο και μέσω της φυσικής επιλογής ελέγχει την μοίρα του. Μόνη ελπίδα για την επιβίωση του είδους είναι η καθυπόταξη της φύσης, αλλιώς το ανθρώπινο είδος, όπως και όλα τα άλλα, θα υποστεί τις συνέπειες της φυσικής επιλογής που προδιαγράφουν την μετεξέλιξή του και τελικά την αντικατάστασή του.
Η πληθυσμιακή οικολογία δεν επηρέασε σημαντικά τη σκέψη της κοινωνικής οικολογίας παρά το επιστημονικό και επιστημολογικό ενδιαφέρον που παρουσιάζει και παρά τις διαμάχες που ξέσπασαν κατά καιρούς στους κόλπους της.
Το κυρίαρχο μοντέλο όμως της σύγχρονης οικολογικής σκέψης στα πλαίσια της πληθυσμιακής οικολογίας ενσωματώνει ιδέες και νεωτερισμούς από την οικολογία των συστημάτων. Η προβληματική που αναπτύσσεται βασίζεται σε αντιλήψεις που κυριαρχούνται από τους όρους 'αριστοποίηση' και 'στρατηγική'. H αιτιότητα των φαινομένων της ζωής αναζητείται στο επίπεδο του πληθυσμού και από αυτή την άποψη πρόκειται για προσεγγίσεις αναγωγικές. Ωστόσο, ο πληθυσμός νοείται συγκροτημένος από μερικές βιολογικές διαδικασίες (γεννητικότητα, θνησιμότητα, αναπαραγωγή κ.λ.π.). Η ενέργεια που είναι δυνατόν να χρησιμοποιήσει κάθε οργανισμός σε όλη τη διάρκεια της ζωής του είναι περιορισμένη. Ο περιορισμός αυτός υποχρεώνει τον οργανισμό να μοιρασθεί την διαθέσιμη ενέργεια με άριστο τρόπο ανάμεσα στις αλληλοσυσχετιζόμενες βιολογικές διαδικασίες (ανάμεσα στα μέρη), ώστε να διασφαλίσει την επιβίωσή του. Από αυτή την άποψη οι σύγχρονες προσεγγίσεις δείχνουν ολιστικό χαρακτήρα. Ο τρόπος που οι οργανισμοί επενδύουν τη διαθέσιμη ενέργεια καθορίζεται από το περιβάλλον που ζουν αυτοί. Έτσι, οι αποφάσεις των οργανισμών συγκροτούν μια ενιαία στρατηγική με στόχο την επιβίωση. Οι στρατηγικές είναι αποτέλεσμα φυσικής επιλογής και διασφαλίζουν την αποτελεσματικότητα επιβίωσης των οργανισμών στους περιορισμούς του περιβάλλοντος. Κάθε στρατηγική συγκροτεί ένα ιδεατό ολότυπο, ενώ οι ανώτερες οικολογικές δομές (βιοκοινότητες) συγκροτούνται από αθροίσματα αποτελεσματικών στρατηγικών.
Από τα παραπάνω φαίνεται το νέο πρόγραμμα προσπαθεί να συμβιβάσει αναγωγικές και συστημικές αντιλήψεις, ενώ κουβαλάει και στοιχεία του λινεϊκού προγράμματος. Η νέα σύνθεση υπερβαίνει την ιεραρχικότητα που επιβάλλουν οι συστημικές προσεγγίσεις καθώς και τον δαρβινικό αναγωγισμό, ενώ επαναφέρει τους λινεϊκούς ιδεατούς ολότυπους. Η καινούργια προσέγγιση κατεβάζει το επίπεδο αναφοράς από το υψηλότερο επίπεδο του οικοσυστήματος στο χαμηλότερο επίπεδο του οργανισμού και η έννοια της αριστοποίησης, δηλαδή της αποτελεσματικότητας, ανάγεται σε οργανώτρια αρχή.
Με τη νέα προσέγγιση έχουμε επομένως ένα οικολογικό ισομορφισμό ενός νέου τύπου κοινωνικού γίγνεσθαι όπου οι διαστρωματωμένες και κατακερματισμένες μεταβατικές κοινωνίες της εποχής μας έχουν υπερβεί τις εγκάρσιες διαιρέσεις κατά κοινωνικές τάξεις και την ιεραρχική οργάνωση παλαιού τύπου και αναζητούν το δρόμο τους προς το μεταβιομηχανικό όνειρο μέσα από την συνύπαρξη των ετεροτήτων. Πρόκειται για κοινωνίες όπου η ιδεολογία δεν καθορίζεται από τη θέση του υποκειμένου στην παραγωγική διαδικασία.
Παρ’ όλο το συμβιβασμό ανάμεσα στις προδαρβινικές, τις δαρβινικές και τις ολιστικές προσεγγίσεις, το περιβάλλον εξακολουθεί να παραμένει εκτός παιχνιδιού και να υπερκαθορίζει τις στρατηγικές των οργανισμών. Η διασπασμένη ενότητα μεταξύ φύσης και κοινωνίας δεν αποκαθίσταται.
Από εδώ ξεκινάει μια ενδιαφέρουσα αντίθεση στους κόλπους του οικολογικού κινήματος. Κάποιοι οικολόγοι απορρίπτουν ολοκληρωτικά την επιστήμη, κρίνοντας από τα αποτελέσματα των πρακτικών εφαρμογών της. Η πυρηνική φυσική είναι απορριπτέα γιατί δημιούργησε το Τσερνόμπιλ, η βιοτεχνολογία, επίσης, γιατί μπορεί να 'ανακατασκευάσει' τη φύση κ.ο.κ. Η άποψη αυτή χρειάζεται να προσεχθεί καθώς, αν αναπτυχθεί, τείνει να συνδέσει την επιστήμη με έναν ορισμένο τύπο ορθολογικής σκέψης που, όπως σωστά διαπιστώνεται, λόγω του κύρους της επιστήμης στις βιομηχανικές κοινωνίες, διαχέεται και κυριαρχεί σε όλες τις κοινωνικές πρακτικές. Αμφισβητείται, έτσι, όχι μόνο η επιστήμη αλλά και ο τύπος του ορθολογισμού που κυριαρχεί στις κοινωνίες που την παράγουν. Έτσι οι υπέρμαχοι αυτής της άποψης τείνουν στη συνολική απόρριψη μιας από τις θεμελιώδεις αρχές οργάνωσης της σύγχρονης κοινωνίας ενώ, μερικές φορές, στρέφονται και σε αντι-ορθολογικές ή μεταφυσικές αντιλήψεις και πρακτικές. Τα παραδείγματα δε σπανίζουν στους χώρους της οικολογίας είτε αφορούν στη βιοδυναμική γεωργία ή στη φυσιολατρευτική βία ορισμένων τμημάτων του οικολογικού κινήματος. Η σύγχυση επιστήμης και τεχνολογίας οδηγεί σε νέα σύγχυση με ευρύτερες κοινωνικές συνέπειες. Η σύγχυση οφείλεται στην ταύτιση της ορθολογικής σκέψης με την ορθολογικοποίηση. Σύμφωνα με τον E. Morin, ο ορθολογισμός δεν είναι παρά η εφαρμογή των αρχών της συνοχής στα δεδομένα της εμπειρίας, ενώ ορθολογικοποίηση είναι η υπερβολή στη σημασία της λογικής σε σχέση με την εμπειρία, και η άρνηση της πολυπλοκότητας της πραγματικότητας. Η λογική, μέσω της ορθολογικοποίησης, υψώνεται πάνω από τα γεγονότα, οπότε, παραγνωρίζεται ότι το μέτρο της πραγματικότητας είναι τα καθημερινά βιώματα και ο κοινός νους και όχι ό,τι συλλαμβάνει μια σκέψη περιπλανώμενη σε μια έρημη χώρα αφηρημένων και εμπειρικά απρόσιτων εννοιών. Επομένως, αν ισχύει η διάκριση ορθολογικότητας και ορθολογικοποίησης, και οι δύο αυτοί τρόποι σκέψης έχουν ανοικτές δυνατότητες, κάθε μια από τις οποίες επικρατεί σε βάρος της άλλης, ανάλογα με την έκβαση της διαπάλης των κοινωνικών δυνάμεων που συντάσσονται μαζί τους. Ο ορθολογισμός δεν οδηγεί νομοτελειακά σε σχέσεις εξουσίας του ανθρώπου πάνω στον άνθρωπο ή του ανθρώπου πάνω στη φύση. Και πάλι σύμφωνα με τον Morin ο ανοικτός ορθός λόγος είναι αναγκαίος για να αντιμετωπιστούν οι καιροφυλακτούντες εσωτερικοί εχθροί του: η ορθολογικοποίηση, η αλλοτρίωση, η θεοποίηση, η εργαλειοποίηση του ίδιου του ορθού λόγου. Ο ορθός λόγος, έτσι, γίνεται ανάχωμα πίστης στη γνώση και συγχρόνως ανάχωμα αμφισβήτησης των απόλυτων αξιών της γνώσης.
Στην άλλα πλευρά, μέσα στους κόλπους του οικολογικού κινήματος, συσπειρώνονται οι πιστοί της επιστήμης. Εδώ το πρόβλημα είναι ακόμη πιο σύνθετο, εδώ βρίσκεται μια αντίθεση από τον τρόπο που συγκροτήθηκε η οικολογική σκέψη. Από τη μια πλευρά η οικολογική διαμαρτυρία ενδυναμώθηκε, βασιζόμενη στα τεκμήρια και επιχειρήματα που προσκόμισαν οι θετικές επιστήμες. Κυρίαρχος, δηλαδή για δύο αιώνες ήταν ο λόγος του θετικισμού. Από την άλλη πλευρά, ο θετικιστικός λόγος, σύμφωνα με την κριτική της ιδέας της προόδου που άσκησε το οικολογικό κίνημα, φέρει τη βαρύτερη ευθύνη για την καταστροφή της φύσης. Από την παραπάνω αντίφαση δεν ξέφυγαν και οι πρώτοι επιστήμονες που ενστερνίστηκαν και διέδωσαν την οικολογική αντίληψη. Οι μεγάλοι αυτοί εκλαϊκευτές, όπως ο B. Commoner, η R. Carson, το ζεύγος Erlich, οι συντάκτες της Έκθεσης της Λέσχης της Ρώμης κ.ά., υπήρξαν απλοϊκοί θετικιστές όταν, με αφετηρία τις επιστημονικές επεξεργασίες τους, αποπειράθηκαν να καταλήξουν σε συμπεράσματα και προτάσεις κοινωνικής αναδιάρθρωσης. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της πρότασης για μηδενική ανάπτυξη της Λέσχης της Ρώμης. Το φιλοσοφικό υπόβαθρο των αναλύσεών τους κυριαρχείται από ένα εσχατολογικό μαλθουσιανισμό, μια απόλυτη εμπιστοσύνη στις δυνατότητες των επιστημόνων και της οικολογικοποιημένης επιστήμης να διαχειριστούν τις τύχες του πλανήτη και των κατοίκων του. Έτσι, δεν απέφυγαν τον πειρασμό υπεράσπισης ενός κοινωνικού αυταρχισμού με αντιδημοκρατικές απολήξεις. Η οικολογία σαν υπερεπιστήμη, απαλλαγμένη από αξίες, προτείνεται σαν πανάκεια λύση. Καθόλου, επομένως, τυχαία συντηρητικές εξουσίες, καχύποπτες σε συμμετοχικές διαδικασίες, πρόσεξαν αυτό τον οικολογικό λόγο. Ο H. M. Enzensberger σχολιάζει ότι κοινοτυπίες όπως 'όλοι βρισκόμαστε στην ίδια βάρκα' αποδεικνύουν την απόπειρα συγκάλυψης της 'μικρής' διαφοράς μεταξύ της πρώτης και δεύτερης θέσης στο κατάστρωμα, μεταξύ γέφυρας και μηχανοστασίου.
Το έργο μιας κριτικής ανατοποθέτησης των σχέσεων επιστήμης και οικολογίας, ωστόσο έτυχε και καλύτερης μεταχείρισης. Ο Φ. Τερζάκης επικαλούμενος τους L. von Bertalanaffi και J. Piaget, στο χώρο αντίστοιχα της βιολογίας και της ψυχολογίας, θεωρεί ότι ξεκαθάρισαν προοδευτικά τις θετικιστικές προκαταλήψεις και τα μηχανιστικά στοιχεία μέσα στις τρέχουσες επιστημονικές γλώσσες και μέσα στην ίδια τους την σκέψη. Οδήγησαν, έτσι, με το έργο τους, σε μια κατανόηση της ζωής η οποία ξεπερνάει κριτικά τις νεοδαρβινικές αντιλήψεις αναδεικνύοντας, σε βάρος της παραδοσιακής ιδέας του ανταγωνισμού, τα στοιχεία της αμοιβαίας ενσωμάτωσης και της συνεργατικής δράσης μεταξύ έμβιων συστημάτων όλων των επιπέδων. Αφετέρου, η σκέψη τους υπερβαίνει το παραδοσιακό χάσμα μεταξύ ζωής και συνείδησης, δίνοντας έμφαση, σε αντίθεση με κάθε ντετερμινιστική προσέγγιση, στις ιδιότητες της αυτοοργάνωσης, της αυτορύθμισης και αυτοϋπέρβασης. Αυτές οι ιδιότητες συνιστούν ένα είδος στοιχειώδους νόησης, που βρίσκεται και στις απλούστερες μορφές ζωής. Μέσα από τέτοιες αναζητήσεις άρχισε να διαμορφώνεται ένα νέο μεθοδολογικό πρότυπο διεπιστημονικών προσεγγίσεων, ένα νέο επιστημολογικό καθεστώς, που χαρακτηρίζεται από την πρόταξη του ολιστικού μοντέλου. Το λογικό πρότυπο, στο οποίο παραπέμπει η έννοια του ολιστικού, αντιτίθεται στο αναλυτικό μοντέλο, το οποίο υπήρξε επιστημολογικό θεμέλιο του δυτικού ορθολογισμού. Το οικολογικό κίνημα αξιώνοντας την εφαρμογή αυτού του νέου επιστημολογικού μοντέλου θέτει το ερώτημα μιας νέας μορφής οργάνωσης της κοινωνίας. Βασικά στοιχεία αυτής της οργάνωσης είναι η μη ανταγωνιστική συνύπαρξη των ατόμων και ομάδων και η ανασύσταση της οργανικής ανθρώπινης κοινότητας. Όμως, η αλήθεια αυτού του ερωτήματος δεν μπορεί να θεμελιωθεί στο θεσμικό κύρος μιας επιστημονικής έρευνας αλλά στην επιθυμία του οικολογικού κινήματος να αλλάξει τον κόσμο. Το οικολογικό πρόταγμα είναι το μόνο που θεμελιώνει σαν αξιωματική προϋπόθεση, κατά τον Τερζάκη, κάθε επιστημονική προσέγγιση και δε θεμελιώνεται το ίδιο παρά μονάχα στη δική του ουτοπική και απελευθερωτική επιλογή. Ανάλογες είναι και οι σκέψεις του L.Trepl. Σύμφωνα με τον Trepl η οικολογία δεν μπορεί να είναι μια 'επιστήμη απαλλαγμένη από αξίες', καθώς το αντικείμενό της είναι η φύση μέσα στη σχέση της με την κοινωνία, κάτω από το φως μιας πρακτικής και ουτοπιστικής προβληματικής. Σε αυτό που ερευνά η οικολογία υπεισέρχεται, λοιπόν, ένα κανονιστικό στοιχείο ο τόπος του οποίου είναι η κοινωνική πράξη σαν σύνολο, η σχέση των ανθρώπων μεταξύ τους καθώς και με την φύση. Έτσι η φύση είναι η στιγμή παραγωγής κανόνων. Οι φαινομενικά ελεύθερες επιλογές σκοπών είναι εξαρτημένες και το τι θα πρέπει να γίνει δεν προκύπτει από την ανάλυση της πραγματικότητας αλλά από την υπέρβασή της, από την προσδοκία όσων θέλουν να ξεφύγουν από την εξουσία του υπάρχοντος. Χρειάζεται, λοιπόν, την ουτοπική πρόθεση. Η οικολογία αντιτιθέμενη στο κανονιστικό πλαίσιο της κυριαρχίας επί της φύσης των επιστημών που αποδέχονται εκ των προτέρων την υποταγή της φύσης σαν κανόνα, διερευνά τις τάσεις και τις δυνατότητες της φύσης στην ουτοπική κατεύθυνση μιας σχέσης απαλλαγμένης από την κυριαρχία. Με αυτή την έννοια, η οικολογία παραμένοντας μια φυσική επιστήμη με αντικείμενο τη φύση, όπως αυτή διαμορφώνεται από τις ανθρώπινες δραστηριότητες, ζητά τη συνεργασία μιας κριτικής διαλεκτικής κοινωνικής επιστήμης για την καθοδήγηση της πολιτικής πρακτικής. Η οικολογία, συνεπώς, μπορεί να λειτουργεί 'καθοδηγητικά' για ένα κίνημα χειραφέτησης μόνο όταν τοποθετεί τον εαυτό της στο πλευρό μιας κοινωνικής επιστήμης της χειραφέτησης.
Η νέα οικολογική προβληματική θέτει σαν ουσιαστικό συστατικό του οικολογικού προστάγματος την διαμόρφωση μιας ουτοπίας. Κατά τον Τερζάκη κρίσιμη είναι η 'ουτοπική και απελευθερωσιακή επιλογή' του οικολογικού κινήματος. Ενώ ο L. Trepl απαιτεί την ύπαρξη ενός 'ουτοπικού ορίζοντα μιας σχέσης απαλλαγμένης από την κυριαρχία'.
* Εργασία που εκπονήθηκε στα πλαίσια των μαθημάτων της Θ. Ανθογαλίδου. Επιμέλεια, διορθώσεις Θ. Ανθογαλίδου
ΠΗΓΗ: Τόμος 2, τεύχος 4, Δεκέμβριος 2001, http://virtualschool.web.auth.gr/2.4/TheoryResearch/Votsis.html
Συνέχεια στο Μέρος V: http://tomtb.com/modules/smartsection/item.php?itemid=2612