Του Βασίλη Βιλιάρδου*
ΚΡΑΤΙΚΟΣ ΠΡΟΫΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΕΛΛΕΙΜΜΑΤΑ
Εδώ απαιτείται μείωση των περιττών δαπανών του δημοσίου (η μη οριζόντια φυσικά μείωση των μισθών των ΔΥ και η αύξηση της παραγωγικότητας τους είναι προτιμότερη από τις απολύσεις, για όσο τουλάχιστον χρονικό διάστημα δεν υπάρχουν θέσεις εργασίας στον ιδιωτικό τομέα – κάθε 1% ανεργία κοστίζει περί τα 400 εκ. € στο δημόσιο) και αύξηση των εσόδων του. Φυσικά όχι μέσω των υψηλότερων φορολογικών συντελεστών, οι οποίοι εντείνουν την ύφεση και μειώνουν τα έσοδα, λόγω περιορισμού του ΑΕΠ (χρεοκοπία των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, ανεργία κλπ.), αλλά με τη βοήθεια των επενδύσεων και της ανάπτυξης.
“Απαιτήθηκαν 160 δις γερμανικά μάρκα για αποζημιώσεις πολέμου. Η δυνατότητα της Γερμανίας να πληρώσει 160 δις ή, έστω, 100 δις, είναι ανύπαρκτη – δεν βρίσκεται δηλαδή εντός των πλαισίων του εφικτού, με βάση έναν λογικό υπολογισμό. Αυτοί οι οποίοι πιστεύουν ότι θα μπορούσε η Γερμανία να πληρώνει κάθε χρόνο πολλά δις Μάρκα για να εξοφλήσει, θα έπρεπε να μας εξηγήσουν, μέσω ποιών ακριβώς εμπορευμάτων θα ακολουθούσαν αυτές οι πληρωμές κατά τη γνώμη τους και σε ποιες ακριβώς Αγορές θα μπορούσαν να πουληθούν αυτά τα εμπορεύματα.
Μέχρι να μπορέσουν να εκφραστούν με μεγαλύτερη ακρίβεια και να τεκμηριώσουν αντικειμενικά τις αποφάσεις τους, απαιτώντας πράγματα που είναι δυνατόν να επιτευχθούν, δεν μπορούν να κερδίσουν την εμπιστοσύνη μας”.
Εάν οι Ευρωπαίοι εταίροι μας δεν μας εξασφαλίζουν τις αγορές τους για τα προϊόντα μας αυξάνοντας το ΑΕΠ μας (οπότε θα μπορούσε να μειωθεί αναλογικά το χρέος μας), μας αποκλείουν σταδιακά από τις δικές μας (Lidl, Aldi, Makro, Media Markt, Vinci, Hochtief, Carrefour, Unilever, αεροδρόμια, λιμάνια, τηλεπικοινωνίες κλπ), μειώνουν τα φορολογικά μας έσοδα με τη φοροαποφυγή των πολυεθνικών τους, δεν στέλνουν τους πολίτες τους να κάνουν διακοπές στην Ελλάδα, δεν χρησιμοποιούν τη ναυτιλία μας για τις μεταφορές τους, δεν κάνουν ευρύτερα χρήση του τομέα των υπηρεσιών μας (75% του ΑΕΠ), δεν επενδύουν εδώ σε παραγωγικές μονάδες για να αυξήσουν την ανταγωνιστικότητα μας, αλλά μόνο εκμεταλλεύονται τις καταναλωτικές μας επιδόσεις, δεν προστατεύουν ενεργά (με δικό τους πολεμικό εξοπλισμό) τα σύνορα μας, δεν μας προσφέρουν χαμηλά επιτόκια και δεν ενδιαφέρονται για την επίλυση των προβλημάτων μας, για τι ακριβώς τους χρειαζόμαστε;”
Το γεγονός αυτό, εφόσον ισχύει φυσικά, μας δημιούργησε απορίες σχετικά με τις προτεραιότητες των πολιτικών ηγετών μας – γνωρίζοντας ότι αρκετοί από αυτούς έχουν αμερικανική παιδεία. Πολύ περισσότερο όταν εξετάσαμε από τη συγκεκριμένη σκοπιά την «τυφλή» αφοσίωση τους στα καταστροφικά μνημόνια του ΔΝΤ – καθώς επίσης την αποδοχή της Πύρρειου χρεοκοπίας της Ελλάδας. Θυμηθήκαμε δε ότι, τα παιδιά του Σικάγου συνήθιζαν πάντοτε να διορίζουν στις κυβερνήσεις της Λατινικής Αμερικής και άλλων περιοχών του πλανήτη εκείνους τους πολίτες τους, οι οποίοι είχαν σπουδάσει στις Η.Π.Α. – έχοντας υποστεί την καθιερωμένη «πλύση εγκεφάλου».
(α) η ανεύθυνη παράδοση της εθνικής μας κυριαρχίας στους δανειστές μας, με καταστροφικά αποτελέσματα για το μέλλον της Ελλάδας, καθώς επίσης
(β) η αδυναμία επιστροφής στο εθνικό μας νόμισμα, εάν και εφόσον το αποφασίσουμε μόνοι μας (κανείς δεν μπορεί να μας το επιβάλλει) – πόσο μάλλον εάν διαλυθεί η Ευρωζώνη.
Η αδυναμία αυτή θα ήταν φυσικά καταστροφική, αφού δεν θα μπορούσαμε πλέον να μετατρέψουμε το χρέος μας από ευρώ στο εθνικό νόμισμα, το οποίο τυχόν θα υιοθετούσαμε – οπότε η Ελλάδα θα χρεοκοπούσε. Αν και είμαστε λοιπόν ανέκαθεν υπέρ της παραμονής μας στην Ευρωζώνη, δεν μπορούμε δυστυχώς να είμαστε σίγουροι ούτε για το ότι η Κομισιόν θα μας βοηθήσει να ανταπεξέλθουμε με τα προβλήματα μας, ούτε για τη μη διάλυση της νομισματικής ένωσης (όπως έχουμε αναλύσει πρόσφατα στο Σενάρια και Στρατηγικές).
Πολύ περισσότερο, όταν το ΔΝΤ θέλει να επιβάλλει τις ίδιες λύσεις, την ίδια συνταγή δηλαδή, σε χώρες με εντελώς διαφορετικά προβλήματα, χωρίς να έχει καμία απολύτως εμπειρία (για πρώτη φορά δραστηριοποιείται το ΔΝΤ σε μία νομισματική ένωση και σε ανεπτυγμένες χώρες). Για παράδειγμα, η Ελλάδα έχει (είχε καλύτερα, πριν από την εισβολή του ΔΝΤ) έναν υγιέστατο ιδιωτικό τομέα, ελάχιστα χρεωμένο, καθώς επίσης μεγάλη ακίνητη περιουσία και τεράστιο υπόγειο πλούτο – ενώ αντιμετωπίζει προβλήματα σχεδόν αποκλειστικά και μόνο στο δημόσιο τομέα (ανύπαρκτο ή/και δυσλειτουργικό επιχειρηματικό πλαίσιο, αδιαφάνεια, διαφθορά, φορολογικό σύστημα κλπ.). Ουσιαστικά λοιπόν πρόκειται για μία πολύ πλούσια επιχείρηση, με μεγάλη, ανεκμετάλλευτη ακίνητη περιουσία – η οποία όμως λειτουργεί ζημιογόνα, λόγω της ανεπαρκούς, της ανίκανης καλύτερα ηγεσίας της (management).
Αντίθετα, η Ιρλανδία έχει θετικό ισοζύγιο εξωτερικών συναλλαγών, αλλά πολύ μεγάλο συνολικό χρέος (περί το 1.200% του ΑΕΠ της, έναντι 330% της Ελλάδας), καθώς επίσης προβλήματα τραπεζών. Η Ισπανία έχει περιορισμένο δημόσιο χρέος (περί το 70% του ΑΕΠ της), αλλά υψηλή ανεργία, υπερχρέωση των δήμων της και φούσκα ακινήτων – ενώ η Πορτογαλία έχει μηδενική σχεδόν ανάπτυξη τα τελευταία δέκα χρόνια.
Είναι αδύνατον λοιπόν να εφαρμόσει κανείς την ίδια «συνταγή» σε όλους (είναι σαν να προτείνει το ίδιο μέγεθος κοστούμι για ψηλούς, κοντούς, αδύνατους, χονδρούς κλπ.), όπως είναι επίσης αδύνατον να λειτουργήσει με μία κοινή νομισματική πολιτική για όλους η ΕΚΤ – αφού, για παράδειγμα, το βασικό επιτόκιο της για τη Γερμανία θα έπρεπε να είναι κατά πολύ υψηλότερο, από αυτό για την Ιταλία. Εκτός αυτού, φαίνεται να καταπολεμάται η λάθος κρίση, η οποία δεν είναι μία «απλή» κρίση χρέους, αλλά
(α) αφενός μεν μία κρίση μη ισορροπημένης κατανομής ελλειμμάτων-πλεονασμάτων (αποταμιεύσεων-επενδύσεων) εντός της Ευρωζώνης (άρθρο μας), αλλά και στον πλανήτη (ασύμμετρη παγκοσμιοποίηση)
(β) αφετέρου μία κρίση τραπεζών – όπου το τραπεζικό σύστημα των χωρών της Ευρωζώνης νοσεί σε υπερβολικά μεγάλο βαθμό, όπως φαίνεται από τον Πίνακα ΙΙ που ακολουθεί:
Τραπεζικός Όμιλος |
Μετοχή/Λογ. αξία |
Λογ. Αξία |
Κεφαλαιοποίηση |
|
|
|
|
Unicredit |
0,13 |
130,0 |
16,9 |
Intesa |
0,33 |
60,9 |
20,1 |
Commerzbank |
0,33 |
21,8 |
7,2 |
Deutsche Bank |
0,50 |
53,4 |
26,7 |
Societe gen. |
0,29 |
43,8 |
12,7 |
BNP Paribas |
0,57 |
67,4 |
38,4 |
Credit Agr. |
0,24 |
43,8 |
10,5 |
ING |
0,48 |
48,3 |
23,2 |
Santander |
0,67 |
76,4 |
51,2 |
BBVA |
0,81 |
38,8 |
31,4 |
|
|
|
|
Σύνολα |
0,41 |
584,6 |
238,3 |
Πηγή: Bloomberg, Πίνακας: Β. Βιλιάρδος
Η διαφορά μεταξύ λογιστικής και χρηματιστηριακής αξίας των τραπεζών είναι ένας δείκτης, ο οποίος εμφανίζει τα προβλήματα των τραπεζών – όπου συμπεραίνεται ότι, η θέση τους είναι τουλάχιστον τόσο άσχημη, όσο και το 2008. Οι δέκα μεγάλες τράπεζες της Ευρωζώνης διαπραγματεύονται κατά μέσον όρο στο 41% της λογιστικής τους αξίας – γεγονός που σημαίνει ότι, οι αγορές πιθανολογούν πως χρειάζονται διαγραφές απαιτήσεων ύψους 59% των κεφαλαίων τους ή 346,3 δις €. Για παράδειγμα, επειδή η κεφαλαιοποίηση (χρηματιστηριακή αξία) της ιταλικής Unicredit είναι 16,9 δις €, ενώ η λογιστική της αξία 130 δις €, η διαφορά μεταξύ τους (113,1 δις €) σημαίνει ότι, οι «αγορές» υπολογίζουν πως πρέπει να διαγράψει (αποσβέσει) από τον Ισολογισμό της τα 113,1 δις € – οπότε θα πρέπει να εξασφαλίσει ανάλογα νέα κεφάλαια.
Εάν θεωρήσουμε λοιπόν (αυθαίρετα φυσικά) ότι, ο δείκτης αυτός είναι ο ίδιος για όλες τις τράπεζες της Ευρωζώνης, τότε οι ανάγκες ανακεφαλαίωσης τους υπολογίζονται στα 935 δις € ή στο 10% του ΑΕΠ της Ευρωζώνης – ένα ποσόν κατά πολύ υψηλότερο από αυτό που ανακοίνωσε τόσο η ΕΕ (130 δις €), όσο και το ΔΝΤ (200 δις €). Όταν σε όλα αυτά τώρα συμπεριλάβουμε την αύξηση του Ισολογισμού της ΕΚΤ από 1,1 τρις € το 2007 στα περίπου 2,8 τρις € σήμερα (με Ίδια Κεφάλαια μόλις 10 δις €), την έκθεση της σε ομόλογα των χωρών του Νότου, σε εγγυήσεις αδύναμων τραπεζών, καθώς επίσης τα προβλήματα του Target II, τότε η κατάσταση είναι τουλάχιστον εκρηκτική – ειδικά για τη Γερμανία, η οποία είναι εκτεθειμένη μέσω της Bundesbank κατά 500 δις € στο Ευρωσύστημα (η ΕΚΤ χρωστάει στην κεντρική τράπεζα της Γερμανίας 500 δις € όταν, για παράδειγμα, η ΤτΕ χρωστάει 101 δις € στην ΕΚΤ).
Από την άλλη πλευρά τώρα οι αγορές απαιτούν, πολύ σωστά, καθαρές, βιώσιμες λύσεις (πολιτική ένωση ή διάλυση της Ευρωζώνης), τις οποίες όμως δεν είναι διατεθειμένα να αποδεχθούν τα κράτη – κυρίως λόγω ανεπαρκούς πολιτικής ηγεσίας, κομματικοκρατίας, έλλειψης αλληλεγγύης, εθνικισμού κλπ. Επομένως, ακόμη και αν εμείς δεν αποφασίσουμε ποτέ να υιοθετήσουμε το εθνικό μας νόμισμα, ενώ κανένας δεν μπορεί να μας υποχρεώσει, οφείλουμε να είμαστε έτοιμοι για το εξαιρετικά πιθανό ενδεχόμενο της διάλυσης της Ευρωζώνης – ξεκινώντας από τη χρηματοδότηση του δημοσίου χρέους μας, με δικά μας μέσα (έστω ενός μέρους του, φυσικά χωρίς να επιβαρυνόμαστε με τοκογλυφικά επιτόκια, από τα δάνεια των «εταίρων» μας).
Είναι άλλωστε ακατανόητο να αποδεχόμαστε τέτοιες ζημίες, όπως αυτές που έχουμε υποστεί όλοι μας μέχρι σήμερα (διασυρμός, πλήρης υποταγή στους δανειστές μας, εισαγωγές των εταιρειών μας με προκαταβολικές πληρωμές, εγκληματικά μνημόνια χρεοκοπίας, απώλεια αξιών άνω των 700 δις € από την υποτίμηση των ακινήτων, των εταιρειών του δημοσίου κλπ.), απλά και μόνο για να μη διαθέσουμε/δανείσουμε το κράτος μας με περίπου 40 δις € το 2012, καθώς επίσης με αυτά που απαιτούνται για κάποια επόμενα έτη – πόσο μάλλον όταν έτσι θα κερδίσουμε αφενός μεν την εθνική μας κυριαρχία, αφετέρου την εμπιστοσύνη τόσο της Ευρωζώνης, όσο και των αγορών.
Δυστυχώς βέβαια υπάρχει ένα σημαντικότατο εμπόδιο σε μία τέτοια πρωτοβουλία – η ανεπάρκεια και η διαφθορά του δημοσίου στη χώρα μας, το οποίο εύλογα απωθεί όλους όσους θα ήθελαν και θα μπορούσαν να συμβάλλουν στη χρηματοδότηση των χρεών της Ελλάδας. Οφείλουμε λοιπόν να αγωνισθούμε για την εύρεση μίας αποτελεσματικής λύσης, έτσι ώστε να διευκολυνθούν τέτοιου είδους προσπάθειες. Η Ελλάδα είναι μία πάμπλουτη, πολλαπλά προικισμένη χώρα, ένας παράδεισος καλύτερα, ο οποίος πρέπει φυσικά να προστατεύεται από όλους τους Πολίτες της – να μην εγκαταλείπεται δηλαδή στην καλή θέληση, στην τύχη ή/και στις ιδιοτελείς διαθέσεις κανενός.
* Βασίλης Βιλιάρδος (copyright), Αθήνα, 22. Ιανουαρίου 2012, viliardos@kbanalysis.com. Ο κ. Β. Βιλιάρδος είναι οικονομολόγος, πτυχιούχος της ΑΣΟΕΕ Αθηνών, με μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Αμβούργου
ΠΗΓΗ: http://www.casss.gr/PressCenter/Articles/2515.aspx