Είναι ακατανόητο να αποδεχόμαστε τέτοιες ζημίες, όπως αυτές που έχουμε υποστεί μέχρι σήμερα – πόσο μάλλον όταν με τον εσωτερικό δανεισμό θα κερδίζαμε την εθνική μας κυριαρχία, την ελευθερία, την υπερηφάνεια, τον αυτοσεβασμό μας και την εμπιστοσύνη των αγορών – Μέρος Ι
Του Βασίλη Βιλιάρδου*
“Θέλουμε το καλό μας σαν λαός, αλλά δεν διακρίνουμε πάντα ποιο είναι αυτό το καλό. Ο λαός δεν μπορεί να διαφθαρεί ποτέ, αλλά συχνά μπορεί να ξεγελαστεί – τότε μόνο μοιάζει να θέλει αυτό που είναι κακό. Υπάρχουν συχνά πολλές διαφορές ανάμεσα στη βούληση όλων και στη γενική βούληση. Η πρώτη έχει κατά νου μόνο το ατομικό συμφέρον και δεν είναι παρά ένα άθροισμα από ιδιοτελείς, ατομικές βουλήσεις. Αντίθετα, η γενική βούληση αποβλέπει πάντοτε στο ανιδιοτελές, κοινό συμφέρον…..
Οι λύσεις στα οικονομικά προβλήματα κάθε είδους είναι σε άμεση σχέση με το χρονικό σημείο (timing), κατά το οποίο επιλέγονται, ενώ η Οικονομία δεν θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί σαν επιστήμη, εάν δεν βοηθούσε στην πρόβλεψη μελλοντικών κρίσεων– έτσι ώστε να λαμβάνονται έγκαιρα τα κατάλληλα μέτρα αντιμετώπισης τους, με τη βοήθεια περισσοτέρων του ενός εναλλακτικών σεναρίων.
Στα πλαίσια αυτά, η υιοθέτηση «Εθνικών Ομολόγων» εκ μέρους της Ελλάδας, όπως είχαμε προτείνει με άρθρο μας τον Οκτώβριο του 2009, θα είχε συμβάλλει σε μεγάλο βαθμό στην αντιμετώπιση του προβλήματος του δημοσίου χρέους της, εάν είχε ληφθεί η απόφαση τότε – όταν είχαμε επισημάνει την κλιμάκωση της κρίσης, η οποία επισπεύσθηκε, μεταξύ άλλων, από τους εσφαλμένους χειρισμούς της «νεαρής» τότε κυβέρνησης (άρθρο μας). Η αντίθετη άποψη, σύμφωνα με την οποία η αγορά ομολόγων εκ μέρους των Ελλήνων θα ήταν εις βάρος των καταθέσεων και επομένως των τραπεζών, έχει πλέον αποδειχθεί λανθασμένη – αφού η μείωση των τραπεζικών καταθέσεων σήμερα έχει ξεπεράσει τα 70 δις €, με τις περισσότερες από αυτές να έχουν κατευθυνθεί σε ιδρύματα άλλων κρατών, χωρίς να ωφελούν ούτε την Ελλάδα, ούτε τις τράπεζες της.
Εάν δε συνειδητοποιήσει κανείς ότι, η χρηματοδότηση του Ελληνικού Δημοσίου από την Τρόικα, η οποία μας υποχρέωσε σε καταστροφικά για την οικονομία μας «υφεσιακά προγράμματα», δεν υπερβαίνει τα 70 δις € μέχρι σήμερα (Πίνακας Ι), όσα δηλαδή έχουν ήδη «μεταναστεύσει» στο εξωτερικό, θα κατανοήσει ότι, η μη υιοθέτηση των εθνικών ομολόγων ήταν τουλάχιστον ανόητη εκ μέρους μας – πόσο μάλλον όταν η εισβολή του ΔΝΤ κόστισε τόσο στην Ελλάδα, όσο και στην Ευρωζώνη, τεράστια ποσά.
Ιδιοκτήτες Ομολόγων |
Ποσόν |
|
|
Διαχειρ. Περιουσιακών στοιχείων, κρατικά κεφάλαια, κεντρ. Τράπεζες |
151 |
ΕΚΤ |
47 |
Τρόικα (ΔΝΤ-ΕΕ) |
53 |
Ελληνικές τράπεζες |
50 |
Γερμανικές τράπεζες (KFW 8,0 – HRE 7,4) |
17 |
Γαλλικές τράπεζες |
11 |
Ιταλικές τράπεζες |
2 |
Λοιπές Ευρωπαϊκές τράπεζες |
9 |
Τράπεζες εκτός Ευρώπης |
1 |
Πηγή: Handelsblatt (Bloomberg, RBC, Barkley Capital),Πίνακας: Β. Βιλιάρδος
Εν τούτοις έχουμε την άποψη ότι, ποτέ δεν είναι πολύ αργά για ενέργειες, με βάση τις οποίες θα λύναμε μόνοι μας ορισμένα μέρη των προβλημάτων της χώρας μας – χωρίς να υποχρεωθούμε στη λεηλασία τόσο της δημόσιας, όσο και της ιδιωτικής μας περιουσίας, καθώς επίσης στη μετατροπή μας σε προτεκτοράτο της Γερμανίας.
Αν και ουσιαστικά λοιπόν προηγείται η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης στην πολιτική ηγεσία και ο έλεγχος της, όπως έχουμε τονίσει αρκετές φορές (γεγονός που δεν θα συμβεί ποτέ, όσο δεν συμμετέχουν ενεργά οι Πολίτες στη διαχείριση των κρατικών θεμάτων, ψηφίζοντας οι ίδιοι τους σημαντικότερους νόμους – δημοψηφίσματα), έχουμε την άποψη ότι, δεν υπάρχει πλέον ο απαιτούμενος χρόνος. Επομένως θα πρέπει να επιδιωχθούν παράλληλα, αφενός μεν η σταθεροποίηση των οικονομικών της χώρας, αφετέρου η εγκατάσταση μίας «χρηστής» πολιτικής ηγεσίας – με απώτερο στόχο την ενεργό συμμετοχή όλων των Πολιτών στα κοινά, την οποία θα πρέπει να μας υποσχεθεί το οποιαδήποτε πολιτικό κόμμα, το οποίο θα θελήσει να λάβει την ψήφο μας.
Από οικονομικής τώρα αποκλειστικά πλευράς (υπάρχει παράλληλα η κοινωνική, η πολιτισμική κλπ.), η Ελλάδα έχει τρεις εντελώς διαφορετικές «εστίες προβλημάτων» – οι οποίες, αν και αλληλένδετες μεταξύ τους, απαιτούν την υιοθέτηση διαφορετικών λύσεων:
Όταν μία χώρα λοιπόν ευρίσκεται σε ύφεση, τα επιτόκια δανεισμού της οφείλουν να είναι τουλάχιστον μηδενικά – αφού δεν μπορούν να είναι άμεσα αρνητικά, αλλά έμμεσα, εάν ο πληθωρισμός είναι υψηλότερος (όχι βέβαια ο προερχόμενος από την αυξημένη φορολογία, όπως αυτός σήμερα στην Ελλάδα, ο οποίος διατηρεί υψηλές τις τιμές των προϊόντων, παρά τη μειωμένη ζήτηση). Επομένως, η χώρα μας οφείλει να αναζητήσει λύσεις χρηματοδότησης του χρέους της, εάν είναι δυνατόν με μηδενικά επιτόκια.
Από την άλλη πλευρά, επειδή η Ελλάδα έχει ακόμη πρωτογενή ελλείμματα, είναι αδύνατον να εξοφλεί τις υποχρεώσεις της – αφού το σύνολο των δημοσίων εσόδων της δεν φθάνει για την κάλυψη των δαπανών της. Επομένως, πρέπει να επιμηκύνει το χρόνο αποπληρωμής του χρέους της – με την προοπτική της εξυπηρέτησης των δόσεων στο μέλλον, μετά από την επίτευξη πρωτογενών πλεονασμάτων. Εάν τώρα η διεθνής κοινότητα (ΔΝΤ) ή/και οι ευρωπαίοι «εταίροι» της δεν είναι σε θέση ή δεν θέλουν να της εξασφαλίσουν αυτές τις (απολύτως απαραίτητες) προϋποθέσεις, τότε η Ελλάδα είναι υποχρεωμένη να προβεί
(α) είτε στη διαγραφή μέρους του χρέους της – ουσιαστικά σε «σκληρή», μη ελεγχόμενη χρεοκοπία,
(β) είτε στην αναβολή της πληρωμής των δόσεων για το χρέος της – με ή χωρίς τη συμφωνία των πιστωτών της,
(γ) είτε στον εσωτερικό δανεισμό – στην έκδοση δηλαδή εθνικών ομολόγων, τα οποία θα αγόραζαν οι Πολίτες, οι τράπεζες και οι επιχειρήσεις της,
(δ) είτε στο συνδυασμό όλων ή μέρους των παραπάνω – έτσι ώστε να μοιρασθεί το βάρος σε περισσότερους «αποδέκτες».
Στα πλαίσια αυτά, παρά το ότι είναι σχετικά αργά, αφού έχει ήδη «μεταναστεύσει» ένα μεγάλο μέρος των καταθέσεων των Ελλήνων στο εξωτερικό, έχουμε την άποψη ότι είναι ακόμη δυνατή η έκδοση εθνικών ομολόγων – με κύριο μειονέκτημα την έλλειψη της εμπιστοσύνης των Πολιτών στην Πολιτεία, για την οποία θα έπρεπε να γίνουν αμέσως ενέργειες αποκατάστασης της. Μερικά δε από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά αυτών των ομολόγων θα ήταν τα εξής:
(1) Μέσω της έκδοσής τους θα μπορούσε να αναχρηματοδοτηθεί μακροπρόθεσμα το δημόσιο χρέος μας, το οποίο αποτελεί αναμφίβολα το μεγαλύτερο εμπόδιο στις προσπάθειες ανάκαμψης της Οικονομίας μας. Τα ομόλογα αυτά είναι δυνατόν να αγορασθούν από εκείνους τους Έλληνες, οι οποίοι διαθέτουν καταθέσεις στις τράπεζες του εσωτερικού (υπολογίζονται περί τα 170 δις €), καθώς επίσης από αυτούς που διαθέτουν καταθέσεις στο εξωτερικό, είτε διαμένουν εντός της Ελλάδας, είτε είναι υπήκοοι άλλων χωρών.
Περί τα 10 εκ. Έλληνες διαμένουν στο εξωτερικό οι οποίοι, κατά την άποψη μας, θα ήταν πρόθυμοι να συμβάλλουν στη διάσωση της χώρας τους – πόσο μάλλον όταν και οι ίδιοι επωφελούνται πολλαπλά (αρκεί βέβαια να εμπιστευθούν την κυβέρνηση και το λαό της).
(2) To επιτόκιο τους θα έπρεπε να είναι μηδενικό, για το χρονικό διάστημα κατά το οποίο η Ελλάδα θα ευρίσκεται σε ύφεση – ενώ θα πρέπει να αναπροσαρμόζεται αργότερα αυτόματα, ανάλογα με το ρυθμό ανάπτυξης. Ακόμη όμως και να υποθέσουμε ότι, το επιτόκιο έκδοσης τους θα τοποθετούταν στο 5% (όσο περίπου πληρώνει η χώρα μας), ένα μεγάλο μέρος του ποσού των τόκων θα κατευθυνόταν στα Ελληνικά νοικοκυριά και κατ’ επέκταση στη εσωτερική κατανάλωση.
Το γεγονός αυτό θα συνέβαλλε με τη σειρά του στην αναθέρμανση της Οικονομίας μας (μείωση της ανεργίας κλπ.), περιορίζοντας αισθητά τα μέτρα λιτότητας, τα οποία έχει λάβει η κυβέρνηση («διττή» ωφέλεια). Επίσης στην εκδίωξη των μπράβων των τοκογλύφων από την πατρίδα μας – κάτι που χρειάζεται πράξεις και χρήματα (όχι κενά λόγια και παθητικές «κραυγές»).
(3) Τα εθνικά ομόλογα θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν από τους «ιδιοκτήτες» τους, σαν εγγύηση για τη λήψη μελλοντικών δανείων από τις τράπεζες (στην περίπτωση που θα ήταν βέβαια επιθυμητό – κανείς δεν μπορεί να προϋπολογίσει με ασφάλεια τις μετέπειτα οικονομικές ανάγκες του). Ίσως εδώ θα ήταν απαραίτητη μία ιδιαίτερη συμφωνία της κυβέρνησης με τις τράπεζες έτσι ώστε, τα δάνεια με την παροχή των «Εθνικών Ομολόγων» σαν εγγύηση έγκρισης τους, να επιβαρύνονται με τόκους χαμηλότερους του 5%.
(4) Οι τράπεζες θα μπορούσαν με τη σειρά τους να χρηματοδοτηθούν περαιτέρω, «εκχωρώντας» τα διάφορα δάνεια τους με την εγγύηση των «Εθνικών Ομολόγων» σε τρίτους επενδυτές – έτσι όπως ανέκαθεν «συνηθίζουν» με τα στεγαστικά ή άλλης «ποιότητας» δάνεια τους.
* Βασίλης Βιλιάρδος (copyright), Αθήνα, 22. Ιανουαρίου 2012, viliardos@kbanalysis.com. Ο κ. Β. Βιλιάρδος είναι οικονομολόγος, πτυχιούχος της ΑΣΟΕΕ Αθηνών, με μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Αμβούργου
ΠΗΓΗ: http://www.casss.gr/PressCenter/Articles/2515.aspx
Συνέχεια στο Μέρος ΙΙ:http://tomtb.com/modules/smartsection/item.php?itemid=2608