Οι μεγάλοι θεωρητικοί των κοινωνικών επιστημών
Με την είσοδο των νεοτέρων χρόνων τα κοινωνικά θέματα άρχισαν να γίνονται αντικείμενο ανάλυσης και πάλι. Ένας βασικός παράγοντας που ώθησε τους διανοούμενους στην ανάλυση τέτοιων θεμάτων ήταν οι έριδες στη διάρκεια της μεταρρύθμισης. Πολιτική εξουσία, ηθικές και κοινωνικές αξίες αμφισβητούνται. Η αμφισβήτηση των θεσμών συμπίπτει με μια γενικότερη αναστάτωση στην κοινωνία που οφείλεται στους πολέμους, τη μετανάστευση πληθυσμού από την ύπαιθρο στις πόλεις, τη δημιουργία των μεγάλων πόλεων.
Η περίοδος της κλασσικής πολιτικής οικονομίας αρχίζει με τη δημοσίευση του βιβλίου Μια έρευνα για τη φύση και τα αίτια του πλούτου των εθνών του Άνταμ Σμιθ (1723-1790). Σύμφωνα με τον Σμιθ, η πηγή του πλούτου μιας κοινωνίας είναι η εργασία των ανθρώπων. Οι προηγούμενοι οικονομολόγοι πίστευαν ότι πηγές πλούτου ήταν λίγο πολύ σταθερές και ότι η αύξηση του πλούτου ήταν δώρο της φύσης και η εργασία του ανθρώπου απλώς συνέβαλε στο μετασχηματισμό αυτού του πλούτου, χωρίς όμως να τον αυξάνει. Από τους φυσιοκράτες ο Σμιθ δανείστηκε την ιδέα του laissez faire και την έκανε αθάνατη με την περίφημη παρομοίωση του 'αόρατου χεριού'. Το 'αόρατο χέρι' της αγοράς έχει την ικανότητα να καθοδηγεί το συμφέρον των εργοδοτών, των παραγωγών και των καταναλωτών προς την αρμονική 'καλυτέρευση' όλων δηλαδή την παραγωγή υλικού πλούτου. Κατ' αυτόν τον τρόπο, το κοινωνικό αποτέλεσμα ανεξαρτητοποιείται από τις ατομικές βλέψεις και έτσι θεμελιώνεται μια αντικειμενική επιστήμη της οικονομικής δραστηριότητας.
Οι τιμές διαμορφώνονται στα πλαίσια της ελεύθερης αγοράς, χάρη στην εξισορροπητική επίδραση του νόμου της προσφοράς και της ζήτησης. Οι νευτώνειες αρχές της ισορροπίας, της κίνησης και της αντικειμενικής πραγματικότητας είναι εδώ. Η νευτώνεια μηχανική αγνοεί την τριβή. Κατά τον Σμιθ οι εξισορροπητικοί μηχανισμοί της αγοράς δρουν ακαριαία.
Την ίδια περίπου εποχή αρχίζει και η περίοδος της κοινωνιολογίας σαν ξεχωριστής επιστήμης με πατέρα τον Auguste Comte (1798-1857). Η συμβολή του βρίσκεται στο γεγονός ότι προσπάθησε να απομακρύνει την κοινωνιολογία από τον αφηρημένο φιλοσοφικό στοχασμό και να την καταστήσει μια επιστήμη που βασίζεται στην αντικειμενική παρατήρηση. Ο Comte πιστεύει ότι η εξέλιξη της ανθρωπότητας είναι η εξέλιξη του ανθρώπινου πνεύματος, του τρόπου που ο άνθρωπος βλέπει και ερμηνεύει την πραγματικότητα που τον περιβάλλει. Έτσι η ανθρωπότητα πέρασε από το στάδιο της θεολογικής ερμηνείας των πραγμάτων στο στάδιο της μεταφυσικής ερμηνείας και από εκεί στο στάδιο της επιστημονικής ή θετικής εξήγησης, τη θεωρία δηλαδή των τριών σταδίων. Για τον Comte η θετική επιστήμη, που αναζητεί τις σταθερές σχέσεις, τους νόμους, που υπάρχουν μεταξύ των φαινομένων, μπορεί να προβλέψει και με βάση την πρόβλεψη αυτή ο άνθρωπος μπορεί να αναλάβει δράση. Η κοινωνία δεν είναι ένα απλό σύνολο ατόμων αλλά υπάρχει εκεί που πραγματώνεται γενική και συνδυασμένη δράση. Τα κοινωνικά φαινόμενα, κατά τον Comte, πρέπει να μελετούνται κάτω από δύο ξεχωριστές αλλά αλληλοσυμπληρούμενες σκοπιές: τη στατική και τη δυναμική.
Όποιος καλλιεργεί τη σοβαρή πρόθεση να καταλάβει τις κοινωνικές συνθήκες της ανθρωπότητας είναι υποχρεωμένος να μελετήσει τη σκέψη του Karl Marx (1818-1883). Μια από τις μεγαλύτερες μορφές του 19ου αιώνα, που το έργο του εξακολουθεί να ασκεί ποικιλότροπη επιρροή μέχρι και σήμερα και τον κατατάσσει μεταξύ των μεγάλων πολιτικών φιλοσόφων, οικονομολόγων και κοινωνιολόγων. Η κοινωνιολογική σκέψη του Marx ξεκινά από τη διάκριση μεταξύ κράτους και κοινωνίας. Αντίθετα από τις απόψεις του Hegel, για αυτόν το κράτος είναι ένα από τα αποτελέσματα των ανταγωνιστικών σχέσεων που εμφανίζονται και λειτουργούν μέσα στην κοινωνία των πολιτών του Hegel. Για να εξασφαλισθεί ο συγκεκριμένος τρόπος παραγωγής πρέπει οι παραγωγικές σχέσεις να παραμένουν σταθερές και αυτό το έργο επιτελούν το κράτος και η ιδεολογία. Όταν οι παραγωγικές δυνάμεις αναπτυχθούν τόσο, που να οδηγούν σε νέους τρόπους παραγωγής, οι παλιές παραγωγικές σχέσεις ανατρέπονται, μέσα από επαναστατικές διαδικασίες που εγκαθιστούν νέες παραγωγικές σχέσεις, που αντιστοιχούν στους νέους τρόπους παραγωγής. Η φιλοσοφία του Marx είναι ο διαλεκτικός υλισμός, ο υλισμός του όμως δεν είναι μηχανικός, αλλά δυναμικός. Το σύμπαν είναι ένα αιώνιο γίγνεσθαι, και η πρόοδος πετυχαίνεται με τη διαλεκτική σχέση θέση-αντίθεση-σύνθεση σαν σειρά ποιοτικών αλμάτων που είναι αναπόφευκτες λόγω των εσωτερικών τάσεων που ανατρέπουν την υπάρχουσα ισορροπία. Επιδίωξε να διατυπώσει τις θεωρίες του στη γλώσσα του Καρτέσιου και του Νεύτωνα γιαυτό χρησιμοποιεί συχνά τον όρο επιστημονικός, όμως η πλατιά οπτική του πάνω στα κοινωνικά φαινόμενα του επέτρεψε να αρνηθεί να υιοθετήσει την κλασσική θέση του αντικειμενικού παρατηρητή και υπογράμμισε με πάθος τη συμμετοχή στα φαινόμενα, διακηρύσσοντας το αδιαχώριστο κοινωνικής δράσης και κοινωνικής ανάλυσης.
Τη θετικιστική παράδοση στη Γαλλία που άρχισε ο Comte συνέχισε ο Emile Durkheim (1858-1917), αν και ο ίδιος δεν συμμεριζόταν τη θετικιστική μεταφυσική του Comte. Ήθελε να δει την κοινωνιολογία να αναπτύσσεται σε μια αυτοτελή επιστήμη και θεωρούσε τον εαυτό του απλώς ορθολογιστή. Για τον Durkheim η κοινωνία δεν είναι μια ιδέα. Είναι μια ιδιότυπη πραγματικότητα που αποτελεί τον ισχυρότερο συνδυασμό φυσικών και ηθικών δυνάμεων. Η κοινωνία υπάρχει έξω και πάνω από τα άτομα, έχει δηλαδή αντικειμενική υπόσταση και είναι ανώτερη και ισχυρότερη από τα άτομα, πράγμα που φανερώνεται με τον εξαναγκασμό που ασκεί σ' αυτά. Όμως η κοινωνία αποκτά υπόσταση και εκφράζεται μέσα από τα άτομα, με τη συλλογική συνείδηση, που είναι 'η συνείδηση των συνειδήσεων'. Η συλλογική συνείδηση είναι το στοιχείο εκείνο που εξασφαλίζει την κοινωνική συνοχή, αποτελεί το θεμέλιο της ανθρώπινης γνώσης και καθορίζει την ατομική συμπεριφορά και τη μορφή που παίρνουν οι ανθρώπινες σχέσεις. Οι τρόποι που δρουν, σκέπτονται και αισθάνονται τα μέλη της κοινωνίας δεν έχουν ή μάλλον δεν πρέπει να έχουν υποκειμενικό χαρακτήρα, δεν πρέπει δηλαδή να απορρέουν από ατομικές ιδιορρυθμίες, αλλά να υπακούουν σε κοινωνικές αναγκαιότητες, να εξυπηρετούν το συλλογικό συμφέρον. Γιατί η κοινωνία είναι κάτι πολύ περισσότερο από το άθροισμα των μελώς της.
Την εποχή που στη Γαλλία κυριαρχεί ο Durkheim στη Γερμανία κυρίαρχη μορφή είναι ο Max Weber (1864-1920). Η κοινωνιολογία για το Weber είναι η επιστήμη που αντικείμενο μελέτης της είναι η κοινωνική δράση. Η κοινωνική δράση προϋποθέτει την ύπαρξη ενός άλλου υποκειμένου, προς το οποίο κατευθύνεται σαν σκόπιμη ενέργεια. Σκοπός της κοινωνιολογίας είναι η κατανόηση της κοινωνικής δράσης για να μπορέσει να εξηγήσει αιτιοκρατικά την πορεία και τα αποτελέσματά της. Η θέση αυτή εκφράζει τη διαμάχη μεταξύ θετικισμού και ιδεαλισμού. Ο γερμανικός ιδεαλισμός έβλεπε ένα αγεφύρωτο χάσμα μεταξύ του κόσμου του πνεύματος και του κόσμου της φύσης, πράγμα που διαφοροποιούσε τις επιστήμες σε φυσικές επιστήμες και επιστήμες του πνεύματος. Οι φυσικές επιστήμες μπορούσαν να ερμηνεύσουν το φυσικό κόσμο με βάση τους φυσικούς νόμους, ενώ οι επιστήμες του πνεύματος τα ανθρώπινα φαινόμενα με βάση τη μοναδικότητά τους, σαν ανεπανάληπτα αποτελέσματα αλληλουχίας και συνδυασμού ιστορικά συγκεκριμένων παραγόντων.
Η σύγχρονη επιστήμη της οικολογίας έχει τις απαρχές της στο λινεϊκό πρόγραμμα, η διαμόρφωση του οποίου συμπίπτει με την πρώτη φάση της ανάπτυξης του καπιταλισμού. Ο Λιννέος βασίζεται στην αντίληψη ότι η φύση είναι θεϊκό δημιούργημα. Στο επίπεδο του φυσικού κόσμου αντανακλάται η σοφία του Θεού και αποκρυσταλλώνεται η αρμονία του θεϊκού λόγου. Η επιστημονική πράξη περιγράφει τους ιδεατούς τύπους βιολογικής οργάνωσης, τους ολότυπους που αποτυπώνουν εικόνες της τέλειας φύσης. Στη συνέχεια η επιστημονική εργασία καταγράφει τον υλικό κόσμο και τον κατατάσσει σε κατηγορίες με βάση την ομοιότητα που εμφανίζουν οι υλικές οντότητες με τους ιδεατούς ολότυπους. Στόχος της επιστημονικής πρακτικής είναι η υπαγωγή του υλικού κόσμου σε ιδεατά σχήματα που περιγράφουν την οικονομία της φύσης, ώστε να γίνει γνωστή στους ανθρώπους η θεϊκή τάξη των πραγμάτων.
Η επιστήμη της οικολογίας εισέρχεται στη φάση της ωριμότητας στα τέλη του 19ου αιώνα οπότε και χρησιμοποιείται ο όρος οικολογία με την επιστημονική έννοια από τον E. Haeckel. Η ανάδειξη της οικολογίας σε αυτόνομο επιστημονικό πεδίο σχετίζεται με τη φθορά της αντίληψης ότι η φύση συνιστά αστείρευτη πηγή ενέργειας και υλικών στην απόλυτη διάθεση του ανθρώπου. Στις ΗΠΑ, την εποχή εκείνη, εμφανίζονται προβλήματα στη γεωργική, δασική και αλιευτική παραγωγή, ενώ σε ορισμένες περιοχές έχουμε προβλήματα υπερπληθυσμού. Οι πρώτες προσπάθειες έχουν σαν αντικείμενο την επίλυση πρακτικών προβλημάτων, αλλά γρήγορα αναπτύχθηκαν οι σχετικές επιστημονικές θεωρίες. Είναι χαρακτηριστικό ότι πάντοτε η επιστημονική πρακτική συνδεόταν στενά με τις κοινωνικές ανάγκες της εποχής. Από την αρχή του 20ου αιώνα διαμορφώθηκαν δύο σε γενικές γραμμές παράλληλοι δρόμοι ανάπτυξης της επιστήμης της οικολογίας: η ολιστική ή συστημική και η πληθυσμιακή ή ατομιστική σύλληψη του οικολογικού φαινομένου.
* Εργασία που εκπονήθηκε στα πλαίσια των μαθημάτων της Θ. Ανθογαλίδου. Επιμέλεια, διορθώσεις Θ. Ανθογαλίδου
ΠΗΓΗ: Τόμος 2, τεύχος 4, Δεκέμβριος 2001, http://virtualschool.web.auth.gr/2.4/TheoryResearch/Votsis.html