Η ΧΡΕΟΚΟΠΙΑ ΤΗΣ ΑΡΓΕΝΤΙΝΗΣ:
Ιστορικά στοιχεία, παραλληλισμοί, οι αιτίες της κρίσης, η μεγάλη ύφεση, η υπερχρέωση, η στάση πληρωμών, τα καταναγκαστικά μέτρα της κυβέρνησης και τα αποτελέσματα τους – Μέρος ΙI Του Βασίλη Βιλιάρδου*
Ιστορικά στοιχεία, παραλληλισμοί, οι αιτίες της κρίσης, η μεγάλη ύφεση, η υπερχρέωση, η στάση πληρωμών, τα καταναγκαστικά μέτρα της κυβέρνησης και τα αποτελέσματα τους – Μέρος ΙI Του Βασίλη Βιλιάρδου*
Συνέχεια από το Μέρος Ι: http://tomtb.com/modules/smartsection/item.php?itemid=2597
Η ΤΕΛΙΚΗ ΧΡΕΟΚΟΠΙΑ
Η ΤΕΛΙΚΗ ΧΡΕΟΚΟΠΙΑ
Λόγω της «αποτελμάτωσης» (stagnation) της Οικονομίας, καθώς επίσης της «εμμονής» του αρνητικού εμπορικού ισοζυγίου απαιτήθηκε, από μία μεγάλη μερίδα του πληθυσμού, η υποτίμηση του νομίσματος. Η κυβέρνηση όμως δεν συμφώνησε με τη συγκεκριμένη απαίτηση, φοβούμενη, ως συνήθως, τόσο την περαιτέρω «φυγή» των κεφαλαίων στο εξωτερικό, όσο και τις επιθέσεις εκ μέρους των κερδοσκόπων (μία μεθοδική, προγραμματισμένη και σταδιακή υποτίμηση, θα είχε «αμβλύνει» αναμφίβολα την κρίση).
Τελικά, επιλέχθηκε από την κυβέρνηση ένας αρκετά πολύπλοκος συναλλαγματικός μηχανισμός και η σύνδεση του επίσημου νομίσματος της Αργεντινής, του «Πέζος», με ένα «καλάθι» νομισμάτων, το οποίο αποτελούταν κατά 50% από Ευρώ (τότε, η αξία του € ήταν σημαντικά χαμηλότερη από την αξία του $) και κατά 50% από δολάρια – κατ’ αρχήν για τις διεθνείς συναλλαγές της χώρας (κάτι που σήμαινε μία μικρή υποτίμηση του «Πέζος», μεταξύ 5% και 8%). Για παράδειγμα,
● όταν ένα Ευρώ αντιστοιχούσε με 0,83 δολάρια, τότε η αξία του «Πέζος» ήταν: 0,5 Χ 0,83 + 0,5 Χ 1 = 0,915 ανά δολάριο
● όταν ένα Ευρώ αντιστοιχούσε με 1,08 δολάρια, τότε η αξία του «Πέζος» ήταν: 0,5 Χ 1,08 + 0,5 Χ 1 = 1,04 ανά δολάριο
Στα μέσα του 2001 και παρά το ότι η παραπάνω «τεχνική» δεν θεωρήθηκε σωστή από πολλούς οικονομολόγους (το διεθνές εμπόριο διενεργούταν κυρίως στο χώρο του δολαρίου και όχι του Ευρώ, ενώ στο «καλάθι» έπρεπε να συμμετέχει και το βραζιλιάνικο νόμισμα), η Οικονομία της Αργεντινής εμφάνισε μικρούς ρυθμούς ανάπτυξης, γεμίζοντας αισιοδοξία την κυβέρνηση της. Δυστυχώς όμως, ακολούθησε η παγκόσμια ύφεση (αν και ήταν μάλλον η αφορμή, παρά η αιτία της επιδείνωσης, αφού τα προβλήματα της χώρας δεν είχαν επιλυθεί), η οποία προκλήθηκε από το τρομοκρατικό χτύπημα στη Νέα Υόρκη (11.09.2001).
Η ύφεση είχε σαν αποτέλεσμα να χάσουν ξαφνικά οι επενδυτές την εμπιστοσύνη τους, γενικά απέναντι στις αγορές – πολύ περισσότερο απέναντι σε «ιστορικά» επικίνδυνες περιοχές, όπως η Λατινική Αμερική. Όταν λοιπόν η κυβέρνηση της Αργεντινής «παραδέχθηκε» δημοσίως, το Νοέμβριο του 2001, ότι δεν μπορούσε να εκπληρώσει τις συνήθεις απαιτήσεις του ΔΝΤ, σε σχέση με τον περιορισμό του δημοσιονομικού ελλείμματος της χώρας, το ΔΝΤ αρνήθηκε να «εμβάσει» ένα προγραμματισμένο δάνειο, ύψους 1.25 δις $ (κάτι ανάλογο θα συνέβαινε, εάν τυχόν η χώρα μας δανειοδοτούνταν περαιτέρω από την ΕΚΤ ή από χώρες της Ε.Ε., υποσχόμενη να μειώσει το έλλειμμα και δεν τα κατάφερνε – ενδεχομένως λόγω της αποψίλωσης του παραγωγικού μας μηχανισμού, η οποία λειτουργεί «αποσταθεροποιητικά» στο αρνητικό μας εμπορικό ισοζύγιο, σε συνδυασμό με την είσοδο της Οικονομίας μας σε ύφεση, όπως συνέβη το 1999 στην Αργεντινή).
Η κυριολεκτικά «τρομακτική» αυτή είδηση για τις παγκόσμιες χρηματαγορές, είχε σαν αποτέλεσμα να χαθεί «ραγδαία» η εμπιστοσύνη των επενδυτών απέναντι στην Αργεντινή – γεγονός στο οποίο οφείλεται η ξαφνική, μαζική και ταχύτατη «απόσυρση» των κεφαλαίων από τη χώρα, η οποία προκάλεσε μία τεράστια κρίση σε ολόκληρο το τραπεζικό σύστημα. Εντελώς τρομοκρατημένη η κυβέρνηση, για να αποφύγει το ολοκληρωτικό χάος που θα επακολουθούσε, εισήγαγε αμέσως μία νομοθετική διάταξη (Corralito), η οποία έθετε όριο στην ανάληψη μετρητών από τους τραπεζικούς λογαριασμούς: επετράπη η ανάληψη μέχρι 250 Πέζος την εβδομάδα. Μέσω αυτής τα απαγόρευσης, η κυβέρνηση αποσκοπούσε ουσιαστικά στο να εμποδίσει την ανταλλαγή των Πέζος με δολάρια, επειδή το τραπεζικό σύστημα δεν ήταν σε θέση να ανταπεξέλθει (πρακτικά, δεν υπήρχαν στις τράπεζες τα χρήματα, για να πληρωθούν οι καταθέσεις – όπως είναι ο κανόνας διεθνώς και όχι η εξαίρεση).
Όμως, η ενέργεια αυτή επιδείνωσε την υφιστάμενη «κρίση εμπιστοσύνης» στην Οικονομία της Αργεντινής – τόσο στο εξωτερικό, όσο και στο εσωτερικό. Η μεσαία τάξη της χώρας εξαγριώθηκε κυριολεκτικά, με αποτέλεσμα μία γενική απεργία στις 13. Δεκεμβρίου – κατέληξε σε μαζικές, βίαιες διαδηλώσεις λίγο αργότερα (19 και 20 Δεκεμβρίου), «κοστίζοντας» συνολικά 28 θανάτους. Αμέσως μετά, παραιτήθηκε η πολιτική ηγεσία της χώρας ενώ, η ανάληψη της προεδρίας από τον κυβερνήτη μίας επαρχίας, τον κ. Adolfo Saa, διήρκεσε μόλις πέντε ημέρες. Η αιτία ήταν η άρνηση εκ μέρους των κυβερνητών των άλλων επαρχιών της Αργεντινής να στηρίξουν τα οικονομικά μέτρα που πρότεινε – μεταξύ των οποίων έναν εξορθολογισμό της χώρας, καθώς επίσης ένα νέο νόμισμα (Αργεντίνο), το οποίο θα είχε ελεύθερη διακύμανση απέναντι στο δολάριο.
Το σημαντικότερο γεγονός της σύντομης αυτής ανάληψης της εξουσίας εκ μέρους του «περονικού» κυβερνήτη κ. Adolfo Saa (παραιτήθηκε στις 30.12.2001), ήταν η επίσημη αναγγελία της χρεοκοπίας της χώρας (αδυναμία και στάση πληρωμών απέναντι στους δανειστές της) – μία απόφαση που εν πρώτοις διατήρησε ο διάδοχός του.
ΕΚΤΑΚΤΑ ΜΕΤΡΑ ΚΑΙ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ
Ο νέος πρόεδρος ανακοινώθηκε την 1η Ιανουαρίου του 2002, αναλαμβάνοντας τα καθήκοντα του την επόμενη ημέρα. Με υπόδειξη των ειδικών του οικονομικού επιτελείου του, αποφάσισε αμέσως
(α) την υποτίμηση του «Πέζος», ενώ
(β) απαγόρευσε το άνοιγμα των τραπεζών σε ολόκληρη τη χώρα, μεταξύ άλλων για να αποφύγει τις αγορές δολαρίων εκ μέρους των πολιτών, κάτω από συνθήκες πανικού.
Η υποτίμηση ορίσθηκε στο 28% – δηλαδή, «αφαιρέθηκε» το 28% της αξίας των χρημάτων των πολιτών, των επιχειρήσεων και γενικά ολόκληρης της χώρας. Η ισοτιμία του νομίσματος όμως, μέσα σε ελάχιστες μόνο ημέρες, κάτω από την «πίεση» πανικοβλημένων αγορών δολαρίων, ξεπέρασε το 1:2 (1 $ ανά δύο Πέζος και όχι 1$ ανά 1,28 Πέζος, όπως είχε ορισθεί). Το γεγονός αυτό ανάγκασε την κυβέρνηση να αποσύρει την επίσημη ισοτιμία (1:1,28) – αυξήθηκαν επομένως οι αγορές δολαρίων σε συνθήκες πανικού, οπότε υποτιμήθηκε ακόμη περισσότερο το νόμισμα της Αργεντινής (η ισοτιμία, από 1:1 στις 04.12.01, πλησίασε το 1:4 τον Απρίλιο του 2002, ενώ σταθεροποιήθηκε στη συνέχεια στο 1:3, κατέβηκε στο 1:2,80 μέσω αγορών της κεντρικής τράπεζας, καταλήγοντας στο τέλος σταθερά στο 1:4 – αφαιρέθηκε δηλαδή τελικά το 75% της αξίας των χρημάτων).
Λόγω των καταστροφικών συνεπειών από την τεράστια υποχώρηση της τιμής του «Πέζος» για τις τράπεζες, η κυβέρνηση αποφάσισε τη λήψη έκτακτων μέτρων, τα οποία ονομάστηκαν «Corralon». Σύμφωνα με τα μέτρα αυτά,
(α) όλοι οι τραπεζικοί λογαριασμοί, πάνω από ένα ορισμένο ύψος, μετατράπηκαν «καταναγκαστικά» σε βιβλιάρια καταθέσεων, με χρονικό όριο ανάληψης χρημάτων έως και το 2010 (ουσιαστικά κατασχέθηκαν για ορισμένο χρόνο).
(β) οι τραπεζικοί λογαριασμοί σε συνάλλαγμα (δολάριο), αποφασίσθηκε να αντιμετωπισθούν σαν λογαριασμοί σε «Πέζος», με αξία ανταλλαγής 1:1,40 και να αποδοθούν στους ιδιοκτήτες τους μόνο μετά από την πάροδο αρκετών μηνών – οι υψηλότεροι, αυτοί που εμφάνιζαν δηλαδή μεγάλο πιστωτικό υπόλοιπο, μετά από πολλά έτη.
(γ) οι οφειλές, τα δάνεια δηλαδή, μπορούσε κανείς να τα αποπληρώσει – κατ’ αρχήν με αξία ανταλλαγής Πέζο/Δολάριο 1:1 (συνέφερε επομένως η πληρωμή των χρεών).
Η επονομαζόμενη αυτή «ασύμμετρη Πεζοποίηση», απασχόλησε τα δικαστήρια της Αργεντινής για πάρα πολλά χρόνια – το αποτέλεσμα ήταν τελικά η υιοθέτηση ενός καινούργιου σχεδίου ομολόγων, με το όνομα «BODEN». Επίσης, ο υπολογισμός των χρεών με την ισοτιμία 1:1,40 – συν τον επίσημο πληθωρισμό (από το 2003 όμως και μετά, άρχισαν να ξεπληρώνονται οι τραπεζικοί λογαριασμοί Corralon, λόγω της, καλύτερης του αναμενομένου, πορείας της Οικονομίας της χώρας).
Υπενθυμίζουμε εδώ ότι (άρθρο μας «Κρατική πτώχευση»), το δυσμενέστερο όλων των μέτρων, τα οποία είναι στην απόλυτη δικαιοδοσία της κυβέρνησης ενός κράτους, είναι η επιβολή «καταναγκαστικών μέτρων» – επί πλέον των συνήθων φορολογικών. Δηλαδή, οι ειδικοί φόροι εις βάρος της ατομικής περιουσίας των Πολιτών, καθώς επίσης των επιχειρήσεων (εδώ αιτιολογούνται οι «απαιτήσεις» των κυβερνήσεων για πλήρη καταγραφή, στις φορολογικές δηλώσεις, όλων των περιουσιακών στοιχείων των φορολογουμένων), οι οποίοι επιβάλλονται «καταναγκαστικά» από το κράτος, χωρίς τη συμφωνία τους και χωρίς να έχουν «προ-αναγγελθεί» στον ετήσιο προϋπολογισμό.
Περαιτέρω στην Αργεντινή, όλα αυτά τα «καταναγκαστικά» μέτρα, οδήγησαν σε μία επόμενη «απώλεια της εμπιστοσύνης», εκ μέρους ολόκληρης της αγοράς, με αποτέλεσμα να χάνει συνεχώς σε αξία το επίσημο νόμισμα, σε σχέση με το δολάριο. Η κυβέρνηση, για να εφησυχάσει τους πολίτες της χώρας της, ψήφισε την παροχή κοινωνικής βοήθειας ύψους 100 Πέζος (αργότερα 150) σε άνεργες οικογένειες – υπό την επίδραση του πληθωρισμού, ένα μάλλον συμβολικό και αμελητέο ποσόν. Ακριβώς τότε, η ισοτιμία του δολαρίου πλησίασε το 1:4 (δηλαδή, το Πέζος συρρικνώθηκε στο 25% περίπου της αρχικής του αξίας), όπου σταθεροποιήθηκε με τη βοήθεια μαζικών μέτρων στήριξης εκ μέρους της κεντρικής τράπεζας της Αργεντινής. Η κατάσταση των τραπεζών συνέχιζε φυσικά να επιδεινώνεται, έως ότου άρχισαν κάπως να αποδίδουν τα σχέδια «BODEN» και «Plan Bonex II» (το τελευταίο συνέδεε τους τραπεζικούς λογαριασμούς σε δολάρια, με μία ευρεία γκάμα αξιόγραφων σταθερού επιτοκίου, με χρονική διάρκεια αποπληρωμής μεταξύ 5 και 10 ετών). Τα έκτακτα μέτρα με τη γενική ονομασία «Corralon» συνέβαλλαν στη «μεθοδική καταστροφή» μεγάλων τομέων της Οικονομίας της χώρας, όπως για παράδειγμα της αγοράς ακινήτων και της αυτοκινητοβιομηχανίας. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η ύφεση κατά τη διάρκεια των πρώτων μηνών του 2002 εκτοξεύθηκε στο -12%, ενώ ο χρηματιστηριακός δείκτης της χώρας (Merval Index) έπεσε σε ένα πάρα πολύ χαμηλό επίπεδο.
Από 600 μονάδες που ήταν στις 02.01.1998, διολίσθησε στις 400 μονάδες περί τον Αύγουστο του ιδίου έτους, επανήλθε ξανά στις 600 μονάδες στις αρχές του 2000 (παρά το ότι στα διεθνή χρηματιστήρια οι τιμές είχαν εκτοξευθεί στα ύψη – ακολουθούσε επομένως ανεξάρτητη πορεία, όπως σήμερα ο δικός μας δείκτης) και στη συνέχεια (αρχές του 2002) έφτασε στις 200 μονάδες – πτώση δηλαδή που άγγιξε το -300% της αξίας που είχε με το ξεκίνημα της κρίσης (υπενθυμίζουμε ότι το ξεκίνημα της κρίσης οροθετείται» από την «επίσημη» είσοδο της Οικονομίας σε ύφεση – σε αρνητική δηλαδή οικονομική ανάπτυξη και όχι πριν από αυτήν, όπου μιλάμε για το «προπαρασκευαστικό» στάδιο).
Για να γίνει περισσότερο κατανοητό το ύψος της πτώσης (αναλογεί υποθετικά με το δικό μας δείκτη στις 400 περίπου μονάδες), το μέγεθος της απαξίωσης του χρηματιστηρίου δηλαδή, αρκεί να σημειωθεί πως, όταν άρχισε να επανακάμπτει «δειλά» η οικονομία της χώρας (μετά τα μέσα του 2000), ο δείκτης έφτασε γρήγορα τις 1.200 μονάδες (εξαπλασιάστηκε). Σήμερα (31.12.2009) ευρίσκεται στις 2.152 μονάδες – δηλαδή σχεδόν 11 φορές πάνω από το χαμηλό του 2002, παρά το ότι το επιτόκιο της Αργεντινής ευρίσκεται στις 1.100 μονάδες βάσης (250 μονάδες το Ελληνικό).
Η ΑΝΑΚΑΜΨΗ
Στα τέλη του 2002 η Οικονομία άρχισε να αναπτύσσεται αργά αλλά σταθερά, αφού άρχισε να αποδίδει η υποτίμηση του νομίσματος, η οποία κατέστησε τα προϊόντα της Αργεντινής ανταγωνιστικά στις διεθνείς αγορές (ενώ, αντίθετα, ακρίβυναν κατά πολύ τα ξένα προϊόντα, με αποτέλεσμα να μειωθούν οι εισαγωγές). Ο συνδυασμός των δύο αυτών παραγόντων ήταν θετικός για το εμπορικό ισοζύγιο της Αργεντινής, όπως επίσης και για τον περιορισμό του εξωτερικού χρέους της. Έτσι, άρχισαν να αποσύρονται σταδιακά τα μέτρα στήριξης που είχαν ληφθεί (Corralito, Corralon, LECOP κλπ), γεγονός που έδωσε ξανά ώθηση στην ιδιωτική κατανάλωση. Ο ρυθμός ανάπτυξης έφτασε το 8,9% το 2003 – αν και από τα τέλη του 2003 εμφανίζονταν πολύ συχνά ελλείψεις στον τομέα της ενέργειας, λόγω της σχετικά ισχυρής ανάπτυξης, των υψηλών τιμών του πετρελαίου και των «ελλειμματικών επενδύσεων» της χώρας (κυρίως λόγω της κρίσης του 1998) σε ενεργειακές υποδομές.
Το 2004 έγιναν συγκεκριμένες προτάσεις σε εκπροσώπους των παλαιών δανειστών της Αργεντινής, οι οποίες προέβλεπαν την πληρωμή του 25% (αργότερα του 35%) των παλαιών χρεών της – αυτών δηλαδή που υπήρχαν πριν από την ημερομηνία που η χώρα χρεοκόπησε. Οι προτάσεις αυτές προκάλεσαν έντονες αντιδράσεις εκ μέρους κυρίως των διεθνών πιστωτών του κράτους, οι οποίοι αντιπροσώπευαν το 55% περίπου των χρεών του, με αποτέλεσμα να επιδεινωθούν οι σχέσεις του με το ΔΝΤ. Εν τούτοις η Αργεντινή, μετά από πολλές διπλωματικές προσπάθειες, κατάφερε να πείσει την πλειοψηφία των δανειστών της – με εξαίρεση τη Γερμανία και την Ιταλία.
Η διαδικασία της πληρωμής των παλαιών χρεών, μέσω αναχρηματοδότησης, η οποία καθυστέρησε εκ μέρους της Αργεντινής, προέβλεπε τελικά, κατά μέσον όρο, την πληρωμή του 50% των δανειακών κεφαλαίων – μέσω της έκδοσης τριών νέων «ομολόγων δημοσίου», μεταξύ των οποίων θα μπορούσαν να επιλέξουν οι δανειστές, με συγκεκριμένους όμως περιορισμούς. Οι τόκοι των ληξιπρόθεσμων δανείων δεν αναγνωρίσθηκαν από την Αργεντινή, παρά το ότι αρχικά είχε συμφωνήσει να τους πληρώσει – με αποτέλεσμα, οι ζημίες των διεθνών δανειστών της να είναι κατά πολύ μεγαλύτερες, από αυτές που εμφανίζονται.
Κοινό στοιχείο και στα τρία νέα ομόλογα του δημοσίου που εκδόθηκαν για την αποπληρωμή των παλαιών χρεών της χώρας είναι το ότι, σε αντίθεση με τα προηγούμενα, δεν αναγνωρίζουν τη δικαιοδοσία των δικαστηρίων του εξωτερικού. Εάν δηλαδή η Αργεντινή σταματήσει ξανά να πληρώνει τα χρέη της, τότε οι δανειστές της θα πρέπει να υποβάλουν αγωγές στα «εθνικά» της δικαστήρια – με τις δικές της νομικές διαδικασίες.
Ολοκληρώνοντας, αν και η κρίση στη χώρα ξεπεράστηκε, θα μπορούσε κάλλιστα να επαναληφθεί στο μέλλον. Το πλέον ανησυχητικό στοιχείο είναι ο πληθωρισμός, ο οποίος παραμένει στο 12%, ενώ το κεντρικό πρόβλημα της Αργεντινής σήμερα είναι η εξασφάλιση της απαραίτητης ενέργειας, αφού η συνέχιση ρυθμών ανάπτυξης μεταξύ 6% και 9% (ουσιαστικά οι ρυθμοί αυτοί «απαιτούνται», για να επανέλθει η Αργεντινή στο, προ της κρίσης, οικονομικό επίπεδο της), εξαρτάται κυρίως από τη λύση του ενεργειακού της προβλήματος.
* Αθήνα, 03. Ιανουαρίου 2010, Βασίλης Βιλιάρδος, viliardos@kbanalysis.com. Ο κ. Β. Βιλιάρδος είναι οικονομολόγος, πτυχιούχος της ΑΣΟΕΕ Αθηνών, με μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Αμβούργου
ΠΗΓΗ: http://www.casss.gr/PressCenter/Articles/1649.aspx