Πατημένα χώματα…
Του Παναγιώτη Α. Μπούρδαλα
Πορεύομαι με βήμα μη σταθερό
στα πατημένα χώματα
απλών και επώνυμων,
αλλά η σκέψη μου τρέχει
στους δρόμους της ασφάλτου,
στο καταυλισμό που έπεσε από μίσος,
που δεν γκρεμίστηκε από ελευθερία.
Στο 16, που κλαίει λειψό
της πατρίδας τη τιμή, αναπολώ,
από ζωοκλέφτες πολιτικούς.
Πορεύομαι ανηφόρες
και περπατώ δρομάκια,
που τα ζώα του δάσους μόνο
το χειμώνα ακουμπούν,
και τις νύχτες.
Στα καφενεία οι αστοί αδυνατούν
ν’ αναχωνέψουν του χειμώνα
τα κρύα τερατουργήματα, που
σε πόλεις, με λαγούμια πιθήκων
σκουριασμένα διπλά, εμπορεύονται.
Πορεύομαι στου διαδύκτιου
τ’ απίθανα δρομάκια.
Εκεί του ιδιοκτήτη
της αποθήκης της απάνεμης
καιροφυλακτεί ο νόμος.
Δήθεν ελευθερίας χάριν,
οι αδιαφανείς διαφεντεύουν
στου 60 και 70 τα σοκάκια,
όπου τιμής τριάκοντα αργυρίων,
δώσαν Ψυχή και Τιμή.
Πορεύομαι επί της οδού
της χαράς και των παρόντων
εσχάτων και απαρχών,
της ατέλευτης δηλονότι ζωής.
Ω, φίλες μου υπάρξεις,
καθ’ οδόν η ματιά μας.
Πρόσωπο προς πρόσωπο,
τα χείλη μειδιούν, μα
η καρδιά συχνά στενάζει.
Απώλειες γαρ…
Π. Α. Μ., Οβρυά, 21/22-07-2009