Η ΧΡΕΟΚΟΠΙΑ ΤΗΣ ΑΡΓΕΝΤΙΝΗΣ I

Η ΧΡΕΟΚΟΠΙΑ ΤΗΣ ΑΡΓΕΝΤΙΝΗΣ: Ιστορικά στοιχεία, παραλληλισμοί, οι αιτίες της κρίσης, η μεγάλη ύφεση, η υπερχρέωση, η στάση πληρωμών, τα καταναγκαστικά μέτρα της κυβέρνησης και τα αποτελέσματα τους – Μέρος Ι

Του Βασίλη Βιλιάρδου*

 
 
 


Θεωρώντας ότι η κρίση της Αργεντινής, η οποία κατέληξε στη χρεοκοπία της (ένα κράτος, αντίθετα με τους ισχυρισμούς πολλών, μπορεί κάλλιστα να χρεοκοπήσει, ακόμη και σήμερα – όχι όμως να σταματήσει να λειτουργεί), είναι η μεγαλύτερη των τελευταίων ετών, καθώς επίσης ότι, η συγκεκριμένη χώρα έχει αρκετές ομοιότητες με τη δική μας, αλλά και με τα υπόλοιπα κράτη του «Ευρωπαϊκού Νότου» («αποικήθηκε» κυρίως από Ιταλούς και Ισπανούς), κρίνουμε σκόπιμο να αναφερθούμε αναλυτικά, έτσι ώστε να αξιοποιήσουμε «έγκαιρα» την εμπειρία της – χωρίς να «υποχρεωθούμε» στα ίδια λάθη.

Χρησιμοποιούμε σκόπιμα τον πληθυντικό επειδή έχουμε την άποψη ότι, δεν κινδυνεύει μόνο η Ελλάδα να οδηγηθεί σε τέτοιου είδους «περιπέτειες», αλλά πολλές άλλες χώρες της Ε.Ε. (οι Η.Π.Α. επίσης), οι οποίες έχουν σαν κοινό «παρανομαστή» τους την υπερχρέωση – τις υπερβολικές δηλαδή υποχρεώσεις τόσο του ιδιωτικού, όσο και του δημόσιου τομέα τους, τις οποίες «συσσώρευσαν» αφειδώς τα τελευταία 30 χρόνια. Η υπερχρέωση αυτή εξασφάλισε την άνευ προηγουμένου ανάπτυξη των Οικονομιών όλων των δυτικών χωρών, σε επίπεδα όμως αρκετά υψηλότερα από τα ανώτατα δυνατά και επομένως μη διατηρήσιμα. Συνοπτικά, η οικονομική κρίση της Αργεντινής διήρκεσε από το 1998 έως το 2002, με τα εξής κεντρικά σημεία:
 
(α) την ισχυρότατη ύφεση, η οποία «έπληξε» τη χώρα  μεταξύ των ετών 1998 – 1999 και
(β) την κατάρρευση του χρηματοπιστωτικού συστήματος (2001/02), η οποία ουσιαστικά ήταν το «προϊόν», το φυσικό επακόλουθο καλύτερα, της ύφεσης.
 
Τα γεγονότα αυτά οδήγησαν στην παραίτηση της πολιτικής ηγεσίας της χώρας, την οποία ακολούθησε μία περίοδος μεγάλης εσωτερικής αστάθειας. Τελικά, το ΑΕΠ της Αργεντινής μειώθηκε συνολικά κατά 21%, με καταστροφικά αποτελέσματα για τον κοινωνικό της ιστό – στο ζενίθ της κρίσης (μέσα του 2002), το ποσοστό της «φτώχειας» έφτασε το 57%, ενώ η ανεργία ξεπέρασε το 23%.
 
ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
 
Σε γενικές γραμμές η Αργεντινή, χώρα με μεγάλο φυσικό πλούτο,  χαρακτηρίζεται σαν μία «υπερήφανα οπισθοδρομική» κοινωνία, στην οποία κυριάρχησαν για πολλά χρόνια οι ψευδαισθήσεις και οι προκαταλήψεις. Παρά το ότι είχε πάντοτε μερικούς πολύ πλούσιους ανθρώπους, εξαρτιόταν ανέκαθεν «κεφαλαιακά» από τις διεθνείς αγορές – ήταν επομένως υπόχρεη σε έθνη/δανειστές, με τρόπους που υπονόμευαν σοβαρά την ελευθερία της να χειρίζεται μόνη τις υποθέσεις της. Η βιομηχανία της Αργεντινής δεν ήταν ποτέ «οδηγός», αλλά «επιβάτης» της οικονομικής μεγέθυνσης, ενώ οι εργαζόμενοι της, είτε στη βιομηχανία, είτε στη γεωργία, ήταν εκ πεποιθήσεως δυστυχείς – «εκλαμβάνοντας» τις περιρρέουσες πολιτικές ιδεολογίες σαν την ευκαιρία των «αδυνάτων» (πηγή: D. Landes). Για παράδειγμα θεωρούσαν ότι, με κριτήριο τη σοσιαλιστική θεωρεία, έπρεπε να δουλεύουν λιγότερο και να αμείβονται περισσότερο – ανεξάρτητα από το «προϊόν» που παρήγαγαν ή από το τι επικρατούσε στον υπόλοιπο κόσμο.
 
Έτσι, ουσιαστικά αποξενώνονταν από την παραγωγική διαδικασία, γεγονός που ο οικονομολόγος Paul Samuelson το απέδωσε αφενός μεν στην αντίφαση ανάμεσα στην οικονομική οπισθοδρομικότητα και την κοινωνική αδιαφορία, αφετέρου δε στην πρώιμη «υπερπολιτικοποίηση». Σε τελική ανάλυση, απλουστευμένα κάπως, οι Αργεντινοί επιθυμούσαν κάτι, το οποίο ήταν αδύνατον να τους προσφέρει η Οικονομία ή το κράτος τους. Εκτός αυτού, η ανάπτυξη της «εθνικής» τους «ταυτότητας», στηριζόταν σε έναν «συνθηματολογικό λαϊκισμό» – γεγονός που αποδεικνύεται από την εκπληκτική επιτυχία της Εβίτα.

Ίσως εδώ οφείλουμε να προσθέσουμε ότι, σε γενικές γραμμές, η αποτυχία της προόδου της Λατινικής Αμερικής συνολικά, έχει αποδοθεί στα εγκλήματα των ισχυρότερων και πλουσιότερων χωρών (χωρίς κάτι τέτοιο να σημαίνει ότι ισχύει απόλυτα). Η ευάλωτη θέση της οφείλεται κυρίως στην «εξάρτηση» – υπονοώντας με τη συγκεκριμένη λέξη μία κατάσταση κατωτερότητας, όπου κάποιος δεν ελέγχει τη μοίρα του, αλλά κάνει ότι του υπαγορεύουν οι άλλοι. Η ανεξαρτησία βέβαια δεν χαρίζεται, αλλά κερδίζεται με πολλούς κόπους και θυσίες – κάτι που μόλις πρόσφατα συνειδητοποίησε τουλάχιστον η Βραζιλία, ξεφεύγοντας σε κάποιο βαθμό από τα «εθνικά» συμπλέγματα και τον άκοπο, «συνθηματολογικό» λαϊκισμό. Αναλυτικότερα, για να ενταχθεί μία χώρα στην ομάδα των ανεξάρτητων, κυρίαρχων κρατών, απαιτείται (εκτός από την οργανωμένη, μεθοδική εργασία),  δανεισμός και επενδύσεις.
 
Η Αργεντινή βρέθηκε να αντιμετωπίζει επανειλημμένα περιοδικές δυσκολίες, τόσο όσον αφορά το ποσόν, όσο και τους όρους των ξένων επενδύσεων και πιστώσεων. Όλα αυτά συνετέλεσαν στο να υπάρξει σύγκρουση με τους πιστωτές της, η οποία την οδήγησε σε έναν αντιδραστικό απομονωτισμό – σε «περιοριστικά μέτρα» δηλαδή, τα οποία απλώς επιδείνωσαν την οικονομική στενότητα και την εξάρτηση της, ενώ την απέκοψαν από τον ανταγωνισμό, τα ερεθίσματα και τις ευκαιρίες για οικονομική μεγέθυνση.
 
ΟΙ ΑΙΤΙΕΣ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ
 
Περαιτέρω στην Αργεντινή η οποία, κατά το πρώτο ήμισυ του 20ου αιώνα, ανήκε στις πλουσιότερες χώρες του κόσμου, διαπιστώνουμε ότι η κύρια αιτία της πτώσης της ήταν τόσο οι πολιτικές, όσο και οικονομικές περίοδοι συνεχούς αστάθειας, οι οποίες επικράτησαν μετά το 1955. Οι διαρκείς εναλλαγές των κυβερνήσεων είχαν σαν αποτέλεσμα την «εναλλασσόμενη» υιοθέτηση διαφορετικών κάθε φορά οικονομικών πολιτικών, οι οποίες οδηγούσαν σε πολλές επί μέρους κρίσεις που καταπολεμούνταν συνήθως με βραχυπρόθεσμα, «σταθεροποιητικά» προγράμματα. Τα προγράμματα όμως αυτά επιδείνωναν συνεχώς την ασταθή οικονομική κατάσταση της χώρας, ενώ χαρακτηρίζονταν από μεγάλο κοινωνικό κόστος.   

Η μεγάλη πολιτική αστάθεια «ξεπεράστηκε» τελικά το 1983, όταν «εκδιώχθηκε» η δικτατορία και εγκαθιδρύθηκε η Δημοκρατία. Εν τούτοις, η οικονομική αστάθεια (υψηλός πληθωρισμός, συνεχή μέτρα λιτότητας κλπ) συνέχισε να υπάρχει μέχρι το 1991, όπου η Αργεντινή αποφάσισε να συνδέσει τι νόμισμα της με το δολάριο, επιλέγοντας τη σταθερή ισοτιμία μαζί του (ουσιαστικά ήταν σαν να είχε υιοθετήσει το δολάριο, στη θέση του δικού της νομίσματος – κατά κάποιον τρόπο δηλαδή, όπως εμείς το Ευρώ). Έτσι κατόρθωσε τελικά να καταπολεμήσει τον πληθωρισμό, αλλά λίγα μόνο χρόνια αργότερα ήλθε αντιμέτωπη με τις «παρενέργειες» αυτού του «μονεταριστικού» προγράμματος σταθερότητας: οι τιμές των προϊόντων της χώρας ακρίβυναν στις διεθνείς αγορές, γεγονός που οδήγησε στον περιορισμό της ανταγωνιστικότητας της, στη μείωση των εξαγωγών της και στο αρνητικό εμπορικό ισοζύγιο (εισαγωγές μεγαλύτερες από τις εξαγωγές), το οποίο είχε σαν «φυσικό» αποτέλεσμα την μεγάλη άνοδο του εξωτερικού χρέους της (οι ομοιότητες με τη χώρα μας είναι προφανείς). Η σύνδεση ενός νομίσματος (ή η εισαγωγή ενός κοινού, όπως στην περίπτωση του Ευρώ), με το νόμισμα μίας ισχυρής χώρας, «υποχρεώνει» ουσιαστικά σε ισότιμη ανάπτυξη, εάν θέλει κανείς να αποφύγει τις δεδομένες παρενέργειες – κάτι που φυσικά δεν κατάφερε να επιτύχει η Αργεντινή, σε σχέση με τις Η.Π.Α. Η κρίση βέβαια, η οποία «ξέσπασε» το 1998, οφειλόταν σε έναν πολύπλοκο συνδυασμό περισσότερων του ενός παραγόντων – κυρίως των κατωτέρω:
 
(α)  Ήδη κατά την περίοδο της στρατιωτικής δικτατορίας και της διαδικασίας της εθνικής αναδιοργάνωσης (1976 – 1983), το εξωτερικό και λοιπό χρέος της Αργεντινής αυξήθηκε ραγδαία, σαν αποτέλεσμα του αρνητικού εμπορικού ισοζυγίου, των διαφόρων «κερδοσκοπικών» επιθέσεων εναντίον του νομίσματος της, καθώς επίσης της φυγής κεφαλαίων στο εξωτερικό. Η κατάσταση αυτή σταθεροποιήθηκε μεν αργότερα, αλλά μόνο για ένα μικρό χρονικό διάστημα, αφού το αρνητικό εμπορικό ισοζύγιο παρέμεινε ως είχε – μη αυξανόμενο μεν, αλλά σταθερά στο 55% του ΑΕΠ της χώρας. Έτσι, το δημόσιο χρέος της Αργεντινής  αυξήθηκε μεταξύ των ετών 1996-1999, κατά 36% του ΑΕΠ της. Για την καλύτερη κατανόηση των μεγεθών, το δημόσιο χρέος της Ελλάδας για μία αντίστοιχη χρονική περίοδο, για παράδειγμα μεταξύ των ετών 2006 και 2009, αυξήθηκε από τα 224,16 δις € στα 299,6 δις € – ήτοι κατά 33% περίπου. Το εμπορικό μας ισοζύγιο το 2008 ήταν – 44 δις €, έναντι 239 δις ΑΕΠ – ήτοι 18,4% του ΑΕΠ μας. Συγκριτικά λοιπόν με τη Αργεντινή, το δημόσιο χρέος μας αυξήθηκε ανάλογα, ενώ το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου μας διατηρήθηκε χαμηλότερα, σχεδόν σταθερό σε σχέση με το ΑΕΠ μας. Αυτό βέβαια οφείλεται κυρίως στα υψηλότερα «συναλλαγματικά» έσοδα μας από τον Τουρισμό και τη Ναυτιλία – όχι στις εξαγωγές.      

(β) Η σύνδεση του νομίσματος της χώρας με το δολάριο και ειδικά η σταθερή ισοτιμία που επιλέχθηκε (1:1), στη θέση της ελεύθερης διακύμανσης, οδήγησε στη δραστική μείωση του πληθωρισμού, χωρίς όμως να τον εξαλείψει εντελώς (κάτι αντίστοιχο συνέβη στην Ελλάδα και αλλού, μετά την εισαγωγή του Ευρώ, αν και σε μικρότερα μεγέθη). Ο πληθωρισμός που απέμεινε, συνέχιζε να αυξάνει τις τιμές των προϊόντων της Αργεντινής στις διεθνείς αγορές, γεγονός που οδήγησε στη μείωση των εξαγωγών, με την ταυτόχρονη αύξηση των εισαγωγών της. Αυτό με τη σειρά του, είχε σαν αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός αρνητικού εμπορικού ισοζυγίου, το οποίο έπρεπε να «ισοσκελισθεί» μέσω νέου δανεισμού.
Ενδεχομένως λοιπόν, εάν η αρχική «σταθερή» σύνδεση με το δολάριο είχε αντικατασταθεί, πριν το 1998, με έναν μηχανισμό ευέλικτης συναλλαγματικής ισοτιμίας (επιδεινώθηκε λόγω του ισχυρού δολαρίου της δεκαετίας του 1990 – στην περίπτωση μας, συμβαίνει κάτι αντίστοιχο σήμερα με το Ευρώ), η κρίση θα ήταν λιγότερο καταστροφική. Είναι άλλωστε ευρέως γνωστό το ότι, η οποιαδήποτε «ανθρώπινη επέμβαση» στην ελεύθερη αγορά, διαστρεβλώνει» το μηχανισμό της και οδηγεί σε εκρήξεις – μεγέθους «ευθέως αναλόγου» του χρονικού διαστήματος που «τυχόν» καθυστέρησε τεχνητά η κρίση.  

(γ)  Το 1995 το Μεξικό υποτίμησε το νόμισμα του («κρίση της Τεκίλας») – όπως επίσης και η Βραζιλία, το 1998. Κατ’ επέκταση, τα προϊόντα των δύο αυτών χωρών φθήνυναν στις διεθνείς αγορές, με καταστροφικές συνέπειες για τις εξαγωγικές επιχειρήσεις της Αργεντινής. Επιπροσθέτως, αρκετές επιχειρήσεις της χώρας, όπως επίσης πολλές θυγατρικές πολυεθνικών εταιρειών, μετέφεραν τα εργοστάσια παραγωγής τους στη Βραζιλία – γεγονός που αύξησε ακόμη περισσότερο την ανεργία στην Αργεντινή, επιδρώντας αρνητικά στην εσωτερική κατανάλωση (κάτι αντίστοιχο συμβαίνει κυρίως στη Βόρεια Ελλάδα, όπου πολλές παραγωγικές επενδύσεις έχουν μεταναστεύσει στα Βαλκάνια).   

(δ) Λόγω της «ιστορικής αστάθειας» της Οικονομίας της Αργεντινής, οι πολίτες της ήταν ανέκαθεν δύσπιστοι απέναντι στο τραπεζικό σύστημα. Αντέδρασαν λοιπόν σχεδόν πανικόβλητοι, όταν εμφανίστηκαν τα πρώτα «συμπτώματα» της κρίσης, αγοράζοντας μαζικά δολάρια και μεταφέροντας τα κεφάλαια τους στο εξωτερικό – ειδικά μετά τον καινούργιο τραπεζικό νόμο του 2001 και την υποτίμηση του νομίσματος το 2002, η οποία έπληξε ακόμη περισσότερο την Οικονομία της χώρας.

(ε)  Η εμπιστοσύνη των διεθνών χρηματαγορών απέναντι στην Αργεντινή «βυθίστηκε» ραγδαία περί το τα τέλη του 1999, με αποτέλεσμα να αυξηθεί το επίπεδο ρίσκου του δανεισμού της – το επιτόκιο δηλαδή, σε σχέση με το «βασικό» των Η.Π.Α. (το «βασικό» στην Ε.Ε. είναι αυτό της Γερμανίας). Από το έτος 2000 λοιπόν και μετά αυξανόταν συνεχώς, φθάνοντας τον Οκτώβρη του 2001 τις 1.916 μονάδες βάσης – γεγονός που σήμαινε 19,16% επί πλέον του «βασικού» (Η.Π.Α.) τόκους, οπότε τους υψηλότερους παγκοσμίως. Πρακτικά βέβαια, το ύψος αυτό του επιτοκίου είναι «απαγορευτικό» για την αναζήτηση δανείων από τις κανονικές (regular) διεθνείς χρηματαγορές – υποχρεώνει δηλαδή ουσιαστικά την «πληγείσα» χώρα, να απευθυνθεί για δανεισμό στο ΔΝΤ (το 2002, το επιτόκιο πλησίασε τις 6.000 μονάδες βάσης, ενώ ομαλοποιήθηκε πολύ αργότερα, το 2005 – πρόσφατα όμως ήταν ξανά στις 1.100 μονάδες).   

(στ) Ένα κύμα ιδιωτικοποιήσεων, στην αρχή της δεκαετίας του 1990, είχε σαν τελικό αποτέλεσμα την πώληση πολλών δημοσίων επιχειρήσεων σε ιδιώτες – ακόμη και σε τιμές χαμηλότερες από την αξία τους. Οι ιδιωτικοποιήσεις αυτές  οδήγησαν στην εξάρτηση σημαντικών κλάδων της Οικονομίας της Αργεντινής από το εξωτερικό (για σχετικό παραλληλισμό, η πώληση του ΟΤΕ οδήγησε την Ελλάδα στην εξάρτηση των τηλεπικοινωνιών της από την Γερμανία – εάν τυχόν συνέβαινε κάτι αντίστοιχο με τη ΔΕΗ, την ΕΥΔΑΠ και τις υπόλοιπες, κοινωφελείς ή μη, επιχειρήσεις της χώρας μας, θα ακολουθούσαμε πιστά τα βήματα της Αργεντινής). Το γεγονός αυτό κατέστησε τη χώρα εξαιρετικά ευάλωτη, τόσο στην κερδοσκοπία, όσο και στη «μετανάστευση» των κεφαλαίων, οπότε συνετέλεσε τα μέγιστα στην  τραπεζική κρίση που ακολούθησε (η «απαρχή» της διαπιστώνεται ήδη στη χώρα μας – εάν βέβαια ισχύουν οι «περιρρέουσες» πληροφορίες για «φυγή» ιδιωτικών κεφαλαίων, ύψους περί τα 5 δις €, στο εξωτερικό).
 
Η ΜΕΓΑΛΗ ΥΦΕΣΗ
 
Το 1997 ξέσπασε στη γειτονική χώρα της Αργεντινής, στη Βραζιλία, μία βαθιά κρίση, η οποία είχε σαν αποτέλεσμα τη δραστική υποτίμηση του βραζιλιάνικου νομίσματος – έχασε περίπου το 50% της αρχικής του αξίας. Οι επιδράσεις της κρίσης στην Αργεντινή δεν άργησαν να φανούν, αφενός μεν επειδή η Βραζιλία αποτελούσε έναν σημαντικό οικονομικό εταίρο της, (οι δύο χώρες είναι μέλη της διακρατικής ένωσης Mercosur), οπότε «πλήγηκαν» οι εξαγωγές της, αφετέρου δε επειδή η Βραζιλία «κέρδισε», μέσω της «αδρής» υποτίμησης του νομίσματος της, σημαντικά ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα απέναντι στην Αργεντινή.  

Οι εισαγωγές της Αργεντινής από τη Βραζιλία αυξήθηκαν, οι εξαγωγές της προς τη Βραζιλία περιορίσθηκαν, τα προϊόντα της αντικαταστάθηκαν στις διεθνείς αγορές από τα αντίστοιχα της Βραζιλίας, οι επιχειρήσεις της μετέφεραν την παραγωγή τους στη γειτονική χώρα και οι διεθνείς επενδύσεις σχεδόν μηδενίστηκαν σε ολόκληρη την περιοχή, λόγω των δυσμενών οικονομικών προοπτικών της. Έτσι η Αργεντινή οδηγήθηκε το 1999 σε ύφεση (αρνητική οικονομική ανάπτυξη), ύψους -4%, η ποία κατέληξε σε στασιμότητα το 2000, παρά τα τεράστια δάνεια εκ μέρους του ΔΝΤ και των ιδιωτικών τραπεζών (μία ανάλογη εξέλιξη στη χώρα μας «φοβίζει», όσο ίσως τίποτα άλλο, την κυβέρνηση μας η οποία, πολύ σωστά, αναζητάει απεγνωσμένα τρόπους αποφυγής της – εάν αποδεχθούμε δε ότι, η μέχρι σήμερα ανάπτυξη μας, με ρυθμούς περί το 4%, ήταν κυρίως «πληθωριστική», ελάχιστα παραγωγική, εν μέρει βασισμένη στα δημόσια έργα και στην οικοδομική δραστηριότητα, τότε οι κίνδυνοι που «ελλοχεύουν» είναι εξαιρετικά ρεαλιστικοί).      

Η ανεργία αυξήθηκε, ενώ ακολούθησαν διαμαρτυρίες και μαζικές διαδηλώσεις του πληθυσμού, οι οποίες γρήγορα οργανώθηκαν κεντρικά – εξελισσόμενες το 2001 σε έναν σημαντικό «δυναμικό» παράγοντα της πολιτικής της χώρας. Επίσης αυξήθηκε ο αριθμός των υποαπασχολουμένων και, μέσω αυτών, των απασχολουμένων στην «άτυπη» Οικονομία. Σε συνθήκες αυξανόμενης ανεργίας, πολλοί αναζητούν την επίλυση των προβλημάτων τους στην «αυτοαπασχόληση» – στη λειτουργία δηλαδή δικών τους μικρών επιχειρήσεων, συνήθως χωρίς νόμιμες άδειες, φορολογικές δηλώσεις κλπ (ορισμός της «άτυπης» Οικονομίας). Για παράδειγμα, στην Αργεντινή εμφανίσθηκαν, μεταξύ άλλων, οι Cartoneros, οι οποίοι συγκέντρωναν ανακυκλώσιμα υλικά από τα σκουπίδια, κυρίως χαρτικά και χαρτοκιβώτια, τα οποία στη συνέχεια πουλούσαν – προφανώς εκτός των νομίμων πλαισίων της αγοράς.

Ένα ιδιαίτερο «φαινόμενο» αυτής της φάσης ήταν η «εισαγωγή» των «χρεωστικών ομολόγων» σε πολλούς δήμους της Αργεντινής (όπως συνέβη στην Καλιφόρνια πρόσφατα), καθώς επίσης στην ίδια τη χώρα (ονομάζονταν LECOP). Με την έκδοση και την κυκλοφορία αυτών των «ομολόγων δημοσίου» πληρώνονταν, εισέπρατταν καλύτερα μέχρι και το 50% του μισθού τους, οι απασχολούμενοι στους δήμους – όπως επίσης και οι δημόσιοι υπάλληλοι. Τα ομόλογα αυτά είχαν τη «μορφή» χαρτονομισμάτων και γινόταν αποδεκτά σαν τέτοια από πολλά καταστήματα της χώρας – αν και η αξία τους υπολογιζόταν χαμηλότερα, από το αναγραφόμενο ποσόν.

Ένα επόμενο «φαινόμενο» ήταν η δημιουργία «ανταλλακτικών ενώσεων», οι οποίες ουσιαστικά προωθούσαν τη «φυσική» ανταλλαγή τροφίμων και υπηρεσιών – με σκοπό την εξισορρόπηση των απολεσθέντων χρημάτων, από την έλλειψη ή τη μη πληρωμή της εργασίας. Για παράδειγμα, μέσα στις συγκεκριμένες ενώσεις, ανταλλάσσονταν τομάτες με αυγά, κρέας με λαχανικά κοκ – όπως ακριβώς συνέβαινε στην Ευρώπη και αλλού, πριν ακόμη «εφευρεθούν» τα χρήματα, σαν ανταλλακτικό μέσον. Το 2001 το φαινόμενο αυτό εξελίχθηκε σε «μαζικό», αφού η κάθε γειτονιά και η κάθε πόλη είχε το δικό της «ανταλλακτήριο προϊόντων». Η «συλλογική» δε εκπροσώπηση όλων αυτών των ανταλλακτηρίων, εξέδωσε το 2001 το δικό της νόμισμα (Credito), το οποίο χρησιμοποιούνταν (εν μέρει) ακόμη και για την αγορά ακινήτων.

* Αθήνα, 03. Ιανουαρίου 2010, Βασίλης Βιλιάρδος, viliardos@kbanalysis.com. Ο κ. Β. Βιλιάρδος είναι οικονομολόγος, πτυχιούχος της ΑΣΟΕΕ Αθηνών, με μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Αμβούργου

ΠΗΓΗ: http://www.casss.gr/PressCenter/Articles/1649.aspx
 
 
Συνέχεια στο Μέρος Ι: http://tomtb.com/modules/smartsection/item.php?itemid=2598

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.