Περιβαλλοντική κρίση: Όχι κάλυψη από μεγάλα ΜΜΕ ΙΙ

Περιβαλλοντική κρίση: Η κατάρρευση της κάλυψης του θέματος από τα μεγάλα ΜΜΕ – Μέρος ΙΙ

 Από Συλλογικό άρθρο στο www.medialens.org   [μετάφραση www.inprecor.gr]

 
 
 
 
 
Συνέχεια από το Μέρος Ι: http://tomtb.com/modules/smartsection/item.php?itemid=2591
Ενώ τα ΜΜΕ «σφυρίζουν αδιάφορα», το «Τέρας» μεγάλωσε εκπληκτικά το 2010

Την ώρα που η ανησυχία της κοινής γνώμης αυξάνεται και η κάλυψη του θέματος από τα ΜΜΕ καταρρέει, το πρόβλημα της κλιματικής αλλαγής διογκώνεται με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Σύμφωνα με μια πρόσφατη μελέτη από το Υπουργείο Ενέργειας των ΗΠΑ, η παγκόσμια παραγωγή της θερμότητας που παγιδεύει το διοξείδιο του άνθρακα αυξήθηκε κατά το μεγαλύτερο ποσοστό που έχει καταγραφεί από την έναρξη μελέτης του φαινομένου το 2010.

Οι εκλύσεις διοξειδίου του άνθρακα ήταν περίπου 564 εκατομμύρια περισσότεροι το 2010 από ό, τι το 2009, δηλαδή παρουσίασαν αύξηση 6%. Τα τελευταία στοιχεία δείχνουν ότι τα επίπεδα των αερίων του θερμοκηπίου «είναι υψηλότερα σήμερα από ό, τι προέβλεπε το χειρότερο σενάριο που περιέγραφαν οι ειδικοί της κλιματικής αλλαγής μόλις πριν από τέσσερα χρόνια»,  αναφέρει η εφημερίδα , USA Today.

Ο Gregg Marland, καθηγητής γεωλογίας στο Appalachian State University, ο οποίος παλαιότερα είχε συμμετάσχει στους υπολογισμούς των στοιχείων του υπουργείου Ενέργειας, εκτίμησε ότι «πρόκειται για πρωτοφανή αύξηση του «τέρατος»».

Ο Granger  Morgan, επικεφαλής του τμήματος μηχανικής και δημόσιας πολιτικής, στο Carnegie Mellon University, σχολίασε σχετικά με τα νέα αυτά στοιχεία: «Είναι πραγματικά απογοητευτική. Φτιάχνουμε μια φρικτή κληρονομιά για τα παιδιά και τα εγγόνια μας ».

Γιατί λοιπόν δεν γίνεται τίποτε για το πρόβλημα αυτό; Σε μια νέα μελέτη, με τίτλο «Ποιος μας κρατά πίσω;», η Greenpeace αναφέρει: «Οι πολυεθνικές εταιρείες που ευθύνονται περισσότερο για τις εκπομπές που συμβάλλουν στην κλιματική αλλαγή και επωφελούνται από τις δραστηριότητες αυτές, προσπαθούν να αυξήσουν την πρόσβασή τους στις διεθνείς διαπραγματεύσεις για το θέμα και, ταυτόχρονα, εργάζονται για να περιθωριοποιήσουν την οποιαδήποτε προοδευτική νομοθεσία υιοθετείται για την κλιματική αλλαγή και την ενέργεια σε όλο τον κόσμο».

«Ενώ κάνουν δημόσιες δηλώσεις για να καλλιεργήσουν την εντύπωση ότι ανησυχούν για την κλιματική αλλαγή, οι εταιρείες αυτές παλεύουν με νύχια και με δόντια να αποτρέψουν την οποιαδήποτε δράση για την αντιμετώπισή της. Αυτό βοηθά να εξηγηθεί, σημειώνει η Greenpeace, γιατί μέτρα ανάληψης αποφασιστικής δράσης για το κλίμα δεν συγκαταλέγονται σε καμία πολιτική ατζέντα».

Και προσθέτει: «Αυτές οι ρυπογόνες εταιρείες ασκούν συχνά την επιρροή τους στο παρασκήνιο, χρησιμοποιώντας μια ποικιλία τεχνικών, συμπεριλαμβανομένης της αξιοποίησης εμπορικών ενώσεων και ινστιτούτων προβληματισμού, ως βιτρίνα. Προσπαθούν να προκαλούν σύγχυση στη διεθνή κοινή γνώμη προωθώντας απόψεις που αρνούνται τη σοβαρότητα της κλιματικής αλλαγής ή κάνοντας σχετικές διαφημιστικές καμπάνιες. Κάνουν μεγάλες πολιτικές δωρεές σε κόμματα προκειμένου να υποστηρίξουν αυτές τις θέσεις τους. Τέλος, χρησιμοποιούν και τη γνωστή τεχνική της δωροδοκίας προς δημοσίους υπαλλήλους, οι οποίοι είναι αυτοί που υποτίθεται ότι καταγράφουν τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα προκειμένου να ελεγχθούν οι εταιρείες».

Μόνο στις ΗΠΑ, περίπου 3,5 δισ. δολάρια επενδύονται κάθε χρόνο σε δραστηριότητες των διαφόρων λόμπυ – των ομάδων άσκησης πίεσης – σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Τα τελευταία χρόνια, η ολλανδική Royal Shell, το Επιμελητήριο Εμπορίου των ΗΠΑ, το Ινστιτούτο Edison Electric, η πολυεθνική PG & E, η Southern Company, η εταιρεία  ExxonMobil, η Chevron, η BP και η ConocoPhillips αποτελούν τις πρώτες 20 ομάδες άσκησης πίεσης, τροφοδοτούν τα κυριότερα λόμπυ. Η οργάνωση για την διεξαγωγή μιας καμπάνιας για το κλίμα υπό την επωνυμία «350.org» εκτιμά ότι το 94% των εισφορών του αμερικανικού Εμπορικού Επιμελητηρίου κατευθύνθηκε σε υποψηφίους που συγκαταλέγονται σε αυτούς που αρνούνται ότι υπάρχει πρόβλημα με το κλίμα.

Εταιρείες όπως το American Petroleum Institute, η καναδική ένωση Παραγωγών Πετρελαίου και η Αυστραλιανή Ένωση Άνθρακα, συχνά τάσσονται άμεσα ενάντια και προσπαθούν «ν’ αποτρέψουν οποιαδήποτε μέτρο στοχεύει στην μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου ενώ παράλληλα πραγματοποιούν καμπάνιες υποστήριξης της απρόσκοπτης κατανάλωσης ενέργειας από ορυκτά καύσιμα».

Οι προσπάθειες της ΕΕ ν’ αυξήσει το στόχο της μείωσης των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου μέχρι το 2020 από το 20% στο 30% έχει υπονομευθεί από τις έντονες πιέσεις των συμφερόντων που συνδέονται με την εκμετάλλευση του άνθρακα, όπως είναι οι εταιρείες BASF, ArcelorMittal και η Business Europe.

Ο Tzeporah Berman, συν-διευθυντής του περιβαλλοντικού και ενεργειακού προγράμματος της Greenpeace International, υποστηρίζει ότι αυτή η τελευταία μελέτη: «δείχνει πέρα από κάθε αμφιβολία ότι υπάρχει μια χούφτα από ισχυρές εταιρείες που ρυπαίνουν, οι οποίες ασκούν υπερβολική επιρροή στις πολιτικές διαδικασίες με στόχο να προστατεύσουν τα συμφέροντά τους.»

Πριν από δύο χρόνια, προκαλέσαμε τον James Hansen να συνοψίσει τις κυβερνητικές ατις απαντήσεις απέναντι στην απειλή της κλιματικής αλλαγής σε μια ενιαία λέξη. Επέλεξε τον όρο «παραπλανητικές απαντήσεις». Γιατί παραπλανητικές; Επειδή «είναι ως επί το πλείστον δίνουν πράσινο χρώμα στις αντιδράσεις τους αλλά δεν απαντούν στην ουσία…», μας είπε. (E-mail, 18 Ιουνίου 2009).

«Τότε του ζητήσαμε να μας δώσει μια γενική εικόνα, με βάση το πόσο πολλά βήματα πραγματικά εκτιμά ο ίδιος ότι έχουν κάνει οι κυβερνήσεις στην κατεύθυνση της αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής. Θα μπορούσε, παραδείγματος χάριν, να διατυπώσει τις εκτιμήσεις του με ποσοστά, με 1%, 20%, 50%, 70 %; Γνωρίζαμε ότι επρόκειτο για μια ανακριβή προσέγγιση αλλά θέλαμε περισσότερο να δούμε το πώς ο ίδιος ένιωθεί ότι προχωρά η κατάσταση. Εκείνος απάντησε: 0%, επειδή έχουν επιλέξει, ήδη, λάθος δρόμο, ο οποίος απαιτεί 1-2 δεκαετίες για να διορθωθεί.  «Στόχοι», όπως τη μείωση των εκπομπών του διοξειδίου του άνθρακα, η λογική της «ανταλλαγής» των ρυπών με αντισταθμιστικά οφέλη, ενώ παράλληλα συνεχίζεται η κατασκευή περισσοτέρων μονάδων ηλεκτροπαραγωγής με άνθρακα και η ανάπτυξη μη συμβατικών ορυκτών καυσίμων, είναι μια καταστροφική πορεία. Έχει ως στόχο να ξεγελαστεί η κοινή γνώμη, αλλά να ξεγελάσουν και τους εαυτούς τους. Μια στρατηγική προσέγγιση, αντί να κάνει κάτι τέτοιο, θα αναγνώριζε τις γεωφυσικές οριακές συνθήκες και πιο συγκεκριμένα ότι οι εκπομπές άνθρακα πρέπει να είναι εξαλειφθούν το γρηγορότερο δυνατό.»

Προσέθεσε ορισμένα επιπλέον ανησυχητικά στοιχεία: «Θεμελιώδης σε όλη αυτή την υπόθεση είναι ο ρόλος της τιμής των καυσίμων. Τα ορυκτά καύσιμα είναι συχνά επιδοτούμενα και φθηνότερα σε σχέση με τις άλλες υπάρχουσες εναλλακτικές λύσεις, όπως είναι οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, άλλα είδη ενέργειας εκτός από όσα προέρχονται από άνθρακα, και οι τακτικές της ενεργειακής απόδοσης. Αυτό θα πρέπει να αντιστραφεί. Όπως επίσης, θα πρέπει ν’ αυξηθεί το τίμημα για τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα (ίσως επιβολή προστίμου τόσο στην πηγή παραγωγής άνθρακα, πετρελαίου, αερίου όσο και σε αυτόν που το εισάγει κάπου). Αν ίσχυαν αυτά, τότε πιθανότατα θα φτάναμε, λογικά, σε ένα σημείο όπου η χρήση εναλλακτικών πηγών ενέργειας θα απογειωνόταν και θα ήταν πολύ πιο φτηνή και έτσι  θα προχωρούσαμε  πέρα από τη βρώμικη εποχή των ορυκτών καυσίμων. Ο φόβος ότι αυτό θα συμβεί στην πραγματικότητα είναι αυτό που οδηγεί τις εταιρείες που έχουν  ορυκτά συμφέροντα να επιδιώκουν και να πετυχαίνουν, τις περισσότερες φορές, να έχουν τον πλήρη έλεγχο των ενεργειών των διαφόρων κυβερνήσεων στο συγκεκριμένο τομέα».

Ακόμη και η προσεκτική και επιφυλακτική Διεθνής Αρχή Ενέργειας προειδοποίησε, πλέον, ότι αν συνεχίσουν ν’ ακολουθούνται οι σχεδιαζόμενες πολιτικές: «η αυξημένη χρήση της ενέργειας από ορυκτά θα οδηγήσει σε ανεπανόρθωτες και πιθανότατα καταστροφικές κλιματολογικές αλλαγές».

Ας μην έχει κανείς καμία αμφιβολία: η κυριαρχία των συμφερόντων των μεγάλων εταιρειών και των πολυεθνικών στην άσκηση των κυβερνητικών πολιτικών για το περιβάλλον έχει φέρει την ανθρωπότητα στην άκρη της αβύσσου όσον αφορά το κλίμα. Θα πρέπει να θεωρείται μάλλον φυσικό, το ότι τα ΜΜΕ που συνδέονται με αυτά τα συμφέροντα αποφεύγουν συστηματικά να θίξουν το ζήτημα με τιμιότητα αφού κάτι τέτοιο θα ερχόταν σε βίαιη σύγκρουση με τη μεγιστοποίηση του κέρδους των ιδιοκτητών τους, την ανάγκη τους για ατελείωτη οικονομική ανάπτυξη, την μεγάλη τους εξάρτηση από τα έσοδα των διαφημίσεων του προαναφερόμενων πολυεθνικών.

Είναι όντως σωστό ότι πρέπει να καταλάβουμε τη Wall Street, φυσικά – και θα πρέπει να απομακρυνθεί ο έλεγχος των πολυεθνικών από την άσκηση κυβερνητικής πολιτικής.  Θα πρέπει, όμως, επίσης, να καταλάβουμε το χώρο των μέσων ενημέρωσης που εδώ και τόσο πολύ καιρό έχει μονοπωληθεί από την προπαγάνδα της Wall Street. Πρέπει να καταλάβουμε το σύστημα των μεγάλων πολυεθνικών ΜΜΕ που αποκρύπτει και σφυρά αδιάφορα ενώ ο κόσμος μας, – αυτός ο πολύτιμος απειλούμενος  πλανήτης στον οποίο βασιζόμαστε για την ίδια την επιβίωσή μας – φλέγεται.
 
ΠΗΓΗ: December 01, 2011http://www.medialens.org/index.php?option=com_content&view=article&id=657:climate-crisis-the-collapse-in-corporate-media-coverage&catid=24:alerts-2011&Itemid=68. Το είδα: 17 Ιανουαρίου 2012, http://www.inprecor.gr/index.php/archives/156788

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.