Με τη Συνθήκη του Κιότο να λήγει το 2012, η λεγόμενη «διεθνής κοινότητα» έχει αποτύχει παταγωδώς να εκπληρώσει τις δεσμεύσεις της για την προστασία του πλανήτη. Αυτό δεν θα πρέπει να εκπλήσσει κανέναν. Όπως τόνιζε ανώτερος επιστήμονας της NASA για το κλίμα James Hansen μετά την προηγούμενη διάσκεψη για το κλίμα στο Μεξικό το 2010, οι συνομιλίες του ΟΗΕ «είναι καταδικασμένες να αποτυγχάνουν», εφόσον δεν ασχολούνται καθόλου με τους θεμελιώδεις φυσικούς περιορισμούς του κλιματικού συστήματος της Γης και με το πώς μπορεί κανείς να ζει μέσα σε αυτούς.
Το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης για την κλιματική αλλαγή εξακολουθεί να αυξάνεται. Σύμφωνα με την τελευταία δημοσκόπηση του Ευρωβαρόμετρου (Οκτώβριος 2011), το 68% των Ευρωπαίων ερωτηθέντων θεωρούν την κλιματική αλλαγή πολύ σοβαρό πρόβλημα (πάνω από 64% το 2009). Συνολικά το 89% θεωρεί ότι αποτελεί σοβαρό πρόβλημα (κατατάσσοντάς του είτε ως «πολύ σοβαρό» είτε ως «αρκετά σοβαρό»). Σε μια κλίμακα από το 1 (τουλάχιστον) έως 10 (μάξιμουμ) η σοβαρότητα της κλιματικής αλλαγής κατατάσσεται στο 7,4, έναντι 7,1 το 2009.
Εν τω μεταξύ, το ενδιαφέρον των ΜΜΕ για το θέμα έχει κατακρημνυστεί. Ο Δρ Robert J. Brulle του Πανεπιστημίου Drexel μιλά για «κατάρρευση κάθε σημαντικής κάλυψης των κλιματικών αλλαγών στα ΜΜΕ των ΗΠΑ. Γνωρίζουμε ότι το 2010 καταγράφηκε ρεκόρ χαμηλής προβολής του θέματος και το 2011 θα δούμε κατά πάσα πιθανότητα ότι έχει συμβεί το ίδιο ή και χειρότερα. Εάν τα μέσα μαζικής ενημέρωσης δεν εφιστούν την προσοχή στο ζήτημα, τότε θα μειωθεί και το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης».
Στο δικό του blog υπό τον τίτλο «Πρόοδος του Κλίματος», ο Joe Romm σημειώνει, για παράδειγμα, ότι στην εφημερίδα «New York Times» η κάλυψη του ζητήματος έχει υποστεί «σοβαρότατη μείωση μετά την κορύφωση που παρουσίασε μεταξύ 2006 – 2007».
Εξίσου ανησυχητική είναι η συχνότητα και το βάρος που αποδίδεται στην παρουσίαση του θέματος από τα ΜΜΕ σε όλο τον κόσμο. Μια εκτεταμένη μελέτη του Reuters για το κατά πόσο προβάλλεται επαρκώς ο προβληματισμός σχετικά με το κλίμα στα παγκόσμια ΜΜΕ – υπό τον τίτλο «με εξαίρεση το Βόρειο και το Νότιο Πόλο, Τα διεθνή ρεπορτάζ σχετικά με τον προβληματισμό περί του κλίματος» – επικεντρώθηκε σε εφημερίδες των Βραζιλία, Κίνα, Γαλλία, Ινδία, Ηνωμένο Βασίλειο και ΗΠΑ. Οι περίοδοι που μελετήθηκαν ήταν το χρονικό διάστημα μεταξύ Φλεβάρη – Απρίλη 2007 και από τα μέσα Νοεμβρίου 2009 έως τα μέσα Φεβρουαρίου 2010 (περίοδο κατά την οποία πραγματοποιήθηκε και η σύνοδος κορυφής του ΟΗΕ για την κλιματική αλλαγή στην Κοπεγχάγη και το «Climategate»). Αξίζει να σημειωθεί ότι, η μελέτη κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο προβληματισμός σχετικά με το κλίμα αποτελεί «κατά κύριο λόγο αγγλοσαξονικό φαινόμενο», που συναντάται συχνότερα στις ΗΠΑ και στις βρετανικές εφημερίδες:
«Σε γενικές γραμμές, στα έντυπα ΜΜΕ της Μεγάλης Βρετανίας και των ΗΠΑ αναφέρονταν σημαντικά περισσότερες επικριτικές φωνές ή φωνές προβληματισμού ως προς το τι γίνεται με το κλίμα, σε σύγκριση με τις άλλες τέσσερις χώρες. Τα έντυπα από τις δύο αυτές χώρες αντιπροσώπευαν πάνω από το 80% των φορών που τέτοιου είδους προβληματισμός καταγραφόταν σε ΜΜΕ και από τις έξι χώρες, όπου διενεργήθηκε η έρευνα.»
Η μελέτη κατέληξε στο εξής συμπέρασμα: «Σε γενικές γραμμές, τα δεδομένα δείχνουν ότι υπάρχει ισχυρή αντιστοιχία μεταξύ του γενικότερου προσανατολισμού μιας εφημερίδας και της προβολής τέτοιων φωνών για το κλίμα, ιδίως στις σελίδες γνώμης. Στις περισσότερες μετρήσεις (αν και όχι όλες), όσο πιο δεξιό προσανατολισμό είχε μια εφημερίδα, τόσο περισσότερο χώρο έδινε σε τέτοιου είδους απόψεις, ενώ οι, αριστερής κατεύθυνσης, εφημερίδες αφιέρωναν λιγότερο χώρο στο θέμα».
Όμως και στις δέκα βρετανικές εφημερίδες που μελετήθηκαν, καταγράφηκε αύξηση «τόσο σε απόλυτους αριθμούς των άρθρων που εξέφραζαν σκεπτικισμό για την ακολουθούμενη πολιτική σχετικά με το κλίμα, όσο και στο γενικό ποσοστό δημοσίευσης τέτοιων άρθρων». Φαίνεται λοιπόν ότι Βρετανία και ΗΠΑ – οι δύο χώρες που ανταποκρίνονται πιο επιθετικά στις υποτιθέμενες «απειλές» για την ανθρώπινη ασφάλεια σε χώρες όπως το Αφγανιστάν, το Ιράκ και η Λιβύη – είναι οι δύο χώρες που σε επίπεδο διακυβέρνησης ενδιαφέρονται λιγότερο για την αντιμετώπιση της πολύ πραγματικής απειλής που προκύπτει από την κλιματική αλλαγή και αυτό αποτυπώνεται στα επικριτικά σχετικά άρθρα που δημοσιεύονται.
«Ο Καπιταλισμός ποδοπατά τη Δημοσιογραφία»
Πολύ πριν από τον όποιο δημοσιογράφο, υπάρχουν οι κανόνες, στη βάση ιδεολογικών και εμπορικών κριτηρίων, που καθορίζουν τις αφηγήσεις που πρέπει να τηρούνται. Η εφημερίδα ορίζει εαυτόν ως ηθικό διαιτητή, και η δουλειά του δημοσιογράφου είναι να σφραγίσει τη δική της κοσμοθεωρία σε όλη τη δημοσιογραφία που κάνει… Οι ιδεολογικές επιταγές προηγούνται των δημοσιογραφικών – παραδείγματος χάριν όπως τα μότο: τα ναρκωτικά είναι πάντα κάτι κακό, η βρετανική δικαιοσύνη είναι πάντα ελαστική».
Το ζήτημα που δεν συζητείται από την επιτροπή Leveson είναι ο βαθμός στον οποίο οι παρατηρήσεις αυτές μπορούν να γενικευθούν και χαρακτηρίζουν την «ποιότητα» των επιχειρήσεων μέσων μαζικής ενημέρωσης, και γιατί. Ο Nick Davies της εφημερίδας «the Guardian», αντίθετα, εμφανίστηκε πιο ήπιος στους χαρακτηρισμούς τους ως προς την παρέμβαση στη δημοσιογραφική δουλειά ιδιοκτητών και διαφημιστών: «Οι δημοσιογράφοι με τους οποίους έχω συζητήσει το θέμα συμφωνούν ότι, αν μπορούσε να υπολογιστεί σε ποσότητα το πρόβλημα, οι δύο αυτές μορφές παρέμβασης θα καταλάμβαναν μόνο το 5% ή το 10% των ρεπορτάζ και των άρθρων που γράφονται και μεταδίδονται». (Davies, Flat Earth News,Vintage 2008, σ. 22).
Συγκρίνετε αυτό το συμπέρασμα με την κατηγορηματική δήλωση του Peppiatt, που «δραπέτευσε» από το χώρο των μεγάλων ΜΜΕ: «Ο καπιταλισμός ποδοπατά τη δημοσιογραφία».
Χαρακτηριστικό παράδειγμα του αληθούς της διαπίστωσης του Peppiatt προσφέρεται από την ιδιαίτερα προβεβλημένη σειρά του BBC, Frozen Planet, με αφηγητή τον David Attenborough, με επίκεντρο τη ζωή και το περιβάλλον στην περιοχή της Αρκτικής και της Ανταρκτικής. Οι Βρετανοί θεατές θα δουν συνολικά επτά επεισόδια, το τελευταίο εκ των οποίων έχει τον τίτλο «Πάνω σε λεπτό πάγο» και ασχολείται με την απειλή της κλιματικής αλλαγής.
Ωστόσο, οι τηλεθεατές σε ορισμένες άλλες χώρες θα παρακολουθήσουν μόνο έξι επεισόδια. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι το BBC προώθησε τη σειρά με τέτοιο τρόπο ώστε το επεισόδιο που αφορούσε την κλιματική αλλαγή να εμφανίζεται ως «προαιρετική αγορά» από τα ξένα δίκτυα με τα οποία διαπραγματευόταν. Και όντως το απέρριψαν: από τα 30 δίκτυα σε όλο τον κόσμο που έχουν αγοράσει τη σειρά, τα 10 επέλεξαν να μην αγοράσουν το επεισόδιο για την κλιματική αλλαγή. Η πιο αξιοσημείωτη περίπτωση ανάμεσά τους είναι τα δίκτυα των Ηνωμένων Πολιτειών, οι οποίες αποτελούν έναν από τους κυριότερους παράγοντες στον κόσμο, που συντελούν τόσο στη δημιουργία του προβλήματος όσο και στην παραπληροφόρηση σχετικά με αυτό.
Η χρήσιμη σειρά του BBC Frozen Planet προκάλεσε μικρό ενδιαφέρον στα ΜΜΕ, παρά το ότι έλαβε αρκετούς επαίνους. Ο Λόρδος Leach του Fairford, ομότιμο μέλος των Τorries και πρώην διευθυντής της Βρετανικής Βιβλιοθήκης, σχολίαζε χαρακτηριστικά:
«Δεν νομίζω ότι αξίζει τον κόπο ν’ ακούσει κανείς αυτό που ο Attenborough έχει να πει για την κλιματική αλλαγή. Είναι πολύ προσφιλής, αλλά δεν νομίζω ότι υπάρχει κάποια αλήθεια σε αυτά που λέει – δεν έχει ιδέα για όλο αυτό το θέμα. Το να είναι κανείς πολύ ευχάριστα και ωραία με τους πιθήκους, δεν σημαίνει ότι είναι ξέρει να μιλήσει και για την κλιματική αλλαγή. Είναι πολύ σωστό το ότι κόπηκε το συγκεκριμένο επεισόδιο» προσέθεσε.
Ο δημοσιογράφος John Gibbons κάλυπτε το θέμα της κλιματικής αλλαγής για την ιρλανδική εφημερίδα Times επί δύο χρόνια. Στο τελευταίο καταδικαστικό άρθρο του, το Φεβρουάριο του 2010, έγραφε: «Ο σημαντικότερος εμπειρογνώμονας για το κλίμα, στην Ιρλανδία, ο καθηγητής John Sweeney του NUI [Εθνικό Πανεπιστήμιο της Ιρλανδίας] Maynooth, παραδέχτηκε την περασμένη εβδομάδα ότι οι αρνητές του φαινομένου της κλιματικής αλλαγής «κερδίζουν τον πόλεμο της προπαγάνδας». Μεταξύ αυτών, προσέθεσε, κυρίαρχη θέση κατέχουν εκείνοι που αρνούνται την κλιματική αλλαγή και προέρχονται από τις γραμμές της δημοσιογραφίας και των διαφόρων ομάδων άσκησης πίεσης – λόμπυ.
Μπορεί να αναρωτηθείτε: «δεν υποτίθεται ότι οι δημοσιογράφοι είναι οι καλοί της υπόθεσης; Δεν είναι εκείνοι που ερευνούν, δεν κάνουν προπαγάνδα, δεν εξαπατούν;» Λοιπόν, ναι και όχι. «Ένα Μέσο Ενημέρωσης και η βιομηχανία της Τηλεπικοινωνίας τροφοδοτούνται από τη διαφήμιση και η μεγιστοποίηση του κέρδους είναι μέρος του προβλήματος», επισημαίνουν οι [Justin] Lewis και [Tammy] Boyce της Σχολής Δημοσιογραφίας του Κάρντιφ.
Ο Gibbons ανέφερε το προφανές: «Οι εκατομμυριούχοι» δημοσιογράφοι» έχουν οι ίδιοι βαθύ, αν και μη διατυπωμένο ανοιχτά, προσωπικό έννομο συμφέρον να διατηρείται το οικονομικό στάτους κβο των ΜΜΕ στα οποία εργάζονται, δηλαδή να μεγιστοποιείται το κέρδος τους, γιατί με τον τρόπο αυτό διατηρείται και ο δικός τους πλούτος. Προφανώς, ανάλογος είναι και ο στόχος, δηλαδή η διατήρηση και η μεγιστοποίηση των κερδών, και των ιδιοκτητών ΜΜΕ. Και έτσι προσπαθούν να προβάλλουν τη δική τους επιχειρηματολογία και να γελοιοποιήσουν τους διαφωνούντες.»