ΣΕΝΑΡΙΑ ΚΑΙ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΕΣ:
Η υιοθέτηση του μάρκου από τη Γερμανία, η επιστροφή της Ιταλίας στη λιρέτα, η διάλυση της Ευρωζώνης, η ελεγχόμενη ή ανεξέλεγκτη χρεοκοπία της Ελλάδας εντός ή εκτός του ευρώ, οι μέθοδοι επιβίωσης και οι στόχοι της χώρας μας – Μέρος ΙΙ Του Βασίλη Βιλιάρδου*
Η υιοθέτηση του μάρκου από τη Γερμανία, η επιστροφή της Ιταλίας στη λιρέτα, η διάλυση της Ευρωζώνης, η ελεγχόμενη ή ανεξέλεγκτη χρεοκοπία της Ελλάδας εντός ή εκτός του ευρώ, οι μέθοδοι επιβίωσης και οι στόχοι της χώρας μας – Μέρος ΙΙ Του Βασίλη Βιλιάρδου*
Συνέχεια από το Μέρος Ι: http://tomtb.com/modules/smartsection/item.php?itemid=2576
ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΕΣ ΕΠΙΒΙΩΣΗΣ
ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΕΣ ΕΠΙΒΙΩΣΗΣ
Με βάση τα παραπάνω υποθετικά σενάρια είναι εμφανές ότι, εάν προετοιμασθεί κανείς για το τελευταίο, θα περιορίσει σε μεγάλο βαθμό τις ζημίες του. Στα πλαίσια αυτά, γνωρίζοντας ότι τα κράτη δεν χρεοκοπούν όπως οι επιχειρήσεις (δεν «κλείνουν» δηλαδή και συνεχίζουν να πληρώνουν – η στάση πληρωμών αφορά κυρίως τα ομόλογα του δημοσίου), ότι δεν πρόκειται για τη συντέλεια του κόσμου, καθώς επίσης ότι κάποια στιγμή «η τάση αντιστρέφεται», η χώρα «αναρρώνει» και αρχίζει ξανά να αναπτύσσεται, έχουμε την άποψη πως η εξασφάλιση συνθηκών επιβίωσης, για το πρώτο χρονικό διάστημα, είναι ότι καλύτερο μπορούμε να κάνουμε – τόσο όσον αφορά τις επιχειρήσεις, όσο και τα νοικοκυριά.
Ειδικά όσον αφορά τη διαχείριση των περιουσιακών στοιχείων μας, προέχει η μείωση των δαπανών μας στις απόλυτα απαραίτητες, η εξασφάλιση του κεφαλαίου (όχι η αύξηση του), η διατήρηση των οφειλών μας, η μείωση των απαιτήσεων μας, καθώς επίσης η διασπορά του κινδύνου. Για παράδειγμα (όπως πάντα, εντελώς υποκειμενική τοποθέτηση, επιφυλασσόμενοι για την ορθότητα της),
(α) η ενοικίαση των ακινήτων, έστω και με πολύ μειωμένα ενοίκια, έτσι ώστε να καλύπτονται τα πάγια έξοδα τους και να μην χρειαστεί να πουληθούν στις εξευτελιστικές τιμές των περιόδων χρεοκοπίας (οι οποίες, αργά ή γρήγορα, περνούν – με την ανάπτυξη να ξεκινάει πρακτικά την επόμενη ημέρα της επίσημης χρεοκοπίας, όπου οι τιμές των ακινήτων ακολουθούν συνήθως τον πληθωρισμό),
(β) η διατήρηση μετρητών και σε άλλα νομίσματα (τα οποία δεν θα μετατρεπόταν υποχρεωτικά στο εθνικό νόμισμα, εάν διαλυόταν η Ευρωζώνη ή εάν οδηγείτο μονομερώς η χώρα εκτός Ευρώ),
(γ) η αγορά υποτιμημένων μετοχών εταιρειών με χαμηλά χρέη, σταθερή κερδοφορία και περιορισμένες απαιτήσεις προς τους πελάτες τους (όταν η οικονομία επανέρχεται, οι τιμές των υγιών εταιρειών αυξάνονται με εκρηκτικό ρυθμό – κατά το παράδειγμα της Αργεντινής),
(δ) η διατήρηση τραπεζικών λογαριασμών σε ανθεκτικές τράπεζες του εσωτερικού ή/και του εξωτερικού (δεν υπάρχει κανένας λόγος ύπαρξης μετρητών σε θυρίδες), με κάποιες «πρόχειρες» ρεζέρβες, για την περίπτωση που οι τράπεζες θα κλείσουν μερικές ημέρες (αλλαγή νομίσματος κλπ.) ή οι καταθέσεις μας θα δεσμευθούν (με τον περιορισμό των ποσών ανάληψης για κάποιο χρονικό διάστημα, όπως συνέβη στην Αργεντινή),
(ε) η παράταση των δανείων μας προς τις τράπεζες, σε συμφωνία φυσικά μαζί τους (ενδεχόμενη επιστροφή στο εθνικό νόμισμα θα ήταν υπέρ των οφειλετών και εις βάρος των δανειστών),
(στ) η έντονη προσπάθεια μείωσης των απαιτήσεων μας από τους πελάτες μας, έτσι ώστε να μας χρωστούν το δυνατόν λιγότερα, καθώς επίσης η μείωση των τιμών πώλησης – με στόχο τη διατήρηση του «μετρητοίς», υγιούς τζίρου, στον οποίο οφείλουμε να προσαρμόσουμε τις δαπάνες,
(ζ) η αξιοποίηση όλων των περιουσιακών μας στοιχείων (ιδιαίτερα των αγρών – το μέλλον ευρίσκεται στα τρόφιμα και στη γεωργία), αφού δεν πρέπει να διατηρούμε τίποτα ανεκμετάλλευτο, χωρίς έσοδα δηλαδή,
(η) η τοποθέτηση ενός μικρού μέρους των χρημάτων μας σε μέταλλα (χρυσός, ασήμι), σε φυσική μορφή κλπ.
Σε γενικές γραμμές λοιπόν, η όσο το δυνατόν μεγαλύτερη διασπορά του κινδύνου, με κριτήριο όχι την κερδοφορία, αλλά την επιβίωση και τη διατήρηση των περιουσιακών μας στοιχείων, έως τη στιγμή που θα περάσει η καταιγίδα, είναι μάλλον η καλύτερη «συνταγή» – γνωρίζοντας ότι τίποτα δεν διαρκεί τόσο όσο νομίζουμε, ενώ όλα περνούν αργά ή γρήγορα.
Δυστυχώς, για τους εργαζομένους χωρίς αποταμιεύσεις ή άλλα περιουσιακά στοιχεία (πόσο μάλλον για τους ανέργους, για τους οποίους η παραμονή στη ζώνη του Ευρώ, με πολιτικές λιτότητας που θα διευρύνουν συνεχώς την ανεργία, δεν είναι ότι καλύτερο), η στρατηγική επιβίωσης είναι μία πολύ δύσκολη διαδικασία.
Πόσο μάλλον όταν η αύξηση της ανεργίας αποτελεί σκόπιμη επιλογή των «μνημονιακών πολιτικών» (αφού διευκολύνει την «υποταγή» των συνδικάτων, την κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων και τον περιορισμό των αμοιβών), ενώ η μείωση των μισθών επιδεινώνει όχι μόνο τη θέση τους, αλλά και την οικονομική κατάσταση της χώρας – αφού δεν πρόκειται μέσω αυτών να αυξηθεί η ανταγωνιστικότητα της Ελλάδας, η οποία προϋποθέτει κυρίως επενδύσεις (ο δείκτης του εργατικού κόστους ανά προϊόν στην Ελλάδα είναι μόλις 1, όταν στη Γερμανία είναι 1,7 – δηλαδή, η ώρα εργασίας είναι κατά 70% ακριβότερη στη Γερμανία, χωρίς να μειώνει την ανταγωνιστικότητα της).
Η συμμετοχή των εργαζομένων στα κέρδη της επιχείρησης, η αυτοδιάθεση, η ομαδικότητα, ο μοντέρνος κεφαλαιουχικός εξοπλισμός, οι νέες μέθοδοι παραγωγής και διανομής, η σωστή χρηματοδότηση κλπ. αυξάνουν πολύ περισσότερο την ανταγωνιστικότητα και την παραγωγικότητα, από το ύψος των μισθών – το οποίο οφείλει να είναι προσαρμοσμένο στο βιοτικό επίπεδο της εκάστοτε χώρας.
Κλείνοντας, οφείλουμε να προσθέσουμε ότι, η μετανάστευση επιβαρύνει ακόμη περισσότερο τα φορολογικά έσοδα του δημοσίου (αφού περιορίζεται ο αριθμός των φορολογουμένων), ενώ δυσχεραίνει τις προοπτικές της χώρας – επειδή αυτοί που αναγκάζονται να μεταναστεύσουν είναι συνήθως οι νέοι, οι μορφωμένοι, οι ικανοί και οι παραγωγικοί πολίτες.
Επίσης ότι, τυχόν αύξηση της τιμής του πετρελαίου (λόγω Ιράν κλπ.), θα ήταν υπέρ της παραγωγής στην Ευρώπη – αφού θα αυξάνονταν τα μεταφορικά από τις χώρες φθηνού εργατικού δυναμικού (Κίνα κλπ.), τα οποία συμμετέχουν σε μεγάλο βαθμό στην τιμή του παραγομένου προϊόντος (αν και θα ήταν αρνητικό για τη ναυτιλία).
Ήδη πολλές επιχειρήσεις, τόσο στις Η.Π.Α., όσο και στη Γερμανία, παράγουν πλέον στις χώρες τους – αποσυρόμενες από την Κίνα και την υπόλοιπη Ασία. Το γεγονός αυτό θα ωφελήσει μεσοπρόθεσμα τους εργαζομένους, αφού αργά ή γρήγορα θα περιορίσει την ανεργία, ενώ θα λειτουργήσει θετικά στη διαμόρφωση των μισθών – κάτι που συνηγορεί επί πλέον, στην επιλογή μίας ψύχραιμης στρατηγικής επιβίωσης, η οποία πρέπει απαραίτητα να συμπεριλαμβάνει και την αλληλεγγύη.
(α) η ενοικίαση των ακινήτων, έστω και με πολύ μειωμένα ενοίκια, έτσι ώστε να καλύπτονται τα πάγια έξοδα τους και να μην χρειαστεί να πουληθούν στις εξευτελιστικές τιμές των περιόδων χρεοκοπίας (οι οποίες, αργά ή γρήγορα, περνούν – με την ανάπτυξη να ξεκινάει πρακτικά την επόμενη ημέρα της επίσημης χρεοκοπίας, όπου οι τιμές των ακινήτων ακολουθούν συνήθως τον πληθωρισμό),
(β) η διατήρηση μετρητών και σε άλλα νομίσματα (τα οποία δεν θα μετατρεπόταν υποχρεωτικά στο εθνικό νόμισμα, εάν διαλυόταν η Ευρωζώνη ή εάν οδηγείτο μονομερώς η χώρα εκτός Ευρώ),
(γ) η αγορά υποτιμημένων μετοχών εταιρειών με χαμηλά χρέη, σταθερή κερδοφορία και περιορισμένες απαιτήσεις προς τους πελάτες τους (όταν η οικονομία επανέρχεται, οι τιμές των υγιών εταιρειών αυξάνονται με εκρηκτικό ρυθμό – κατά το παράδειγμα της Αργεντινής),
(δ) η διατήρηση τραπεζικών λογαριασμών σε ανθεκτικές τράπεζες του εσωτερικού ή/και του εξωτερικού (δεν υπάρχει κανένας λόγος ύπαρξης μετρητών σε θυρίδες), με κάποιες «πρόχειρες» ρεζέρβες, για την περίπτωση που οι τράπεζες θα κλείσουν μερικές ημέρες (αλλαγή νομίσματος κλπ.) ή οι καταθέσεις μας θα δεσμευθούν (με τον περιορισμό των ποσών ανάληψης για κάποιο χρονικό διάστημα, όπως συνέβη στην Αργεντινή),
(ε) η παράταση των δανείων μας προς τις τράπεζες, σε συμφωνία φυσικά μαζί τους (ενδεχόμενη επιστροφή στο εθνικό νόμισμα θα ήταν υπέρ των οφειλετών και εις βάρος των δανειστών),
(στ) η έντονη προσπάθεια μείωσης των απαιτήσεων μας από τους πελάτες μας, έτσι ώστε να μας χρωστούν το δυνατόν λιγότερα, καθώς επίσης η μείωση των τιμών πώλησης – με στόχο τη διατήρηση του «μετρητοίς», υγιούς τζίρου, στον οποίο οφείλουμε να προσαρμόσουμε τις δαπάνες,
(ζ) η αξιοποίηση όλων των περιουσιακών μας στοιχείων (ιδιαίτερα των αγρών – το μέλλον ευρίσκεται στα τρόφιμα και στη γεωργία), αφού δεν πρέπει να διατηρούμε τίποτα ανεκμετάλλευτο, χωρίς έσοδα δηλαδή,
(η) η τοποθέτηση ενός μικρού μέρους των χρημάτων μας σε μέταλλα (χρυσός, ασήμι), σε φυσική μορφή κλπ.
Σε γενικές γραμμές λοιπόν, η όσο το δυνατόν μεγαλύτερη διασπορά του κινδύνου, με κριτήριο όχι την κερδοφορία, αλλά την επιβίωση και τη διατήρηση των περιουσιακών μας στοιχείων, έως τη στιγμή που θα περάσει η καταιγίδα, είναι μάλλον η καλύτερη «συνταγή» – γνωρίζοντας ότι τίποτα δεν διαρκεί τόσο όσο νομίζουμε, ενώ όλα περνούν αργά ή γρήγορα.
Δυστυχώς, για τους εργαζομένους χωρίς αποταμιεύσεις ή άλλα περιουσιακά στοιχεία (πόσο μάλλον για τους ανέργους, για τους οποίους η παραμονή στη ζώνη του Ευρώ, με πολιτικές λιτότητας που θα διευρύνουν συνεχώς την ανεργία, δεν είναι ότι καλύτερο), η στρατηγική επιβίωσης είναι μία πολύ δύσκολη διαδικασία.
Πόσο μάλλον όταν η αύξηση της ανεργίας αποτελεί σκόπιμη επιλογή των «μνημονιακών πολιτικών» (αφού διευκολύνει την «υποταγή» των συνδικάτων, την κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων και τον περιορισμό των αμοιβών), ενώ η μείωση των μισθών επιδεινώνει όχι μόνο τη θέση τους, αλλά και την οικονομική κατάσταση της χώρας – αφού δεν πρόκειται μέσω αυτών να αυξηθεί η ανταγωνιστικότητα της Ελλάδας, η οποία προϋποθέτει κυρίως επενδύσεις (ο δείκτης του εργατικού κόστους ανά προϊόν στην Ελλάδα είναι μόλις 1, όταν στη Γερμανία είναι 1,7 – δηλαδή, η ώρα εργασίας είναι κατά 70% ακριβότερη στη Γερμανία, χωρίς να μειώνει την ανταγωνιστικότητα της).
Η συμμετοχή των εργαζομένων στα κέρδη της επιχείρησης, η αυτοδιάθεση, η ομαδικότητα, ο μοντέρνος κεφαλαιουχικός εξοπλισμός, οι νέες μέθοδοι παραγωγής και διανομής, η σωστή χρηματοδότηση κλπ. αυξάνουν πολύ περισσότερο την ανταγωνιστικότητα και την παραγωγικότητα, από το ύψος των μισθών – το οποίο οφείλει να είναι προσαρμοσμένο στο βιοτικό επίπεδο της εκάστοτε χώρας.
Κλείνοντας, οφείλουμε να προσθέσουμε ότι, η μετανάστευση επιβαρύνει ακόμη περισσότερο τα φορολογικά έσοδα του δημοσίου (αφού περιορίζεται ο αριθμός των φορολογουμένων), ενώ δυσχεραίνει τις προοπτικές της χώρας – επειδή αυτοί που αναγκάζονται να μεταναστεύσουν είναι συνήθως οι νέοι, οι μορφωμένοι, οι ικανοί και οι παραγωγικοί πολίτες.
Επίσης ότι, τυχόν αύξηση της τιμής του πετρελαίου (λόγω Ιράν κλπ.), θα ήταν υπέρ της παραγωγής στην Ευρώπη – αφού θα αυξάνονταν τα μεταφορικά από τις χώρες φθηνού εργατικού δυναμικού (Κίνα κλπ.), τα οποία συμμετέχουν σε μεγάλο βαθμό στην τιμή του παραγομένου προϊόντος (αν και θα ήταν αρνητικό για τη ναυτιλία).
Ήδη πολλές επιχειρήσεις, τόσο στις Η.Π.Α., όσο και στη Γερμανία, παράγουν πλέον στις χώρες τους – αποσυρόμενες από την Κίνα και την υπόλοιπη Ασία. Το γεγονός αυτό θα ωφελήσει μεσοπρόθεσμα τους εργαζομένους, αφού αργά ή γρήγορα θα περιορίσει την ανεργία, ενώ θα λειτουργήσει θετικά στη διαμόρφωση των μισθών – κάτι που συνηγορεί επί πλέον, στην επιλογή μίας ψύχραιμης στρατηγικής επιβίωσης, η οποία πρέπει απαραίτητα να συμπεριλαμβάνει και την αλληλεγγύη.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Τα πλεονεκτήματα της συμμετοχής της χώρας μας στην Ευρωζώνη ήταν κυρίως η ασφάλεια των συνόρων, η λήψη ευρωπαϊκών προγραμμάτων χρηματοδότησης, οι επιδοτήσεις, η δυνατότητα δανεισμού με χαμηλά επιτόκια, η διατήρηση του πληθωρισμού σε χαμηλά επίπεδα, καθώς επίσης η προστασία του νομίσματος από συναλλαγματικές επιθέσεις – οι οποίες θα είχαν σαν αποτέλεσμα τη ραγδαία υποτίμηση του. Φυσικά αρκετά από αυτά τα πλεονεκτήματα, όπως για παράδειγμα ο δανεισμός με χαμηλά επιτόκια, έχουν πλέον εκλείψει – ενώ η Πολιτική αποδείχθηκε κατώτερη των περιστάσεων.
Περαιτέρω, το βασικότερο μειονέκτημα της συμμετοχής μας ήταν η επιδρομή των ξένων πολυεθνικών, εμπορικών κυρίως, η οποία οδήγησε πολλές μικρομεσαίες Ελληνικές επιχειρήσεις στη χρεοκοπία – με εξαιρετικά δυσμενή αποτελέσματα τόσο για την απασχόληση, όσο και για τα έσοδα, καθώς επίσης για τις δαπάνες του δημοσίου (ανεργία).
Ειδικά όσον αφορά τα δημόσια έσοδα, η συνήθης φοροαποφυγή των πολυεθνικών (transfer pricing – μεταφορά ουσιαστικά των κερδών και μειωμένη φορολόγηση τους εκτός Ελλάδας) είχε σαν αποτέλεσμα τον περιορισμό της φορολογικής βάσης – γεγονός που οδήγησε την Ελλάδα στη συνεχή αύξηση των φορολογικών συντελεστών, καθώς επίσης σε διαρκώς νέους φόρους (με οδυνηρές συνέπειες για τις εγχώριες επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά).
Δυστυχώς οι Ελληνικές εταιρείες δεν μπόρεσαν να επεκταθούν ανάλογα στην Ευρώπη, έτσι ώστε να εξισορροπηθούν οι συνθήκες – με αποτέλεσμα αφενός μεν να μειώνονται τα δημόσια έσοδα, αφετέρου να κλείνουν η μία μετά την άλλη. Ταυτόχρονα, η βασισμένη στην κατανάλωση ανάπτυξη, ο εύκολος δανεισμός, τα υπερτιμημένα έργα υποδομής (από τα οποία κέρδισαν κυρίως οι ηγετικές δυνάμεις της Ευρωζώνης), οι πανάκριβοι Ολυμπιακοί αγώνες, οι τεράστιες εξοπλιστικές δαπάνες, η διαφθορά κλπ., ενέτειναν τα προβλήματα μας – για τα οποία φυσικά δεν είμαστε άμοιροι ευθυνών.
Η «επιδρομή» των πολυεθνικών συνέβαλλε παράλληλα στην αποβιομηχανοποίηση της Ελλάδας, καθώς επίσης στο συνεχώς αυξανόμενο έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου της – αφού οι εμπορικές αυτές εταιρείες (Lidl, Carrefour, Makro, Media Markt κλπ.), εισάγουν κυρίως τα προϊόντα τους είτε από τις «μητρικές» τους χώρες, είτε από άλλες, φθηνού εργατικού δυναμικού (Κίνα κλπ.). Επομένως, οι εισαγωγές αυξάνονταν, οι Ελληνικές βιομηχανίες αδυνατούσαν να ανταγωνιστούν τις τιμές, οι εξαγωγές μειώνονταν κλπ. – οπότε ο παραγωγικός ιστός της χώρας οδηγήθηκε σταδιακά στην απόλυτη καταστροφή.
Με κριτήριο τα παραπάνω, η λύση του προβλήματος της χώρας μας απαιτεί πολύ περισσότερα, από την εξασφάλιση της αποπληρωμής του δημοσίου χρέους – εάν επιθυμεί πράγματι να επιστρέψει στις αγορές, να πάψει να ευρίσκεται «στον ορό» της Τρόικας, καθώς επίσης να μην μετατραπεί σε γερμανική αποικία. Όπως έχουμε αναφέρει λοιπόν, απαιτούνται τα εξής:
(1) Χρηματοδότηση με επιτόκιο ΕΚΤ (1%), μακροπρόθεσμο διακανονισμό των δόσεων αποπληρωμής του χρέους (χρεολύσια) και εκδίωξη (εξόφληση) του ΔΝΤ.
(2) Παραγωγικές (όχι εμπορικές) επενδύσεις, στη βιομηχανία και στις υπηρεσίες, από χώρες της Ευρωζώνης (σχέδιο Μάρσαλ) – οπότε θα αυξηθούν οι εξαγωγές μας, παράλληλα με τη μείωση των εισαγωγών, λόγω μεγαλύτερης παραγωγής.
(3) Ανταγωνιστικό φορολογικό περιβάλλον, με κριτήριο τις γείτονες χώρες. Δεν είναι δυνατόν να απαιτείται φόρος εισοδήματος στην Ελλάδα της τάξης του 45%, όταν στα γειτονικά κράτη είναι 10-20%. Εάν δεν αλλάξει αμέσως η τακτική που μας έχει επιβληθεί, όχι μόνο δεν θα προσελκύσουμε επενδύσεις αλλά, αντίθετα, θα εγκαταλείψουν τη χώρα μας όλες οι εναπομείναντες παραγωγικές επιχειρήσεις.
(4) Συμμετοχή της ΕΕ στα εξοπλιστικά προγράμματα μας, καθώς επίσης σε αυτά της προστασίας των συνόρων μας από τη λαθρομετανάστευση – με την παράλληλη συμβολή της Ευρωζώνης στη διαχείριση του προβλήματος των λαθρομεταναστών που ευρίσκονται ήδη στην Ελλάδα.
(5) Αξιοποίηση του εξαιρετικά εκπαιδευμένου εργατικού δυναμικού της χώρας μας σε νέες επενδύσεις. Οι πλεονασματικές χώρες της ΕΕ πρέπει επιτέλους να καταλάβουν ότι, οφείλουν να επενδύουν στο ζωτικό χώρο τους – στην Ευρώπη δηλαδή και όχι στην Κίνα, στις Η.Π.Α., στη Βραζιλία ή αλλού.
(6) Ισοσκελισμένος προϋπολογισμός – δηλαδή, τα έξοδα μας να μην υπερβαίνουν τα έσοδα. Μείωση λοιπόν των περιττών δαπανών του δημοσίου, ει δυνατόν χωρίς απολύσεις και με επιλεκτικές μειώσεις μισθών, παράλληλα με την αύξηση της παραγωγικότητας των ΔΥ, μέχρι να δημιουργηθούν θέσεις εργασίας στον ιδιωτικό τομέα. Διατήρηση τόσο των στρατηγικών, όσο και των κοινωφελών δημοσίων επιχειρήσεων, με την παράλληλη αναδιοργάνωση τους.
(7) Αναμόρφωση της δημόσιας διοίκησης, με στόχο την καταπολέμηση της γραφειοκρατίας (διευκόλυνση στο άνοιγμα και κλείσιμο των επιχειρήσεων, σταθερό φορολογικό περιβάλλον, σταθερό οικονομικό πλαίσιο κλπ.), καθώς επίσης τον εξορθολογισμό του φορολογικού μηχανισμού.
(8) Καθοδήγηση και κίνητρα ανάπτυξης του ιδιωτικού τομέα, για να αυξηθεί το ΑΕΠ και να δημιουργηθούν νέες θέσεις εργασίας (γεωργία, τουρισμός, ναυτιλία, διαδίκτυο, λοιπές υπηρεσίες).
(9) Περιορισμός των ελλειμμάτων στο ισοζύγιο εξωτερικών συναλλαγών. Ειδικά το εμπορικό μας ισοζύγιο, αν και βελτιώθηκε το 2010, παρέμεινε αρνητικό – στο -8,6% σε σχέση με το 2009, χωρίς τα πετρελαιοειδή. Αν και δεν είναι θετικό, ο ισχυρισμός πολλών σε σχέση με το ότι η χώρα μας δεν παράγει τίποτα, είναι εντελώς εσφαλμένος – αφού οι εισαγωγές μας, ύψους 33.786,4 εκ. € το 2010, ήταν της τάξης του 15,5% του ΑΕΠ μας. Το γεγονός αυτό σημαίνει ότι, το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος της κατανάλωσης καλύπτεται από προϊόντα που παράγονται εντός Ελλάδας – πόσο μάλλον εάν προσθέσουμε τις εξαγωγές, ύψους 14.529 εκ. € (έλλειμμα 2010 19.257,50 εκ. €). Δυστυχώς οι εισαγωγές καυσίμων και λοιπών πετρελαιοειδών επιδεινώνει τα μεγέθη μας – κάτι που ίσως μελλοντικά αντιμετωπισθεί, με τη βοήθεια της εκμετάλλευσης του υπογείου πλούτου της χώρας μας.
(10) Καταπολέμηση της φοροαποφυγής των πολυεθνικών (με ειδικό φόρο επί του τζίρου) – παράλληλα με την εγκατάσταση ενός λειτουργικού Κράτους Δικαίου, καθώς επίσης με τη διεκδίκηση των αποζημιώσεων από τη Γερμανία (περί τα 90 δις € συν τους τόκους – ενδεχομένως έως και 560 δις €).
Ολοκληρώνοντας, θεωρούμε πως το μεγαλύτερο πρόβλημα μίας χώρας είναι η ανεργία η οποία, εκτός του ότι κοστίζει στο κράτος περί τα 400 εκ. ανά 1%, εξαθλιώνει ένα μεγάλο μέρος των εργαζομένων. Έχουμε την άποψη λοιπόν ότι δεν είναι εύλογη η ανακοίνωση συνεχώς νέων μέτρων από μία κυβέρνηση, τα οποία «εξακοντίζουν» την ανεργία σε ποσοστά άνω του 20% – πόσο μάλλον αφού ο προϋπολογισμός επιβαρύνεται με τα ποσά που αναφέραμε (συνολικά πάνω από 4 δις €).
Σε κάθε περίπτωση, δεν θα ήταν σκόπιμο να επικρατήσει και στην Ελλάδα η νεοφιλελεύθερη αντιμετώπιση, με βάση την οποία (άρθρο μας) “οι νέοι καπετάνιοι του υπερωκεανίου ρίχνουν έναν μεγάλο αριθμό ταξιδιωτών στη θάλασσα, για να μπορέσει το καράβι να συνεχίσει το δρόμο του με τους υπόλοιπους”.
Εάν λοιπόν δεν επιλυθούν τα προβλήματα μας, εάν δηλαδή η κυβέρνηση δεν τα καταφέρει, καθώς επίσης εάν η ΕΕ συνεχίσει να μας αρνείται τα εκ μέρους της απαιτούμενα, τότε είναι καλύτερα να επιλεχθεί αμέσως η στάση (αναβολή) πληρωμών – έτσι ώστε να εξασφαλισθεί ο απαραίτητος χρόνος, εντός του οποίου θα μπορούσαμε να διαπραγματευθούμε, σωστά και μεθοδικά, το μέλλον της χώρας μας, η οποία πρέπει να παραμείνει ελεύθερη και δημοκρατική (άρθρο μας).
* Βασίλης Βιλιάρδος (copyright), Αθήνα, 14. Ιανουαρίου 2012, viliardos@kbanalysis.com. Ο κ. Β. Βιλιάρδος είναι οικονομολόγος, πτυχιούχος της ΑΣΟΕΕ Αθηνών, με μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Αμβούργου
ΠΗΓΗ: http://www.casss.gr/PressCenter/Articles/2511.aspx?mid=57