Το επίπεδο του έθνους – κράτους είναι σίγουρα το πιο ευνοϊκό για τους εργατικούς αγώνες και την πολιτικοποίησή τους. Εκεί γίνεται και η πάλη για την εξουσία. Αυτές όμως οι σωστές διαπιστώσεις δε μας λένε τίποτα για τη γραμμή που πρέπει να ακολουθηθεί. Είναι άλλο πράγμα το ότι η εργατική τάξη πρέπει να γίνει η ηγέτιδα δύναμη στη χώρα της κατ’ αρχήν και άλλο το ότι πρέπει αυτό να γίνει στο όνομα του έθνους.
6. Στη σημερινή συγκυρία στην Ελλάδα (και όχι μόνο) το εθνικό ζήτημα σαν πολιτικό ή ιδεολογικό – αξιακό υπόβαθρο για την εργατική και λαϊκή πάλη είναι ένας προβληματικός έως και επικίνδυνος δρόμος. Συσκοτίζει την πραγματικότητα, αποκρύπτει την βαθύτητα και την παγκοσμιότητα της καπιταλιστικής κρίσης. Ο αντιγερμανισμός εξαρχής υιοθετήθηκε από τις αστικές δυνάμεις. Όσο πιο φανατικά είναι υπέρ της ΕΕ και της «τήρησης των υποχρεώσεων της χώρας» άλλο τόσο λοιδορούν τη Γερμανία και την ηγεσία της σαν κατώτερες των περιστάσεων. Καθώς ο αντιγερμανισμός από τα πάνω ενώνεται μ’ αυτόν από τα κάτω εμφανίζεται ένα τόξο μέσα στο οποίο κανείς δεν ξέρει ποιος είναι ποιος. Συγκαλύπτουν έτσι τα ταξικά τους συμφέροντα που ικανοποιούνται απ’ την κατάργηση των εργατικών κατακτήσεων ενώ ταυτόχρονα προσπαθούν να στερήσουν το κίνημα απ’ την αναγκαία αντικαπιταλιστική προοπτική. Εστιάζοντας στον Ράιχενμπαχ σαν γκαουλάιτερ της Γερμανίας και όχι σαν «κομισάριο» του ευρωπαϊκού και ελληνικού κεφαλαίου δεν βλέπουν οι εργαζόμενοι τον Μπόμπολα, τον Μάνεση της Ελληνικής Χαλυβουργίας, τον Λαυρεντιάδη και άλλα τέτοια μπουμπούκια. Δυσκολεύεται έτσι η διεθνιστική αλληλεγγύη μεταξύ των δοκιμαζόμενων εργατικών τάξεων στην Ευρώπη και σ όλον τον κόσμο (και στη Γερμανία). Εξάλλου, και το μαύρο μέτωπο ΠΑΣΟΚ-ΝΔ-ΛΑΟΣ διακηρύσσει με πάθος πως ό,τι κάνει το κάνει για τη σωτηρία της πατρίδας, για να βγει η χώρα από τη σημερινή της ανυποληψία, ενώ οι πλεονασματικοί προϋπολογισμοί έχουν γίνει η νέα μεγάλη ιδέα του έθνους. Ένα ακόμα ζήτημα (ίσως και το σπουδαιότερο) είναι ότι απ’ την εθνική αντίσταση ενάντια στους ξένους που έχουν βάλει στόχο τη χώρα μας είναι πολύ εύκολη η διολίσθηση σ έναν αστικό εθνικισμό κλασσικού τύπου ενάντια στην Τουρκία, στην ΠΓΔΜ και στην Αλβανία, στην αντιπαράθεση για τις ΑΟΖ (αποκλειστικές οικονομικές ζώνες) και στην αποδοχή της ιμπεριαλιστικής συμμαχίας Ελλάδας, Κύπρου, Ισραήλ. Αυτό το ενδεχόμενο είναι και το καταστροφικότερο.
7. Αντίθετα με το έθνος, η δημοκρατία είναι το πιο πρόσφορο πεδίο ανάδειξης των εργατικών συμφερόντων. Φέρει ισχυρή την σφραγίδα των αγώνων των καταπιεζόμενων. Οι κυρίαρχες τάξεις ποτέ δεν αισθάνθηκαν άνετα μαζί της. Αποτελούσε πάντα ένα σκάνδαλο. Αυτό είναι ότι κανένας δεν είναι απ’ τη φύση πιο κατάλληλος να κυβερνήσει από κάποιον άλλο. Η οποιαδήποτε ανωτερότητα θεμελιώνεται πάνω στην απουσία ανωτερότητας. Η γνώμη ενός γαιοκτήμονα της αρχαιότητας μετρούσε το ίδιο με ενός «βάναυσου» (χειρώνακτα). Το έθνος παραπέμπει στην ενότητα ενώ η δημοκρατία στη διαπάλη, το έθνος παραπέμπει σε πολέμους ενώ η δημοκρατία σε επαναστάσεις, το έθνος συνδέεται με βασιλιάδες, στρατηγούς, εθνάρχες και πάσης φύσεως σωτήρες ενώ η δημοκρατία με αγωνιζόμενους λαούς, το έθνος απαιτεί πίστη και υποταγή ενώ η δημοκρατία δημόσιο διάλογο και ορθολογισμό.
Ιδίως σήμερα που καπιταλισμός και δημοκρατία καθίστανται όλο και περισσότερο έννοιες ασύμβατες, σήμερα που οι σύγχρονοι «επαΐοντες» (τεχνοκράτες και επίτροποι) κυβερνούν η δημοκρατία ξαναγυρνά στις ρίζες της. Με νέο τρόπο ξανασυνδέεται με τις εργατικές ανάγκες. Η αραβική άνοιξη, οι εργατικοί αγώνες στις χώρες της ΕΕ ξαναπιάνουν το κομμένο νήμα απ τους Άγγλους χαρτιστές του 1839, την «κόκκινη και όχι τρίχρωμη δημοκρατία» που ζητούσαν οι εργάτες του Παρισιού τον Ιούνη του 1848 και την «κοινωνική δημοκρατία» που διεκδικούσε το εργατικό κίνημα του 19ουαιώνα. Ακόμα και η τυπική καθολική ψηφοφορία δεν είναι απλά και μόνο τυπική. Αν ήταν έτσι δεν θα είχαν γίνει τόσα πραξικοπήματα στην ιστορία και θα γίνονταν εκλογές στη Συρία και στη Βόρεια Κορέα. Στη σημερινή συγκυρία που η αντικαπιταλιστική ανατροπή της επίθεσης του κεφαλαίου και των μηχανισμών του είναι αναγκαία ακόμα και για την επιβίωση της εργαζόμενης πλειοψηφίας, το λαϊκό κίνημα χρειάζεται μια δημοκρατία από τα κάτω στους χώρους δουλειάς και κατοικίας, που να περιλαμβάνει συνελεύσεις και αντιπροσώπους αιρετούς και ανακλητούς, που να συνδυάζει τον αποφασιστικό ρόλο της βάσης με τον συγκεντρωτισμό που απαιτείται για όργανα μάχης. Αλλά πάνω απ’ όλα αυτά τα όργανα επιβολής της λαϊκής θέλησης πρέπει να ορθώνονται σαν αντίπαλο δέος απέναντι στους αστικούς θεσμούς. Αυτή η δημοκρατία αντιπαλεύει και θα αποτινάξει το ζυγό των υπερεθνικών ιμπεριαλιστικών οργανισμών. Αυτό είναι και το επίκαιρο νόημα της λαϊκής κυριαρχίας ενάντια στη σύγχρονη δικτατορία του κεφαλαίου.
8. Παρ’ όλα αυτά παραμένει βεβαίως το ερώτημα: είναι έγκλημα καθοσιώσεως να περιγράψει κάποιος την κατάσταση της Ελλάδας σήμερα σαν αποικία, προτεκτοράτο ή κατοχή να μιλάει για εθνική ανεξαρτησία και να στιγματίζει σαν δωσίλογους τους κυβερνώντες; Εξαρτάται ποιος τα λέει όλα αυτά. Αν είναι ένας εργαζόμενος που τώρα καταλαβαίνει ποιο μέλλον του επιφυλάσσεται, κάποιος που μέχρι χθες ψήφιζε τα αστικά κόμματα, κάποιος που ποτέ μέχρι τώρα δεν είχε συγκρουστεί με το αφεντικό του και δεν είχε ποτέ απεργήσει, τότε οι απόψεις του αυτές είναι ίσως ένας πλάγιος δρόμος ριζοσπαστικοποίησης ακόμα και ένδειξη διάθεσης συμμετοχής στο κίνημα. Είναι λογικό να αξιοποιεί ιδέες και αξίες που του είναι οικίες. Τα πράγματα όμως είναι διαφορετικά αν μια τέτοια γραμμή διατυπώνεται από μια πολιτική οργάνωση, έναν διανοούμενο, μια συλλογικότητα της αριστεράς. Σε αυτή την περίπτωση έχουμε μιαν αντίστροφη πορεία. Στη σημερινή συγκυρία της δομικής κρίσης του καπιταλισμού δεν σημαίνει τίποτε άλλο παρά συνειδητή καθήλωση στην αστική ηγεμονία. Μπορεί βέβαια η αριστερά να αποκαλύπτει τις αντιφάσεις και την υποκρισία του εθνοσωτήριου έργου των ελλήνων κεφαλαιούχων που είναι όπως έλεγε και ο ποιητής «πατριώτες και θρήσκοι, πουλάνε πατρίδα και Θεό για λίγες δεκάρες». Σε καμιά περίπτωση όμως δεν μπορεί να υπερασπίζεται κάτι που ποτέ δεν της ανήκε.
Ξαναγυρνώντας στο παράδειγμα της Κομμούνας του Παρισιού, ας δούμε τι έγραψε ο Λένιν τον Μάρτιο του 1908 αναφερόμενος στην Κομμούνα και στον ηρωικό και πασίγνωστο τότε και τώρα επαναστάτη Μπλανκί: «η ιδέα του πατριωτισμού είχε τις ρίζες της στη Μεγάλη Επανάσταση του 18ου αιώνα (1789), και αυτή η ιδέα κυριαρχούσε στο μυαλό των σοσιαλιστών της Κομμούνας, ενώ ο Μπλανκί λόγου χάριν, αναμφισβήτητος επαναστάτης και φλογερός οπαδός του σοσιαλισμού δεν βρήκε για την εφημερίδα του καταλληλότερο τίτλο από αυτή την αστική κραυγή: “η Πατρίς εν κινδύνω”. Η συνένωση αυτών των δύο αντικρουόμενων καθηκόντων του πατριωτισμού και του σοσιαλισμού, ήταν το μοιραίο λάθος των γάλλων σοσιαλιστών». Το σημερινό καθήκον επομένως της αριστερά, ιδίως της επαναστατικής δεν είναι να εκφράσει τις λαϊκές μάζες γενικά ή την εργατική τάξη γενικά αλλά την τάση χειραφέτησής της. Ο Μπρεχτ ειρωνευόμενος την ανατολικογερμανική κυβέρνηση για την περιφρόνηση της λαϊκής βούλησης του 1953, τελειώνει το ποίημά του λέγοντας «δεν θα ‘ταν τότε πιο απλό η κυβέρνηση να διαλύσει τον λαό και να εκλέξει έναν άλλο;». Αν όμως το καθήκον μιας εκλεγμένης κυβέρνησης είναι να εκφράζει το λαό, αυτό της αριστεράς είναι να τον αλλάξει ή αλλιώς (για να ειπωθεί με έναν απόλυτο και προκλητικό τρόπο) να «καταργήσει» αυτόν το λαό και να συγκροτήσει έναν άλλο.
* Συντομευμένη μορφή του άρθρου δημοσιεύτηκε στο ΠΡΙΝ 6/1/12
ΠΗΓΗ: Submitted by pamav on Sat, 2012-01-07, http://aristeroblog.gr/node/353