Σε αυτή την καπιταλιστική κρίση το κεφάλαιο και το πολιτικό του προσωπικό απαντά με δύο διαφορετικούς τρόπους. Καταρχήν εξαπολύει έναν συντριπτικό κοινωνικό πόλεμο ενάντια στη μισθωτή εργασία και στα μεσαία στρώματα.
Ταυτόχρονα όμως, και σε στενή σύνδεση μ’ αυτή την πλευρά έχουμε την κλιμάκωση του ενδοκαπιταλιστικού ανταγωνισμού σ’ όλα τα επίπεδα – ανάμεσα σε διαφορετικές μερίδες του κεφαλαίου στην κάθε χώρα, ανάμεσα στα αστικά κράτη, ανάμεσα στα ιμπεριαλιστικά κέντρα. Ειδικά στην ΕΕ υπάρχει ένταση των ανισομετριών και αναπτύσσεται με τον πιο απροκάλυπτο τρόπο ένας «οικονομικός εθνικισμός», μ’ άλλα λόγια επικρατεί πια η λογική του «ο σώζων εαυτόν σωθήτω».
2. Για όποιον πιστεύει πως είναι εύκολο να λυθεί αυτό το κουβάρι των αλληλοσυμπληρούμενων πλευρών θα αναφερθούμε στο παράδειγμα της Κίνας. Είναι γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια η κινέζικη οικονομία γνωρίζει αλματώδεις ρυθμούς ανάπτυξης. Επίσης είναι μια ανερχόμενη παγκόσμια δύναμη και πολιτικά και στρατιωτικά. Ωστόσο λειτουργεί σαν πλατφόρμα συναρμολόγησης των τελικών βιομηχανικών προϊόντων των μεγάλων πολυεθνικών της Δύσης οι οποίες κρατούν την τεχνογνωσία και την κατασκευή των πιο κρίσιμων εξαρτημάτων για τον εαυτό τους, έχει το ρόλο δηλαδή ενός μεγάλου εργολάβου για τις τελευταίες. Από την τελική τιμή ενός προϊόντος, ένα πολύ μικρό μέρος μένει σε κινέζικα χέρια. Οι βιομηχανίες των πολυεθνικών είναι εγκατεστημένες σε ειδικές οικονομικές ζώνες και με ειδικό νομικό καθεστώς. Οι μισθοί είναι χαμηλοί και οι συνθήκες και τα ωράρια εργασίας θυμίζουν κάτεργο, ενώ το καθεστώς διασφαλίζει την ανυπαρξία πολιτικών και συνδικαλιστικών δικαιωμάτων για την εργατική τάξη. Η πραγματικότητα είναι η υπερεκμετάλλευση του εργατικού δυναμικού και η τεραστίων διαστάσεων εξαγωγή υπεραξίας προς τις χώρες του αναπτυγμένου καπιταλισμού. Αυτή η υπερεκμετάλλευση γίνεται προς όφελος και του ξένου κεφαλαίου και των κινέζων κεφαλαιούχων και γραφειοκρατών. Αυτό όμως μπορεί να συμπυκνωθεί σε δύο διαφορετικές εθνικές «αφηγήσεις». Απ’ τη μια πλευρά η είσοδος του μεγάλου κινέζικου έθνους στο προσκήνιο της ιστορίας και η επιδίωξή του να γίνει παγκόσμια υπερδύναμη και απ’ την άλλη η συνέχεια με άλλα μέσα αιώνων κατάκτησης και ιμπεριαλιστικής εκμετάλλευσης. Οι δύο αυτές πλευρές «ερμηνεύουν» στοιχεία της αντικειμενικής πραγματικότητας. Όσο συγκρούονται μεταξύ τους άλλο τόσο αλληλοσυμπληρώνονται. Θα μπορούσε να διατυπωθεί: η Κίνα όσο ξεπουλιέται τόσο δυναμώνει. Βέβαια, αυτό το παράδειγμα έχει πολύ μικρή σχέση με τη χώρα μας. Είναι ενδεικτικό όμως, για τους πολλούς και ολότελα αντιφατικούς τρόπους που μπορεί να αξιοποιηθεί το εθνικό ζήτημα.
3. Στην περίπτωση της Ελλάδας έχουμε ραγδαία αύξηση της εκμετάλλευσης, εξαθλίωση της εργατικής τάξης και των μεσαίων στρωμάτων, χτύπημα των δημόσιων υπηρεσιών και των υποδομών. Ταυτόχρονα μεταφέρεται η λήψη αποφάσεων σε εθνικά και υπερεθνικά εκτελεστικά όργανα (κυβερνητικές επιτροπές και συμβούλους, τρόικα, ευρωζώνη, G20) στεγανοποιημένα από την επίδραση των λαϊκών μαζών. Η αντιπροσωπευτικότητα ακόμα και με την περιορισμένη αστική της μορφή παραμερίζεται προς όφελος της ταχύτητας και της απαρέγκλιτης εφαρμογής των μέτρων της κοινωνικής βαρβαρότητας. Αυτές οι διαδικασίες συμβαίνουν σε όλες τις χώρες της ΕΕ, αλλά χαρακτηρίζονται από ιδιαίτερη δριμύτητα στον Ευρωπαϊκό νότο. Στη χώρα μας με την ακραία μορφή που παίρνουν αυτές οι εξελίξεις ριζοσπαστικοποιούνται πλατιές εργατικές – λαϊκές μάζες. Παρά τις ασυνέχειες και τις αντιφάσεις, η διάθεση για αντίσταση μεγαλώνει και όσοι συμμετέχουν ή παρακολουθούν το κίνημα των δύο τελευταίων χρόνων αναζητούν με ενστικτώδη και πρωτόλειο πολλές φορές τρόπο τις αιτίες για τη σημερινή κατάσταση, την πολιτική και την ιδεολογία για να την αντιστρέψουν. Οι εξηγήσεις, οι ερμηνείες και οι ιδέες είναι για την ταξική πάλη εξίσου σημαντικές με την ίδια την πραγματικότητα. Η τελευταία λοιπόν μπορεί να νοηματοδοτηθεί σαν εκχώρηση εθνικής κυριαρχίας ή σαν σκλήρυνση και στεγανοποίηση της αστικής δημοκρατίας, σαν γερμανική κατοχή ή σαν χούντα των «αγορών». Αυτό που πρέπει να διεκδικηθεί είναι η εθνική ανεξαρτησία ή η λαϊκή κυριαρχία με θεσμούς εργατικού ελέγχου και όργανα επιβολής της λαϊκής θέλησης. Το υποκείμενο της αντίστασης και της ανατροπής της επίθεσης μπορεί να είναι κάποια εκδοχή εθνικού μετώπου ή ένα κοινωνικό αγωνιστικό μέτωπο ανατροπής. Αυτό που θα προταχθεί είναι το εθνικό ή το κοινωνικό συμφέρον. Ακόμα και στην περίπτωση ενός ασταθούς συνδυασμού αυτών των πλευρών πάλι παραμένει το ερώτημα ποια θα κυριαρχήσει.
4. Το έθνος είναι ένα ιστορικό-κοινωνικό δημιούργημα όπως και το σύνολο των θεσμών. Αν και βασίζεται σε κοινές εμπειρίες ενός πληθυσμού, στην (πιθανόν) κοινή γλώσσα του, στην (πιθανόν) κοινή θρησκεία του, στα (πιθανόν) κοινά ήθη, έθιμα και πολιτισμικά χαρακτηριστικά του, όλα αυτά τα στοιχεία παραχαράσσονται, υπερτονίζονται ή αποκρύπτονται, ερμηνεύονται και πολλές φορές απλά επινοούνται. Αυτή ακριβώς η «κατεργασία» της πραγματικότητας γίνεται γιατί η εθνική συνείδηση σφραγίζεται απ’ την ηγεμονία των κυρίαρχων τάξεων. Όπως όλοι οι θεσμοί που στηρίζουν την εκμετάλλευση και την καταπίεση έτσι και το έθνος παρουσιάζεται ως κάτι το φυσικό και συγκαλύπτει την πραγματική καταγωγή του. Οι άνθρωποι χωρίζονται σε Έλληνες, Τούρκους, Αλβανούς κ.τ.λ. όπως περίπου σ’ ένα χωράφι τα οπωροφόρα δέντρα χωρίζονται σε μηλιές, αχλαδιές, πορτοκαλιές κ.τ.λ.
Κατά ένα παρόμοιο τρόπο η δουλεία ήταν επόμενο της φυσικής ανισότητας των ανθρώπων και οι βασιλιάδες ήταν τέτοιοι λόγω αίματος. Ακόμα και το δικαίωμα στην ιδιοκτησία μέσων παραγωγής , εδαφών, πρώτων υλών που έχουν οι μέτοχοι μιας μεγάλης επιχείρησης με δεκάδες χιλιάδες εργαζόμενους σε διάφορες χώρες εμφανίζεται σαν επέκταση του φυσικού δικαιώματος ενός πρωτόγονου να κόψει ένα φρούτο από ένα δέντρο. Αυτή ακριβώς η φυσικότητα επιστρατεύεται για να ξεχαστεί το γεγονός ότι δουλεία υπάρχει μόνο αν την αποδέχονται (έστω και με μεγάλη δόση καταναγκασμού) οι δούλοι, ότι βασιλιάς είναι κάποιος μόνο αν υπάρχουν πρόθυμοι υπήκοοι κι ότι η αστική ιδιοκτησία διαιωνίζεται όσο οι μισθωτοί τη θεωρούν λογική και αναγκαία. Έτσι η φυσική τάση κάθε ανθρώπου να αγαπάει το μέρος που γεννήθηκε με το φυσικό του περιβάλλον, τη μητρική του γλώσσα, την οικογένειά του και τους γείτονές του σημαίνει ότι πρέπει να υπακούει στην εκάστοτε εξουσία, να έχει συγκεκριμένους κάθε φορά εχθρούς, να είναι πρόθυμος να πολεμήσει και να σκοτώσει ανθρώπους στην άλλη άκρη της γης την ύπαρξη των οποίων αγνοούσε μέχρι τότε και πάνω απ’ όλα να προτάσσει τα –« κοινά για όλους» – εθνικά συμφέροντα. Σίγουρα στον εθνικό πολιτισμό κάθε χώρας, ανάλογα βέβαια με την ιστορική πορεία της διαμόρφωσής του, υπάρχουν δημοκρατικά, ριζοσπαστικά, εξισωτικά στοιχεία. Αλλά το ίδιο συμβαίνει και με τη θρησκεία, κανένας θεσμός δε μένει ανεπηρέαστος απ την ταξική πάλη των κάτω. Ωστόσο παρά τη «θεολογία της απελευθέρωσης» στη Λατινική Αμερική και το ρόλο που έπαιξε στον αγγλικό εμφύλιο του 17ουαιώνα(«όταν ο Αδάμ κι η Εύα ήταν στον παράδεισο που ήταν ο αφέντης;») δεν παύει να παραμένει στην ουσία της ένας θεσμός που ευνοεί την ευπιστία, την υποταγή, την παθητικότητα και την παράλυση της κριτικής, ορθολογικής σκέψης.
Το ζήτημα βέβαια της εθνικής συνείδησης σε σχέση με τις αντιμαχόμενες τάξεις μπαίνει με ένα καινούριο τρόπο στη σημερινή πραγματικότητα της καπιταλιστικής διεθνοποίησης. Συχνά λέγεται ότι ιδίως σήμερα το κεφάλαιο δεν έχει πατρίδα ενώ αντίθετα αυτοί που είναι προσκολλημένοι στον παραδοσιακό τρόπο ζωής τους, στον εθνικό πολιτισμό τους και στον τόπο τους (εκτός βέβαια από τους μετανάστες οι οποίοι όμως κουβαλούν την πατρίδα τους μαζί τους) είναι οι εργαζόμενοι. Άρα η εθνική συνείδηση αλλάζει πρόσημο και γίνεται όπλο τους και ενοποιητικό στοιχείο ταυτότητάς τους. Είναι όμως έτσι τα πράγματα; Όντως τα πιο δυναμικά τμήματα του κεφαλαίου και οι φορείς του (ιδιοκτήτες, στελέχη, μέτοχοι) υπερίπτανται ωκεανών και ηπείρων επιδιώκοντας να εξαλείψουν κάθε εθνική, πολιτική, θρησκευτική και πολιτισμική ιδιαιτερότητα με αποκλειστικό σκοπό το κέρδος. Η κυρίαρχη ιδεολογία κάθε εποχής όμως έχει δύο εκδοχές τουλάχιστον. Όπως οι αρετές για τους ιδιοκτήτες είναι πάντα η πρωτοβουλία, η αποφασιστικότητα και η ανεξαρτησία ενώ αυτές για τους εκμεταλλευόμενους είναι η υποταγή, η εργατικότητα και η ταπεινοφροσύνη έτσι και η ιδεολογία του διεθνοποιημένου κεφαλαίου είναι ο αστικός κοσμοπολιτισμός ενώ η αστική ιδεολογία για τους φτωχούς είναι ο εθνικισμός, ο ρατσισμός, η θρησκευτική μισαλλοδοξία κ.τ.λ.
* Συντομευμένη μορφή του άρθρου δημοσιεύτηκε στο ΠΡΙΝ 6/1/12
ΠΗΓΗ: Submitted by pamav on Sat, 2012-01-07, http://aristeroblog.gr/node/353