Του Γιώργου Καραμπελιά
Συνέχεια από το Μέρος VI: http://tomtb.com/modules/smartsection/item.php?itemid=2556
Η διεθνοποίηση, το «χιακό δίκτυο» και οι αδελφοί Ράλλη
Οι Χιώτες κατάφεραν έτσι να ελέγξουν ένα σημαντικό μέρος του εμπορίου μεταξύ Ανατολής και Δύσης, ήδη από τα τέλη του 18ου αιώνα, δημιούργησαν επιχειρηματικά δίκτυα στα σημαντικότερα εμπορικά κέντρα της Μεσογείου και της Δύσης, ενώ η καταστροφή του 1822 επιτάχυνε την αποσύνδεσή τους από την εγχώρια οικονομία. Σύμφωνα με την Τζελίνα Χαρλαύτη, διαμόρφωσαν το περιβόητο «χιώτικο δίκτυο», το οποίο περιγράφει και ο Ανδρέας Συγγρός στα Απομνημονεύματά του. Εμπόριο, τραπεζιτικές δραστηριότητες, βιομηχανία, ακίνητα, συνιστούν τις προνομιακές ασχολίες τους, ενώ, κατά το δεύτερο ήμισυ του 20ού αι., η ναυτιλία θα υπερισχύσει.
Αυτή η μικρή γενεαλογία αρκεί ίσως από μόνη της να περιγράψει το «χιακό δίκτυο», με την ενδογαμία του, τους δεσμούς συγγενείας με τις άλλες μεγάλες οικογένειες, τη σταδιακή απομάκρυνση από τον ελληνικό κόσμο. Η εξάπλωση του οίκου ακολούθησε τη συνήθη διαδρομή των Χίων πατρικίων: στις αρχές του 18ου αιώνα θα βρεθούν εγκατεστημένοι στη Σμύρνη, κέντρο του εμπορίου της οθωμανικής Αυτοκρατορίας με τη Δύση και ορμητήριο των Χίων εμπόρων. Εκεί εγκαταστάθηκε και ο πρωτότοκος γιος του Στέφανου Ζαννής, στα 1810, και δημιουργήθηκε η εταιρεία «Ράλλης, Σεκιάρης και Αργέντης». Ο Ζαννής ήταν εγκατεστημένος και στο Λιβόρνο, όπου προϋπήρχε κατάστημα του πατέρα του, την ίδια περίπου εποχή.
Η σύνδεση με τη βρετανική αγορά σύντομα οδήγησε στη σύσταση καταστήματος στο Λονδίνο, το 1818, από τους Ζαννή και Στρατή. Το 1826, έφτασε στο Λονδίνο και ο Παντιάς, ίσως από τη Μασσαλία, ο «Ζεύς» της ελληνικής κοινότητας του Λονδίνου και πρώτος πρόξενος του ελληνικού κράτους. Το κατάστημα του Λονδίνου έφερε αρχικά την επωνυμία «Ράλλη & Πετροκόκκινου».
Ταυτόχρονα, ο Ζαννής μετακινείται στην Οδησσό όπου εγκαθίστανται, στη δεκαετία του 1820, εκπρόσωποι όλων των μεγάλων ελληνικών εμπορικών οίκων. Το 1827, ο Στρατής εγκαθίσταται στο Μάντσεστερ, ο Τομαζής (Θωμάς) διευθύνει τα καταστήματα Κωνσταντινούπολης και Τραπεζούντας, ενώ ο Αυγουστής εκείνο της Μασσαλίας. Για λογαριασμό των αδελφών Ράλλη λειτουργούσε, στο Λίβερπουλ, το κατάστημα «Πέτρου Σκυλίτση & Σία», συζύγου της Μαριγώς, στο Ταϊγάνιο και το Ροστόφ, τον οίκο εκπροσωπούσαν οι Σκαραμαγκάδες, στην Ταυρίδα της Περσίας το κατάστημα «Ράλλης και Αγέλαστος» και στο Ρεστ ο Πέτρος Π. Ράλλης. Ταυρίδα, Οδησσός, Ταϊγάνι, Ροστόφ, Τραπεζούς, Κωνσταντινούπολη, Σμύρνη, Λιβόρνο, Μασσαλία, Λονδίνο, Μάντσεστερ.
Η αυξανόμενη αποσύνδεση από τη γενέτειρα Χίο, τη Σμύρνη και τους χώρους δράσης του παροικιακού ελληνισμού θα φέρει τους αδελφούς Ράλλη στην Καλκούτα, το 1851τ, στη Βομβάη, το 1861, στη Νέα Υόρκη, το 1871. Το κέντρο της δραστηριότητάς τους μεταφέρεται στο Λονδίνο –στο Finsbury Circus– και στην Ινδία, όπου, στα τέλη του 19ου αιώνα, απασχολούν 10.000 άτομα, ενώ, στα 1951, απασχολούσαν ακόμα 4.180 υπαλλήλους και 16.700 μόνιμους εργάτες. Ο μεγαλύτερος κλάδος της οικογενείας θα ενσωματωθεί στην αγγλική οικονομία και κοινωνία, ενώ στη ρωσική ο επίσης σημαντικός κλάδος της Οδησσού. Ο Ζαννής, αντιπρόεδρος του εμπορικού επιμελητηρίου, διετέλεσε και πρόξενος των ΗΠΑ στην Οδησσό, ο γιος του, Στέφανος, πρώτος στη λίστα των Ελλήνων ιδιοκτητών της Οδησσού, με ακίνητα αξίας 539.500 ρουβλιών, χρημάτισε σύμβουλος του κράτους, στρεφόμενος, παράλληλα, και σε άλλα πεδία, όπως η εκμετάλλευση ακινήτων, η γαιοκτησία και η σιδηρουργική βιομηχανία.
Ο Χίος Αλέξανδρος Καράλης, στη μελέτη του Χίος και Χίοι, περιγράφει με υπερηφάνεια την εμπορική σάγκα των μεγάλων χιώτικων οικογενειών, αλλά, ταυτόχρονα, διεκτραγωδεί την απομάκρυνση, συχνά τελεσίδικη, των απογόνων τους από τα πάτρια ήθη, τη γλώσσα, ακόμα και τον ίδιο τον ελληνισμό, χωρίς ίσως να υποπτεύεται πως η διεθνής επιχειρηματική τους επιτυχία ήταν οργανικά συνδεδεμένη – και αποτελούσε προϋπόθεση – της εθνικής τους αλλοτρίωσης. Οἱ ἄνδρες ἐκεῖνοι καὶ τὰ τέκνα αὐτῶν εἶνε σήμερον διεσπαρμένοι εἰς Λονδῖνον, Μαγχεστρίαν, Λιβερπούλην, Μασσαλίαν, Ὀδησσσόν, Ταϊγάνιον, Τεργέστην, Βιέννην, Κωνσταντινούπολιν, Καλκούτταν, Βομβάην, Ταυρίδα καὶ ἀλλαχοῦ […] οἱ ἄνδρες ἐκεῖνοι εἶνε οἱ σήμερον ἀνὰ πάντα τὸν ἐμπορικὸν κόσμον γνωστοί, Ράλλιδες, Σκυλίτσαι, Ἀργένται, Ροδοκανάκαι, Πετροκόκκινοι, Μαυρογορδᾶτοι, Πασπᾶται κτλ. Θὰ διακοπῶσιν ἆρά γε αἱ μεγάλαι χιακαὶ παραδόσεις τοῦ πατριωτισμοῦ, τοῦ δὲ Κοραῆ οἱ ἀπόγονοι θὰ μεταβληθῶσιν ἐξαίφνης εἰς ἀπάτριδας κοσμοπολίτας; […] Μετὰ φρίκης θ’ ἀντηχήσῃ ἐν τῇ δούλῃ Χίῳ ἡ εἴδησις ὅτι ὑπάρχουσι τέκνα αὐτῆς, ἅτινα ἐνῷ δικαιώματι γένους καὶ κοινῶν ἀγώνων ἠδύναντο νὰ ὦσιν ἀληθεῖς Χῖοι, ἐπροτίμησαν νὰ γείνωσι… ψευδο-άγγλοι, ψευδο-γάλλοι, ψευδο-ρῶσσοι!…
Ο Ανδρέας Συγγρός, κατά την επίσκεψή του στο Λονδίνο, το 1870, διαπιστώνει, απογοητευμένος, όχι απλώς την εγκατάλειψη κάθε παραγωγικής δραστηριότητας, αλλά και του ίδιου του εμπορίου προς χάριν της κερδοσκοπίας στο χρηματιστήριο και της μεταβολής πολλών Ελλήνων εμπόρων και των απογόνων τους σε μέρος των classes oisives, των «ευγενών εισοδηματιών»:
Ἐκτὸς τῶν καταστημάτων τῶν ἀδελφῶν Ράλλη, Βαλλιάνου, Σεκιάρη, Ζαρίφη, Σκυλίτση, Μπαλῆ, Π. Π. Ροδοκανάκη, Ταμβάκου καὶ Πετροκοκκίνου ἢ καὶ ὀλιγίστων ἄλλων δευτερευόντων, οἱ λοιποὶ ἐν Λονδίνῳ Ἕλληνες διετήρουν γραφεῖα εἰς τὸ City πρὸς τὸ θεαθῆναι καὶ διὰ νὰ φαίνωνται σοβαροί, νὰ καλύπτωσι δὲ ὑπὸ τὸν τίτλον τοῦ ἐμπόρου τὸ πραγματικὸν αὐτῶν ἔργον, τὴν κερδοσκοπίαν εἰς τὸ Χρηματιστήριον. […] Σήμερον δυστυχῶς καὶ ἐκ τῶν οἴκων τούτων τῶν καθαρῶς ἐμπορικῶν καὶ μή, δὲν γνωρίζω ὑπάρχοντας πλείονας τῶν δύο ἢ τὸ πολὺ τριῶν.[…] Τῶν μὲν αἱ κορυφαὶ ἀπεβίωσαν καὶ οἱ κληρονόμοι αὐτῶν δὲν κατεδέχοντο νὰ ὀνομάζωνται ἔμποροι καὶ ἢ κατεστράφησαν ἐν κερδοσκοπίαις χρηματιστικαῖς ἢ «κοκκαλίζουν» τὸ εἰσόδημα τῆς περιουσίας των ἄεργοι καὶ πιθηκίζοντες τοὺς εὐγενεῖς εἰσοδηματίας εἰς συναλλαγὰς καλλιτεχνικάς, συντηρήσεις ἵππων εὐγενοῦς καταγωγῆς καταλλήλων δι’ ἱπποδρόμια, ἐν γένει σπορτίζοντες, ἑτοιμάζουσιν ἂν ὄχι τὴν ἰδίαν καταστροφήν, ἀλλὰ βεβαίως τὴν τῶν τέκνων των.
Ανάλογες τάσεις διαπιστώνει ακόμα και στους Έλληνες έμπορους που είχαν παραμείνει στην Ανατολή, δηλαδή την Κωνσταντινούπολη, τη Σμύρνη και αλλού, οι οποίοι, εκτός από ελάχιστες περιπτώσεις, όπως η προαναφερθείσα των Ροδοκανάκηδων στη Ρωσία, δεν δείχνουν διάθεση να επενδύσουν στη βιομηχανία και την τραπεζιτική δραστηριότητα: Ἠδύναντο προσέτι, […] νὰ μετοικήσωσιν εἰς τὰ διάφορα κέντρα τῆς Ἀνατολῆς, οἷον Κωνσταντινούπολιν, Σμύρνην, Βουκουρέστιον ἢ Πετρούπολιν καὶ Ὀδησσὸν καὶ νὰ συναγωνισθῶσιν ἐπιτυχῶς μετὰ Φράγκων ἐν Τουρκίᾳ καὶ Ρώσων ἐν Ρωσίᾳ ὡς τραπεζῖται ἢ μεγάλοι βιομήχανοι […]. Ἀλλὰ καὶ οὗτοι κατ’ ἐμὴν γνώμην ἀπερροφήθησαν ἀπὸ τὴν ἐπάρατον χρηματιστικὴν κερδοσκοπίαν καὶ ἀφίνουσιν εἰς τοὺς Φράγκους τὴν ἡγεσίαν εἰς πᾶν εἶδος τραπεζικῆς ἐπιχειρήσεως […]. Παράδειγμα ἐπιτυχίας θὰ εἶχον ἐν Βουκουρεστίῳ τοὺς Χρυσοβελόνας, ἐν Πετρουπόλει τοὺς Πετροκοκκίνους, ἐν Ὀδησσῷ τὸν Ροδοκανάκην, ὅστις […] ἐπειδὴ διέγνωσε τὴν παρακμὴν τοῦ μεγαλεμπόρου, ὁποῖος ἦτο ὁ πατήρ του, ἐστράφη πρὸς σπουδαιοτάτας βιομηχανικάς ἐπιχειρήσεις καὶ σήμερον κατέστη ἐν Ρωσίᾳ εἷς ἐκ τῶν ἐκεῖ διασημοτέρων βιομηχάνων τιμώμενος καὶ διακρινόμενος μεγάλως.
Επισημαίνει τέλος τη νέα προνομιακή οδό η οποία ανοίγεται στους Έλληνες εμπόρους, και την οποία έμελλαν να ακολουθήσουν πολλοί ανάμεσά τους, οι οποίοι κατόρθωσαν να επιβιώσουν μετεξελισσόμενοι σε εφοπλιστές, καταδεικνύοντας για μια ακόμα φορά τη στενή σχέση εμπορίου και ναυτιλίας: Ἠδύναντο καὶ οὗτοι νὰ μετοικήσωσιν εἰς Τουρκίαν, Ρωμουνίαν, Ρωσίαν καὶ Ἑλλάδα καὶ […] νὰ ἐπιδοθῶσιν εἰς μικράν τινα βιομηχανίαν ἐξ ἐκείνων, αἵτινες ἐπιτυγχάνουσιν ἐκεί, ἢ νὰ καλλιεργήσωσι τὰ τῆς ἑλληνικῆς ναυτιλίας, […] μιμούμενοι τοὺς ἐν τῷ Δουνάβει Ἐμπειρίκους, Σταθάτους, Παπᾶδες, Θεοφιλάτους κ.λ.π. Ὅλοι αὐτοὶ ἀπεκόμισαν σπουδαιοτάτας σχετικῶς περιουσίας ὡς πρώην πλοίαρχοι, μετέπειτα δὲ ἀτμοπλοιοκτήτορες.
Οι Έλληνες της Αγγλίας, διαπιστώνει με θλίψη ο Συγγρός, δείχνουν μια ισχυρότατη ροπή για ενσωμάτωση στην αγγλική κοινωνία, η οποία καθίσταται ασυγκράτητη στην τρίτη γενιά των περισσότερων ελληνικών οικογενειών: Ἡ τρίτη γενεὰ δὲν δύναται νὰ ἀνθέξη εἰς τὴν ἐπιρροὴν τῆς γλώσσης, τῶν ἠθῶν καὶ τῶν ἐθίμων καὶ τῶν αἰσθημάτων ἀκόμη καὶ τῆς χώρας, ἐν ᾗ γεννᾶται καὶ ἀνατρέφεται. Ἀπορροφᾶται ὑπ’ αὐτῆς καὶ ἡ ἀρχικὴ ἐθνικότης ἐκλείπει. Και αυτή η προϊούσα αποξένωση δεν υπήρξε χαρακτηριστικό μόνον των Ελλήνων του Λονδίνου. Στη Ρωσία, ο Περικλής Ροδοκανάκης υπήρξε ένας από τους λίγους Έλληνες που έλαβαν τίτλο ευγενείας από Ρώσο τσάρο, τον Νικόλαο Β΄, ενώ ανάλογους τίτλους έλαβαν οι Ροδοκανάκηδες του Λιβόρνου: ο Παντελής από τον μέγα δούκα της Τοσκάνης, στις 20/7/1846, ενώ ο γιος του, Εμμανουήλ, έλαβε τον τίτλο του κόμη από τον βασιλέα της Ιταλίας. Οι οικογένειες Μαυρογορδάτων, Τοσίτζα, Παπάζογλη, Παππούδωφ, Πάλλη, και Ροδοκανάκη, κατά τον 19ο αι., αγόρασαν βίλες στα περίχωρα της Τοσκάνης όπου και κατοικούσαν. Το 1834, ο Εμμανουήλ Ροδοκανάκης αγόρασε από τον αγγλικής καταγωγής μεγαλέμπορο, Giovanni Grant, μία «μεγαλοπρεπή βίλα» και ενεγράφη στη Χρυσή Βίβλο των ευγενών της Τοσκάνης. Η βίλα, επίκεντρο των κοσμικών δραστηριοτήτων των Χίων μεγαλεμπόρων της περιοχής, παρέμεινε στην ιδιοκτησία της οικογένειας μέχρι το 1947.
Οι περισσότεροι Χίοι των μεγάλων διεθνοποιημένων οίκων δεν διακρίθηκαν για τη δραστηριότητά τους ως ευεργετών, σε αντίθεση με τους Ηπειρώτες π.χ. Αυτό συνδέεται και με την απομάκρυνσή τους από την Ελλάδα και με τη στρατηγική της δημιουργίας πολυάριθμων οικογενειών που κληρονομούσαν την οικογενειακή περιουσία. Αντίθετα, οι ηπειρώτες εθνικοί ευεργέτες αφιέρωναν εν πολλοίς τη ζωή και την περιουσία τους στον τόπο καταγωγής τους ή τη χώρα τους, όπως θα συμβεί με τους Ζωσιμάδες, τον Καπλάνη και άλλους, που θα παραμείνουν ανύπαντροι και «άκληροι». Οι μεγάλοι Χίοι ευεργέτες, Συγγρός, Δρομοκαΐτης κ.ά. έζησαν ένα μέρος της ζωής τους στην Ελλάδα, και δεν άφησαν απογόνους, όπως ο Συγγρός.
Αυτή η μεταπρατική μετάλλαξη σηματοδοτεί τη συρρίκνωση και την «ήττα» του «ελληνικού τρόπου παραγωγής», μιας εμπορευματικής, μη καπιταλιστικής – ενταγμένης μάλλον στο σχήμα μιας ιδιότυπης «μανιφακτούρας» – παραγωγής, που μεγαλούργησε προς στιγμήν στις συντεχνίες, στη ναυτιλία μας, στα Μαντεμοχώρια, στα Αμπελάκια, στη Μοσχόπολη, ακόμα και στο χιώτικο δίκτυο. Η κοινοτική μορφή οργάνωσης του ελληνισμού, όπως τονίζει ο Πανταζόπουλος, αποτελεί τη «μικρο»-πολιτική-πολιτειακή μορφή έκφρασης αυτού του «συνεταιριστικού», προ-καπιταλιστικού, ή μάλλον μη-καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, στηριγμένου στη μικροϊδιοκτησία, τη δικτυακή διασύνδεση, τις «συντροφίες» και τις συντεχνίες. Ωστόσο, αυτή η κοινοτική μορφή οργάνωσης δεν θα αποδειχθεί ικανή να προστατεύσει τις ελληνικές συσσωματώσεις – είτε τις στρατιωτικές, όπως στο Σούλι που θα υποκύψει στον Αλή πασά, είτε τις οικονομικές, όπως τη Μοσχόπολη –, ενώ, μετά το πέρας των ναπολεόντειων πολέμων, θα υποκύψει απροστάτευτη στον επιθετικό ανταγωνισμό του βιομηχανικού δυτικού καπιταλισμού – όπως θα συμβεί με τα Αμπελάκια. Ακόμα και οι ναυτικές κοινότητες των νησιών, που είχαν αναπτυχθεί εκμεταλλευόμενες τον αμερικανο-αγγλικό πόλεμο, τη ρωσική προστασία, τους ρωσο-τουρκικούς πολέμους και προπαντός τον ηπειρωτικό αποκλεισμό, κατά τη διάρκεια της γενικευμένης ευρωπαϊκής αναταραχής – που αρχίζει με τη γαλλική επανάσταση και τελειώνει με το Βατερλώ –, θα αντιμετωπίσουν την πρώτη γενικευμένη κρίση τους κατά τη δεύτερη δεκαετία του 19ου αιώνα.
Για τον κοινοτικά οργανωμένο ελληνικό τρόπο παραγωγής υπήρχαν δύο και μόνο δρόμοι. Είτε να αποκτήσει ένα δικό του κράτος, ικανό να τον προστατεύσει και να επιτρέψει τη διευρυμένη αναπαραγωγή του, είτε να ακολουθήσει και να ολοκληρώσει την οδό της μεταπρατικής υποστροφής και της παρασιτικής ενσωμάτωσης. Η επανάσταση του ’21 θα αποτελέσει έτσι την απάντηση του κοινοτικά οργανωμένου ελληνισμού στη διπλή πίεση της βιομηχανικής καπιταλιστικής Δύσης και της συμμάχου της, της κρατικά οργανωμένης οθωμανικής λεηλασίας. Και γι’ αυτό σε αυτή θα συμμετάσχουν εν τέλει, παρά τους δισταγμούς τους, Έλληνες της διασποράς, έμποροι της Κωνσταντινούπολης, εφοπλιστές και ναυτικοί των νησιών.
Ωστόσο, το ελληνικό κράτος, που θα συγκροτήσει μετά από πολλούς αγώνες ο ελληνισμός, θα είναι ένα αδύναμο και εξαρτημένο κράτος, όσο επέτρεψαν οι μεγάλες δυνάμεις, ανίκανο να προστατεύσει και να αναπαραγάγει μια αυτόκεντρη αναπτυξιακή πορεία. Υπ’ αυτές τις συνθήκες, η διεθνοποίηση των ελληνικών εμπορικών οίκων, των βιεννέζων Μοσχοπολιτών της οικογένειας Σίνα και των κατ’ εξοχήν διεθνοποιημένων Χίων εμπόρων, χωρίς την ύπαρξη μιας αναλόγου βάρους εθνικής οικονομικής βάσης, οδηγούσε αναπόφευκτα στη σταδιακή απομάκρυνση από την ελληνική κοινότητα και, εν τέλει, από την ίδια την ελληνική ταυτότητα. Και οι Χιώτες, οι μεγαλύτεροι έμποροι του ελληνικού κόσμου, δεν αποτελούν παρά την πιστότερη εικόνα μιας εξέλιξης καθολικών διαστάσεων.
Η ναυτιλία υπήρξε η μόνη διεθνής δραστηριότητα που συντηρούσε μία σχέση με τη γενέθλια γη, κυρίως εξ αιτίας της επάνδρωσης του ποντοπόρου στόλου με Έλληνες ναυτικούς. Σταδιακώς, όμως – στις τελευταίες δεκαετίες του 20ού και κατ’ εξοχήν κατά την πρώτη δεκαετία του 21ου αι. – απελληνοποιήθηκαν και τα πληρώματα των πλοίων σε τεράστια έκταση έτσι, αδυνάτισαν ακόμα περισσότερο οι σχέσεις ανάμεσα σε μια ναυτική δραστηριότητα, που ασκείται σε ένα κυριολεκτικά πλανητικό θέατρο και η οποία έχει ως μεταφορικό επίκεντρο την… Κίνα και χρηματιστικό-ασφαλιστικό το Λονδίνο και τη Νέα Υόρκη, – με την Ελλάδα να λειτουργεί μόνον, ή κατ’ εξοχήν, ως υποδοχέας τραπεζιτικών και καταναλωτικών δραστηριοτήτων. Και όμως οι εφοπλιστές ακόμα και στη σημερινή, αποσυνδεδεμένη από την ελληνική αγορά μετεξέλιξή τους, διατηρούν ισχυρά στοιχεία από τη δικτυακή, οικογενειακή και «μανιφακτούρικη» παράδοση της ελληνικής οικονομίας.
Διαμορφώνεται τωόντι το παράδοξο της ηγεμονίας μιας ελίτ, η οποία αισθάνεται – και αποτελεί εν πολλοίς – μέρος των δυτικών ελίτ, μεταβάλλοντας την ίδια της τη χώρα σε ημι-αποικία! Δεν πρόκειται για μια διαπίστωση ηθικού χαρακτήρα, αλλά για μια κατ’ εξοχήν υλική, αντικειμενική διαδικασία, κατά τη διάρκεια εξέλιξης της οποίας παρεμποδίστηκαν και υπονομεύθηκαν οι ελληνικές παραγωγικές δραστηριότητες, έτσι, οι Έλληνες επιχειρηματίες στράφηκαν υποχρεωτικά προς μεταπρατικές δραστηριότητες, «συμμαχώντας» με τους ίδιους τους δημίους τους, είτε τους Τούρκους πασάδες, που έλεγχαν τη διαδικασία της παραγωγής πρώτων υλών, και το οθωμανικό κράτος, είτε τους ανταγωνιστές τους, τους δυτικούς βιομηχάνους, εμπόρους και τραπεζίτες. Και βεβαίως, σήμερα, μετατρέπουν και το κράτος, το οποίο ελέγχουν, σε ένα ιδιότυπο προτεκτοράτο των κυρίαρχων δυνάμεων και – γιατί όχι; – και του επανακάμψαντος νεο-οθωμανισμού.
Στις μέρες μας, αυτή η διαδικασία ολοκληρώθηκε, με την καταναλωτικού χαρακτήρα ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση και την Ευρωζώνη και την πρόσκαιρη μετοχή και μέθεξη στο δυτικό σύστημα αξιών του συνόλου του ελληνικού λαού, με καταναλωτικό-παρασιτικό τρόπο. Ωστόσο, τη στιγμή της κρίσης, αναδεικνύεται ανάγλυφη η άλλη όψη του νομίσματος, ότι δηλαδή η Ελλάδα είναι ταυτόχρονα και ημιαποικία της Δύσης και, κατά συνέπεια, καλείται πρώτη να αντιμετωπίσει και να υποστεί, ως οιονεί πειραματόζωο, τις συνέπειες της καθολικής κρίσης της δυτικής ηγεμονίας, που περιγράφουμε σε άλλες σελίδες αυτού του περιοδικού.
ΠΗΓΗ: τ.2 του νέου Λόγιου Ερμή, Ιανουαρίου 4, 2012 2:15 μμ. http://ardin-rixi.gr/archives/3023