Ισραήλ, Αραβικός κόσμος, γεωπολιτική και «εθνικό συμφέρον» – Μέρος Ι
Του Βαγγέλη Πισσία *
Η μεγάλη κρίση διέλυσε το όνειρο μετατρέποντάς το σε χίμαιρα. Απέδειξε πως το αντιπαραγωγικό μοντέλο οικονομικής μεγέθυνσης – και όχι ανάπτυξης – των τελευταίων δεκαετιών δεν έφερε την ευτυχία, αντίθετα ξεθεμελίωσε την όποια προϋπάρχουσα οικονομική βάση και κοινωνική δομή, εδραιώνοντας ταυτόχρονα νέα ήθη και πρότυπα, αεριτζίδικες δραστηριότητες και επίπλαστες συμπεριφορές. Η «πραγματική οικονομία» ηττήθηκε από έναν ιδιότυπο εγχώριο καζινο-καπιταλισμό και το διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα. Συνάμα, η εκσυγχρονιστική επαγγελία αποτελεί το ιδεολογικό περίβλημα μιας νέας κοινωνικής διαστρωμάτωσης και της συνακόλουθης με αυτήν υποκριτικής και ανήθικης νοοτροπίας.
Την πρώτη την διαχειρίζεται πρωταρχικά ως κρίση «ροών», δηλαδή κρίση χρέους, κρίση δημοσιονομική, χρηματοπιστωτική και όχι ως κρίση δομική του εγχώριου συστήματος παραγωγής [υπανάπτυξη παραγωγικών δυνάμεων – αποτελμάτωση του κυρίαρχου μοντέλου κοινωνικών/παραγωγικών σχέσεων – απαξίωση των εργασιακών σχέσεων]. Δεν την αντιλαμβάνεται ως κρίση οργανικής ένταξης της χώρας – με όρους πραγματικής οικονομίας – στον διεθνή καταμερισμό εργασίας, αλλά με όρους οικονομίας «ευκαιριών».
Την δεύτερη την διαχειρίζεται στην εξαιρετικά ρευστή επιφάνεια που διαμορφώνουν εφήμεροι-συγκυριακοί τοπικοί και περιφερειακοί ανταγωνισμοί, εγκλωβίζεται σε τυφλές κινήσεις απλοϊκής ανακλαστικής ταχτικής, χωρίς σχέδιο, χωρίς καν ατζέντα. Πορεύεται, σύμφωνα με φρούδες υποσχέσεις και υποδείξεις ξένων παραγόντων, ανιστόρητα, καιροσκοπικά και πρόσφατα – εις επίρρωση της κενότητας της στρατηγικής της – μυθοπλαστικά, ρίχνοντας ζαριές.
Διαχείριση κρίσεως και στα δύο πεδία, της οικονομίας και των διεθνών σχέσεων, δεν νομιμοποιείται χωρίς υποστηρικτική κοινωνική βάση και χωρίς δικαιακές-πολιτικές αρχές, που από κοινού διαμορφώνουν τόσο το εσωτερικό όσο και το εξωτερικό μέτωπο. Για τον λόγο αυτό δεν νοείται αντιμετώπιση της παρούσας γενικής κρίσης χωρίς διεθνείς υποστηριχτές και χωρίς συνεργασίες. Όμως, άλλο η αναζήτηση υποστήριξης ή συνεργασιών κι άλλο η αναζήτηση προστατών ή μεσαζόντων.
Στη πρώτη περίπτωση προέχει η κοινωνικό-οικονομική δομή, το γεωπολιτικό πλαίσιο, καθώς και τα εργαλεία-μοχλοί της διαπραγμάτευσης. Διακρίνονται τα σταθερά – μεσομακροπρόθεσμα – συμφέροντα από τα βραχυπρόθεσμα και η προσέγγιση είναι ολιστική. Η στρατηγική χαράσσεται με επίγνωση των τάσεων που προβάλλονται στον γεωοικονομικό χάρτη, όπου οι αναδυόμενες χώρες, σύμφωνα με εκτιμήσεις του Δ.Ν.Τ.[1], θα αυξήσουν έως το 2050 την συμμετοχή τους στο παγκόσμιο ακαθάριστο προϊόν από 27% σε 49%, οι Η.Π.Α. θα υποχωρήσουν απ’ το 22% στο 11% και η γηραιά ήπειρος, η Ευρώπη, απ’ το 19% στο 7%… . Με ό,τι οι αριθμοί αυτοί συνεπάγονται.
Στη δεύτερη περίπτωση προέχουν οι διεθνείς λέσχες, το λόμπινγκ, οι δημόσιες σχέσεις – με ζεϊμπεκιές ή κουμπαριές αδιάφορο –, η καλή διαγωγή και η προπαγάνδα. Δεν υπάρχουν σταθεροί φίλοι, χώρες και λαοί, υπάρχουν μόνο εφήμερες συμμαχίες, η προσέγγιση των προβλημάτων είναι απλοϊκά αιτιοκρατική: «ο εχθρός του εχθρού μου είναι φίλος μου».
Στη περίπτωση αυτή, την υποτίθεται τεχνοκρατική – ορθολογική, δεν υπάρχει αναλυτική σκέψη, υπάρχει – επιεικώς – ρηχός εμπειρισμός και «ολίγη» από θεωρία παιγνίων. Φυσική της συνεπαγωγή, η υπηρετική συμπεριφορά έναντι της αμφιβόλου συνοχής και μηδενικής αλληλεγγύης Δυτικής Συμμαχίας, η αφειδώλευτη παροχή σε αυτήν «διευκολύνσεων» σε κάθε διεθνή στρατιωτική ή παραστρατιωτική εμπλοκή, η σχέση εντελλόμενου προς εντολέα έναντι των τροϊκανών. Συνάμα, η προοπτική αλλαγής της ευρωπαϊκής αρχιτεκτονικής και η περιθωριοποίηση της Ελλάδας στο νέο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι την σπρώχνει [οι καλοθελητές σπεύδουν…] σε εγκλωβισμό στον άξονα ΗΠΑ-Ισραήλ και στην σταδιακή μετατροπή της σε ισραηλινή ενδοχώρα.
Από την άλλη μεριά, αποστάσεις, μεγαλύτερες από ποτέ, από την Ρωσία, την Κίνα, τις περισσότερες από τις υπόλοιπες αναδυόμενες χώρες, πολιτική αποδυνάμωση στα Βαλκάνια, εκθεμελίωση παραδοσιακών σχέσεων ιστορικού βάθους με τους αραβικούς λαούς, υιοθέτηση ισλαμοφοβικών συνδρόμων.
Οι διαπιστώσεις αυτές δεν είναι αφοριστικές, ούτε καν «ιδεολογικές». Πώς αλλιώς, όμως, να εξηγηθεί η προϊούσα καταστροφή των σχέσεων με τον αραβικό κόσμο, σχέσεων που δημιούργησε ο εκεί ελληνισμός, με εξαιρετικό παράδειγμα το παροικιακό φαινόμενο της Αιγύπτου, όπου σε δύσκολες για την φιλόξενη αυτή χώρα καιρούς (πολεμική επέμβαση Άγγλο-Γάλλο-Ισραηλινών του 1956) εκατοντάδες Έλληνες-Αιγυπτιώτες κατατάχτηκαν στον αιγυπτιακό στρατό για να υπερασπιστούν το έδαφός της. Την ίδια στιγμή που οι Έλληνες πιλότοι του καναλιού του Σουέζ ήταν οι μόνοι από τους ξένους πιλότους που τίμησαν την επιλογή και το θάρρος αυτής της χώρας να υπερασπιστεί την ανεξαρτησία της.
Πώς θα μπορούσαν να εξηγήσουν την εκθεμελίωση αυτών των σχέσεων αυτοί που τώρα υλοποιούν την απόφαση μετατροπής της Ελλάδας – και της Κύπρου – σε ισραηλινό προτεκτοράτο; Έχουν άραγε εικόνα του αιγυπτιακού, του αραβο-ισλαμικού πολύ κοντινού μέλλοντος; Γνωρίζουν τον πολύπλοκο, αντιφατικό, πράγματι ιδιότροπα πολιτισμένο αυτόν κόσμο; Μπορούν να διακρίνουν στους κόλπους του ισχυρά ρεύματα, έως και απελευθερωτικά-εκσυγχρονιστικά [ουσιαστικά και όχι επίπλαστα], που αναδύθηκαν παρακάμπτοντας έστω [γιατί όχι άλλωστε] την ευρωπαϊκή νεωτερικότητα μέσα από δικές τους γηγενείς διαδρομές; Γνωρίζουν την σημασία της αυριανής Αιγύπτου ή την δυναμική του παρόντος – και προπαντός του αυριανού – αραβο-ισλαμικού όλου (παρά τις εσωτερικές του τριβές και αντιθέσεις) στον ευρύτερο περιφερειακό συσχετισμό, όπου περιλαμβάνονται η Ελλάδα, η Κύπρος, το Ισραήλ, η Τουρκία και οι Βαλκανικές χώρες; Γνωρίζουν, τέλος, ότι η αραβο-ισλαμική αντίθεση προς το Ισραήλ, που απορρέει από την μόνιμα επιθετική και υβριστική πολιτική του, αποτελεί δομικό στοιχείο του Μέσο-ανατολικού γεωπολιτικού συστήματος;
Κι αν δεν ενδιαφέρονται για το ήθος στις διεθνείς σχέσεις, κι αν εξαιρούν, από τους όποιους υπολογισμούς τους, τους δεσμούς ανάμεσα σε ιστορικά αδελφωμένους λαούς, κι αν ασκούν διεθνή πολιτική με μοναδικό γνώμονα τον συσχετισμό ισχύος, άραγε, το σημερινό Ισραήλ, το πριν λίγα χρόνια [2006] οικτρά ταπεινωμένο στον μικρό Λίβανο, το κατατάσσουν στις χώρες της περιφέρειας που αυξάνουν την ισχύ τους ή στις χώρες που με την φιλοπόλεμη και αποσταθεροποιητική πολιτική τους σταθερά την απομειώνουν; Πιστεύουν πράγματι ότι αυτό το Ισραήλ θα διακινδυνεύσει την περιφερειακή υπόστασή του για το «χατίρι» της Ελλάδας, αν κάποιο θερμό ελληνοτουρκικό επεισόδιο επισυμβεί; Πιστεύουν τέλος ότι, έστω μετά την θητεία των απαξιωμένων Νετανιάχου-Λίμπερμαν, δεν θα υπάρξει πλαίσιο επαναπροσέγγισης Ισραήλ – Τουρκίας;
Ας τα παραμερίσουμε όμως προς στιγμήν όλα αυτά κι ας εξετάσουμε τα πραγματικά δεδομένα της νέας πραγματικότητας. Μιας πραγματικότητας που προσφέρεται στον ελληνικό λαό με νέο υλικό-οικονομικό και φαντασιακό περίβλημα, υποσχόμενη ένα νέο όνειρο, μια νέα επαγγελία κι ένα νέο «προστάτη».
Πριν μιλήσει κανείς για την αξιοποίηση ενός φυσικού πόρου, για τα οφέλη που θα προκύψουν από αυτήν, για την πιθανότητα αυτή τη χώρα να την σώσει εν τέλει όχι ο λαός της αλλά ένας από μηχανής θεός, εύκολα και ξαφνικά, μεταμορφώνοντας την, ίσως, σε νέο Κατάρ, σκόπιμο είναι να αναζητήσει τις πληροφορίες εκείνες που μπορούν να τεκμηριώσουν, κάπως έστω, τις προβλέψεις για τα «καλά νέα»…
Ο καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Μαίρυλαντ των ΗΠΑ κ. Θ. Καρυώτης αναφέρθηκε πρόσφατα[2] στις «τεράστιες ποσότητες που θα μπορούσαν μακροπρόθεσμα να βοηθήσουν την Ελλάδα όχι μόνο να ξεπεράσει τη βαθειά της οικονομική κρίση αλλά και να πάρει τέτοια ανάσα που θα την τοποθετούσε στην ομάδα των G20». Τα ίδια περίπου δηλώνει στα φιλόξενα ως προς το συγκεκριμένο θέμα ΜΜΕ, ο καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Κρήτης κ. Φώσκολος.
Αντίλογος σπάνια ακούγεται και, μέχρι στιγμής, καμία έγκριτη επιστημονική ομάδα, κανένα επιστημονικό σώμα, από τον χώρο της γεωλογίας, ελληνικό ή διεθνές, στηριζόμενο σε αξιόπιστα ερευνητικά δεδομένα, δεν επιβεβαιώνει κάτι περισσότερο από τις ήδη γνωστές εκτιμήσεις για τα κοιτάσματα, Ν. και Ν.Α. της Κρήτης.
Πρέπει βέβαια να ληφθεί υπόψη ότι οι έρευνες για τον εντοπισμό, την αποτίμηση και τον σχεδιασμό αξιοποίησης κοιτασμάτων υδρογονανθράκων αποτελούν μια σοβαρή επιστημονική-τεχνικοοικονομική δραστηριότητα που έχει τα υποχρεωτικά στάδιά της. Η δραστηριότητα αυτή δεν υποκαθίσταται με προφητείες ή με επιχειρήματα όπως «αφού δείχνουν ενδιαφέρον κράτη και εταιρείες κάτι θα υπάρχει». Κράτη και εταιρείες έχουν πολλούς περισσότερο από έναν λόγους να «δείχνουν ενδιαφέρον»…
Όμως, ανεξάρτητα από την όποια πιθανότητα μελλοντικής αξιοποίησης κοιτασμάτων εντός της ελληνικής ΑΟΖ (όταν οριοθετηθεί), στα εντόπια κυρίως ΜΜΕ διατυμπανίζονται τα πελώρια οφέλη της Ελλάδας που θα προκύψουν από την αξιοποίηση των κοιτασμάτων φυσικού αερίου που ανακοίνωσαν το Ισραήλ και πιο πρόσφατα η Κύπρος. Ο «τυμπανισμός» αυτός εντείνεται και προσλαμβάνει άλλη διάσταση τον τελευταίο καιρό με την αστήριχτη (σύμφωνα με το δίκαιο της θάλασσας αλλά και την απλή γεωγραφία), έκδηλα προσχηματική και άλλο-σκοπούσα, απειλητική παρέμβαση της Τουρκίας.
«Εμείς λέμε δυνατότητα, οι Ισραηλινοί ακούνε ανακάλυψη» (We say potential, Israelis hear discovery) δηλώνει στις 13 Ιούλη 2010 στην ισραηλινή εφημερίδα Haaretz, σχετικά με τα κοιτάσματα της υπολεκάνης Λεβιάθαν, ο Τσαρλς Ντάβιντσον, πρόεδρος της Noble. Η τεχνικό-οικονομικά ακριβής αυτή δήλωση γίνεται αμέσως μετά την παρουσίαση των πρώτων αποτελεσμάτων ερευνών που εκτιμούν το κοίτασμα Λεβιάθαν σε 16 τρισεκατομμύρια κυβικά πόδια (500 δισ. κυβικά μέτρα). Στην ίδια δήλωση ο Τ. Ντάβιντσον παρατηρεί: «Οι επενδυτές πρέπει να είναι προσεχτικοί και να ξεχωρίζουν μια επενδυτική ιδέα από ένα επενδυτικό πρόγραμμα».
Ωστόσο, δύο μόλις μήνες αργότερα, τον Αύγουστο 2010, ο Ισραηλινός πρωθυπουργός Μπ. Νετανιάχου, επισκεπτόμενος την Ελλάδα, κάνει πολιτικές δηλώσεις και αναφέρει στον τότε Έλληνα πρωθυπουργό Γ. Παπανδρέου την πρότασή του για την κατασκευή υποθαλάσσιου αγωγού που θα μεταφέρει το φυσικό αέριο προς την Ελλάδα κι από εδώ και πέρα στην Ευρώπη…
Την είδηση αναπαρήγαγαν θριαμβευτικά τα περισσότερα εγχώρια ΜΜΕ ενόσω τα ξένα είναι αρκετά προσεχτικά και «παίζουν» λίγο με το θέμα. Η αρθρογραφία αυτή δεν ήταν – ούτε την ενδιέφερε να είναι – επιστημονική αλλά επιστημονίζουσα-πολιτική και άρθρο έγκριτης εφημερίδας, που δεν αποκρύβει τον πραγματικό γεωπολιτικό του σκοπό, αναφέρει: «ο εντοπισμός κοιτασμάτων φυσικού αερίου και πετρελαίου στην Ανατολική Μεσόγειο έχει φέρει πιο κοντά την Ελλάδα, την Κύπρο και το Ισραήλ, κάτι που σύμφωνα με διπλωματικές πηγές θα μπορούσε στο μέλλον να δημιουργήσει έναν νέο άξονα στην περιοχή… η πρόσφατη ελληνοϊσραηλινή προσέγγιση, μετατρέπει την Ελλάδα σε κρίσιμο κρίκο στη διαδρομή του φυσικού αερίου (προς Ευρώπη)»[3].
Δύο μήνες αργότερα (29/12/2010) νέα ανακοίνωση της Noble Energy απλά ενισχύει την γεωλογική πιθανότητα αξιοποίησης του κοιτάσματος Λεβιάθαν από 35% σε 50%. Όμως η εκτίμηση για την μέση ποσότητα του φυσικού αερίου παραμένει στα 16 τρισ.κ.π. (με διακύμανση +/- 40%).
Στη συνέχεια τα δημοσιεύματα πυκνώνουν, οι προσδοκίες αυξάνουν και ο πολιτικός τόνος κυριαρχεί. Στο ίδιο έντυπο γράφεται ότι πρόκειται για «θησαυρό» σε άλλο για «φλέβα χρυσού» και τονίζεται η «γεωστρατηγική διάσταση των ανακαλύψεων»[4]. Στην ορχήστρα μετέχουν τώρα και πολιτικοί επιστήμονες που φαίνεται πως υιοθετούν τις πιο πάνω απόψεις για την γεωλογική δυνατότητα του κοιτάσματος και τις συνδέουν με την στρατηγική ανάγκη της Ευρώπης να υποκαταστήσει βαθμιαία την Ρωσία εξασφαλίζοντας και έναν δεύτερο μεγάλο προμηθευτή φυσικού αερίου. Στο διαδίκτυο η «θέση» αυτή προωθείται μεθοδικά. Από την άλλη όχθη, αυτήν του Ισραήλ, ο ισραηλινός Υπουργός Εξωτερικών Ντ. Αγιαλόν δηλώνει ότι «οι νέες ανακαλύψεις στην θαλάσσια περιοχή του Ισραήλ μπορούν να προσδώσουν εναλλακτικές πηγές ενέργειας στη Ευρώπη», ενώ στα δημοσιεύματα τώρα μετέχουν και θεολόγοι του Εβραϊσμού που επικαλούνται την Βίβλο και ρήσεις του προφήτη Ezekiel…
* Ο Βαγγέλης Πισσίας είναι Δρ Διεθνών Οικονομικών Σχέσεων, Δ. Ε.«Στόλου της Ελευθερίας ΙΙ» και «ένα καράβι για τη Γάζα» Freedom Flottila II.
[1] Κυρίως ασιατικές αλλά και Βραζιλία, κλπ., Groupe d'étude sur les politiques en matière de concurrence /www.etudeconcurrence.ca
Το είδα και: Τρίτη, 10 Ιανουαρίου 2012, http://seisaxthia.blogspot.com/2012/01/blog-post_3429.html