Γενιές χωρίς όνειρα ….
Έρευνα για τον τρόπο με τον οποίο οι υποψήφιοι των Πανελλαδικών Εξετάσεων συμπληρώνουν το μηχανογραφικό
του Στέλιου Μαρίνη
Όταν ήμουν μικρός με συγκινούσαν τα μυθιστορήματα του Κρόνιν στα οποία ο ήρωας ονειρευόταν από παιδί να γίνει γιατρός. Γενικότερα μ' αρέσει να ακούω παιδιά να ονειρεύονται ένα επάγγελμα που να σχετίζεται με κοινωνική προσφορά ή κάποια μορφή δημιουργίας.
Όμως, όσο περνούν τα χρόνια, τόσο νωρίτερα τα παιδιά προσγειώνονται και παύουν να ονειρεύονται. Όταν πια φτάνουν στις Πανελλαδικές Εξετάσεις, η συντριπτική πλειονότητα συμπληρώνουν το μηχανογραφικό δελτίο των επιλογών τους με βάση το κριτήριο «ποιο επάγγελμα μπορεί να εξασφαλίσει δουλειά» και κατά δεύτερο «ποια σχολή έχει κύρος». Το αποτέλεσμα είναι να ανεβαίνουν οι βάσεις των στρατιωτικών, των αστυνομικών και των Παιδαγωγικών σχολών.
Ευτυχώς, η επιλογή των ένστολων σχολών δεν οφείλεται σε στρατοκρατική αντίληψη των νέων, αλλά δυστυχώς ούτε η επιλογή να γίνουν δάσκαλοι σημαίνει ότι αγαπούν τη διδασκαλία μικρών παιδιών. Απλώς τα όνειρα παραμερίζονται μπροστά στην ανασφάλεια, μπροστά στο φάσμα της ανεργίας. Η διατήρηση από την άλλη σε πολύ υψηλά επίπεδα των βάσεων της Ιατρικής, της Νομικής και άλλων σχολών «κύρους», ενώ τα αντίστοιχα επαγγέλματα είναι μάλλον προθάλαμοι της ανεργίας και της υποαπασχόλησης λόγω κορεσμού, οφείλεται στην επιθυμία των νέων να διακριθούν, να εισπράξουν τα συγχαρητήρια και το θαυμασμό, σαν αποζημίωση για την απώλεια της χαράς της νιότης επί κάμποσα χρόνια.
Τέλος, ένας άλλος παράγοντας που παραμερίζει το όνειρο είναι η οικονομική ένδεια της οικογένειας που αναγκάζει πολλά παιδιά να δηλώνουν σε ψηλότερες προτιμήσεις σχολές της πόλης τους από σχολές που προτιμούν.
Όλα αυτά επιβεβαιώνονται από τα πορίσματα έρευνας[i] που διεξάχθηκε στην περιοχή του Πειραιά με ερωτηματολόγιο που απαντήθηκε από 159 υποψηφίους που μόλις είχαν υποβάλει το μηχανογραφικό τους δελτίο.
Στο ερώτημα: «Δήλωσες σχολές της Αθήνας/Πειραιά ψηλότερα από σχολές της επαρχίας παρότι τις προτιμούσες;» οι μισοί υποψήφιοι (49,1%) απάντησαν θετικά. Ας σημειωθεί ότι η ερώτηση δεν αφορούσε το σύνολο των σχολών και σε συνδυασμό με άλλες ερωτήσεις φαίνεται ότι ο τόπος της σχολής έπαιζε κυρίαρχο ρόλο στις σχολές δεύτερης προτεραιότητας και αρκετά σημαντικό, αλλά λιγότερο κυρίαρχο, προκειμένου για τις πρώτες προτιμήσεις. Πιο «φανατικοί» στη σχολή προτίμησης, με παράκαμψη του εμποδίου της απόστασης, είναι οι υποψήφιοι των Ιατρικών Σχολών και τελευταίοι εκείνοι των σχολών του 1ου Επιστημονικού Πεδίου.
Μιας και δεν έχουμε απολύτως εξακριβωμένα στοιχεία για τη στάση των υποψηφίων προηγούμενων ετών, δεν προκύπτει από την έρευνα αυτή το κατά πόσο η οικονομική κρίση έχει επηρεάσει το ποσοστό των παιδιών που προτιμούν να μείνουν στην πόλη τους θυσιάζοντας μια σχολή που προτιμούν. Πιστεύουμε πάντως ότι πρέπει να έχει συμβεί αυτό σε κάποιο ποσοστό. Αν εξαιρέσουμε πάντως τους υποψηφίους εκείνους που δε δηλώνουν σχολές επαρχίας για άλλους εκτός οικονομικών λόγων, προβάλλει επιτακτική η ανάγκη για περισσότερη ενίσχυση των φοιτητών που απομακρύνονται από τον τόπο τους, ώστε να μη στερείται κάποιος την ευκαιρία να φοιτήσει στη σχολή που προτιμά.
Στο ερώτημα: «Για τις πρώτες 5 σχολές προτίμησής σου (σύμφωνα με τη δήλωση στο μηχανογραφικό) αξιολόγησε κατά σειρά ποιους 3 παράγοντες έλαβες υπόψη» τα αποτελέσματα παρουσιάζονται στον πίνακα:
Παράγοντες – Κριτήρια |
Ποσοστό που συμπλήρωσαν στο κριτήριο είτε 1 είτε 2 είτε 3 |
ΚΥΡΟΣ ΣΧΟΛΗΣ Ή ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ ΥΨΗΛΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΑΠΟΛΑΒΩΝ |
50,9% |
ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΑ ΑΜΕΣΟΤΕΡΗΣ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗΣ ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ |
67,9% |
ΠΟΛΗ ΣΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ Η ΣΧΟΛΗ |
52,8% |
ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΗΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑΣ ΜΟΥ |
35,8% |
ΔΕΞΙΟΤΗΤΕΣ ΚΑΙ ΕΠΙΔΟΣΕΙΣ |
30,2% |
ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝΤΑ ΚΑΙ ΧΟΜΠΙ |
37,7% |
Η ΠΙΘΑΝΗ ΒΑΣΗ ΤΗΣ ΣΧΟΛΗΣ ΣΕ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΑ ΜΟΡΙΑ ΠΟΥ ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΑ |
24,5% |
Η εικόνα ήταν αναμενόμενη και απογοητευτική. Πέραν του «ονείρου» για μια σχολή και το αντίστοιχο επάγγελμα, βλέπουμε και ένα σοβαρό για το μέλλον των παιδιών λάθος. Βάζοντας σε δεύτερη μοίρα τα στοιχεία της προσωπικότητας είναι σαν να μη διαλέγουν επάγγελμα που να τους ταιριάζει. Υποτιμώντας τα ενδιαφέροντά τους χάνουν τη δυνατότητα η μελλοντική δουλειά να τους δίνει χαρά.
Μη δίνοντας έμφαση στις δεξιότητές τους κινδυνεύουν να μην τα καταφέρουν είτε να τελειώσουν τη σχολή εισαγωγής είτε να ανταποκριθούν στο επάγγελμα που αυτή οδηγεί. Τέλος, σε μια αγορά εργασίας που όσο πάει γίνεται πιο απαιτητική και αβέβαιη, λιγοστεύουν οι ελπίδες να βρουν δουλειά ακόμη και σε επαγγέλματα που θα έχουν ζήτηση. Όπως έχουμε εξάλλου επισημάνει σε προηγούμενο άρθρο ουδείς γνωρίζει με βεβαιότητα τις μελλοντικές προοπτικές κάθε επαγγέλματος, ενώ εκείνοι που αγαπούν το επάγγελμά τους έχουν πολύ καλύτερες προοπτικές.
Είναι γεγονός ότι τα όσα ακούν οι νέοι τους καλλιεργούν την ανασφάλεια για το μέλλον, ώστε τα λάθη στις επιλογές τους να είναι δικαιολογημένα. Πού είναι όμως οι ειδικοί που θα μπορούσαν να τους κατευθύνουν σωστότερα; Μια εισαγωγή για να απαντήσουμε στο ερώτημα αυτό δίνουν τα πορίσματα της επόμενης ερώτησης:
«Ποιους συμβουλεύτηκες προκειμένου να συμπληρώσεις το ερωτηματολόγιο;»
Οι απαντήσεις των υποψηφίων ήσαν:
Συμβουλεύτηκαν |
Ποσοστό υποψηφίων |
Ιδιωτικό Σύμβουλο ΣΕΠ |
3,7% |
Ιδιωτική Εταιρεία ΣΕΠ |
1,9% |
ΓΡΑΣΕΠ – ΚΕΣΥΠ (Δημόσια) |
13,2% |
Καθηγητές σχολείου/φροντιστηρίου |
83,0% |
Οικογένεια |
73,6% |
Φίλους |
54,7% |
Ίντερνετ |
37,7% |
Είναι απογοητευτικό το πολύ μικρό ποσοστό παιδιών που προσφεύγουν σε ειδικούς για να επιλέξουν επάγγελμα. Από την άλλη, έχουμε ακούσει πολλούς «ειδικούς» να καθοδηγούν τους μαθητές με κριτήρια αντίθετα προς τις αρχές του επαγγελματικού προσανατολισμού. Αυτό προκύπτει και από τα στοιχεία της έρευνας, δεδομένου ότι το πρώτο κριτήριο, που έπρεπε να είναι η προσωπικότητα του παιδιού επιλέχτηκε μόλις από ένα στα τρία παιδιά που είχαν συμβουλευτεί ΓΡΑΣΕΠ (Γραφείο Σχολικού Επαγγελματικού Προσανατολισμού) ή ΚΕΣΥΠ (Κέντρο Συμβουλευτικής και Προσανατολισμού)!
Εντύπωση προκαλεί και το ότι ένα στα τέσσερα παιδιά δε συμβουλεύεται την οικογένειά του. Αυτό μπορεί να σημαίνει είτε ότι τα παιδιά αυτά προέρχονται από οικογένειες που δεν έχουν τις γνώσεις για να συμβουλεύσουν τα παιδιά τους είτε ότι κάποια παιδιά αρνούνται να συμβιβαστούν με τις επιδιώξεις των γονιών τους είτε άλλες πιο σπάνιες αιτίες. Το ποσοστό των παιδιών που δηλώνουν ότι αναζήτησαν στο ίντερνετ πληροφορίες δεν είναι ιδιαίτερα μικρό, αλλά δε γνωρίζουμε τι ακριβώς πληροφορίες αναζήτησαν οι υποψήφιοι. Το γεγονός πάντως ότι οι περισσότεροι συμβουλεύονται τους καθηγητές τους θέτει το ζήτημα της επιμόρφωσης των τελευταίων ώστε οι συμβουλές τους να βοηθούν και όχι να αποπροσανατολίζουν τα παιδιά.
Ας μην αυταπατόμαστε πάντως. Δεν αρκούν οι βελτιώσεις του εκπαιδευτικού συστήματος και ο, σωστός έστω, προσανατολισμός για να ξαναρχίσουν οι νέοι να ονειρεύονται σχετικά με το μέλλον τους. Μπορούν όμως να διορθώσουν κάπως τη σημερινή κατάσταση. Θα πρέπει εδώ να τονίσουμε ότι δεν αρκεί ένα μάθημα ΣΕΠ ούτε η δημιουργία περισσότερων Κέντρων Επαγγελματικού Προσανατολισμού. Χρειάζεται επιπλέον η στελέχωσή τους με ανθρώπους που πράγματι γνωρίζουν το αντικείμενο και μάλιστα όχι τεχνοκρατικά, αλλά μέσω δικής τους βιωματικής εκπαίδευσης.
Η ενημέρωση για τις σχολές και τις επαγγελματικές προοπτικές τους έρχεται τελευταία, αφού έχουν διερευνηθεί τα στοιχεία προσωπικότητας, αξιών, ενδιαφερόντων, επιθυμιών και δεξιοτήτων του παιδιού. Με βάση αυτά μπαίνει ο στόχος της σχολής ή του επαγγέλματος. Αν μάλιστα ενδιαφερόμαστε και για τα ίδια τα παιδιά, αλλά και για την προκοπή του τόπου που θα έχει σε κάθε επάγγελμα τους καταλληλότερους, πρέπει να ενισχύονται οι προσπάθειες των παιδιών για την επίτευξη του στόχου, ώστε να μην εξαρτάται από τις οικονομικές δυνατότητες της οικογένειάς του η ουσιαστική φροντίδα ώστε κάθε παιδί να έχει την πορεία που του πρέπει.
[i] Η έρευνα διεξάγεται από τους: Κατερίνα Τριανταφύλλου: Ψυχοθεραπεύτρια – Σύμβουλο σταδιοδρομίας και Στέλιος Μαρίνη: Μαθηματικό – Ερευνητή.
Η περιοχή του Πειραιά επιλέχθηκε γιατί συγκεντρώνει σε μικρότερο χώρο τις ιδιότητες του συγκροτήματος Αθήνας – Πειραιά. Το δείγμα σταθμίστηκε και βρέθηκε να απαρτίζεται από ίδιες αναλογίες με το σύνολο των υποψηφίων και ως προς τις κατευθύνσεις των ερωτωμένων και ως προς τις επιδόσεις τους που ήσαν ανάλογες με τα στατιστικά στοιχεία βαθμολογιών των Πανελλαδικών Εξετάσεων, επομένως τα στοιχεία της έρευνας είναι αξιόπιστα. Ας σημειωθεί πάντως ότι δεν περιλαμβάνονται υποψήφιοι που εξετάστηκαν σε ειδικό μάθημα.