Οικονομική Κρίση – καημός της ρωμιοσύνης VI

Η οικονομική Κρίση και ο καημός της ρωμιοσύνης – Μέρος VI

Του Γιώργου Καραμπελιά

 
Συνέχεια από το Μέρος V: http://tomtb.com/modules/smartsection/item.php?itemid=2551
Από τη Μοσχόπολη στη βαρονεία

Η πλέον χαρακτηριστική διαδρομή – που καταδεικνύει με ενάργεια την πορεία της ελληνικής διασποράς της Αυστροουγγαρίας – είναι εκείνη της οικογένειας Σίνα.

Ο βλαχικής καταγωγής γενάρχης της, Γεώργιος, καταγόταν από τη Μοσχόπολη και αναφέρεται για πρώτη φορά σε αρχεία της Βουδαπέστης, το 1762, και της Βιέννης, το  1767. Μετά την κήρυξη του ηπειρωτικού αποκλεισμού της ναπολεόντειας Ευρώπης από τους Εγγλέζους, το εμπόριο διεξάγεται κυρίως μέσω χερσαίων οδών και ο γιος του, Σίμων, γίνεται ο πρώτος εισαγωγέας βαμβακιού και μαλλιού από την οθωμανική Αυτοκρατορία. Η οικογένεια ακολουθεί μια ευλύγιστη στρατηγική.

Ο Σίμων παραμένει οθωμανός υπήκοος, ενώ ο εγγονός του γενάρχη, Γεώργιος, το 1811, αποκτά την αυστριακή υπηκοότητα, που του επιτρέπει να απολαμβάνει προνόμια ανάλογα των αυστριακών μεγαλεμπόρων. Ο Γεώργιος αγοράζει γαιοκτησίες, οικόπεδα και ακίνητα, ενώ, παράλληλα, η οικογένεια επενδύει σε υφαντουργικά εργοστάσια (στο πρώτο μηχανοκίνητο εργοστάσιο της Αυστρίας, το 1803), σε εμπόριο γαλλικών κρασιών και καπνού, το 1809-1811, και μετά το τέλος του αποκλεισμού, το 1811, εισάγει βαμβάκι από την Ινδία.
Το 1818, ο αυτοκράτορας Φραγκίσκος A΄ απονέμει τον ουγγρικό τίτλο του βαρόνου στον Σίμωνα Σίνα, ενώ, το 1832, οι αδελφοί Σίνα, Γεώργιος και Ιωάννης, θα ανακηρυχθούν βαρόνοι της Αυστρίας.
Για να μπορέσουν όμως οι Σίνα να λάβουν τον τίτλο, θα έπρεπε να καταβάλουν ένα υπέρογκο τίμημα – χρηματικό αλλά και πολιτικο-ηθικό: το 1815, ο Γεώργιος Σίνας θα κάνει μια σημαντική δωρεά στο Πολυτεχνείο της Βιέννης, ύψους 20.000 φλορινιών, ο Σίμων Σίνας θα αγοράσει δύο ουγγρικά χωριά σε τιμή διπλάσια από την αξία τους καταβάλλοντας το υπέρογκο ποσό των 400.000 φλορινιών – ενώ κατέβαλε και 80.000 φλορίνια για την απόκτηση του τίτλου, το μεγαλύτερο ποσό που είχε καταβληθεί ποτέ.  Επί πλέον, όταν ξέσπασε η ελληνική επανάσταση, «ο Γ. Σίνας ετήρησε στάσιν επιφυλακτικήν και συνέχισε τας εμπορικάς του επιχειρήσεις όπως και πρότερον». Μάλιστα, επειδή ο Γ. Σίνας, μετά τον Μάιο του 1821, παρέλαβε 900 φορτία βαμβάκι από τον Δράμαλη, αξίας 335.000 πιάστρων, μετά την καρατόμηση του Δράμαλη, βρέθηκε οφειλέτης του Σουλτάνου, στον οποίο και κατέβαλε την οφειλή του. Γι’ αυτή τη στάση του παρασημοφορήθηκε, μαζί με τον αδελφό του Ιωάννη, από τον σουλτάνο. Αυτό το γεγονός επισημαίνεται από τον Φραγκίσκο Α΄, στο κείμενο της έγκρισης απονομής του τίτλου του βαρόνου της Αυστρίας στους αδελφούς Σίνα!
Όταν, το 1822, απεβίωσε ο Σίμων Σίνας, οι εμπορικές επιχειρήσεις του Γεωργίου άρχιζαν από τη Βιέννη και εξακτινώνονταν σε Ρώμη, Γενεύη, Μασσαλία, Παρίσι, Λονδίνο, Αμβούργο, Βερολίνο, Βαρσοβία, Βουκουρέστι, Οδησσό, Κωνσταντινούπολη, Σμύρνη, Αλεξάνδρεια, Κάιρο και Ινδίες, ενώ είχε επενδύσει μεγάλα κεφάλαια σε βιομηχανικές και τραπεζιτικές δραστηριότητες, κυρίως στην αγορά ακινήτων και κτημάτων.
Έτσι, σταδιακώς, η δραστηριότητα της οικογένειας αποκόπτεται από τον ελληνικό χώρο και εξελίσσεται σε μια διεθνή δραστηριότητα, στο εμπόριο, τη βιομηχανία, τη γαιοκτησία: βιομηχανικές επιχειρήσεις, εμπόριο με την Ινδία, γεωργικές εκμεταλλεύσεις, ναυσιπλοΐα στον Δούναβη και αργότερα σιδηρόδρομοι, τραπεζιτικές εργασίες – ο Γεώργιος Σίνας θα χρηματίσει και διευθυντής της αυστριακής Εθνικής Τράπεζας.
Βέβαια, ο Γεώργιος, δεν παύει ποτέ να τρέφει φιλελληνικά αισθήματα, αλλά πάντα υποταγμένα στα συμφέροντα της αυτοκρατορίας. Έτσι, ενώ είχε διοριστεί «Γενικός Πρόξενος» του ελληνικού κράτους στη Βιέννη από το 1834, όταν η ελληνική κυβέρνηση, το 1835, επεχείρησε να επιτύχει μείωση του δασμού εισαγωγής του ελληνικού ελαιόλαδου στην Αυστροουγγαρία, ο Σίνας απάντησε στην ελληνική κυβέρνηση πως μια τέτοια ευνοϊκή μεταχείριση της Ελλάδας θα προσέκρουε στη δυσαρέσκεια άλλων χωρών όπως η Ιταλία. Επί πλέον, παρά τις πολλαπλές παραινέσεις να δημιουργήσει τραπεζιτικό οργανισμό στην Ελλάδα, ακόμα και από τον πρέσβη της Αυστρίας στην Αθήνα Prokesh-Osten, το 1839, ο Σίνας κώφευσε, ενώ ακόμα και όταν επρόκειτο να ιδρυθεί η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος, το 1841, από τον Εϋνάρδο και τον Γεώργιο Σταύρου, δεν συνέβαλε ουσιαστικά.
Μετά τον θάνατο του Γεωργίου, το 1856, η περιουσία του υπολογίστηκε σε 80 έως 120.000.000 αυστριακά φλορίνια, δηλαδή 450.000.000 δραχμές. Το 88% της κληρονομιάς που έλαβε ο Σίμων αφορούσε γαιοκτησίες και ακίνητα, ενώ στις γαιοκτησίες του και μόνο απασχολούνταν 4.989 άτομα. Δηλαδή, η οικογένεια Σίνα είχε μεταβληθεί από οικογένεια εμπόρων σε οίκο ευγενών γαιοκτημόνων, ακολουθώντας εν πολλοίς το πρότυπο της noblesse de robe των ευρωπαϊκών Αυτοκρατοριών.
Ο Σίμων Σίνας ο νεώτερος (1810–1877) δεν είχε πλέον καμία άμεση σχέση με τον ελληνικό κόσμο: γεννήθηκε στη Βιέννη, παρακολουθούσε αυστριακό σχολείο, ενώ τα καλοκαίρια είχε Ούγγρο παιδαγωγό, ανατράφηκε σε περιβάλλον κοσμοπολίτικο και πολύγλωσσο, γνώριζε γερμανικά, ουγγρικά, ελληνικά, ιταλικά, γαλλικά και αγγλικά, σπούδασε πολιτική οικονομία, ιστορία και φιλοσοφία, ενώ ταξίδεψε σε Ιταλία, Γαλλία και Αγγλία, συνοδευόμενος από τον έμπορο και λόγιο Zηνόβιο Πωπ, μεταφραστή του Herder στον Λόγιο Eρμή.
Ο Σίμων, το 1856, θα διαδεχθεί τον πατέρα του στη θέση του Γενικού Προξένου της Ελλάδας, μέχρι το 1858, οπότε και πολιτογραφήθηκε Έλληνας πολίτης και ανέλαβε τα καθήκοντα του πρεσβευτή της Ελλάδας σε Βιέννη, Μόναχο και Βερολίνο. Το ζήτημα της πολιτογράφησής του προκάλεσε θύελλα αντιδράσεων. Ο εικοσιπεντάχρονος Τιμολέων Φιλήμων, που μόλις είχε αναλάβει τη διεύθυνση της εφημερίδας του πατέρα του, Αιών, στις 3-3-1858 (αρ. 1605), σε μακροσκελές άρθρο υπό τον τίτλο «Η παράδοξος πρεσβεία», παρέθετε σειρά επιχειρημάτων σύμφωνα με τα οποία ο Σίνας δεν έπρεπε να διορισθεί πρέσβης της Ελλάδας. Ανάμεσα στα άλλα, αναφέρει πως ο Σίνας διαθέτει κολοσσιαία περιουσία στην Αυστρία και επομένως τα συμφέροντά του είναι συνδεδεμένα με μια χώρα που τις περισσότερες φορές στρέφεται εναντίον της Ελλάδας. Πριν δύο χρόνια, γράφει ο Φιλήμων, συστήθηκε «Ελληνική Ατμοπλοϊκή Εταιρεία» και ο Σίνας δεν αγόρασε «ουδέ λεπτού μετοχήν», διότι η εταιρεία αυτή θα ήταν ανταγωνίστρια του αυστριακού Λόυδ. Εν συνεχεία, του έγινε πρόταση να αναλάβει την προεδρία εταιρείας δημοσίων έργων στην Ελλάδα, «και όμως μετά λύπης παρετήρησεν ότι αδυνατεί πρός τον τοιούτον… επειδή η Αυστριακή Κυβέρνησις δεν το θέλει. Τοιαύτη υπήρξεν η απάντησις. Ο κ. Σίνας ηγόρασεν προχθές ότι εν Βενετία περίφημα ανάκτορα (το Palazzo Grassi) και πολυτελές κοσμεί αυτό σήμερον. Ερωτώμεν, ηγόρασε καν σπιθαμήν γης εν Ελλάδι, συνέδεσε τα ολικά συμφέροντα αυτού μετά της Ελλάδος;»
Ωστόσο, ο Σίμων Σίνας υπήρξε δημιουργός και της Ακαδημίας της Αθήνας, για την ανέγερση και τη διακόσμηση της οποίας – της «Πλουτακαδημίας», σύμφωνα με μερίδα του Τύπου – η συνολική δαπάνη έφθασε τις 3.360.000 δρχ. Ο Σίμων Σίνας πέθανε το 1877 χωρίς να δει ποτέ το κτίριο που κατασκεύασε και χωρίς ποτέ να επισκεφθεί την Ελλάδα, ενώ, πέντε χρόνια μετά τον θάνατό του, το 1881, διαλύθηκε και ο εμπορικός και τραπεζικός οίκος Σίνα.

Χίος: εμπόριο και διεθνοποίηση

Η σύγχρονη αστική τάξη της Χίου έχει τις ρίζες της στα βυζαντινά χρόνια. Μια τάξη γαιοκτημόνων, λογίων και εμπόρων, με τέτοια καταπληκτική συνέχεια ανά τους αιώνες, η οποία και στελέχωσε προνομιακώς τις τάξεις των πατρικίων της Σμύρνης και των Φαναριωτών της Κωνσταντινούπολης – χαρακτηριστική περίπτωση οι Μαυροκορδάτοι, συνιστά μια «ανωμαλία», μια ιδιαιτερότητα για την Ελλάδα.
Τωόντι, χαρακτηριστικό της καπιταλιστικής ανάπτυξης και της διαμόρφωσης των αστικών τάξεων της Ελλάδας υπήρξε η ασυνέχεια. Συνήθως, στις περισσότερες αστικές οικογένειες της χώρας, μετά από δυο-τρεις – στην καλύτερη περίπτωση πέντε– γενιές, η αρχική γενιά έχει σβήσει, σε αντίθεση με μια παράδοση αιώνων που χαρακτηρίζει, επί παραδείγματι, τους Εβραίους ή τους Γενοβέζους αστούς και τραπεζίτες.
Στη Χίο, αντίθετα, το χαρακτηριστικό είναι η εκπληκτική συνέχεια. Με ό,τι αυτό συνεπάγεται, δηλαδή την ενδογαμία των χιώτικων οικογενειών και τη διαμόρφωση ενός παγκόσμιου χιώτικου δικτύου, εξαιρετικά δραστήριου κατά τον 18ο και κυρίως τον 19ο αι., του οποίου τις απολήξεις και τις διασυνδέσεις θα τις συναντήσουμε ακόμα και σήμερα! Τόσο ώστε ‒ όπως αναφέρει ειρωνικά ο Fustel de Cοulanges – «δεν θέλουν οι άλλοι Έλληνες να δεχτούν ότι οι Χίοι είναι της ιδίας φυλής με αυτούς και νομίζουν “σώνει και καλά” ότι είναι Εβραίοι, η κοινή γνώμη στη Σύρο και τη Σμύρνη είναι πεισμένη σε μεγάλο ποσοστό ότι οι κάτοικοι της Χίου αποτελούν εβραϊκή αποικία»!
Ο Χίος ιστορικός Γεώργιος Ζολώτας παραθέτει μια σχετική παροιμία: «Πενήντα Ρωμηοί κάνουν έναν Οβρηό και πενήντα Οβρηοί έναν Χιώτη», ενώ και ο Φυστέλ ντε Κουλάνζ αναφέρει ανάλογες παροιμίες που άκουσε στη Χίο κατά το πρώτο ήμισυ της δεκαετίας του 1850.
Η Χίος, ένα πυκνοκατοικημένο και πλούσιο νησί από την αρχαιότητα, με σημαντική παραγωγή – μαστίχα, κρασί, μάρμαρα – διατηρούσε προνομιακές οικονομικές σχέσεις με τη μικρασιατική «ενδοχώρα» της, ενώ έφθασε σε μεγάλη πληθυσμιακή ακμή κατά τον 5ο αι. π. Χ., όταν το σύνολο του πληθυσμού πλησίαζε τις 120 χιλιάδες  – όσο και στα… 1821, η δε πόλη της Χίου τις 80.000, χωρίς να συνυπολογίζονται οι δούλοι.
Ωστόσο, η ανάδειξή της, από τον 8ο π. X. αιώνα και εφεξής, σε μία από τις κυρίαρχες πόλεις του ελληνικού κόσμου συναρτάται κατ’ εξοχήν με τη θέση της πάνω στη θαλάσσια οδό μεταξύ Εύξεινου Πόντου και Μεσογείου, και μεταξύ Ελλάδας και Ασίας, ενώ ο μεγάλος δρόμος των καραβανιών της κεντρικής Ασίας κατέληγε πάντοτε στην Έφεσο ή τη Σμύρνη, απέναντι από τη Χίο.
Κατά τη βυζαντινή περίοδο, υπήρξε έδρα του σημαντικότερου Ναυτικού Θέµατος,  του Αιγαίου Πελάγους, ήδη, κατά τον 10ο αι., λειτουργούσε ως διαμετακομιστικό κέντρο μεταξύ της Μαύρης Θάλασσας και της Κωνσταντινούπολης, από τη μία, και της Κρήτης, του Αρχιπελάγους και της Δύσης, από την άλλη.
Το 1346, η Χίος κατελήφθη από τους Γενουάτες, οι οποίοι, φοβισμένοι από τη σθεναρή αντίσταση των Χίων, αρχικά τους παραχώρησαν πολλά προνόμια, αλλά σύντομα εγκαθίδρυσαν ένα ιδιαίτερο αποικιακό καθεστώς, παραχωρώντας τη νήσο στην περιβόητη Μαόνα της Χίου, ένα από τα πρώτα ιστορικά πρότυπα αποικιακής εταιρείας στη νεώτερη εποχή. Η Χίος απετέλεσε έτσι μια αποικιακή «εμπορική δημοκρατία», ανάλογη με εκείνες της Βενετίας και της Γένοβας σε σμικρογραφία, γι’ αυτό και θα αποκληθεί «μικρή Γένοβα» –  μέχρι το 1566, όταν θα πέσει στα χέρια των Τούρκων.
Εκτός από τη στρατηγική γεωγραφική-εμπορική της θέση, οι βάσεις της ευημερίας της υπήρξαν η παραγωγή της μαστίχας, όπου κατέχει ένα φυσικό παγκόσμιο μονοπώλιο, και η επεξεργασία της μετάξης, στην οποία κατ’ εξοχήν οικοδομήθηκε η παράδοση και η συνέχεια των μεγάλων εμπορικών οικογενειών της Χίου, δεδομένου ότι η εκμετάλλευση της μαστίχας παρέμενε πάντοτε μονοπωλιακό προνόμιο των κατακτητών, Γενουατών  ή Οθωμανών.
Η μεταξουργία εμφανίζεται ήδη από την όψιμη μεσοβυζαντινή περίοδο, μια και οι κλιματολογικές συνθήκες ευνοούν την καλλιέργεια της μουριάς και την εκτροφή μεταξοσκώληκα. Τα εργαστήρια µεταξοπλεκτικής ξεπερνούσαν τα πεντακόσια, και η ντόπια παραγωγή πρώτων υλών αποδεικνυόταν συχνά ανεπαρκής, γεγονός που ανάγκαζε τους µεταξοπράτες, από τον 11ο αι., να τις εισάγουν από τον Μοριά, τη Λέσβο, την Άνδρο, τη Μακεδονία και τη Συρία.
Η παραγωγή μεταξιού θα επεκταθεί κατά τη γενοβέζικη περίοδο, φτάνοντας στους 38 τόνους ετησίως, και ακόμα περισσότερο κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας, όταν οι αργαλειοί θα φθάσουν τους χίλιους διακόσιους, η  βιοτεχνία υφασμάτων και κεντήματος άνθησε από τον 16ο αι. μέχρι το τέλος του 18ου αι., ενώ μετά το 1600 η εμπορία επεκτάθηκε σε όλα τα κέντρα της Δύσης και της Ανατολής: Σμύρνη, Κωνσταντινούπολη, Καλκούτα, Μασσαλία, Λιβόρνο κ.λπ. Οι υφασματέμποροι, με αφετηρία τη Χίο, μετακινήθηκαν επιγενέστερα και οι ίδιοι στα μεγάλα καταναλωτικά κέντρα, οπότε η Χίος θα υποσκελιστεί τελικά από τη Σμύρνη, όπου  εγκαθίστανται πολλοί σηροτρόφοι, μεταξουργοί και υφασματέμποροι μετά τα τέλη του 18ου αιώνα, ενώ η επιδηµία της πανώλους του 1788 και η ασθένεια που πλήττει τους µεταξοσκώληκες επιτείνουν την παρακµή.

Μια εμπορική τάξη πατρικίων…

Οι ευγενείς της Χίου, κληρονομικού χαρακτήρα ήδη από τη βυζαντινή περίοδο, κατά τη γενουοκρατία συνέχισαν να κατέχουν ένα μεγάλο μέρος της γης και, μέσω επιμιξιών, αναμείχθηκαν με τις γενουατικές οικογένειες, ενώ οι Αργέντης και Κορέσσιος είχαν εγγραφεί και στο Libro d’ Oro της Γένουας. Πολλοί ήταν βυζαντινής καταγωγής (Άγγελοι, Αγέλαστοι, Βρανάδες, Δούκες, Κομνηνοί, Καντακουζηνοί, Πετροκόκκινοι, Ραβδοκανάκαι κ.λπ.), άλλοι ήρθαν από την Πελοπόννησο, κατά τον 15ο αι. (Γκλαβάς,  Δρομοκαΐτης,  Κοντόσταυλος κ. ά.),  από την Αθήνα (Σκαραμαγκάδες, Ροΐδαι, Βλαστοί), από την Κρήτη (Καλλέργαι, Χορτάκιοι, Βλαστοί), κ.λπ. Οι Ζυβοί, Κορέσσιοι, Αργένται, Πατέριοι ήταν ιταλικής καταγωγής, ενώ γενουατικής οι Ράλληδες, Γκλαβάνηδες, Καζανόβα, Βασιλικοί, Δαμαλάδες, Καλαμάται, Πικροί κ.λπ..
Οι Χίοι «ευγενείς» αναμιγνύονται όλο και πιο ενεργά σε εμπορικές, τραπεζιτικές και ναυτιλιακές επιχειρήσεις, διαμορφώνοντας μια τάξη ανάλογη με τη γαλλική και ιταλική noblesse de robe, το «αρχοντολόι» κατείχε έγγειο και κινητή ιδιοκτησία, είχε ισχυρή συνείδηση ιδιαίτερης κάστας, ήταν ενδογαμικό και σύντομα επεκτάθηκε εκτός Χίου, «κατακτώντας» αρχικώς τη Σμύρνη και την Κωνσταντινούπολη και εν συνεχεία το Λιβόρνο, τη Μασσαλία, τη Νότια Ρωσία, την Ολλανδία και το Λονδίνο.
Μετά την τουρκική κατάκτηση το 1566, αυτή η τάξη των ευγενών συγκέντρωσε στα χέρια της τη διαχείριση των υποθέσεων της νήσου. Διέθετε στην Κωνσταντινούπολη, στην Υψηλή Πύλη, αντιπροσώπους που διαχειρίζονταν πολλά σημαντικά ζητήματα απ’ ευθείας με τον Μεγάλο Βεζύρη, χωρίς να λογαριάζουν τον Τούρκο κυβερνήτη της νήσου. Κατά τη διάρκεια τριών αιώνων (1566-1822), δημιούργησαν ένα μοντέλο συνετής και δίκαιης διοίκησης, που πέτυχε μια εμπορική και βιομηχανική ευημερία και μια μετριοπαθή ευμάρεια χωρίς πολυτέλεια και επίδειξη, η οποία επεκτάθηκε σε όλες τις τάξεις της κοινωνίας. Μετέβαλε κατά κάποιο τρόπο τη νήσο σε μια μικρογραφία των ολιγαρχικών (patriciennes) δημοκρατιών της Γένοβας και της Βενετίας.

Ο Καισάριος Δαπόντες επισκέφτηκε τη Χίο στις 25 Ιουλίου 1764, και στον Κήπο Χαρίτων γράφει (κεφ. Χ):
Είδα τούς Πετροκόκκινους
και τούς Μαυρογορδάτους,
τα πρώτα γένη τών Χιωτών,
όλους αυτούς σωζάτους […]
Είδα  δε και τους πύργους των,
τα περιβόλιά τους,
τη αληθεία εύμορφα
και πολυέξοδά τους […]
Και είδα Χιώτες όλο νού,
και όλο εργασία […]
Αφ’ ού της Πόλης άρχισαν
όμως την πραγματείαν,
τιμήθηκαν, ακούσθηκαν
εως κάθε πολιτείαν,
της Χίου έγιναν στολή
και των λοιπών νησίων,
και δείχνουν με το δάχτυλο
τώρα παντού την Χίον.
Έτσι, η Χίος γνωρίζει μια πρωτοφανή ευημερία με δημογραφική ανάπτυξη που την οδήγησε, το 1800, στους 120.000 κατοίκους πληθυσμό – 30.000 κατοικούσαν στην πρωτεύουσα– ενώ την κατέτασσε τρίτη μετά την Πελοπόννησο και την Κρήτη από άποψη φορολογικών εσόδων.
ΠΗΓΗ: τ.2 του νέου Λόγιου Ερμή, Ιανουαρίου 4, 2012 2:15 μμ. http://ardin-rixi.gr/archives/3023
 
 
Συνέχεια στο Μέρος VII:  tomtb.com…d=2556

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.